ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 428/2003 )
22 Απριλίου, 2004
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
Αναφορικά με τα αρθρα 26, 28 ΚΑΙ 146 του Συντάγματος
ΤECHNOPLASTICS LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ Ης η Αίτηση
_________________
Λ. Παπαφιλίππου & Σία με Ι. Νικολάου,
για την Αιτήτρια.Κακογιάννης και Δημητρίου, για την Καθ΄ Ης η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή της η Αιτήτρια εταιρεία προσβάλλει ως παράνομη την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) "να επιβάλουν στην Αιτήτρια την χρέωση που υπολογίστηκε για την ισχυριζόμενη μη καταγραφείσα κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος ποσού £351.359,56", καθώς και την απόφαση της ΑΗΚ "να διακόψουν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε όλα τα υποστατικά
των αιτητών, αν οι τελευταίοι δεν καταβάλουν όλο το ποσό που χρεώθηκε στο λογαριασμό τους, περιλαμβανομένου του ποσού που χρεώθηκε για την ισχυριζόμενη μη καταγραφείσα κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος".Όπως προκύπτει, η ΑΗΚ διαπίστωσε ότι υπήρξε επέμβαση στο μετρητή της που είχε εγκαταστήσει στα υποστατικά της Αιτήτριας. Η ΑΗΚ προέβη τότε σε υπολογισμό της αξίας του ηλεκτρικού ρεύματος που αφορούσε τη μη καταγραφείσα κατανάλωση και, αφού εξάντλησε τα περιθώρια συμβιβαστικής διευθέτησης της απαίτησης της, απέστειλε προς την Αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 20.3.2003 με την οποία απαιτούσε το εν λόγω ποσό και προειδοποιούσε ότι αν αυτό δεν κατεβάλλετο η ΑΗΚ θα προχωρούσε με διακοπή της παροχής ρεύματος στα υποστατικά της Αιτήτριας και την καταχώριση αγωγής για είσπραξη του οφειλομένου ποσού.
Η ΑΗΚ προέβαλε προδικαστική ένσταση συνιστάμενη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά διοικητική πράξη καθ΄όσον εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου ως διεκδίκηση χρηματικού ποσού αποκαλύπτουσα χρηματική διαφορά. Εξ ου, παρατηρείται και η παράλληλη προς την προσφυγή καταχώριση από την Αιτήτρια αγωγής καλύπτουσας το ίδιο φάσμα θεμάτων ως η προσφυγή. Και ακόμα ότι, και αν ήταν άλλως πως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα.
Πριν υπεισέλθω στην ουσία της προσφυγής, έκρινα ορθό να επιληφθώ της προδικαστικής ενστάσεως και έδωσα οδηγίες για την καταχώριση αγορεύσεων μόνο επ΄αυτών.
Φρονώ ότι όντως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά διοικητική πράξη στην έννοια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Δεν διακρίνω οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ της προκειμένης υπόθεσης και της υπόθεσης που αφορούσε η απόφαση της Ολομέλειας Γεωργίου ν. ΑΗΚ (1995) 3 ΑΑΔ 424. Αυτά είναι που είπε ο Νικολαΐδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας, στις σελίδες 437-439:
"Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου αποτελεί οργανισμό δημόσιου δικαίου που εγκαθιδρύθηκε και ενεργεί με βάση τις πρόνοιες του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171. Σκοπός της Αρχής είναι η παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την Κύπρο. Η Αρχή κέκτηται εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κεφ. 171, να εκδίδει με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου Κανονισμούς με τους οποίους καθορίζονται οι όροι παροχής ή διακοπής ηλεκτρικής ενέργειας και η διατίμηση για την κατανάλωση της.
Ο εμπορικός χαρακτήρας της Αρχής Ηλεκτρισμού επισημάνθηκε στην υπόθεση
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομικές αρχές θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να προσδιορίσουμε τη φύση της πράξης της διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στα υποστατικά του εφεσείοντος. Οι σχέσεις μεταξύ της Αρχής και των καταναλωτών ρυθμίζονται με συμβάσεις
που οι όροι τους περιγράφονται στους Κανονισμούς και στους Γενικούς Όρους Παροχής και που λίγο πολύ είναι αμετάβλητοι. Ο νόμος επιβάλλει στην Αρχή την υποχρέωση να παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στο κοινό. Η υποχρέωση αυτή της Αρχής διέπεται και ρυθμίζεται από ωρισμένες αρχές (βλ. άρθρο 15 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171). Η παροχή εξαρτάται από διάφορους όρους που ο καταναλωτής υποχρεούται να τηρεί, όπως για παράδειγμα να προστατεύει τους μετρητές και βέβαια να εξοφλεί έγκαιρα τους λογαριασμούς του. Υποχρεούται επίσης να μην διατηρεί ελαττωματικές εγκαταστάσεις και να μην προβαίνει σε κακή χρήση του ηλεκτρισμού.Διοικητική πράξη είναι κάθε νομική, μονομερής πράξη αρμόδιου διοικητικού οργάνου, που ενεργεί σαν τέτοιο και η οποία μπορεί να παράξει έννομα αποτελέσματα (βλ Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σε. 49). Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή κατά τη διακοπή της παροχής δεν ενήργησε σαν διοικητικό όργανο, αλλά στην προσπάθειά της να διασφαλίσει τα συμβατικά της δικαιώματα. Η διακοπή που επήλθε μετά την άρνηση του εφεσείοντος να εξοφλήσει την οφειλή του, δεν απέβλεπε στην πραγμάτωση των σκοπών της Αρχής που τέθηκαν από το νόμο που την καθίδρυσε, αλλά στη διαχείρηση της περιουσίας της και στη διαφύλαξη των συμβατικών της δικαιωμάτων.
Από την άλλη, η συγκεκριμένη απόφαση δεν σκοπούσε πρωταρχικά στην προώθηση δημόσιου σκοπού, ούτε επηρεάζει οποιοδήποτε μέρος του κοινού. Αντίθετα, απευθύνεται προς ένα συγκεκριμένο καταναλωτή ο οποίος παρέβη τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Βέβαια υπό κάποια έννοια, κάθε απόφαση της διοίκησης ενδιαφέρει το κοινό, αλλά ο βαθμός ενδιαφέροντος ποικίλει ανάλογα με την έκταση στην οποία η σχετική απόφαση δυνατόν να το επηρεάσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μεμονωμένη πράξη της Αρχής εκτός από τον εφεσείοντα δεν επηρεάζει οποιονδήποτε άλλο. Αναντίλεκτα το κοινό ή κάποια μερίδα του λόγω του εθνικά ευαίσθητου χαρακτήρα των κινήτρων του εφεσείοντος, επιδεικνύει ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη απόφαση της Αρχής, η απόφαση όμως αυτή καθ΄εαυτή δεν επηρεάζει το κοινό, παρά μόνο παρεμπιπτόντως. Το θέμα ουσιαστικά ουσιαστικά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μόνο για την Αρχή αφ΄ενός, ως μέσο εξαναγκασμού προς είσπραξη των οφειλομένων και για τον εφεσείοντα αφ΄ετέρου, ως συμβαλλόμενο και επηρεαζόμενο καταναλωτή.
Η εξουσία την Αρχής να διακόπτει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος δεν στηρίζεται στο imperium της, ούτε αποτελεί δημόσια εξουσία. Αποτελεί εξουσία που της παρέχεται και πηγάζει από τη σύμβαση που υπέγραψε με το συγκεκριμένο καταναλωτή. Ο Κανονισμός 19 που ενσωματώνεται στη σχετική
συμφωνία δημιουργεί μονομερές συμβατικό δικαίωμα, το οποίο η Αρχή μπορεί να ασκήσει χωρίς επηρεασμό των οποιωνδήποτε άλλων θεραπειών που διαθέτει προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού. Το ότι η σχέση διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι η Αρχή είναι υποχρεωμένη προς είσπραξη των οφειλομένων να προσφύγει στα κοινά Δικαστήρια, αφού αντίθετα με τις διοικητικές πράξεις, για εφαρμογή των δικαιωμάτων της απαιτείται εκείνο που στο Ηπειρωτικό Ιδιωτικό Δίκαιο καλείται τίτλος εκτελεστός, ήτοι η ύπαρξη δικαστική απόφασης. Με άλλα λόγια η Αρχή, παρά την ισχυρή πράγματι πίεση που εξασκεί με τη διακοπή της παροχής, δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να εισπράξει τα οφειλόμενα σ΄αυτήν ποσά, παρά μόνο αν εξασφαλίσει δικαστική απόφαση. Η διακοπή παροχής από μόνη της δεν καταλήγει σε εξασφάλιση των συμβατικών της δικαιωμάτων.Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης της Αρχής δεν ήταν η προώθηση δημόσιου σκοπού, αλλά ο διακανονισμός και η προστασία των δικαιωμάτων της σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η απόφαση της Αρχής υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, αναπόφευκτα θα καταλήγαμε στην εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών όπως αναφύονται από τη συμβατική τους σχέση, εξέταση που εξ ίσου αναπόφευκτα θα κατέληγε σε απόφαση του Δικαστηρίου επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου εκπηγαζόντων δικαιωμάτων τους, έργο σαφώς εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (βλ.
The Freeshops Ltd v. The Republic (1987) 3 CLR 2081, 2085)."Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια δεν αμφισβητεί το λόγο της απόφασης στην υπόθεση Γεωργίου ν. ΑΗΚ, εισηγείται όμως ότι η προκειμένη περίπτωση διακρίνεται κατά το ότι δεν αναφέρεται στην εμπορική σχέση μεταξύ ΑΗΚ και καταναλωτή όπως ρυθμίζεται από τους όρους της σύμβασης τους αλλά ισχυριζόμενη επέμβαση με το μετρητή και απαίτηση για ακόλουθη υπεξαίρεση ηλεκτρικού ρεύματος. Αυτό όμως έτι περαιτέρω τοποθετεί την απαίτηση της ΑΗΚ στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου ως χρηματική διαφορά πηγάζουσα από αδικοπραξία όσο και παράβαση των όρων της σύμβασης των μερών.
Και εκτελεστότητας όμως στερείται ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση. Η υποβολή της απαίτησης της ΑΗΚ προς την αιτήτρια ουδόλως δημιουργεί έννομα αποτελέσματα που να δεσμεύουν την Αιτήτρια και να της δίδουν έννομο συμφέρον. Όπως είναι και η θέση της ίδιας της ΑΗΚ, μόνο μέσω αγωγής προτίθεται και μπορεί να διεκδικήσει και να αποδείξει, αν μπορεί, την απαίτηση της, η δε Αιτήτρια ασφαλώς θα μπορεί να την αντικρούσει. Ομοίως, η ίδια η αιτήτρια θα μπορούσε, με αγωγή, να επιδιώξει διάταγμα που να απαγορεύει στην ΑΗΚ να προβεί σε διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στα υποστατικά της και αποζημιώσεις αν ήθελε υπάρξει τέτοια διακοπή χωρίς νόμιμη αιτία.
Η προσφυγή λοιπόν δεν μπορεί να προχωρήσει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της ΑΗΚ και εναντίον της Αιτήτριας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π