ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 294
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 546/2002)
22 Απριλίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΣΑΒΕΡΙΟΣ ΒΡΑΧΙΜΗ,
Αιτητής,
ν.
Ε.Τ.Ε.Κ.,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Δ. Μέρτακκα (κα) για Π. Ιωαννίδη, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση την οποία ο αιτητής παρέλαβε την 4.6.002 και με την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο του καθ΄ου επέβαλε στον αιτητή πειθαρχική ποινή £250 για «αντιδεοντολογική» συμπεριφορά είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Ο αιτητής είναι πολιτικός μηχανικός και μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ.) καθ΄ου η αίτηση στην προσφυγή.
Το Ε.Τ.Ε.Κ. αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί αρμοδιότητα και εξουσία δυνάμει των περί Επιστημονικού και Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμων του 1990 έως και 1997 (Ν. 224/90) και των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών.
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Επιμελητηρίου είναι η σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου για την άσκηση ελέγχου και πειθαρχικής εξουσίας επί των μελών του με βάση το άρθρο 22 του νόμου και τις πρόνοιες των περί Δεοντολογίας των Μελών του Ε.Τ.Ε.Κ. Κανονισμών του 1996 (Κ.Δ.Π. 327/96).
Την 31.1.2001 υποβλήθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο καταγγελία από πολίτη εναντίον του αιτητή. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο στις 22.2.2001 ενημέρωσε με επιστολή τον αιτητή και του γνωστοποίησε ότι αποφάσισε τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε με βάση τον Κανονισμό 13(1) της Κ.Δ.Π. 327/96 να διορίσει εισηγητή και ερευνώντα λειτουργό. Ο ερευνών λειτουργός ενημέρωσε τόσο τον καταγγέλλοντα όσο και τον αιτητή και τους κάλεσε όπως δώσουν σχετική κατάθεση.
Ο ερευνών λειτουργός στις 21.6.2001 πληροφόρησε τον αιτητή ότι από τα ενώπιον του στοιχεία είχε πεισθεί ότι πιθανολογείτο η διάπραξη εκ μέρους του πειθαρχικών παραπτωμάτων και προχώρησε στη διατύπωση κατηγοριών. Επίσης στις 16.7.2001 διεβίβασε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο την έκθεση του με την οποία κατέληγε ότι τίθεται θέμα αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς του αιτητή.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο με επιστολή του προς τον αιτητή ημερ. 3.8.2001 στην οποία διατυπωνόταν το κατηγορητήριο τον κάλεσε να παρουσιαστεί ενώπιον του στις 10.9.2001 για την ακρόαση κατηγορίας για πειθαρχικά παραπτώματα.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο σε συνεδρίες του στις 24.9.2001, 29.10.2001 και 3.12.2001 επιλήφθηκε του θέματος και άκουσε προς τούτο μαρτυρία στην παρουσία του αιτητή ο οποίος υπερασπίζετο με δικηγόρο.
Στις 22.4.2001 εκδόθηκε η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής στρέφεται εναντίον της διαδικασίας προβάλλοντας δύο λόγους ακυρότητας (α) ότι παραβιάσθηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης διότι, όπως ισχυρίζεται, δεν μπορεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο να δικάζει όταν η έρευνα και η εισήγηση για διατύπωση κατηγοριών έγινε από ένα εκ των μελών του, και (β) ότι η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν ήταν πλήρης γιατί δεν κλητεύθηκε ο Πρόεδρος του.
Οι πιο πάνω θέσεις του αιτητή δεν ευσταθούν. Υπάρχει πλήρης ανεξαρτησία του Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον ερευνώντα λειτουργό. Το ότι ο ερευνών λειτουργός είναι μέλος του δεν παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης γιατί προβλέπεται από το άρθρο 14(5) της Κ.Δ.Π. 327/96 ότι «ο εισηγητής που διορίστηκε με βάση την παράγραφο (2) του κανονισμό. 13 δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στην εκδίκαση της υπόθεσης». Και πράγματι ο εισηγητής-ερευνών λειτουργός δεν μετείχε στην εκδίκαση της υπόθεσης του αιτητή.
Ειδικότερα, δυνάμει του Κανονισμό. 13, προτού το Πειθαρχικό Συμβούλιο διορίσει εισηγητή προηγείται μια κατ΄ αρχήν κρίση του ότι μέλος ενδέχεται να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα. Η αρχική αυτή κρίση βασίζεται σε περιστατικά τα οποία έχουν περιέλθει σε γνώση του Συμβουλίου ή έχουν καταγγελθεί σ΄ αυτό. Εξ αντικειμένου ο Κανονισμό. 13 ενεργοποιείται μόνο εφόσον το Πειθαρχικό Συμβούλιο αναγνωρίσει την ύπαρξη του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος.
Οι περαιτέρω ισχυρισμοί του αιτητή περί μεροληπτικής στάσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι αστήρικτοι, γενικοί και αόριστοι. Όπως λέχθηκε στη Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 426 «η προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων».
Αβάσιμος κρίνεται και ο περαιτέρω ισχυρισμός του αιτητή ότι η παρουσία του εισηγητή-ερευνώντα λειτουργού κατά την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης καθιστούσε άκυρη τη διαδικασία. Ο Κανονισμός 13 αποκλείει περίπτωση συμμετοχής του εισηγητή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και όχι την παρουσία του κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
Όσον αφορά τη δεύτερη εισήγηση για κακή σύνθεση του Συμβουλίου θεωρώ και πάλιν ότι είναι αβάσιμη.
Σύμφωνα με το 22(5) του νόμου σε περίπτωση απουσίας ή ανικανότητας του Προέδρου του Επιμελητηρίου, χρέη Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτελεί ένα από τα μέλη του που εκλέγεται από τα μέλη που παρίστανται στη συνεδρία. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 22(4) τέσσερα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελούν απαρτία.
Από τα πρακτικά στο διοικητικό φάκελο φαίνεται ότι η υπόθεση εκδικάσθηκε από τέσσερα μέλη (ένα εκ των οποίων εκτελούσε χρέη προέδρου) και αποτελούσαν απαρτία σύμφωνα με το άρθρο 22(4) του νόμου.
Η απουσία του Προέδρου του Ε.Τ.Ε.Κ. δεν μπορεί να εκληφθεί ότι αυτός δεν είχε κλητευθεί, ως ο ισχυρισμός του αιτητή. Αντίθετα στην πρώτη συνεδρία του Πειθαρχικού Συμβουλίου στις 10.9.2001 αναφέρεται ρητά ότι λόγω της απουσίας του Προέδρου το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε να προεδρεύσει ένα εκ των μελών του. Εκ τούτου συνάγεται ότι ο Πρόεδρος είχε κλητευθεί.
Επί της ουσίας ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η καταδίκη του είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης, ισχυριζόμενος ο εισηγητής παραπλάνησε ή παρακίνησε το Πειθαρχικό Συμβούλιο να του προσάψει κατηγορία και να το καταδικάσει.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν ούτε έχουν τεκμηριωθεί. Κατά τον έλεγχο του φακέλου διεφάνη ότι έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες που προβλέπονται από το νόμο (Ν. 224/90) και τους Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 327/96). Διορίστηκε εισηγητής-ερευνών λειτουργός που προέβη σε νόμιμη και ενδελεχή έρευνα. Ακολούθησε η πειθαρχική δίκη με βάση κατηγορητήριο που επιδόθηκε στον αιτητή με κατάθεση μαρτύρων οι οποίοι αντεξετάσθησαν από τον δικηγόρο του αιτητή και ακολούθως εκδόθηκε αιτιολογημένη απόφαση.
Όπως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας εξετάζει κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι κανόνες της ακριβοδίκαιης δίκης και δεν ενεργεί είτε ως πρωτόδικο Δικαστήριο είτε ως εφετείο για τις διαφορές που έχουν προκύψει. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είναι θέματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εκτός αν σε αυτά εντοπίζεται πλάνη σε βαθμό που να επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας (Βλέπε: Παπακλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 187, Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409 και Ανδρέας Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508).
Περαιτέρω ούτε οι εισηγήσεις του αιτητή ότι ο ερευνών λειτουργός έπρεπε να θέσει τα ευρήματα του σε ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο και όχι στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να κρίνει αν συνέτρεχαν λόγοι για να προσαφθούν κατηγορίες είναι ορθές. Ο εισηγητής ενήργησε απόλυτα μέσα στα πλαίσια και σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και των κανονισμών.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ