ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 31/03
10 Μαρτίου, 2004
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RICHARD SCOTT,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθού η αίτηση.
--------------------------
Α. Γιορδαμλής,
για τον αιτητήΓ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθού η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ:
Ο αιτητής είναι αλλοδαπός κάτοικος εξωτερικού και είναι διευθυντής εταιρείας που ιδρύθηκε στην Κύπρο το 1989 με κύριο σκοπό την εγγραφή και διαχείριση υπεράκτιων εταιρειών στην Κύπρο. Η ίδια η εταιρεία δεν είναι υπεράκτια. Η εταιρεία καταθέτει σε προσωπικό λογαριασμό του αιτητή σε τράπεζα της Κύπρου μηνιαία αμοιβή την οποία αυτός τελικά μεταφέρει στο εξωτερικό έχοντας εξασφαλίσει άδεια εξαγωγής συναλλάγματος από την Κεντρική Τράπεζα.Ο αιτητής υπέβαλε τις φορολογικές δηλώσεις του για τα έτη 1998, 1999 και 2000 και ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής) επέβαλε φορολογίες και για τα τρία αυτά έτη για τις οποίες ο αιτητής κατέθεσε ενστάσεις που απορρίφθηκαν και ο Διευθυντής επέβαλε οριστική φορολογία στις 29/11/01.
Ο αιτητής διαφωνώντας με τις φορολογίες κατέθεσε προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο (το Συμβούλιο). Το τελευταίο με απόφαση του ημερ. 1/11/02 απέρριψε το αίτημα του αιτητή για φορολόγηση του εισοδήματος του με βάση το άρθρ. 28 Β (2) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου 58/61 (ο Νόμος) με την αιτιολογία ότι το εισόδημα δεν προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες αλλά από όφελος από υπηρεσίες που πρόσφερε σαν Διευθυντής στην Εταιρεία και φορολογείται με βάση το άρθρ. 5(1)(β) του Νόμου. Είναι αυτής της απόφασης που επιδιώκεται η ακύρωση με την παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής υποστηρίζει την ακύρωση της απόφασης σε σειρά από λόγους, κυριότερος όμως είναι αυτός που αφορά ισχυρισμό για πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα. Είναι χρήσιμο πριν αναλυθεί η επιχειρηματολογία του αιτητή να παρατεθεί το κρίσιμο απόσπασμα της επίδικης απόφασης. Αναφέρει:
«Από τα στοιχεία που υπάρχουν στους σχετικούς φακέλους και από ότι κατατέθηκε στην ακρόαση της υποθέσεως ο αιτητής κατείχε την θέση του Διευθυντή (director) θέση που είναι αξίωμα σε μια εταιρεία. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την επιστολή την οποία έστειλε ο εκπρόσωπος του Αιτητή στο ΤΕΠ ημερομηνίας 13/6/01. Στη επιστολή αναφέρονται και τα ακόλουθα: "Further to your letter of 5 June 2001 requesting further information regarding the remuneration of Mr. Richart Scott the director of Savser Management Limited please note the following:
1. A contract of employment was never signed and it is not the policy of the company to sign such contracts for the top executives of the company."
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι ο αιτητής πρόσφερε μισθωτές υπηρεσίες στην εταιρεία και ότι είχε κανονικό μισθό όπως όλο το άλλο προσωπικό. Δεν είχε συμβόλαιο εργασίας, καθορισμένο ωράριο και άλλα ωφελήματα ως ετήσιες άδειες και άλλα στοιχεία που τεκμηριώνουν την μισθωτή σχέση ενός υπαλλήλου με τον εργοδότη του. Δεν κατέβαλλε ούτε ο ίδιος ούτε η εταιρεία οιεσδήποτε εισφορές στα διάφορα κοινωνικά ταμεία όπως Κοινωνικές Ασφαλίσεις, Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, τέλη για τη Βιομηχανική Κατάρτιση ως προνοεί η Κυπριακή Νομοθεσία.
Υπό το φως των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω καταλήξαμε ομόφωνα ότι το εισόδημα του αιτητή δεν προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες αλλά από όφελος για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην εταιρεία ως Διευθυντής και επομένως ορθά φορολογήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 5 (1)(β) του περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμου 58/61 όπως αυτός τροποποιήθηκε.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι δεν υπάρχει γραπτή σύμβαση εργοδότησης εφόσον κάτι τέτοιο δεν απαιτείται από την κυπριακή νομοθεσία. Η υποχρέωση του εργοδότη με βάση το νόμο 100(1)/00 είναι να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση εργασίας πράγμα που έγινε από την εταιρεία. Λαναθασμένα επίσης λήφθηκε υπόψη ότι ούτε ο αιτητής ούτε η εταιρεία καταβάλλουν εισφορές στα διάφορα ταμεία που αναφέρονται στην απόφαση γιατί μια τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση προσώπου που έχει κύπριο εργοδότη και απασχολείται εκτός της Δημοκρατίας και δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο.
Λανθασμένα επίσης κατ' ισχυρισμό λήφθηκε υπόψη ότι ο αιτητής κατείχε τη θέση διευθυντή που θεωρείται αξίωμα σ' εταιρεία. Είναι η θέση του αιτητή ότι είναι διευθυντής όσο είναι υπάλληλος της εταιρείας και θα παραιτηθεί όταν παύσει να είναι υπάλληλος της εταιρείας.
Στα πιο πάνω ο συνήγορος του Συμβουλίου απαντά ως εξής:
Σε σχέση με τη μη πληρωμή εισφορών στα διάφορα ταμεία δεν ενήργησε κάτω από πλάνη διότι γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο δεν χρειαζόταν και αυτό φαίνεται από όσα λέχθηκαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης. Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά όπου φαίνεται ότι όντως υπήρχε σχετική ερώτηση από πλευράς του προεδρεύοντος του Συμβουλίου προς τον εκπρόσωπο του αιτητή. Παρατηρώ όμως από τώρα ότι το γεγονός ότι υποβλήθηκε μια τέτοια ερώτηση και δόθηκε απάντηση από τον εκπρόσωπο του αιτητή δεν σημαίνει ότι η απάντηση έγινε δεχτή και αυτόματα το Συμβούλιο την έλαβε υπόψη. Αντίθετα από το σκεπτικό της απόφασης φαίνεται ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι η καταβολή εισφορών στα ταμεία θα ήταν στοιχείο που συνηγορούσε στην ύπαρξη υπαλληλικής σχέσης. Ότι επομένως το γεγονός της μη καταβολής λήφθηκε υπόψη για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν. Είναι προφανές ότι αν ο αιτητής και η Εταιρεία δεν είχαν τέτοια εκ του νόμου υποχρέωση τότε αυτό δεν ήταν παράγοντας που μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Φαίνεται δε ότι το Συμβούλιο τελικά δεν αρνείται ότι δεν υπήρχε μια τέτοια υποχρέωση όπως το θέμα τέθηκε με την αγόρευση του συνηγόρου του.
Είναι επομένως σαφές ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε στοιχείο που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη με βάση το νόμο. Ποιές οι συνέπειες, θα το αφήσω να το εξετάσω πιο κάτω υπό το φως και των άλλων απαντήσεων που θα δοθούν ενόψει μάλιστα του ισχυρισμού του Συμβουλίου ότι η κατάληξη του είχε πολλαπλά ερείσματα.
Ο συνήγορος του Συμβουλίου δεν απαντά καθόλου στον ισχυρισμό ότι κακώς λήφθηκε υπόψη η έλλειψη γραπτής συμφωνίας μεταξύ του αιτητή και της εταιρείας. Λέγω δε ότι όντως κακώς σχολιάστηκε και φαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη αυτό το στοιχείο σαν τέτοιο που συνηγορούσε εναντίον των θέσεων του αιτητή. Πουθενά στην κυπριακή νομοθεσία δεν επιβάλλεται μια τέτοια υποχρέωση. Επομένως και σ' αυτό το σημείο το Συμβούλιο λανθασμένα στηρίχθηκε σ' αυτό τον παράγοντα.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα πιο πάνω δύο τουλάχιστον σημεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο κατέληξε στην απόφαση του κάτω από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα ή όπως ισχυρίζεται ο συνήγορος του Συμβουλίου υπήρχαν άλλα ερείσματα πάνω στα οποία το Συμβούλιο στηρίχθηκε και με βάση τα οποία θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Όμως πρέπει να λεχθεί ότι δεν υποδείχθηκαν στο δικαστήριο αυτά τα άλλα πολλαπλά ερείσματα. Επαναλαμβάνεται η επιχειρηματολογία της επίδικης απόφασης. Όπως φαίνεται από το σκεπτικό της απόφασης που παρατέθηκε πιο πάνω, δύο από τα βασικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη ήταν η έλλειψη γραπτού συμβολαίου και η μη πληρωμή στα διάφορα ταμεία που όπως λέχθηκε κακώς λήφθηκαν υπόψη. Θα επισημάνω δε εδώ ότι το πιο κρίσιμο σημείο της απόφασης είναι αυτό που αναφέρεται στην έλλειψη στοιχείων ότι ο αιτητής πρόσφερε μισθωτές υπηρεσίες και είχε κανονικό μισθό.
Είναι φανερό επομένως ότι το Συμβούλιο βρισκόταν υπό πλάνη όταν κατέληγε στην απόφαση του. Πότε η πλάνη καθιστά μια απόφαση ελαττωματική εξαρτάται από το κατά πόσο η πλάνη αυτή ήταν ουσιώδους σημασίας σε βαθμό που να έχει επηρεάσει δυσμενώς τις σκέψεις του διοικητικού οργάνου. (Βλ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863).
Στην υπόθεση Παπαϊωάννου κ.α. (αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,724 θέμα της πλάνης τίθεται ως εξής:
«..........Όπως σημειώνεται από τον Γ. Παπαχατζή - Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 650, η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί παρανομία που εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον «ειρμό των σκέψεων» της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων Ανατ. 1982 σελ. 298, αυτή η πλάνη «έχει ως αποτέλεσμα ότι αποσύρει την νόμιμην βάσιν της πράξεως και καταλείπει ταύτην άνευ ερείσματος, ήτοι παράνομον». Βλ. επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλος - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 476-477.
Επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα μόνο αν η πλάνη ήταν ουσιώδης. Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το ποιός μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.
Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό. Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092, Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης).
Το πότε ορισμένη πλάνη θεωρείται ότι επηρέασε την απόφαση δεν είναι δυνατό, βέβαια, να προκαθοριστεί. Εξαρτάται από τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης. .....................................»
Με τις πιο πάνω αρχές υπόψη βρίσκω ότι η πλάνη υπήρξε ουσιώδης στον τρόπο εκτίμησης των πραγμάτων από το Συμβούλιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα δύο στοιχεία που κακώς λήφθηκαν υπόψη επηρέασαν την απόφαση του Συμβουλίου. Μόνο πιθανολόγηση μπορεί να γίνει ως προς το ποια θα ήταν η απόφαση αν τα δύο αυτά στοιχεία δεν λαμβάνονταν υπόψη.
Βρίσω ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και υπόκειται σε ακύρωση. Δε χρειάζεται να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο λόγο ακύρωσης.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Γ. Αρέστης, Δ.
/ΚΑς