ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 1200/2002)
30 Απριλίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
PORTO CAVERN TOURIST ENTERPRISES LTD.,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
Καθ΄ου η Αίτηση.
Α. Παπαντωνίου,
για τους Αιτητές.Δ. Κούσιου (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη των Καθ΄ων η Αίτηση ημερομ. 03-10-2002 επιβολής και/ή βεβαίωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία καλείται η Αιτήτρια όπως καταβάλει φόρο συνολικού ύψους ΛΚ 9.173,69 σεντ είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, ως γενομένη κατ΄ αντίθεση με τις πρόνοιες του Συντάγματος και των νόμων και/ή καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, και/ή χωρίς έρευνα και/ή λόγω πλάνης περί τα πράγματα.»
Οι αιτητές είναι εταιρεία που έχει ως εμπορική δραστηριότητα τη διαχείριση και εκμετάλλευση εστιατορίου με την επωνυμία "Porto Tavern" στον Πρωταρά. Είναι δε εγγεγραμμένη στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.).
Ο Έφορος του Φ.Π.Α. ασκώντας τις εξουσίες με βάση το Νόμο 246/90 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 95(1)/2000) επισκέφθηκε στις 25.7.2002 τα υποστατικά της επιχείρησης των αιτητών με σκοπό τη διενέργεια ελέγχου στα βιβλία και αρχεία τους. Η έρευνα αφορούσε την περίοδο από 1.7.1995 μέχρι 30.6.2002. Η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε στις 10.8.2002.
Από την εξέταση των τηρουμένων βιβλίων και αρχείων για την πιο πάνω περίοδο ο Έφορος διαπίστωσε τα ακόλουθα:-
«(α) Οι αιτητές δεν τήρησαν βιβλίο αποθεμάτων σχετικά με τη διακύμανση των αποθεμάτων έτσι που να είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθής καταβολής του φόρου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39(1) του Ν. 246/90 και του άρθρου 3(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 (ΚΔΠ 114/92). Οι αιτητές δεν τήρησαν αρχείο ετήσιας απογραφής των περιουσιακών στοιχείων και αποθεμάτων της επιχείρησης τους που να περιλαμβάνει ποσοτική καταμέτρηση και αποτίμηση τους σύμφωνα με τον Κανονισμό 22(1)(α)(iv) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001 (ΚΔΠ 314/2001).
(β) Οι αιτητές δεν τηρούν αρχείο για τα ποτά τα οποία διέθεσα χωρίς αντιπαροχή σε αξιωματούχους και το προσωπικό της επιχείρησης ή ως κεράσματα σε πελάτες τους όπως σχετικά προβλέπεται στις διατάξεις στο άρθρο 4(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992 (ΚΔΠ 114/92) και με τον κανονισμό 22(1)(α)(iv) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001 (ΚΔΠ 314/2001)
(γ) Οι αιτητές δεν τήρησαν πολλά από τα ημερήσια δελτία πωλήσεων (Z Readings) που εκδίδονται από την ταμειακή τους μηχανή σύμφωνα με το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διάταγμα του 1992 (ΚΔΠ 114/92) και με τη Γνωστοποίηση του Εφόρου που εκδόθηκε σύμφωνα με τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Παραδόσεις ή Παροχές από Λιανοπωλητές) Κανονισμούς του 1991 (ΚΔΠ) 156/92) και σύμφωνα με τον κανονισμό 22(1)(β)(iv) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001 (ΚΔΠ 314/2001). Η παράλειψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μη δυνατή επιβεβαίωση της ορθότητας του καταβλητέου φόρου που καταχωρήθηκε στη σχετική μερίδα του Λογαριασμού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
(δ) Οι αιτητές δήλωσαν εκροές και φόρο εκροών οι οποίες είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις εκροές και το φόρο εκροών που υπολογίζονται από το ποσοστό περιθωρίου κέρδους των ποτών και τις πωλήσεις ποτών ως προς τις συνολικές εισπράξεις της επιχείρησης.
(ε) Οι αιτητές δεν τήρησαν τη μερίδα του φόρου που δύναται να πιστωθεί σύμφωνα με την παράγραφο 7(4) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων) Διατάγματος του 1992.
(στ) Οι αιτητές διεκδίκησαν πίστωση φόρου ύψους £278,68 για δαπάνες ποτών για το προσωπικό της επιχείρησης για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του σύμφωνα με το άρθρο 25(13)(ε) του Ν. 246/90.
(ζ) Οι αιτητές διεκδίκησαν πίστωση φόρου εισροών ύψους £296,88 για δαπάνες φιλοξενίας γενικά (ποτά) προς τους πελάτες για τις οποίες δεν παρέχεται το δικαίωμα πίστωσης του φόρου ή της έκπτωσης του φόρου σύμφωνα με το άρθρο 25(13)(δ) του Ν. 246/90 και του κανονισμού 11 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Ειδικές Διατάξεις) Κανονισμών του 2001, ΚΔΠ 316/2001».
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα ο Έφορος, διά των αρμοδίων λειτουργών της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., έκρινε ότι οι αιτητές δεν απέδωσαν όλο το ποσό του φόρου εκροών που αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή υπηρεσιών που πραγματοποίησαν κατά τις φορολογικές περιόδους 1.7.1995 μέχρι 30.6.2002. Κατέληξε δε στις ακόλουθες διαπιστώσεις μετά από την έρευνα του:-
«(α) Η αναλογία των εισπράξεων από ποτά ως προς τις συνολικές εισπράξεις της επιχείρησης των αιτητών μετά από μελέτη αντιπροσωπευτικού δείγματος ημερήσιων δελτίων πώλησης της περιόδου από 1.7.2001 μέχρι 30.9.2001, υπολογίστηκε σε 25%.
(β) Ακολούθως υπολόγισαν το μεσοσταθμικό περιθώριο κέρδους των ποτών που πωλούνται στο εστιατόριο σε 165%. Υπολογίστηκε αυτό συγκρίνοντας το κόστος αγοράς των ποτών (κατηγορίες ποτών με τη μεγαλύτερη κατανάλωση) για την περίοδο Ιουλίου 2001 μέχρι Σεπτέμβριο 2001 και τις τιμές πώλησης τους.
(γ) Υπολόγισαν τις αγορές για ποτά για την περίοδο 1.7.1995-30.6.2002 σε £23.358. Το ποσό των αγορών των ποτών βρέθηκε ότι είναι το 46% των εισροών της επιχείρησης. Το ποσοστό αυτό βρέθηκε από την αναλογία της αξίας των ποτών της περιόδου 1.7.2001-30.9.2001 προς τις εισροές της ίδιας περιόδου.
(δ) Υπολόγισαν για την περίοδο 1.7.1995-30.6.2002 ότι το κόστος σε απώλειες ποτών ήταν £234, το κόστος των κερασμάτων ποτών υπολογίστηκε £3482, το κόστος κατανάλωσης ποτών από το προσωπικό υπολογίστηκε ότι είναι £3482.
(ε) Το απόθεμα της επιχείρησης σε ποτά στις 30.6.2002 υπολογίστηκε σε £1000.
(στ) Ακολούθως υπολόγισαν της αδήλωτες πωλήσεις για την περίοδο 1.7.1995-30.6.2002. Ο υπολογισμός έγινε με τον ακόλουθο τρόπο: Από το σύνολο των αγορών ποτών για την περίοδο 1.7.1995-30.6.2002 που είναι £23.358, αφαιρέθηκαν οι απώλειες σε ποτά, η κατανάλωση προσωπικού και για κεράσματα £7198 και το τελικό απόθεμα σε ποτά £1000. Το αποτέλεσμα της αφαίρεσης είναι η εύρεση του κόστους πωληθέντων ποτών £15160. Πάνω στο κόστος πωληθέντων υπολογίστηκε το μεσοσταθμικό περιθώριο κέρδους δηλαδή 165% £25015. Άρα οι πωλήσεις των ποτών ήταν στο συνολικό ύψος £40.175. Επειδή η αξία των πωλήσεων σε ποτά βρέθηκε ότι αντιπροσωπεύει το 25% πάνω στις συνολικές εισπράξεις, οι συνολικές εισπράξεις από ποτά και φαγητά είναι £160.700. Οι εισπράξεις που δηλώθηκαν για την ίδια περίοδο είναι £48035. Οι αδήλωτες πωλήσεις είναι £112.665.
(ζ) Οι αδήλωτες εκροές επιμερίστηκαν στις φορολογικές περιόδους από 1.7.1995 μέχρι 30.6.2002 με βάση την ίδια αναλογία των εκροών που δηλώθηκαν στις αντίστοιχες φορολογικές περιόδους. Ακολούθως υπολογίστηκε ο φόρος εκροών που αναλογεί κατά φορολογική περίοδο με το συντελεστή του φόρου που ίσχυε για την αντίστοιχη φορολογική περίοδο. Ο φόρος εκροών που υπολογίστηκε για αδήλωτες πωλήσεις του εστιατορίου είναι £8.598,13.
(η) Ο συνολικός οφειλόμενος φόρος που υπολογίστηκε ότι δεν δηλώθηκε είναι (i) φόρος εκροών από αδήλωτες πωλήσεις εστιατορίου £8.598,13, (ii) φόρος εισροών για τον οποίο δεν παρέχεται το δικαίωμα της πίστωσης του φόρου - κατανάλωση ποτών από το προσωπικό £575,56.»
Ο Έφορος τελικά έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές για τις φορολογικές περιόδους από 1.5.1995 μέχρι 30.6.2002 ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Έτσι προχώρησε σε βεβαίωση φόρου εκροών με βάση το άρθρο 34(1) του Ν. 246/90 και φόρου εισροών με βάση το άρθρο 34(2) του Ν. 246/90 και το άρθρο 49 του Ν. 95(1)/2000. Στη συνέχεια ειδοποίησε τους αιτητές με επιστολή, ημερ. 3.10.2002, σύμφωνα με την οποία όφειλαν να καταβάλουν στο Φ.Π.Α. ποσό ύψους £9.173,69.
Οι αιτητές με τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου τους προβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη προς το νόμο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι γενικός και αόριστος. Οι αιτητές δεν αναφέρουν σε ποιό στοιχείο η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο. Από την έρευνα του φακέλου φαίνεται, ότι ο Έφορος, με βάση την έρευνα που διενήργησαν οι λειτουργοί της υπηρεσίας του σε βιβλία και αρχεία των αιτητών, ενήργησε με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Η αναφορά των αιτητών ότι ο Έφορος δεν αποκάλυψε τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου είναι αβάσιμος, αφού από την έκθεση του λειτουργού προκύπτει η μέθοδος όσο και το γεγονός ότι είχε εξηγηθεί αυτή στους αιτητές. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς των αιτητών ότι «στερήθηκαν του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης» έχω να παρατηρήσω ότι δεν υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Από την έκθεση του λειτουργού προκύπτει ότι δόθηκε στους αιτητές η δυνατότητα ως και χρονικό διάστημα αν ήθελαν να παρουσιάσουν οποιοδήποτε νέο στοιχείο πράγμα που οι αιτητές δεν έπραξαν.
Προβάλλουν ακόμα οι αιτητές ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους του Εφόρου και κατ΄ επέκταση πλάνη περί τα πράγματα. Οι αιτητές επικαλούνται και πάλιν τους ίδιους ισχυρισμούς τους περί μη αποκάλυψης του τρόπου και της μεθόδου υπολογισμού, ότι δεν τους ζητήθηκαν διευκρινήσεις και ότι δεν τους δόθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν ήδη απορριφθεί, πιο πάνω, στον προηγούμενο λόγο ακύρωσης και δεν ευσταθούν. Οι αιτητές, σχετικά με την κατ΄ ισχυρισμό πλάνη, δεν απέσεισαν το βάρος της απόδειξης που είχαν, σύμφωνα με τη νομολογία (Βλέπε: Total Rent-a-Car Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1148/99, ημερ. 10.4.2002).
Οι αιτητές προβάλλουν επίσης ως λόγο ακύρωσης την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας εκ μέρους του Εφόρου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Έφορος άσκησε την εξουσία του εφαρμόζοντας το άρθρο 34(1) του νόμου που έχει ως ακολούθως:-
"34(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό."
Το πότε και υπό ποιές προϋποθέσεις εφαρμόζεται το πιο πάνω άρθρο του Νόμου έχει αναλυθεί στην απόφαση, Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2421, ημερ. 24.1.2000, στην οποία έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 34(1) ο Έφορος νομιμοποιείται να ασκήσει τις εξουσίες του εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι και (α) η μή τήρηση των αναγκαίων εγγράφων και (β) η υποβολή φορολογικών δηλώσεων οι οποίες είναι ελλειπείς ή περιέχουν σφάλματα. Με βάση την επίδικη απόφαση του Εφόρου η ύπαρξη των πιο πάνω δύο προϋποθέσεων ήταν δεδομένη. Καμιά μαρτυρία ή παράθεση άλλων γεγονότων δεν υπήρξε από την εφεσείουσα που να αμφισβητεί την ύπαρξη των πιο πάνω προϋποθέσεων. Αντίθετα υπήρχε ομολογία από την εφεσείουσα ότι δεν τηρούσε όλα τα έγγραφα που απαιτεί η σχετική νομοθεσία όπως το βιβλίο αποθεμάτων και περαιτέρω ότι άλλα στοιχεία ήσαν ελλειπή.
Κατά συνέπεια ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ορθά ο Έφορος προχώρησε στη βεβαίωση του φόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) του Νόμου.
Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ενεργοποιείται η εξουσία του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) μόνο όταν συντρέχει μεν η προϋπόθεση της μη τήρησης των αναγκαίων εγγράφων αλλά συγχρόνως ο φορολογούμενος να μην παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις προς επιβεβαίωση του φόρου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η κάθε μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 34(1) από μόνη της ενεργοποιεί την εξουσία του Εφόρου για βεβαίωση του φόρου. Η μη παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων, όταν ζητηθεί τούτο από τον Έφορο, αποτελεί ιδιαίτερη προϋπόθεση ενεργοποίησης της εξουσίας του Εφόρου, ανεξάρτητη από τη μη τήρηση των αναγκαίων εγγράφων. Δεν μπορεί να συνταυτισθεί η προϋπόθεση της μη τήρησης των αναγκαίων εγγράφων και βιβλίων με την παροχή διευκολύνσεων από τον φορολογούμενο. Ακριβώς η παροχή διευκολύνσεων είναι η παρουσίαση των εγγράφων και βιβλίων, για τη διευκόλυνση του Εφόρου στο έργο του, της βεβαίωσης του φόρου."
Στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές. Οι αιτητές δεν τηρούσαν τα αναγκαία βιβλία και αρχεία σύμφωνα με το νόμο και δεν τηρούσαν επίσης όλα τα δελτία πωλήσεων (Z Reading). Περαιτέρω οι φορολογικές τους δηλώσεις περιείχαν σφάλματα.
Κατά συνέπεια ο Έφορος προχώρησε στον υπολογισμό του φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο όταν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης ή κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου. (Βλέπε:
Van Boechel v. Customs and Excise Commissioners (1981) 2 All E. R. 505, Rahman (Trading as Khayan Restaurant) v. Customs and Excise Commissioners (1998) S.T.C. 826, και Kokos Athanasiou Motors Ltd. (πιο πάνω)).Δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε υπέρβαση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου στην παρούσα υπόθεση. Η απόφαση στην οποία κατέληξε ήταν εύλογη κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις και τα γεγονότα όπως φαίνονται στο φάκελο. (Βλέπε:
Blue Moon Trading Ltd. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2874, ημερ. 12.12.2001).Ισχυρίζονται ακόμα οι αιτητές ότι η επίδικη απόφαση του Εφόρου είναι αναιτιολόγητη.
Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης φαίνεται στην απόφαση του Εφόρου που καταγράφεται στην επιστολή του προς τους αιτητές, ημερ. 3.10.2002. Περαιτέρω συμπληρώνεται από το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης που περιέχεται στο διοικητικό φάκελο, πράγμα επιτρεπτό από τη νομολογία. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 94
).Η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, συμπληρώνεται δε από τα στοιχεία του φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ