ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 301/2000)
20 Απριλίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΛΚΕΙΔΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Χρ. Κληρίδης,
για την Αιτήτρια.Ρ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.Α. Κωνσταντίνου, για όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον του διορισμού των ενδιαφερομένων προσώπων που έγινε με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (στο εξής «η Επιτροπή»), στη μόνιμη θέση Λειτουργού Προγραμματισμού (Προϋπολογισμός Ανάπτυξης), Γραφείο Προγραμματισμού, αναδρομικά από 1.12.1997, κατόπιν επανεξέτασης.
Εγείρονται διάφοροι λόγοι ακύρωσης, όμως πριν την εξέτασή τους θα πρέπει να ασχοληθούμε με ένα θέμα που προέκυψε κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων. ΄Οταν κατατέθηκαν οι διοικητικοί φάκελοι διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν διαφορετικές εκδοχές του πρακτικού ημερ. 31.10.1997. Η διαφορά εστιάζεται στο ότι στο πρακτικό ημερ. 31.10.1997 που βρίσκεται στο φάκελο 9/74/VII/A, φαίνεται ότι συμμετείχε σε κρίσιμη συνεδρία ο κ. Θεοφίλου, μέλος της Επιτροπής και πατέρας ενός των ενδιαφερομένων μερών. Αντίθετα, στο επίσημο πρακτικό φαίνεται ότι δεν είχε συμμετάσχει.
Εν όψει των πιο πάνω, η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα και καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις, στις οποίες οι διάδικοι παρέθεταν την εκδοχή τους.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι η συνεδρία αποτυπώνεται στα πρακτικά τα οποία η Επιτροπή τηρεί δυνάμει των προνοιών του νόμου. Κατατέθηκαν τα πρωτότυπα των πρακτικών και οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις που έγιναν στα επίσης κατατεθέντα αντίγραφα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα.
Η διαφοροποίηση εξηγείται στην ένορκη δήλωση του Αναστάσιου Κούμα, Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού, που εκτελούσε χρέη Γραμματέα της Επιτροπής. Κατά τη διαδικασία αποκοπής του αποσπάσματος του πρακτικού για σκοπούς καταχώρισης στον οικείο φάκελο, από αβλεψία η αρμόδια υπάλληλος χρησιμοποίησε το έντυπο των συνήθων παρουσιών της Επιτροπής, χωρίς να προσέξει από τις σημειώσεις που τηρήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία ότι ο κ. Θεοφίλου δεν είχε λάβει μέρος στη διαδικασία του θέματος. Σύμφωνα πάντα με τον κ. Κούμα, είναι φανερό ότι ούτε και στις προηγούμενες συνεδρίες που εξεταζόταν το ίδιο θέμα ο κ. Θεοφίλου είχε λάβει μέρος. Ο κ. Κούμας, λόγω της θέσης του μπορούσε να αναφέρει ότι το επίσημο πρακτικό είναι εκείνο που καταχωρήθηκε στο Βιβλίο Πρακτικών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Τόμος 354, Οκτώβρης 1997), από το οποίο προέκυπτε σαφώς ότι ο κ. Θεοφίλου, δεν είχε λάβει μέρος στην εξέταση του επίδικου θέματος. Το πρακτικό αυτό είναι το μόνο υπογραμμένο, επικυρωμένο και σφραγισμένο.
Η δήλωση αυτή νομίζω μας φέρνει και στο πέρας της αμφισβήτησης που ανέκυψε. Στην ουσία δεν έχει υποστηρικτεί ότι ο κ. Θεοφίλου ήταν παρών στη συγκεκριμένη διαδικασία. Κάτι τέτοιο δεν υποστήριξε ούτε καν η ίδια η αιτήτρια.
Θεωρώ ότι το ορθό πρακτικό είναι το επίσημο πρακτικό που τηρείται στο σχετικό βιβλίο της Επιτροπής και το οποίο επικυρώθηκε δεόντως. Στο πρακτικό αυτό φαίνεται ότι ο κ. Θεοφίλου δεν συμμετείχε στην εξέταση του συγκεκριμένου θέματος. Θεωρώ επίσης την εξήγηση που δόθηκε ικανοποιητική.
Δεν συμφωνώ ότι η μαρτυρία του κ. Κούμα θα πρέπει να απορριφθεί επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν εκτελούσε χρέη Γραμματέα της Επιτροπής και συνεπώς η μαρτυρία του είναι μη αποδεκτή εξ ακοής μαρτυρία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η αναθεωρητική διαδικασία είναι εξεταστικής φύσης.
Επίσης δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο κ. Κούμας υπήρξε ανειλικρινής γιατί είναι υποψήφιος για προβιβασμό και συνεπώς έχει κάθε λόγο να φανεί αρεστός στον κ. Θεοφίλου. Εκτός του ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς ατεκμηρίωτος, θα πρέπει να επαναλάβω τα εξής: Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι ο κ. Θεοφίλου ήταν παρών. Το επίσημο πρακτικό της διαδικασίας παρουσιάζει ότι δεν ήταν παρών στην εξέταση του συγκεκριμένου θέματος. Ο κ. Κούμας απλώς επεξηγεί πως προέκυψε το άλλο, ανεπίσημο και λανθασμένο πρακτικό.
Θα ασχοληθώ στη συνέχεια με την ουσία των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν. Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι από τη μια αγνοήθηκε η αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής κατά την αρχική διαδικασία της 31.10.1997, ενώ από την άλλη, δόθηκε από την Επιτροπή υπέρμετρη σημασία στη συνέντευξη, η οποία στήριξε την επιλογή της μόνο σ΄ αυτήν. Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, η Επιτροπή αγνόησε τη μεγάλη διαφορά στη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης μεταξύ της ίδιας και του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι παρ΄ όλον ότι ο Γενικός Διευθυντής συνέβαλε με ερωτήσεις του στη διαμόρφωση της κρίσης επί της συνέντευξης, τελικά δεν ελήφθη υπ΄ όψιν. Ακόμα, υποστηρίζει ότι η συνέντευξη, άνκαι έχει τη δική της αξία και σημασία, εν τούτοις παρουσιάζει κινδύνους υποκειμενικής κρίσης.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η αξιολόγηση του προϊσταμένου της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη δεν αποτελεί χωριστό κριτήριο επιλογής και συνεπώς δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει την αξιολόγηση αυτή ως χωριστό και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997. Βλέπε ακόμα Χριστοδουλίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 619/94, ημερ. 18.4.1997).
Θα πρέπει ακόμα να προστεθεί ότι αν αγνοήθηκαν οι κρίσεις του Γενικού Διευθυντή, η αιτήτρια βγήκε κερδισμένη, αφού σ΄αυτές η απόδοση των ενδιαφερομένων μερών είχε κριθεί ευνοϊκότερα της δικής της.
Ούτε το επιχείρημα ότι δόθηκε από την Επιτροπή υπέρμετρη σημασία στη συνέντευξη ευσταθεί. Πολύ δε περισσότερο ο ισχυρισμός ότι η επιλογή της Επιτροπής στηρίχθηκε μόνο στη συνέντευξη. Είναι σαφές από το σχετικό πρακτικό ότι κατά την αξιολόγηση από την Επιτροπή, λήφθηκε υπ΄ όψιν, εκτός από την προφορική συνέντευξη, η έκθεση της Συμβουλευτικής, τα προσόντα των υποψηφίων και όλα τα λοιπά στοιχεία των αιτήσεων, οι προσωπικοί και υπηρεσιακοί φάκελοι, η αρχαιότητα, καθώς και το πλεονέκτημα. Υπό τις περιστάσεις δεν δικαιολογείται ισχυρισμός ότι δόθηκε υπέρμετρη σημασία στη συνέντευξη, πολύ δε περισσότερο ότι η Επιτροπή στηρίχτηκε μόνο σ΄ αυτήν.
Η αιτήτρια τονίζει την υπεροχή της στη γραπτή εξέταση έναντι τριών ενδιαφερομένων μερών. Επί συνόλου 100 βαθμών η υπεροχή αυτή συνίσταται σε 2.5, 5 και 10 μονάδες αντιστοίχως. ΄Ενα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει της αιτήτριας κατά 5 μονάδες, ενώ τέλος πέμπτο ισοβαθμεί με αυτήν. Εκτός του ότι η διαφορά είναι, εν πάση περιπτώσει, μικρή, δεν μπορούσε να ανατρέψει την ουσιαστική υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών Πική, Φιλιππίδου και Παπαβασιλείου, που εκτός από το πλεονέκτημα είχαν υπέρ τους και τη ψηλότερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι δεν προσκομίστηκαν ή δεν καταγράφηκαν οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της Επιτροπής με βάση τις οποίες αιτιολογήθηκε, κατά την επανεξέταση, η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη. Και το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Οι προσωπικές σημειώσεις δεν χρειάζεται να καταχωρηθούν στα πρακτικά ούτε να κατατεθούν για να αποτελέσουν μέρος των πρακτικών των εργασιών της Επιτροπής. Οι σημειώσεις αυτές ανατρέχουν στην αρχική διαδικασία διεξαγωγής της προφορικής συνέντευξης και η χρησιμοποίησή τους ήταν νόμιμη (Σωτηρίου κ.α. ν. Κολοκοτρώνη κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452
).Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω, ότι η Επιτροπή παραγνώρισε το πρόσθετό της προσόν που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας, δηλαδή τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση, είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία.
Η Συμβουλευτική κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν κατέχει το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού προσόντος, ενώ η πείρα της στην υπηρεσία του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας από το 1992 μέχρι τότε, δεν ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η Επιτροπή, κατά την αρχική διαδικασία, διεξήγαγε έρευνα και υιοθέτησε τα πλείστα πορίσματα της Συμβουλευτικής σε σχέση με το πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι διεξήχθη και από την Επιτροπή σχετική έρευνα φαίνεται και από το γεγονός ότι η Επιτροπή διαφώνησε με τη Συμβουλευτική όταν έκρινε ότι τέσσερις υποψήφιοι δεν διέθεταν το πλεονέκτημα. Κατά την επανεξέταση η Επιτροπή απλώς επαναβεβαίωσε την κρίση της για το ποίοι διέθεταν το πλεονέκτημα και έκρινε ότι η αιτήτρια δεν το κατείχε.
Η πιο πάνω κρίση, τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και της Επιτροπής, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Για να κριθεί αν τα καθήκοντα δύο θέσεων είναι συναφή, θα πρέπει να γίνει σύγκριση των καθηκόντων αυτών μεταξύ τους. ΄Οπως παρατηρήθηκε και στην υπόθεση Σαββίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 137/92, ημερ. 12.9.1994 η ομοιότητα των εμπειριών μπορεί να διακριβωθεί από τη σύγκριση μεταξύ των καθηκόντων των δύο θέσεων, όπως εκτίθενται στα οικεία σχέδια υπηρεσίας (βλέπε ακόμα Οικονόμου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 125/98 κ.α., ημερ. 9.6.1999
).Εξέταση του σχεδίου υπηρεσίας στη θέση που κατείχε η αιτήτρια και της θέσης που διεκδικούσε, δείχνει ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν εύλογη. Στην υπηρεσία ΦΠΑ η αιτήτρια ασχολείτο με θέματα προστιθέμενης αξίας και εφαρμογής του σχετικού νόμου, ενώ τα καθήκοντα της επίδικης θέσης αφορούν σχέδια και έργα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της κυβέρνησης και των ημικρατικών φορέων, δηλαδή καθαρά θέματα προγραμματισμού. Εξ άλλου, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, δεν είναι ανάγκη η Επιτροπή να καταγράφει στο πρακτικό της την έρευνα που διεξάγει για να διαπιστώσει αν ο αιτητής δεν κατέχει το πρόσθετο προσόν. Αφού λοιπόν η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα, δεν υπήρχε και ανάγκη ειδικής αιτιολογίας.
Η αιτήτρια υποστηρίζει πως το ενδιαφερόμενο μέρος Παπαβασιλείου δεν είναι προσοντούχος γιατί δεν διαθέτει το απαιτούμενο πανεπιστημιακό δίπλωμα στα Οικονομικά ή κλάδο των Οικονομικών. Η Παπαβασιλείου κατέχει τον τίτλο B.Sc. in Industrial Economics του Πανεπιστημίου του Warwick. Η Επιτροπή έκρινε ότι ο συγκεκριμένος τίτλος ικανοποιούσε τα αξιούμενα προσόντα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ουσιαστική κρίση της Επιτροπής με τη δική του, σ΄ ένα τέτοιο θέμα. Ακόμα κι΄ αν το Δικαστήριο είχε διαφορετική γνώμη, αυτό δεν αποτελεί λόγο επέμβασης, εφ΄ όσον η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή ήταν, όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση, εύλογη. Φαίνεται ότι η Επιτροπή προέβη σε έρευνα πριν καταλήξει επί των προσόντων των υποψηφίων, αυτό δε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι για να αποφασιστεί κατά πόσο τα προσόντα ενός των ενδιαφερομένων μερών, της Πική, αντιστοιχούσαν στα αξιούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, της ζητήθηκε η προσαγωγή αναλυτικής κατάστασης σπουδών.
Τέλος, γίνεται ο γενικός και εν πολλοίς ασαφής ισχυρισμός ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής πάσχει, αφού η λεκτική επίκληση των στοιχείων που έλαβε υπ΄ όψιν της για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συνιστά αιτιολογία. Και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι σαφές ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αφού παρατίθενται όλα τα στοιχεία τα οποία κατά την κρίση της καθιστούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη καταλληλότερα για επιλογή. Στην απόφαση περιέχονται όλα τα στοιχεία που δίδουν τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει χωριστή αναφορά σε κάθε ένα από τους υποψηφίους, αλλά από το πρακτικό είναι φανερό ότι η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, τα οποία αξιολόγησε πριν καταλήξει στην απόφασή της.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.