ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ.344/2003)

27 Απριλίου, 2004

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]

 

Αναφορικά με το αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΤΗς ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ου η Αίτηση

_________________

Λ. Κληρίδης, για την Αιτήτρια.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ΄Ου η Αίτηση.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 7.3.1975 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Η αίτηση του ενεκρίθη και στον Αιτητή κατεβάλλετο έκτοτε σύνταξη ανικανότητας, η οποία το 2002 ανήρχετο σε £219,97 μηνιαίως. Στις 21.12.2002 ο Αιτητής συμπλήρωσε το 63 έτος της ηλικίας του και στις 23.1.2002 έλαβε επιστολή με την οποία πληροφορείτο ότι:

"Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1992 ασφαλισμένος δε δικαιούται σε σύνταξη ανικανότητας, μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 χρόνων.

Στη δική σας περίπτωση διαπιστώθηκε ότι έχετε συμπληρώσει την ηλικία των 63 χρόνων στις 21.12.39. Έτσι μέχρι τις 21.12.02 έχετε πληρωθεί όπως και προηγούμενα σύνταξη ανικανότητας και από 1.1.03 η σύνταξή σας αυτή μετατρέπεται σε σύνταξη γήρατος."

 

 

Έκτοτε δεν του καταβάλλεται σύνταξη ανικανότητας παρά μόνο σύνταξη γήρατος ανερχόμενη σε £226,65 μηνιαίως, η οποία εβασίσθη στις πρόνοιες του άρθρου 36(1)(γ) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων:

"36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη γήρατος αν-

.................................. .................................................. .......................

(γ) δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών ετών.

.................................. .................................................. ....................."

 

 

Και στις πρόνοιες του άρθρου 38(2):

"38.-(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητος καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας εν όσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών."

 

 

Ο Αιτητης δεν αμφισβητεί ότι το αποτέλεσμα του άρθρου 36(1)(γ) είναι ότι εδικαιούτο σύνταξη γήρατος με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών και ότι το αποτέλεσμα του άρθρου 38(2) είναι ότι με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών η σύνταξη ανικανότητας δεν καταβάλλεται. Λέγει όμως τρία πράγματα:

1. Ότι κακώς επληροφορήθη ότι η σύνταξη ανικανότητας του μετετράπη σε σύνταξη γήρατος με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών αφού το άρθρο 38(1)(γ), με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών, δεν μετατρέπει τη σύνταξη ανικανότητας σε σύνταξη γήρατος αλλά την τερματίζει. Η ορθή αναφορά βεβαίως δεν είναι στο άρθρο 38(1), το οποίο καθορίζει τους όρους παραχώρησης σύνταξης ανικανότητας, αλλά στο άρθρο 38(2), το οποίο καθορίζει τη διάρκεια της σύνταξης ανικανότητας. Και έτσι όμως, η ουσία της επιστολής της 23.1.2003 ήταν ότι ο Αιτητής δεν εδικαιούτο πλέον σύνταξη ανικανότητας, όπως και στην ίδια την επιστολή αναφέρεται, η δε περαιτέρω αναφορά στο ότι η σύνταξη ανικανότητας μετατρέπετο σε σύνταξη γήρατος απλώς επεσήμανε στον αιτητή ότι με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών θα ελάμβανε μόνο σύνταξη γήρατος και όχι και σύνταξη ανικανότητας. Δεν υπάρχει λοιπόν ουσία στο πρώτο θέμα που εγείρει ο Αιτητής.

2. Η πρόνοια του άρθρου 38(1)(γ) είναι αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας κατά το ότι, ενώ η σύνταξη αναπηρίας μπορεί να συνεχίσει και μετά τη συμπλήρωση του 63ου έτους, η σύνταξη ανικανότητας δεν μπορεί. Βεβαίως, όπως ήδη υπέδειξα, σχετικό δεν είναι το άρθρο 38(1), περιλαμβανομένου του άρθρου 38(1)(γ), αλλά το άρθρο 38(2). Και έτσι όμως, το θέμα της συνταγματικότητας δεν συζητείται δεόντως για να αποφασισθεί παρά μόνο τίθεται. Πέραν τούτου όμως, και όπως απλώς τίθεται το θέμα, δεν μπορεί να επιτύχει αφού ούτε το παρεχόμενο κοινωνικό όφελος της σύνταξης αναπηρίας και μετά το 63ο έτος ηλικίας (που και ο ίδιος ο Εφεσείων φαίνεται να λαμβάνει) δεν δημιουργεί ανισότητα ως προς το ότι άλλο κοινωνικό όφελος, εκείνο της σύνταξης ανικανότητας, δεν παραχωρείται μετά από τη συμπλήρωση του 63ου της ηλικίας. Εξ άλλου, η κάθε κοινωνική παροχή διέπεται από τα δικά της δεδομένα.

3. Είναι αντισυνταγματική η ουσιαστική κατάργηση ή μετατροπή σε σύνταξη γήρατος της σύνταξης ανικανότητας η οποία συνιστά δικαίωμα του πολίτη. Η εισήγηση αυτή δεν εξειδικεύεται περαιτέρω ούτε με οποιαδήποτε αναφορά ως προς το ποίο άρθρο του Συντάγματος παραβιάζεται.

Στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Αιτητή γίνεται μια αναφορά στην απόφαση Νικολαϊδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 7, ως σχετικής με το θέμα γενικά, όπως όμως παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, η υπόθεση εκείνη είναι διαφορετική. Όπως ελέχθη από τον Πική, Π., δίδοντας την απόφαση του Δικαστηρίου (σ. 11):

"Η σύνταξη γήρατος έχει ως παρονομαστή την ασφάλιση της εργασίας και κριτήριο για την παροχή και το ύψος της τις συνεισφορές του εργοδοτουμένου και την περίοδο ασφάλισής του, υπό την αίρεση πάντα του κατώτατου ορίου σύνταξης. Η σύνταξη χηρείας έχει ως αντικείμενο την εξασφάλιση της χήρας από την απώλεια του συζύγου της, με τον οποίο συζούσε ή από τον οποίο εξαρτάτο οικονομικώς. Διάφοροι είναι οι σκοποί των δύο συντάξεων και διάφορες οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος για την καταβολή τους. Η σύνταξη γήρατος αποτελεί απόρροια της εργασίας, ενώ η σύνταξη χηρείας απόρροια της έγγαμης κατάστασης και εξάρτησης της συζύγου από το σύζυγο. Η παροχή των δύο συντάξεων δεν έχει κοινό παρονομαστή."

 

 

Σχετική είναι όμως η απόφαση του αδελφού μου Καλλή, Δ., Θαλασσινού ν. Δημοκρατίας, 700/2001, 15.3.2002, η οποία με βρίσκει σύμφωνο και στην οποία ελέχθησαν τα εξής (σ. 7):

"Ο βασικός λόγος για την καταβολή σύνταξης γήρατος είναι η αναμενόμενη ανικανότητα για εργασία λόγω γήρατος. Η καταβολή και δεύτερης σύνταξης λόγω - και πάλιν - ανικανότητας για εργασία η οποία οφείλεται σε ατύχημα ή ασθένεια θα είχε σαν αποτέλεσμα την καταβολή δύο συντάξεων λόγω της ίδιας ανικανότητας δηλαδή της ανικανότητας για εργασία.

 

 

Δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε έρεισμα στην προσφυγή η οποία έτσι αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο