ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 301

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 835/02

23 Απριλίου, 2004.

[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΝESTORAS HOTELS LTD

Αιτήτρια,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθού η αίτηση.

--------------------------------

Α. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον καθού η αίτηση

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Οι αιτητές είχαν άδεια οικοδομής από το έτος 1990 για την ανέγερση ξενοδοχείου τριών αστέρων αποτελούμενου από υπόγειο, ισόγειο και 4 ορόφους, η οποία λήφθηκε από την τότε αρμόδια αρχή, ήτοι το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγ. Νάπας (το Συμβούλιο).

Στις 3/5/91 το Συμβούλιο έλαβε την πιο κάτω απόφαση που αφορούσε την άδεια οικοδομής των αιτητών:

«Το Συμβούλιον Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κατά τη μελέτη του φακέλλου Β110/89 για έκδοση αδείας οικοδομής αποφάσισε την αίτηση αυτή να την εντάξει στην κατηγορία των αιτήσεων που εμπίπτουν στην Γενική απόφαση του Συμβουλίου που πάρθηκε την ημερομηνία 10/10/89.

Με βάση την πιο πάνω απόφαση, για σκοπούς υπολογισμού του Συντελεστή Δόμησης το εμβαδό των τμημάτων του τεμαχίου που επηρεάζονται από το προτεινόμενο οδικό δίκτυο και χώρο πρασίνου δεν αφαιρέθηκε από το συνολικό εμβαδό του τεμαχίου.»

Οι αιτητές είχαν προσφέρει για δρόμο εμβαδόν από το τεμάχιο τους έκτασης 1493 τ.μ. Με βάση την πιο πάνω απόφαση οι αιτητές θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλο το εμβαδόν του κτήματος τους για σκοπούς συντελεστή δόμησης. Οι αιτητές και ενώ το ξενοδοχείο βρισκόταν υπό ανέγερση χρησιμοποίησαν 400 τ.μ. πέραν της οικοδομικής τους άδειας, έχοντας υπόψη την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου τροποποιώντας τα υφιστάμενα σχέδια γι' αύξηση των κοινόχρηστων χώρων.

Στις 17/4/91 υπέβαλαν αίτηση για χορήγηση καλυπτικής άδειας για να νομιμοποιήσουν το πρόσθετο εμβαδό με βάση την απόφαση του Συμβουλίου. Η αίτηση υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου. Απορρίφθηκε στις 19/6/92 και οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή ενώ αργότερα υπέβαλαν στις 21/1/92 αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση της Δήλωσης Πολιτικής. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ανέβαλαν κατ' επανάληψη τη λήψη απόφασης επί των δύο πιο πάνω διαβημάτων των αιτητών.

Ζητήθηκε από την αρμόδια αρχή και οι αιτητές τελικά υπέβαλαν στις 17/11/00 νέα πολεοδομική αίτηση κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής σε σχέση με την υπέρβαση του συντελεστή δόμησης. Κατόπιν εισηγήσεως των αρμόδιων υπηρεσιών το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε στις 19/6/02 απόφαση να εγκρίνει τη χροήγηση της αιτηθείσας άδειας επιβάλλοντας όμως όρους και συγκεκριμένα τη μεταφορά συντελεστή δόμησης από άλλο τεμάχιο γης το οποίο θα παραχωρηθεί στο δημόσιο ή από διατηρητέα οικοδομή.

Είναι αυτή την απόφαση που οι αιτητές προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή.

Κύριο επιχείρημα των αιτητών γι' ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι ότι οι καθών η αίτηση ενήργησαν κάτω από πλάνη, χωρίς τη δέουσα έρευνα και ενάντια στην αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις πράξεις της διοίκησης. Σύμφωνα με τη θέση των αιτητών οι αρμόδιες αρχές αγνόησαν την ειλημμένη απόφαση του Συμβουλίου να επιτρέψει στους αιτητές να κάμουν χρήση για σκοπούς συντελεστή δόμησης το σύνολο του εμβαδού του κτήματος τους, μια ευνοϊκή γι' αυτούς απόφαση στην οποία και στηρίχθηκαν.

Με την αγόρευση του ο συνήγορος των καθών η αίτηση δεν αρνείται ότι όντως το Συμβούλιο είχε λάβει την πιο πάνω απόφαση. Όμως ισχυρίζεται ότι η δέσμευση του Συμβουλίου λήφθηκε υπό το τότε ισχύον νομικό καθεστώς και δεν μπορούσε να συνεχίζει εσαεί ανεξάρτητα από το σε ισχύ νομικό καθεστώς. Οι καθών η αίτηση έπρεπε να λάβουν υπόψη το νομικό καθεστώς που ίσχυε το χρόνο λήψης της δικής τους απόφασης.

Όμως ο συνήγορος των καθών η αίτηση ισχυρίζεται ότι η προσφυγή θα πρέπει ν' απορριφθεί χωρίς άλλη συζήτηση διότι ισχύει εδώ η αρχή ότι ο διοικούμενος δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει μια απόφαση. Λέγω αμέσως ότι δεν ισχύει η αρχή αυτή στην παρούσα υπόθεση. Οι αιτητές δεν ωφελήθηκαν από την έγκριση διότι αυτή ήταν υπό όρους που δεν αποδέχθηκαν και επομένως δεν ίσχυσε κάτι που γνώριζαν ότι θα συνέβαινε μη αποδεχόμενοι τους όρους.

Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης λέγω ευθύς εξ αρχής ότι πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση ενήργησε με πλήρη έλλειψη καλής πίστης και ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης. Θα θέσω πρώτα τις νομικές αρχές. Παραπέμπω στο σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, (1992) στις σελ. 175-177 αναφέρονται τα εξής:

«Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

.................................. .................................................. ..............................

Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη: Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. .........................

Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. Συγκεκριμένα, κακόπιστη είναι η συμπεριφορά της διοικήσεως, όταν αίρει εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση κίνητρα που πρόβλεψε ο νόμος για να προσελκύσει ορισμένη συμπεριφορά του ιδιώτη (συχνά στη νομοθεσία επενδύσεων ή εισαγωγής ξένου συναλλάγματος). Ή όταν αντίκειται σε υποσχέσεις ή «δεσμευτικές» ή «επίσημες» πληροφορίες των αρμόδιων αρχών ή πληροφορίες, την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος (αν και όχι απλές πληροφορίες χωρίς δέσμευση).

Τα ανωτέρω ισχύουν όμως μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει την διοίκηση από την υποχρέωση της να εφαρμόσει τον νόμο, αν και μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του κράτους προς αποζημίωση.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται (αν και όχι σταθερά) ότι δεν είναι καλόπιστη και επομένως δεν συγχωρείται η ανατροπή μιας παράνομης πραγματικής καταστάσεως, που έγινε ανεκτή επί πολύ χρόνο, εκτός εάν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως ή αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη.»

Πλείστα από τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Ιερόπουλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3913, Droushiotis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25).»

Δεν μπορεί η διοίκηση να επικαλείται τις δικές της παραλείψεις και σφάλματα για να θέτει τον διοικούμενο σε δυσμενέστερη θέση. Οι αιτητές έκαμαν την αίτηση τους έγκαιρα και υπό καθεστώς ευνοϊκό γι' αυτούς βασισμένοι στην απόφαση του Συμβουλίου. Οι καθών η αίτηση με συνεχείς αναβολές καθυστέρησαν να λάβουν απόφαση για πέραν των δέκα ετών, υποχρεώνοντας μάλιστα τους αιτητές να υποβάλουν νέα αίτηση με βάση το νέο νομικό καθεστώς που δημιουργήθηκε. Οι καθών η αίτηση εξέδωσαν την επίδικη απόφαση χωρίς τη δέουσα έρευνα, χωρίς να λάβουν υπόψη τη δέσμευση του Συμβουλίου και ενεργώντας ενάντια στην αρχή της καλής πίστης. Η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι καθών η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Γ. Αρέστης, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο