ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ. 1155/2002)
31 Μαρτίου, 2004
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Μ. Φλωρέντζος, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Γ. Σεραφείμ, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης για επαναδιορισμό του Αριστου Τσιάρτα (ε.μ.), στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, αναδρομικά από 3.1.94.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης μετά από αλλεπάλληλες ακυρώσεις. Προηγήθηκαν οι ακυρωτικές αποφάσεις του διορισμού του ε.μ. στην ίδια θέση με τις προσφυγές αρ. 97/94 και την προσφυγή αρ. 931/95 (απόφαση ημερ. 22.10.97). Η Επιτροπή δεν κάλεσε τότε κατά την επανεξέταση σε νέα προφορική συνέντευξη τους υποψήφιους παρότι ο λόγος της ακύρωσης αφορούσε την εκ των υστέρων ανεπίτρεπτη αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις με βάση τις προσωπικές σημειώσεις των μελών της ΕΔΥ. Η Επιτροπή αγνόησε τα αποτελέσματα της συνέντευξης ενώπιον της και έλαβε μόνο υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής και γραπτής εξέτασης που διεξάχθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 5.1.00 στην προσφυγή αρ. 187/98, ακύρωσε και πάλι την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 14.11.97 που αφορούσε στο διορισμό του ε.μ. στην επίδικη θέση από 3.1.94. Εναντίον του μέρους της απόφασης που διαπίστωνε έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του ε.μ., ασκήθηκε η Αναθεωρητική Εφεση 2993, ο δε αιτητής καταχώρησε αντέφεση. Η έφεση και η αντέφεση επετράπησαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 17.7.02, καθοδηγούμενη από την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που παρέπεμπε στη νομολογία (ΕΔΥ ν. Κατερίνας Κοντογιώργη, ΑΕ 2641, 16.11.01) αναφορικά με τη δυνατότητα της Επιτροπής να διενεργήσει νέα συνέντευξη των υποψηφίων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους που είχαν κληθεί κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης.
Ο αιτητής απέστειλε μέσω του δικηγόρου του επιστολή με την οποία ζητούσε όπως ανακληθεί η απόφαση για διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων για σκοπούς της επανεξέτασης. Η Επιτροπή αφού μελέτησε διεξοδικά το περιεχόμενο της επιστολής διαμαρτυρίας του αιτητή και υπό το φως της νομολογίας, αποφάσισε να προχωρήσει στη διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Η Επιτροπή θεωρεί ότι η γραπτή και προφορική εξέταση, που έγιναν στην προκείμενη περίπτωση, δεν είναι αρκετές από μόνες τους, όπως είχε αποφασίσει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στη συνεδρία της ημερ. 14.11.97, να αποτελέσει αποφασιστικό στοιχείο κρίσης. Το ίδιο σημείο έχει αποφασιστεί στην Αναθεωρητική Εφεση 2993 από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ολομέλειά του, ότι δηλαδή αυτές οι εξετάσεις από μόνες τους δεν αποτελούν έκδηλη υπεροχή.
Η Επιτροπή σημειώνει περαιτέρω ότι θεωρεί την προφορική εξέταση ως απαραίτητο στοιχείο κρίσης για να υπάρχει καλύτερη αντίληψη από το ΄Οργανο και ισότης ευκαιριών ώστε να κριθούν όλοι οι υποψήφιοι σε ένα ακόμη στοιχείο, πέραν των λοιπών στοιχείων.»
Η Επιτροπή προχώρησε στη συνέχεια με την επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης και δέχτηκε σε προφορική εξέταση το ε.μ. Οι υπόλοιποι 12 υποψήφιοι που επίσης είχαν κληθεί σε συνέντευξη συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή δεν προσήλθαν.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης του υποψήφιου που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα του υποψηφίου σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης του καθώς και την απόδοση του κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, έκρινε ότι ο Αριστος Τσιάρτας είναι κατάλληλος και έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει τον διορισμό του ε.μ. εφόσον δεν παρουσιάστηκε (ο αιτητής) στην προφορική εξέταση αποστερώντας στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τον αξιολογήσει.
Επειδή οι λόγοι που πρόβαλε ο αιτητής στη διαμαρτυρία του για τη διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων και κατ' επέκταση για τη μη προσέλευσή του σ΄ αυτές, άπτονται της νομιμότητας της διαδικασίας και, συναρτώνται άμεσα με το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, κρίνεται ανάγκη για εξέταση του θέματος κατά προτεραιότητα.
Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και η προφορική εξέταση αποτελεί στοιχείο κρίσης το οποίο απαιτείται με νομοθετική πρόνοια (άρθρο 33(10) του Ν.1/90). Η Επιτροπή δεν μπορούσε να ανατρέξει στις συνεντεύξεις του ουσιώδους χρόνου για να τις λάβει υπόψη εφόσον η τότε διαδικασία κηρύχθηκε άκυρη και μάλιστα για το λόγο της αναιτιολόγητης κρίσης της τότε σύνθεσης της Επιτροπής για τις συνεντεύξεις.
Στην Κοντογιώργη (πιο πάνω) όπως και στην παρούσα υπόθεση, η προφορική εξέταση επιβάλλεται νομοθετικά. Ισχύει επομένως το σκεπτικό (ratio) της Κοντογιώργη στην οποία, μετά από εκτεταμένη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας, κρίθηκε ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης ήταν αναγκαία κατά την επανεξέταση. Υιοθετώ το σκεπτικό για το υπό αναφορά ζήτημα, που τέθηκε ως εξής:
«Κατά τη γνώμη μας, τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου νόημα έχουν και ισχύουν στην έκταση που καλύπτουν τις ανάγκες της υπόθεσης. Αν υπολείπονται του νομοθετικά προβλεπόμενου συνόλου των στοιχείων κρίσης, συμπληρώνονται όσο καλύτερα οι περιστάσεις το επιτρέπουν. Το αντικείμενο εξακολουθεί να ανατρέχει στο χρόνο της πρώτης εξέτασης με αναφορά στον οποίο διεξάγονται τα περαιτέρω, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αφού ο χρόνος μπορεί να επιδράσει στις δυνατότητες των υποψηφίων - στην προσωπικότητα, γνώση, εμπειρία τους κτλ - και μπορεί εξάλλου να μεσολαβεί μια νέα υποκειμενικότητα άποψης και κρίσης όπου τον λόγο έχουν πλέον άλλα πρόσωπα, δηλαδή νέος προϊστάμενος ή νέα μέλη του αποφασίζοντος οργάνου.
.................................. .................................................. .................................................. ............
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ. ήταν αναγκαία κατά την επανεξέταση. Διαφορετικά η επανεξέταση θα απέληγε σε διορισμό κατά παράβαση επιτακτικής νομοθετικής πρόνοιας. Η πρωτόδικη άποψη θα πρέπει επομένως να παραμεριστεί.»
Ακολουθεί πως η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης ήταν νόμιμη.
Περαιτέρω, η μη λήψη υπόψη ενός ουσιώδους παράγοντα, όπως εδώ της απόδοσης στις προσωπικές συνεντεύξεις, κατά την διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου θα επέφερε ως συνέπεια, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί η διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου ασκείται καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατά πλημμελή τρόπο. (Βλ. Ιωάννη Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας» σελ.132, Makris v. Republic (1968) 3 C.L.R. 508, Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 576/01, 11.10.0
2) .Οι οποιεσδήποτε αναφορές του αιτητή στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158/99 καθώς και στο δεδικασμένο αναφορικά με τις συνεντεύξεις, δεν διαφοροποιούν την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Κοντογιώργη ούτε αναιρούν τη γενική αρχή που αυτή καθιέρωσε.
Συνεπώς η απουσία του αιτητή από το στάδιο των συνεντεύξεων, παρά το ότι ειδοποιήθηκε να συμμετέχει, κρίνεται αδικαιολόγητη. Ο αιτητής όφειλε να παρουσιαζόταν στην Επιτροπή για να εξεταστεί προφορικά με επιφύλαξη υποβολής οποιασδήποτε διαμαρτυρίας επιθυμούσε. Προτίμησε αποχή αποκλείοντας έτσι την περαιτέρω εξέταση της υποψηφιότητας του. Με αυτό τον τρόπο απώλεσε το έννομο συμφέρον του να προσβάλει την τελική επίδικη πράξη. (Κωνσταντίνος Πουργουρίδης και άλλος ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 1443.
)Διαφωτιστική είναι η ανάλυση του θέματος από τη Γλυκερία Π. Σιούτη
στο σύγγραμμα της «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1998, (σελ. 95, 97 και 208 αντίστοιχα).Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του αιτητή.
FONT>Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.