ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 1205/02

30 Απριλίου, 2004

[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στης]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

SUPHIRE (STOCKBROKERS) LTD

Αιτήτρια,

- ν. -

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθού η αίτηση.

---------------------------------

Κ. Καλλής, για την αιτήτρια

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον καθού η αίτηση

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία, μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) αξιώνει την ακύρωση της απόφασης του καθού η αίτηση ημερ. 4/11/02, με την οποία της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψος £2.000 καθώς επίσης και προθεσμία μέχρι τις 18/11/02 για πλήρη συμμόρφωση, κατόπιν διαπίστωσης παράβασης από μέρους της του Καν. 19(13) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.

Πραγματικά γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή

Με επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, (στο εξής η Επιτροπή), ημερ. 10/8/01, η αιτήτρια εταιρεία παραπέμφθηκε ενώπιον του Συμβουλίου του ΧΑΚ, που απαοτελεί την αρμόδια πειθαρχική αρχή, για την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας, για διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης από μέρους της του Καν. 19(13) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.

Της εν λόγω επιστολής, προηγήθηκε στις 9.2.01, καταγγελία της εταιρείας Εδραίος Λτδ. μέσω των δικηγόρων της, σε βάρος της αιτήτριας, σχετικά με οικονομική διαφορά που δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Απάντηση στην πιο πάνω επιστολή της 9/2/01 δόθηκε με την επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας ημερ. 12.2.01.

Το Συμβούλιο κατόπιν μελέτης της εν λόγω καταγγελίας στη συνεδρία του ημερ. 31/8/01 αποφάσισε να αποδεκτεί τη σχετική εισήγηση της Επιτροπής για την έναρξη πειθαρχικής έρευνας εναντίον της εταιρείας. Προς το σκοπό δε αυτό διόρισε και δύο πρόσωπα ως ερευνώντες λειτουργούς, οι οποίοι δυνάμει και του Καν. 51(2) κάλεσαν την αιτήτρια να δώσει γραπτή κατάθεση.

Με σημείωμα τους ημερ. 20/3/02 προς το Γενικό Διευθυντή του ΧΑΚ οι ερευνώντες λειτουργοί αφού παρέθεσαν τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά προέκυπταν από τα ενώπιον τους στοιχεία και τις σχετικές καταθέσεις, κατέληξαν σε σχετικό πόρισμα και εισήγηση με βάση την οποία θα έπρεπε να εξεταστεί το θέμα παράβασης του Καν. 19(13).

Το εν λόγω πόρισμα εξετάστηκε στη συνεδρία του ΧΑΚ ημερ. 28/3/02. Το Συμβούλιο αποφάσισε όπως σταματήσει την εναντίον της αιτήτριας πειθαρχική διαδικασία που είχε ξεκινήσει και όπως βάσει του άρθρ. 10(3) του Νόμου της επιβάλει πρόστιμο ύψους £1000 για παράβαση του Καν. 19(13) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών. Σημείωσε δε ότι «για την απόφαση αυτή απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».

Η Επιτροπή με επιστολή της προς το Γενικό Διευθυντή του ΧΑΚ ημερ. 13/6/02 εισηγήθηκε όπως λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, επιβληθεί στην αιτήτρια το μέγιστο πρόστιμο των £2.000, παράλληλα δε ενημέρωσε το Συμβούλιο για την πρόθεση της να καλέσει την αιτήτρια σε απολογία για επιβολή διοικητικών κυρώσεων, για παράβαση του άρθρ. 68 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 14(1)/93.

Το Συμβούλιο στη συνεδρία του τις 11/7/02 συμφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση, με επιστολή του δε προς την Επιτροπή ημερ. 23/7/02 αφού την ενημέρωσε σχετικά, ζήτησε εκ νέου τη σύμφωνη γνώμη της.

Η Επιτροπή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της με επιστολή της προς το ΧΑΚ ημερ. 30/10/02. Η απόφαση για την επιβολή του προστίμου των £2.000 κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του ΧΑΚ ημερ. 4/11/02.

Λόγοι ακύρωσης της επίδικης απόφασης

Προβάλλονται γι' ακύρωση της απόφασης πληθώρα λόγων. Είναι καταρχήν εισήγηση των δικηγόρων της αιτήτριας εταιρείας ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο του οποίου η σύνθεση και/ή συγκρότηση έπασχε. Ειδικότερα υποστηρίζεται πως κατά τις τρεις συνολικά διαφορετικές συνεδρίες του Συμβουλίου ημερ. 31/8/01, 28/3/02 και 11/7/02 αντίστοιχα, κατά τις οποίες εξετάστηκε η όλη υπόθεση, υπήρξε διαφοροποίηση στη σύνθεση του λόγω απουσίας διαφόρων μελών του, με αποτέλεσμα η διαδικασία συζήτησης και λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης να μην διεξαχθεί ενώπιον των ίδιων μελών του Συμβουλίου και να παραβιαστεί κατ' αυτό τον τρόπο η αρχή ότι ένα συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να έχει την ίδια σύνθεση σε όλες τις συνεδρίες. Παραπέμπουν στα όσα αναφέρονται σχετικά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59 στη σελ. 112, καθώς και στα όσα τονίζονται στο Σύγγραμμα του Γ. Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Α και Β, 6η έκδοση, σελ. 227.

Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού τους αυτού ανατρέχουν στα πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων του ΧΑΚ και παραθέτουν τα στοιχεία τα οποία κατά την άποψη τους οδηγούν στο συμπέρασμα πως στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε κακή σύνθεση του Συμβουλίου.

Είναι εισήγηση της αιτήτριας εταιρείας, πως από τα εν λόγω πρακτικά δε φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει ότι στις συνεδρίες που ακολούθησαν αυτήν της 31/8/01, έγινε οποιαδήποτε ενημέρωση στα απουσιάζοντα μέλη για τα όσα είχαν διαδραματιστεί και αποφασιστεί στην απουσία τους. Τονίζεται επομένως πως στην απουσία τέτοιας ενημέρωσης δεν μπορούσε να ληφθεί έγκυρη απόφαση στις συνεδρίες ημερ. 28/3/ και 11/7/02.

Ο δικηγόρος του καθού η αίτηση, όσον αφορά τον ισχυρισμό πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο του οποίου η σύνθεση και/ή συγκρότηση έπασχε υποστηρίζει τα ακόλουθα: η απόφαση για την έναρξη πειθαρχικής έρευνας εναντίον της αιτήτριας εταιρείας πάρθηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου στις 31/8/01. Αργότερα όμως στις 28/3/02 αποφασίστηκε όπως σταματήσει η συγκεκριμένη πειθαρχική διαδικασία που είχε ξεκινήσει. Επομένως υποστηρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος του ΧΑΚ η συγκεκριμένη συνεδρία δεν είχε και δεν άσκησε καμιά επιρροή στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης για την επιβολή του διοικητικού προστίμου των £2.000. Συνεπώς, τονίζεται πως η απόφαση του Συμβουλίου του καθού η αίτηση είναι έγκυρη έστω και αν παρατηρήθηκαν κάποιες αλλαγές στη σύνθεση του. (Βλ. Κωνσταντίνου Ιωσηφίδη ν. Επιτροπής Σιτηρών κ.α., Υπ. αρ. 558/95 ημερ. 24/2/97).

Οι συνεδρίες του Συμβουλίου του καθού η αίτηση οι οποίες αφορούν το θέμα της επιβολής του διοικητικού προστίμου στην αιτήτρια εταιρεία είναι οι συνεδρίες ημερ. 28/3/02 και 11/7/02 αντίστοιχα. Στις συνεδρίες η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν νόμιμη. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι στις 28/3/02 ήταν παρόντα όλα τα μέλη. Όσον αφορά την απουσία του μέλους Αλέξη Άννινου από τη συνεδρία της 11/7/02 επισημαίνεται, πως ο λόγος της απουσίας του οφείλετο στο γεγονός ότι διορίστηκε μετά εξού και απουσίαζε και από τη συνεδρία της 28/3/02. Αναφέρεται δε πως η απουσία του δε δημιουργεί κώλυμα αφού δεν ήταν παρών σε καμιά από τις δύο τελευταίες συνεδρίες του Συμβουλίου. Σχετικά τώρα με την παρουσία στη συνεδρία της 1/7/02, ως Προέδρου του Συμβουλίου του κ. Π. Σαββίδη αντί του κ. Λένα, ο οποίος προήδρευσε των συνεδριάσεων που προηγήθηκαν, υποδεικνύεται, πως ο κ. Σαββίδης διορίστηκε μεταγενέστερα κατόπιν παραίτησης του κ. Λένα για το υπόλοιπο της θητείας του απερχόμενου Προέδρου. Υποβάλλεται δε πως ο νέος πρόεδρος ενημερώθηκε για τα όσα διαμείφθηκαν στη συνεδρία της 28/3/02. Είναι η θέση του συνηγόρου της αιτήτριας εταιρείας πως πριν από κάθε συνεδρία δίνεται αντίγραφο των θεμάτων που θα συζητηθούν και μετά την απόφαση, στέλλονται τα πρακτικά και η απόφαση σε κάθε μέλος.

Συνεπώς υποστηρίζει δεν τίθεται θέμα ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης της επίδικης απόφασης δεν έχει διεξαχθεί ενώπιον των ίδιων μελών του Συμβουλίου του καθού η αίτηση. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού του αυτού παραπέμπει στα όσα αναφέρονται στο άρθρ. 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου αρ. 158(1)/99. Έχει ως εξής:

«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

Θα προχωρήσω στην εξέταση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης ο οποίος ενδεχόμενα να αποφασίζει την όλη υπόθεση. Με το ζήτημα της ακύρωσης διοικητικής απόφαση λόγω κακής σύνθεσης του διοικητικού οργάνου είχε ασχοληθεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. προσφ. αρ. 795/02 ημερ. 26/1/04. Αναφέρονται τα εξής:

«Θέλουμε εν πρώτοις να επισημάνουμε ότι η κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου δυνατόν να εμφανίζει δύο όψεις. Η σύνθεση πάσχει αν μέλος που απουσίαζε σε προηγούμενη συνεδρία μετέχει στην επόμενη ή επόμενες χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για όσα έλαβαν χώρα στην απουσία του. Η σύνθεση όμως πάσχει, και αυτή είναι η δεύτερη όψη του θέματος, αν δεν έχει αποδειχθεί ότι όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου έλαβαν κανονικά ειδοποίηση για τη συνεδρία του, πολύ περισσότερο στην περίπτωση που υπήρξε προηγούμενη απουσία μέλους. Πρέπει να πούμε ότι ο κ. Χατζηϊωάννου επικαλείται σαν λόγο ακύρωσης την κακή σύνθεση της Επιτροπής με την πρώτη έννοια. Το δικαστήριο όμως μπορεί αυτεπάγγελτα να εξετάσει και τις δύο όψεις του θέματος γιατί είναι ζήτημα δημόσιας τάξης εφόσον άπτεται της εγκυρότητας και της αρμοδιότητας του οργάνου να λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση. [(Βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου (ανωτέρω)]. Έχουμε επισημάνει από τους υπηρεσιακούς φακέλους, που είναι ενώπιον μας, ότι δεν υπήρξαν ειδοποιήσεις για σύγκληση συνεδρίας, για κάποιες τουλάχιστον από τις συναντήσεις της Επιτροπής. Ύστερα από κάποιο προβληματισμό αφήνουμε το ζήτημα μέχρις εδώ αφού δε συζητήθηκε ενώπιον μας και τα γεγονότα ενδεχομένως να μην είναι πλήρως αποσαφηνισμένα.

Όσον αφορά την πτυχή που αφορά την απουσία μελών σχετικό είναι το άρθρ. 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Έχει ως εξής:

«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

Τα πιο πάνω στην ουσία αποτελούν αντιγραφή της ελληνικής νομολογίας επί του θέματος η οποία συνοψίζεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 6η έκδοση σελ. 133, ως εξής:

«Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή έως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέτασή της. Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις και κατά την τελευταία συνεδρίαση, κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση, έχει μεταβληθεί η σύνθεση, με τη συμμετοχή και μελών τα οποία δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις, πρέπει η διαδικασία και η συζήτηση να επαναληφθούν πλήρως (ΣΕ 2257/1983, 1670/1987, 1260/1988).»

Στην υπόθεση Λ. Ευσταθίου κ.α. ν. Παναγιώτας Πολυβίου και Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, Α.Ε. 2477, ημερ. 13/6/00, το δικαστήριο πρωτόδικα ακύρωσε την επίδικη απόφαση αφού από διαδοχικές συνεδρίες του συλλογικού οργάνου απουσίαζαν μέλη του χωρίς να φαίνεται στα πρακτικά ότι στις επόμενες συνεδρίες που τα μέλη ήταν παρόντα τύγχαναν ενημέρωσης για όσα προηγήθηκαν. Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.»

 

Η πιο πάνω αρχή στην παρούσα υπόθεση παραβιάστηκε κατ' επανάληψη. Παρατηρώ ότι η απόφαση για έναρξη πειθαρχικής έρευνας εναντίον της εταιρείας λήφθηκε στη συνεδρία ημερ. 31/8/01 στην απουσία του μέλους Συμεών Κασιανίδη. Πρόεδρος του ΧΑΚ ήταν ο Πάρης Λένας. Στις 28/3/02 και προεδρεύοντος και πάλιν του Πάρη Λένα αποφασίστηκε να σταματήσει η πειθαρχική έρευνα και όπως επιβληθεί πρόστιμο £1.000 για παράβαση του Καν. 19(13) για το οποίο χρειαζόταν η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η τελευταία ενώ συμφώνησε με την επιβολή καταρχάς προστίμου εισηγήθηκε την επιβολή προστίμου £2.000.

Το Συμβούλιο ενόψει και της άποψης της Επιτροπής επανεξέτασε το θέμα στις 11/7/02 και αποφάσισε την επιβολή προστίμου £2.000. Πρόεδρος τώρα του Συμβουλίου ήταν ο Παύλος Σαββίδης ενώ απουσίαζε το μέλος Αλέξης Άννινος. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην εταιρεία στις 4/11/02.

Υπάρχει σαφής παραβίαση των πιο πάνω αρχών της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου. Το δικαστήριο θα μείνει στις δύο τελευταίες συνεδρίες του Συμβουλίου παρόλο ότι σχετική είναι και η πρώτη. Παρατηρείται εν πρώτοις ότι άλλος ήταν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου όταν αποφασίστηκε η διακοπή πειθαρχικής δίωξης και επιβολή καταρχάς διοικητικού προστίμου και άλλος όταν τελικά αποφασίστηκε η επιβολή του προστίμου των £2.000 όταν δηλαδή λήφθηκε τελικά η επίδικη απόφαση.

Υπάρχει όμως παραβίαση και κατ' άλλο τρόπον. Στη συνεδρία της 28/3/02 δεν γίνεται αναφορά στο μέλος Αλέξη Άννινο που φαίνεται σαν απών από τη συνεδρία στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Όπως γίνεται δεκτό από το συνήγορο του ΧΑΚ ο κ. Άννινος δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου στις 28/3/02. Υπάρχει δηλαδή σαφής παραδοχή ότι η σύνθεση του Συμβουλίου διαφοροποιήθηκε στο διάστημα μεταξύ 28/3/02 και 11/7/02. Η πρώτη επομένως απόφαση για επιβολή προστίμου λήφθηκε από όργανο που είχε άλλη σύνθεση από αυτή που είχε όταν λήφθηκε η τελική απόφαση. Τίποτε δεν υπάρχει που να δείχνει ότι ο Αλέξης Άννινος ενημερώθηκε για τη συνεδρία στην οποία απουσίαζε.

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από όργανο με κακή σύνθεση και επομένως από αναρμόδιο όργανο. Η επίδικη απόφαση είναι παράνομη και άκυρη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Είναι αχρείαστη η περαιτέρω ενασχόληση του δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης. Οι καθών η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Γ. Αρέστης, Δ.

/ΚΑς

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο