ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 524

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1100/2003, 117/04,

118/04, 119/04, 120/04, 121/04, 122/04 και 123/04)

15 Ιουνίου, 2004

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

SUPER BRD ADS LTD.,

Αιτητών,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
  2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄ων η Αίτηση.

 

A. Μαρκίδης με Γ. Τριανταφυλλίδη, Γ. Μιχαηλίδη και Γ. Σεραφείμ,

για τους Αιτητές σε όλες τις προσφυγές.

Μ. Μαλαχτού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με εκ συμφώνου διάταγμα του Δικαστηρίου οι προσφυγές αυτές συνεκδικάζονται λόγω ταυτότητας τόσο στα γεγονότα όσο και στους νομικούς λόγους ακύρωσης που προβάλλονται από την αιτήτρια Εταιρεία. Σημειώνω ότι οι διάδικοι είναι οι ίδιοι σε όλες τις προσφυγές.

Στις 13.6.2003 τέθηκε σε ισχύ τροποποιητικός νόμος του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου (περί Οδικής Ασφάλειας Νόμοι 1986 έως 2003). Δυνάμει του άρθρου 18Δ(2) του νόμου «απαγορεύεται η τοποθέτηση διαφημιστικού κατασκευάσματος σε σημείο το οποίο απέχει λιγότερο από σαράντα (40) μέτρα από το πλησιέστερο προς αυτό όριο της λωρίδας κατάληψης αυτοκινητόδρομου ή δρόμου ταχείας κυκλοφορίας.»

Στις 20.11.2003 ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων, αρμοδία αρχή σύμφωνα με το νόμο, απέστειλε την πιο κάτω επιστολή στην αιτήτρια:-

«Ο Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 1986 (Νόμος 174/86)

όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον

Περί Οδικής Ασφάλειας (Τροποποιητικό) Νόμο Ν.50(Ι)/2003

και Ν.173(Ι)/2003 της

13ης Ιουνίου, 2003 και της 7ης Νοεμβρίου, 2003

Ειδοποίηση για Κατεδάφιση ή/και Μετακίνηση ή/και Απομάκρυνση

Διαφημιστικών Κατασκευασμάτων και Αντικειμένων

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18Θ(1) του υπ΄ αναφορά Νόμου παρακαλώ όπως εντός 10 ημερών από την λήψη της παρούσης ειδοποίησης προχωρήσετε με την κατεδάφιση ή/και μετακίνηση ή/και απομάκρυνση του(των) κάτωθι διαφημιστικού(ων) κατασκευάσματος(ων) τα οποία διατηρούνται ή γίνεται ανεκτή η διατήρηση τους κατά παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 18Δ, 18Ε, 18ΣΤ και 18ΙΓ.

Στον αυτοκινητόδρομο Λ/σίας-Λ/σού (Α1): Εικοσιεννέα (29) πινακίδες στις Χ.Θ. 7.800, 8.900, 9.100, 9.400, 10.000, 10.300, 10.600, 11.100, 13.800, 14.500, 22.500, 75.900, 22.700, 23.700, 25.600, 27.800, 32.200, 40.700, 43.800, 51.300, 63.300, 69.200, 70.000, 73.150, 75.500, 76.400, 77.800, 79.700, 82.200

2. Σε περίπτωση που αρνηθείτε ή αμελήσετε ή παραλείψετε να συμμορφωθείτε με το περιεχόμενο της παρούσης ειδοποίησης δεν θα έχω άλλη επιλογή από του να προχωρήσω με την κατεδάφιση ή/και απομάκρυνση ή/και μετακίνηση των πιο πάνω διαφημιστικών κατασκευασμάτων δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται από το Άρθρο Θ(3) του Νόμου. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα επιβαρυνθείτε με όλα τα έξοδα για την κατεδάφιση ή/και μετακίνηση ή/και απομάκρυνση των υπ΄ αναφορά διαφημιστικών κατασκευασμάτων ή/και αντικειμένων.»

Τα 29 διαφημιστικά κατασκευάσματα στα οποία αναφέρεται η πιο πάνω ειδοποίηση είναι τοποθετημένα κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού. Το κάθε ένα από αυτά είναι τοποθετημένο σε σημείο που απέχει λιγότερο από 40 μέτρα από το πλησιέστερο προς αυτό όριο της λωρίδας κατάληψης του αυτοκινητόδρομου, σε κάποιες δε περιπτώσεις, η απόσταση μεταξύ των κατασκευασμάτων είναι λιγότερη των τριών χιλιομέτρων. Τα γεγονότα αυτά δεν έχουν αμφισβητηθεί από την αιτήτρια. Τα 29 διαφημιστικά κατασκευάσματα στα σημεία που είναι τοποθετημένα παραβιάζουν τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, η αιτήτρια είχε, δυνάμει του άρθρου 18ΙΓ(2), υποχρέωση να τα κατεδαφίσει, το αργότερο μέχρι την 1.10.2003.

Παρά το γεγονός ότι η σχετική πιο πάνω ημερομηνία παρήλθε, η αιτήτρια παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη νομοθετική υποχρέωση για κατεδάφιση των διαφημιστικών κατασκευασμάτων. Γι΄ αυτό η αρμοδία αρχή απέστειλε την επιστολή της 20.11.03.

Εναντίον της πιο πάνω επιστολής και του περιεχομένου της η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με το πιο κάτω αιτητικό:-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 2003 - Παράρτημα 1 - ότι τα 29 διαφημιστικά κατασκευάσματα των αιτητών κατά μήκος και παραπλεύρως του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού στις Χ.Θ. (Χιλιομετρική Θέση) 7.800, 8.900, 9.100, 9.400, 10.000, 10.300, 10.600, 11.100, 13.800, 14.500, 22.500, 75.900, 22.700, 23.700, 25.600, 27.800, 32.200, 40.700, 43.800, 51.300, 63.300, 69.200, 70.000, 73.150, 75.500, 76.400, 77.800, 79.700, 82.200 είναι τοποθετημένα κατά παράβαση των διατάξεων 18Δ, 18Ε και 18ΣΤ του Ν.50(1)/2003 και του Νόμου 173(1)/2003 και/ή με την οποία τους καλούν εντός 30 ημερών από την επίδοση της πιο πάνω επιστολής να κατεδαφίσουν και/ή απομακρύνουν και/ή μετακινήσουν τα 29 διαφημιστικά κατασκευάσματα που έχουν οι αιτητές κατά μήκος και παραπλεύρως του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού στις Χ.Θ. 7.800, 8.900, 9.100, 9.400, 10.000, 10.300, 10.600, 11.100, 13.800, 14.500, 22.500, 75.900, 22.700, 23.700, 25.600, 27.800, 32.200, 40.700, 43.800, 51.300, 63.300, 69.200, 70.000, 73.150, 75.500, 76.400, 77.800, 79.700, 82.200 είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.»

Στη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της αιτήτριας προβάλλονται αρκετοί λόγοι ακύρωσης όπως αναρμοδιότητα του οργάνου, παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αντισυνταγματικότητα του νόμου προς τα Άρθρα 23, 25, 26(1), 33, 12 του Συντάγματος, παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας από τις υφιστάμενες διατάξεις διοικητικής-αστικής φύσεως και υπέρβασης εξουσίας και παρερμηνείας του άρθρου 18ΙΓ του νόμου.

Με τη γραπτή της ένσταση η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προτάσσει δύο προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες και αναλύει στη γραπτή της αγόρευση. Ισχυρίζεται πρώτον ότι η επίδικη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση και δεύτερο ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προωθεί την προσφυγή της.

Προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων γιατί τυχόν επιτυχία οποιασδήποτε από τις δύο θα διαθέσει την προσφυγή.

Μη εκτελεστότητα της επίδικης διοικητικής πράξης:

Η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης είναι, εκ των ουκ άνευ, όρος για τη νομιμοποίηση της προσβολής πράξης ή απόφασης της διοίκησης όπως προνοείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στον διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 Α.Α.Δ. 26).

Σύμφωνα με τη διατύπωση στο σύγγραμμα Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Α. Τάχου, 4η Έκδοση, 1993 στη σελίδα 356 «εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες, για τους διοικουμένους, δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις. (Βλέπε επίσης Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, 1982, σελ. 170).

Πράξη, πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες του νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης, δεν είναι εκτελεστή πράξη. (Βλέπε: Krashias Modern Land and Building Ltd. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, Κεφάλα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2478, ημερ. 3.3.2000).

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές της νομολογίας έχω καταλήξει ότι η επίδικη επιστολή προς την αιτήτρια δεν συνιστά εκτελεστή πράξη. Η επιστολή δεν αποκαλύπτει απόφαση με τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να περιληφθεί στις εκτελεστές πράξεις. Της λείπει το κριτήριο της εκτελεστότητας δηλαδή εξ αυτής δεν εκπηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με την πρώτη παράγραφο της επιστολής η αιτήτρια καλείται να άρει την παράβαση του νόμου απομακρύνοντας τα διαφημιστικά κατασκευάσματα, όπως ο νόμος προδιαγράφει. Είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα. Γνωστοποιεί στην αιτήτρια τις πρόνοιες του νόμου τις οποίες παραβαίνει και την καλεί να συμμορφωθεί με το νόμο. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 496 ασχολούμενη με παρόμοια επιστολή όπως την επίδικη επιστολή στην παρούσα προσφυγή κατέληξε ότι έχει πληροφοριακό και σιγουρευτικό χαρακτήρα. Αναφέροντας τα εξής στη σελίδα 502:-

«Έχουμε καταλήξει ότι όχι μόνο η επιστολή ημερομηνίας 2/11/95 αποκαλύπτει εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά ούτε και η επιστολή 1/8/95 αποκαλύπτει επίσης τέτοια απόφαση. Η επιστολή έχει πληροφοριακό και σιγουρευτικό χαρακτήρα, αποκαλυπτικό της θεώρησης από τις Αρχές των σχετικών νομικών διατάξεων και της εφαρμογής τους. Ταυτόχρονα προειδοποιεί για τις συνέπειες που θα ενέχει για την εφεσείουσα η οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου.»

Το γεγονός ότι καλείται η αιτήτρια να τερματίσει την παρανομία εντός 10 ημερών δεν μπορεί να επιφέρει αλλαγή στη φύση της επίδικης πράξης.

Η συμπερίληψη και της δεύτερης παραγράφου στην επιστολή επίσης δεν μπορεί να αλλοιώσει τη φύση της πράξης. Με αυτή δηλώνεται η πρόθεση της διοίκησης να μην ανεχθεί περαιτέρω την παρανομία, την οποία προτίθεται να τερματίσει σύμφωνα και πάλιν με τις διατάξεις του σχετικού νόμου, για τις οποίες πληροφορεί την αιτήτρια. Προειδοποιεί δηλαδή την αιτήτρια για τις συνέπειες του νόμου (Βλέπε: Εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ. (πιο πάνω) και Amathus Navigation Co. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 10).

Η στοιχειοθέτηση του εκτελεστού χαρακτήρα της επίδικης διοικητικής απόφασης είναι δικαιοδοτική προϋπόθεση για άσκηση, από το Δικαστήριο, αναθεωρητικού ελέγχου. Ενόψει των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω και της νομολογίας δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η νομολογία επί του θέματος είναι σαφής. Η εκτελεστότητα της διοικητικής απόφασης συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας για αναθεώρηση. (Βλέπε: Krashias Developers v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198).

 

Έννομο συμφέρον:

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου στην πρώτη προδικαστική ένσταση θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ και με τη δεύτερη αυτή του εννόμου συμφέροντος.

Είναι η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος για να προωθεί την προσφυγή, γιατί το συμφέρον της δεν είναι έννομο αλλά αντίκειται στο δίκαιο και έτσι δεν είναι δυνατό να τυγχάνει προστασίας. Περαιτέρω οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι τα 29 διαφημιστικά κατασκευάσματα αποτελούν οικοδομή σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κεφ. 96. Έχουν δε ανεγερθεί παράνομα γιατί δεν είχε προηγηθεί η έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής όπως προνοεί ο νόμος.

Οι πιο πάνω θέσεις των καθ΄ων η αίτηση είναι ορθές και σύμφωνες με τη νομολογία. Είναι γεγονός ότι από την κατεδάφιση ή μετακίνηση των διαφημιστικών κατασκευασμάτων η αιτήτρια θα υποστεί αναπόφευκτα ζημία, δηλαδή θα επηρεάσει άμεσα τα οικονομικά της συμφέροντα. Η ύπαρξη όμως του συμφέροντος αυτού δεν είναι επαρκής για να ενεργοποιήσει την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Το συμφέρον, εκτός των άλλων, πρέπει να είναι έννομο, δηλαδή να έχει νομικό έρεισμα και να αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιο έννομης προστασίας.

Στην υπόθεση K. and M. (Transport) Ltd. v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225 στη σελίδα 232, αναφέρονται τα ακόλουθα:-

«Τα οικονομικά συμφέροντα των ιδιοκτητών Μεταφορέα Α είναι ενδεχόμενο να επηρεαστούν από τη χορήγηση αδειών Μεταφορέα Β. Αυτό όμως δεν αρκεί για τη θεμελίωση δικαιώματος προσφυγής. Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα.»

Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δακτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η Έκδοση, 1944, στην παράγραφο 537, το ζήτημα τίθεται ως εξής:-

«Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας. Το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μια απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων, ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. Έννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος.»

Περαιτέρω στην υπόθεση Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 3 Α.Α.Δ. 707 στις 717 και 718 αναφέρονται και τα εξής τα οποία έχουν απόλυτη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση:-

«Έχει νομολογηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα, όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2 και αναγνωρίζει η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147, Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346). Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (Βλ. K. And M. (Transport) Ltd. κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225 (απόφαση Πική, Π.) και Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).

.................................. .................................................. .................................................. ....................

Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, το συμφέρον που απαιτείται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Με άλλα λόγια πρέπει να πηγάζει από το Νόμο. Στις κρινόμενες περιπτώσεις ο Νόμος θέτει ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτές είναι εκείνες που προδιαγράφονται από τους Κανονισμούς 5(1)(α) και (γ) και 6. Μόνο με την τήρηση τους μπορεί να προσλάβει νομικό έρεισμα το συμφέρον των αιτητών και να καταστεί έννομο εντός της έννοιας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Ενόψει της μη τήρησης των προϋποθέσεων εκείνων από τους αιτητές το συμφέρον τους στερείται νομικού ερείσματος. Το συμφέρον που επικαλούνται δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο αλλά αντίκειται στο δίκαιο. Δεν πηγάζει από το Νόμο και δεν μπορεί να τύχει έννομης προστασίας. Δεν είναι, επομένως, έννομο όπως ορίζεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος.»

Στην παρούσα περίπτωση το «συμφέρον» που επικαλείται η αιτήτρια όχι μόνο στερείται νομικού ερείσματος αλλά αντίκειται στο δίκαιο, δηλαδή στις πρόνοιες του Ν. 50(Ι)/2003 και 173(Ι)/2003 ως επίσης και στις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972.

Καταλήγω ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προωθεί την προσφυγή της. Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοτικού πλαισίου για να επιληφθεί των προσφυγών.

Ενόψει της κατάληξης μου στις δύο προδικαστικές ενστάσεις δεν είναι νομικά εφικτό να ασχοληθώ με την ουσία των προσφυγών.

Όλες οι προσφυγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες, με έξοδα.

 

 

&# 9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο