ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 321

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 619/2002)

 

26 Απριλίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 26, 28, 144 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΦΑΝΗ Σ. ΤΑΚΗ,

Αιτήτρια,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

  1. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
  2. ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17.6.2003.

Ι. Κυριακίδης , για την Αιτήτρια.

Γ. Λαζάρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ ου η Αίτηση 1 ημερομηνίας 2.5.2002, δια της οποίας απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας δια απαλλαγή της από την πληρωμή φόρου κληρονομιάς επί της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της Σωτήρη Τάκη ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα και χωρίς την προσεκτική και αντικειμενική εξέταση και/ή μελέτη και/ή χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή είναι άνευ αιτολογήσεως και/ή άνευ επαρκούς αιτιολογήσεως και/ή είναι άκυρη, παράνομη και/ή παραβιάζουσα την ισότητα των πολιτών, αποτελούσα δυσμενή διάκριση σε βάρος της Αιτήτριας σε σύγκριση με άλλες παρόμοιες και/ή συναφείς αιτήσεις που υπεβλήθησαν στον Καθ΄ ου η Αίτηση 1 και/ή του Καθ΄ ου η Αίτηση 2 και ή αμφοτέρων από άλλους πολίτες της Δημοκρατίας και εστερημένη παντός νομικού αποτελέσματος και/ή αντίθετη προς το Σύνταγμα και/ή βασισμένη σε καταργηθέντες νόμους και/ή κανόνες και/ή μη βασιζόμενη επί της Αρχής της Νομιμότητας.

Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη δια της οποίας οι Καθ΄ ων η Αίτηση 2 καλούν την Αιτήτρια, διά της επιστολής των ημερομηνίας 4.6.2002, να πληρώσει ποσό 28050 λιρών, καθώς και τόκο πάνω στο ποσό προς 6% ετησίως από 7.6.2002 μέσα σε 30 ημέρες και εάν παραλείψει θα ληφθούν μέτρα καταναγκαστικής εισπράξεως, είναι άκυρη, παράνομη, εστερημένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, παραβιάζουσα την ισότητα των πολιτών και προκαλούσα δυσμενή διάκριση σε βάρος της Αιτήτριας και/ή ως παράνομη και/ή ως παραβιάζουσα την Αρχή της Νομιμότητας καθότι δεν βασίζεται επί οιουδήποτε νόμου και/ή ως ερειδομένου επί νόμου αντίθετου προς το Σύνταγμα και/ή τις Διεθνείς Συμβάσεις τις οποίες προσυπέγραψε η Κύπρος.

Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια είναι αχρεωστήτως που έχει πληρώσει προς τους καθ΄ ων η αίτηση 2 ποσά χρημάτων από της 1.1.2000 μέχρι σήμερον τα οποία οι Καθ΄ ων η Αίτηση 2 είναι υποχρεωμένοι να επιστρέψουν μετά των τόκων των εις την Αιτήτρια ως αχρεωστήτως καταβληθέντα και/ή ως εισπραχθέντα επί τη βάσει καταργηθέντος νόμου και/ή νόμου αντιθέτου προς το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις και το δίκαιο.

Δ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι κανονισμοί επί των οποίων ερείδονται οι Καθ΄ ων η Αίτηση 2 διά να καλέσουν την Αιτήτρια, διά της επιστολής των ημερομηνίας 4.6.2002 να πληρώνει χρήματα ως το περιεχόμενο του κειμένου της επιστολής είναι άκυροι και/ή παράνομοι και εστερημένοι οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή καταργήθηκαν και/ή έδει να καταργηθούν και/ή εθεσπίσθησαν καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή είναι αντίθετοι προς το Σύνταγμα και τους νόμους και τα έθιμα και/ή τη νομολογία μας και/ή των Διεθνών Συμβάσεων στις οποίες προσεχώρησε η Κύπρος.

Ε. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι κανόνες και οι νόμοι επί των οποίων ο Καθ΄ ου η Αίτηση 1 εβασίσθη και επροχώρησε εις την πράξη και/ή απόφαση ημερομηνίας 2.5.2002, ως ανωτέρω είναι άκυρη και/ή παράνομη και αντίθετοι προς το Σύνταγμα και τους Νόμους και ή εθεσπίσθησαν και/ή εχρησιμοποιήθησαν καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή σε αντίθεση με τις Διεθνείς Συμβάσεις στις οποίες προσεχώρησε η Κύπρος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Η αιτήτρια είναι η διαχειρίστρια και σύζυγος του αποβιώσαντος Σωτηράκη Τάκη (ο αποβιώσας). Στις 14.9.1994 εκδόθηκε από τον Έφορο Κληρονομιών (ο Έφορος) η φορολογία που αφορά την περιουσία του αποβιώσαντος με καθαρή αξία £166,111.000 και φόρο κληρονομιάς £58,000.00 πλέον τόκος 6% από 12.1.94 μέχρι τελικής πληρωμής. Τόσον η φορολογία όσον και η πληρωμή του φόρου συμφωνήθηκε μεταξύ του Εφόρου και της αιτήτριας. Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 15.7.98 πληροφόρησε τον Έφορο ότι μπορεί να πληρώσει το ποσό των £6,000.00 ετησίως έναντι της φορολογίας. Μέχρι την 7.6.2001 η αιτήτρια πλήρωσε έναντι της οφειλής £46,297.37 «δηλαδή έναντι φόρο £29,950.00 και έναντι τόκων £16,347.37. Παρέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο φόρου £28,050.00 πλέον τόκος 6% από 7.6.2001. Με επιστολή της κατά τον Μάϊο του 2001 προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η αιτήτρια ζήτησε όπως της χαριστεί ο

 

 

 

 

 

φόρος κληρονομιάς. Ακολούθησε εξέταση του αιτήματος της από το Υπουργείο Οικονομικών το οποίο απέρριψε το αίτημα.

Αμέσως μετά την πιο πάνω αρνητική απάντηση του Υπουργού Οικονομικών το Γραφείο του Εφόρου με επιστολή του ημερ. 4.6.2002 απαίτησε την πληρωμή του υπόλοιπου φόρου £28,050.00 πλέον τόκο 6% από 7.6.2001 μέχρι τελικής πληρωμής.

Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 11.7.2002. Τα αιτητικά Α και Ε στρέφονται κατά της απόφασης που περιλαμβάνεται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 2.5.2002. Τα αιτητικά Β και Δ στρέφονται κατά της απόφασης που περιλαμβάνεται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 4.6.2002. Τέλος το αιτητικό Γ στρέφεται κατά της πιο πάνω φορολογίας ημερ. 14.9.1994.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση έχουν εγερθεί οι πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:

  1. Οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
  2. Η αιτήτρια στερείται ενεστώτος συμφέροντος να εγείρει την παρούσα προσφυγή καθότι η φορολογία εκδόθηκε με τη συναίνεση της

Η πρώτη προδικαστική ένσταση έχει εγερθεί και στα πλαίσια ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση στην αίτηση της αιτήτριας ημερ. 17.6.2003 για αποκάλυψη εγγράφων.

Εν όψει της φύσεως της πρώτης προδικαστικής ένστασης η οποία σαφώς εγείρει θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της Προσφυγής το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως ακουστεί επιχειρηματολογία των μερών επί της προδικαστικής ένστασης.

Ο κ. Λαζάρου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, αναφέρθηκε στα πιο πάνω γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή. Υπέβαλε ότι η μόνη πράξη που ενδεχόμενα θα μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή είναι η πράξη επιβολής της φορολογίας ημερ. 14.9.94. Ωστόσο η πράξη αυτή ουδέποτε έχει προβληθεί. Μάλιστα - συνέχισε ο κ. Λαζάρου - εκδόθηκε με τη συναίνεση της αιτήτριας. Οι πράξεις - κατέληξε ο κ. Λαζάρου - ημερ. 2.5.2002 και 4.6.2002 (αντικείμενο των αιτητικών Α, Β, Δ και Ε) δεν είναι πράξεις που μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή αλλά αποτελούν πράξεις βεβαιωτικές και/ή πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα.

Από την άλλη ο κ. Κυριακίδης υπέβαλε ότι απόφαση που είναι προϊόν νέας έρευνας δεν είναι βεβαιωτική αλλά εκτελεστή. Στην παρούσα υπόθεση - συνέχισε ο κ. Κυριακίδης - η αιτήτρια με επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας - Τεκ. 1 - ισχυρίστηκε πως είχε επέλθει μεταβολή στην οικονομική της κατάσταση και ζήτησε όπως της χαρισθεί η φορολογία Η επιστολή της διαβιβάσθηκε στον Υπουργό Οικονομικών με την παράκληση «όπως εξευρεθεί τρόπος συμβιβασμού που να εγγυάται την είσπραξη του ποσού - να χαρισθούν οι τόκοι - και να βοηθηθεί παράλληλα και ο φορολογούμενος πολίτης» (βλ. επιστολή ημερ. 26.11.2001 - Τεκ. 2). Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω επιστολής της αιτήτριας το Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 5.12.2001 (Τεκ. 3) την πληροφόρησε ότι το αίτημα της «εξετάζεται από το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με άλλες Κυβερνητικές Υπηρεσίες». Ταυτόχρονα την πληροφόρησε ότι η εξέταση του αιτήματος «γίνεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται εναντίον της απ΄ το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων με σκοπό την είσπραξη των οφειλών της κληρονομιάς προς το Τμήμα αυτό». Επίσης, για διευκόλυνση της έρευνας η αιτήτρια κλήθηκε όπως συμπληρώσει και επιστρέψει στο Υπουργείο Οικονομικών πλήρως συμπληρωμένο το ερωτηματολόγιο (το οποίο επισυνάφθηκε στην επιστολή του Υπουργείου). Περαιτέρω ζητήθηκε από την αιτήτρια όπως μαζί με το Ερωτηματολόγιο επισυνάψει και όλα τα απαραίτητα στοιχεία και ανάλογα πιστοποιητικά. Τέλος προειδοποιήθηκε ότι η εξέταση του αιτήματός της θα γίνει μόνο εάν το ερωτηματολόγιο είναι πλήρως συμπληρωμένο και προσκομιστούν τα ανάλογα πιστοποιητικά.

Η επιστολή κατέληγε ως εξής: «Ελπίζουμε ότι θα έχουμε την ανάλογη ανταπόκρισή σας για να καταστεί δυνατό να ληφθεί μια δίκαιη απόφαση».

Σημειώνεται ότι το αίτημα της αιτήτριας για να της χαρισθεί ο φόρος απορρίφθηκε με την πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 2.5.2002 (έχει παρατεθεί στη σελ. 4, πιο πάνω).

 

Στην υπόθεση Eldorado Supermarket ν. Δήμου Στροβόλου, Υποθ. 384/97/15.4.98 το Δικαστήριο αυτό έχει προβεί σε επισκόπηση της σχετικής με την προδικαστική ένσταση Νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

«Το ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η νομολογία μας είναι πλούσια επί του θέματος. Καθοδηγούμενη από τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές. Συνοψίζονται ως πιο κάτω στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):

'Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.'

Σύμφωνα με το 'Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο' του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, ΄Εκδοση 1982, σελ. 170 - Βλ. επίσης και Λοϊζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 413/96/25.2.97 και Ιδιωτικά Φροντιστήρια Κυπριανού Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 26/97/31.10.97).

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες 'δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων'.

Πράξεις οι οποίες είναι απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα δεν είναι εκτελεστές (Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C. L.R. 219. Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται 'ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ΄ όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα')."

 

Πράξη με την οποία απλώς εκτίθεται η γνώμη της διοίκησης προς τον διοικούμενο ή η πρόθεση της 'άνευ αμέσων αποτελεσμάτων' δεν είναι εκτελεστή (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 239, Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 A.A.D. 219,223).

Στο "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση τετάρτη, σελ. 173, το θέμα τίθεται ως εξής:

"3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:

α) ............................................................................ ...........

β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους."

(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: 'Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως".)»

Στην παρούσα υπόθεση μπορεί να λεχθεί ότι με βάση το ενώπιον μου υλικό η Διοίκηση έχει προβεί στη διεξαγωγή κάποιας έρευνας. Αυτό είναι πρόδηλο από την πιο πάνω επιστολή της ημερ. 5.12.2001 - Τεκ. 3. Επομένως θα μπορούσε κατ΄ αρχήν να υποστηριχθεί ότι η απόφαση που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 2.5.2002 είναι το αποτέλεσμα νέας έρευνας και ως τέτοια είναι εκτελεστή. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η απόφαση που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 2.5.2002 θα προσλάμβανε τον χαρακτήρα εκτελεστής πράξης μόνο αν συνέτρεχαν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Αν με την επιστολή της αιτήτριας προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η αιτήτρια ζητούσε αναθεώρηση της αρχικής απόφασης ημερ. 14.9.94 με την παρουσίαση νέων στοιχείων για λόγους που σχετίζονται με την εγκυρότητα και νομιμότητα της.

(β) Αν ακολουθούσε διερεύνηση των ισχυρισμών της αιτήτριας που αναφέρονται στην επιστολή της παραγ. (α) πιο πάνω.

Ωστόσο η αιτήτρια δεν είχε προβάλει λόγους και δεν είχε παρουσιάσει στοιχεία που σχετίζονται με την νομιμότητα ή εγκυρότητα της αρχικής φορολογίας - άλλωστε είχε εκδοθεί με τη συναίνεση της. Είχε προβάλει λόγους που σχετίζονται με την μεταβολή της οικονομικής της κατάστασης η οποία δεν της επέτρεπε να καταβάλει τον επίδικο φόρο.

Κρίνω επομένως ότι έστω και αν έχει διεξαχθεί κάποια έρευνα η απόφαση - ημερ. 2.5.2002 - δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστή γιατί η διοίκηση κατά τη λήψη της δεν ασχολήθηκε ποσώς με την νομιμότητα ή εγκυρότητα της αρχικής φορολογίας.

Αυτό που πρέπει να εξετάστει είναι κατά πόσο η απόφαση της 2.5.2002 είναι αφ΄ αυτής εκτελεστή. Στην απόφαση εκείνη η διοίκηση αποφάσισε ότι «με βάση τις υφιστάμενες Νομοθετικές διατάξεις κανένας δεν έχει το δικαίωμα της διαγραφής φόρου κληρονομιάς».

Σύμφωνα με την νομολογία (βλ. σελ. 7, πιο πάνω) εκτελεστή είναι η πράξη η οποία, ανάμεσα σ΄ άλλα, δημιουργεί υποχρεώσεις στο διοικούμενο. Στην παρούσα υπόθεση η υποχρέωση της αιτήτριας για καταβολή του φόρου είχε δημιουργηθεί με την επιβολή της αρχικής φορολογίας ημερ. 14.9.94. Επομένως με την απόφαση ημερ. 2.5.2002 δεν έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε υποχρέωση στην αιτήτρια. Έπεται πως η πράξη ημερ. 2.5.2002 - αντικείμενο των αιτητικών Α και Ε δεν είναι εκτελεστή.

Αναφορικά με την πράξη που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 4.6.2002 - αντικείμενο των αιτητικών Β και Δ - αυτή είναι πράξη εκτελέσεως της αρχικής απόφασης ημερ. 14.9.94 - Βλ. «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1982, σελ. 125, όπου οι πιο κάτω πράξεις περιλαμβάνονται εις την κατηγορία των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων: «Αι τεινούσαι εις την εκτέλεσιν της εκτελεστής, ως είναι αι διαβιβάσεις, αι ανακοινώσεις προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των διοικουμένων, εις ους αφορά η ανακοινουμένη εκτελεστή πράξις, αι οχλήσεις και προειδοποιήσεις προς τους μη συμμορφούμενους περί των απειλουμένων κυρώσεων κατά των μη εκτελούντων την πράξιν, αι γενικαί κοινοποιήσεις ατομικών ή κανονιστικών πράξεων προς ωρισμένον κύκλον ενδιαφερομένων προσώπων, λαμβάνουσαι και πάλιν την μορφήν της εγκυκλίου, το πρωτόκολλον δι΄ ου βεβαιούται η λαβούσα χώραν εκτέλεσις, ως π.χ. το κλείσιμον φαρμακείου λόγω ποινής, η προς μετατεθέντα υπάλληλον απευθυνόμενη διαταγή, όπως μεταβή εις την νέαν του θέσιν, η υπό τύπον 'ημερήσιας διαταγής' γνωστοποίησις εκτελεστών πράξεων εις το προσωπικόν μιας στρατιωτικής ή άλλης υπηρεσίας κλπ.».

Στην παρούσα υπόθεση με την επιστολή ημερ. 4.6.2002 σαφώς επιδιώκεται η εκτέλεση της εκτελεστής απόφασης ημερ. 14.9.94. Επομένως η απόφαση που περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 4.6.2002 - αντικείμενο των αιτητικών Β και Δ - δεν είναι εκτελεστή αλλά πράξη εκτελέσεως.

Τέλος αναφορικά με το αιτητικό Γ, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, αυτό στην ουσία στρέφεται κατά της αρχικής φορολογίας ημερ. 14.9.1994. Επομένως αυτό είναι εκπρόθεσμο.

Θα πρέπει, επίσης, να λεχθεί ότι η εισήγηση του Προεδρικού Γραφείου για να εξευρεθεί τρόπος συμβιβασμού και να χαρισθούν οι τόκοι δεν μεταβάλλει την φύση των προσβαλλόμενων πράξεων. Τούτο γιατί η αρμοδιότητα για την επιβολή και είσπραξη του επίδικου φόρου ανήκει στους καθ΄ ων η αίτηση. Έστω λοιπόν και αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποτελεί ιεραρχικά ανώτερο όργανο η άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας ανήκει στον Έφορο και δεν μπορεί ν΄ αναληφθεί ή να ρυθμιστεί από το Ανώτερο Ιεραρχικά Όργανο (Βλ. Araouzos and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 287, 300, Malais v. Republic (1966) 3 C.L.R. 444, 459).

Η κρίση περί την έλλειψη εκτελεστότητας και περί το εκπρόθεσμο αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δικαιοδοσία εκδίκασης της προσφυγής. Έπεται πως η προσφυγή πρέπει ν΄ απορριφθεί. Ως αποτέλεσμα της απόρριψης της προσφυγής οι δύο αιτήσεις της αιτήτριας ημερ. 13.4.2004 παραμένουν χωρίς αντικείμενο και απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Εν όψει της κάποιας ενθάρρυνσης που έχει δοθεί προς την αιτήτρια (βλ. Τεκ. 2) δεν θα εκδοθεί διαταγή για τα έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο