ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 970/00
24 Φεβρουαρίου, 2004.
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθής η αίτηση.
--------------------------
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά
Κ. Βελάρης,
για την καθής η αίτηση.Α. Σ. Αγγελίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ:
Κατά τον ουσιώδη χρόνο όταν δηλαδή ελήφθη η επίδικη απόφαση ο αιτητής κατείχε τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Στις 13/8/93 δημοσιεύθηκε η προαγωγή του ε.μ. στη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως που είναι θέση ιεραρχικά αμέσως μετά τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Ο αιτητής προσέβαλε αυτό το διορισμό και στις 14/3/00 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή του ε.μ. Στις 24/4/00 το ε.μ. καταχώρησε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης την Α.Ε. 3033 ενώ η καθής η αίτηση δεν την εφεσίβαλε. Ο αιτητής καταχώρησε αντέφεση. Στις 19/5/00 δημοσιεύθηκε και πάλιν η προαγωγή του ε.μ. στη θέση Διευθυντή αναδρομικά από 1/8/93. Είναι αυτή την απόφαση που ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής μεσολάβησαν εξελίξεις. Υπήρχε εναντίον του διορισμού του αιτητή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας η προσφυγή 348/96 στην οποία εκδόθηκε απόφαση που ακύρωσε τον διορισμό του αιτητή. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον αιτητή με την Α.Ε. 3190. Στις 2/10/02 εκδόθηκε η απόφαση στην Α.Ε. 3033 η οποία δεν ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση. Το ίδιο είχε συμβεί στις 12/3/02
στην Α.Ε. 3190 πράγμα που σημαίνει ότι η ακύρωση του διορισμού του αιτητή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας από 1/7/89 οριστικοποιήθηκε.Παραβίαση του δεδικασμένου
Σαν πρώτος λόγος ακύρωσης από πλευράς αιτητή προβάλλεται η παραβίαση του δεδικασμένου και των αρχών της επανεξέτασης. Είναι η θέση του ότι η για δεύτερη φορά προαγωγή του ε.μ. αντί του ιδίου χωρίς ουσιαστική αιτιολογία συνιστά μη συμμόρφωση με το δεδικασμένο που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση στην Α.Ε. 1720 και στην προσφυγή αρ. 816/93.
Παραθέτει επί του προκειμένου εκτενή νομολογία στην οποία θα γίνει αναφορά αν χρειάζεται κατωτέρω. Χρειάζεται εδώ ν' ανοιχθή μια παρένθεση για να εξηγηθεί σε συντομία η αναφορά του αιτητή στην Α.Ε. 1720. Πρόκειται για την υπόθεση Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495. Για να μην υπεισέρχομαι αχρείαστα στα γεγονότα της υπόθεσης αυτής αναφέρω ότι είχε σχέση με το διορισμό του αιτητή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Μεσολάβησαν γεγονότα που έχουν εξοβελίσει το αποτέλεσμα της απόφασης αυτής και γιαυτό και οποιαδήποτε αναφορά σ' αυτή δε φαίνεται χρήσιμη.Στα περί ύπαρξης δεδικασμένου ο συνήγορος της καθής η αίτηση δεν απαντά απευθείας αλλά θίγει θέματα που αγγίζουν το θέμα. Κύρια προβάλλει τον ισχυρισμό ότι από τη στιγμή που με την απόφαση στην προσφ. αρ. 348/96 ακυρώνεται ο διορισμός του αιτητή στη θέση που κατείχε προηγουμένως και έπαυσε να είναι δημόσιος υπάλληλος τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Έκτοτε βεβαίως μεσολάβησε και η απόφαση στην Α.Ε. 3190 που βεβαίωσε το πιο πάνω αποτέλεσμα και που ακολούθησε
την αγόρευση του συνηγόρου της καθής η αίτηση.Εξέτασα με προσοχή τα όσα εγείρονται σχετικά με τον λόγο αυτό γι' ακύρωση της επίδικης απόφασης. Εκπλήσσει σε κάποιο βαθμό η θέση του αιτητή ότι το δεδικασμένο δημιουργούσε υποχρέωση στην Επιτροπή απαραίτητα να τον διορίσει άνευ άλλου. Αυτό που οι προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις είχαν δημιουργήσει σαν δεδικασμένο ήταν ό,τι είχε σχέση με τα προσόντα του αιτητή. Τίποτε πέραν αυτού. Τούτο είναι σαφές και από την τελευταία στη μακρά σειρά των αποφάσεων που αφορούν την επίδικη θέση και στην οποία εμπλέκεται ο αιτητής. Αναφέρομαι στην απόφαση στην Α.Ε. 3033 στην οποία και ο αιτητής κατ' ουσία στηρίζεται. Αυτό που είχε απασχολήσει το Δικαστήριο πρωτόδικα αλλά και κατ' έφεση ήταν η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει τον αιτητή σαν μη προσοντούχο για τη θέση Διευθυντή Πολεοδομίας. Πρωτόδικα στην προσφ. αρ. 816/93 κρίθηκε ότι η απόφαση αυτή έπασχε και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση ανατράπηκε. Στην Α.Ε. 3033 ο αδελφός δικαστής Νικολάου ύστερα από μια μακρά ανασκόπιση του
ιστορικού της υπόθεσης που σχετίζεται ακριβώς με την απόφαση της Επιτροπής να μη θεωρήσει τον αιτητή προσοντούχο για τη θέση αποφασίζει ως εξής:«Καταλήγουμε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν διατηρούσε εν προκειμένω δυνατότητα να μη θεωρήσει τον εφεσίβλητο προσοντούχο».
Είναι σαφές ότι το δεδικασμένο αφορούσε αυτό και μόνο το ζήτημα. Δεν υπήρξε δεδικασμένο επί οποιουδήποτε άλλου ζητήματος και αυτό είναι έκδηλο και από την απόφαση επί της αντέφεσης. Ο αιτητής είχε εγείρει και ζητούσε από το Εφετείο μεταξύ άλλων κρίση περί της έκδηλης υπεροχής του και επί του ότι το ε.μ. δεν ήταν προσοντούχος. Καταγράφοντα τα εξής στην απόφαση του αδελφού Νικολάου:
«Ως προς το δεύτερο, θεωρούμε αυτονόητο πως δεν μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα έκδηλης υπεροχής αφού, με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος δεν θεωρήθηκε προσοντούχος, δεν υπήρξε πρωτογενώς από την Ε.Δ.Υ. σύγκριση του εφεσείοντος με τον εφεσίβλητο. Ως προς το τρίτο, επισημαίνουμε ότι ο εφεσίβλητος δεν έθεσε με την προσφυγή του ζήτημα προσόντων του εφεσείοντος. Το ότι τέτοιο ζήτημα περιλήφθηκε στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του, δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Επιπλέον, το ότι το ζήτημα αποφασίστηκε - υπέρ του εφεσείοντος - σε άλλη, συνεκδικασθείσα, προσφυγή η οποία εν τέλει απορρίφθηκε για διαφορετικό λόγο, δεν παρέχει στον εφεσίβλητο δυνατότητα να το προωθήσει κατ' έφεση.»
Επομένως αυτό που εξετάζεται εδώ είναι αν η Επιτροπή λαμβάνοντας την επίδικη απόφαση συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο επ' αυτού του ειδικού θέματος όπως διαγράφηκε πιο πάνω. Η Επιτροπή συζήτησε χωριστά το θέμα και έλαβε απόφαση, διαφωνούντος του Προέδρου της, για συμμόρφωση. Το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής αναφέρει τα ακόλουθα:
«Σ' ότι αφορά τον ΙΩΣΗΦΙΔΗ Χρίστο, η πλειοψηφία της Επιτροπής, διαφωνούντος του Προέδρου, έκρινε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, όπως έχει καταγραφεί, την υποχρεώνει και, γι' αυτό, θεωρεί τον εν λόγω αιτητή ως προσοντούχο συνεπεία της εξέλιξης που είχε η Έφεση σχετικά με τη δέσμευση που η Επιτροπή υπό την προηγούμενη σύνθεσή της έλαβε για τα προσόντα του για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, θέση για την οποία αυτός ήταν επίσης αιτητής.»
Βρίσκω επομένως ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Μη κατοχή πρόσθετου προσόντος από αιτητή
Σαν δεύτερος λόγος ακύρωσης προβάλλεται από τον αιτητή η κατάληξη της Επιτροπής ότι δεν κατείχε το «επιπρόσθετον προσόν». Είναι η θέση του ότι η κατάληξη αυτή είναι προϊόν μη δέουσας ή επαρκούς έρευνας. Με βάση το σχέδιο υπηρεσίας θεωρείται σαν επιπρόσθετο προσόν η «Άριστη γνώση των ειδικών συνθηκών που αφορούν θέματα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Οικήσεως στην Κύπρο ως και άλλων βασικών λειτουργιών που αποτελούν αρμοδιότητα του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.»
Είναι η θέση του αιτητή μεταξύ άλλων ότι αφ' ής στιγμής θεωρήθηκε κατάλληλος για διορισμό στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας στην οποία σαν πρόσθετο προσόν θεωρείται «η πολύ καλή γνώση συνθηκών που αφορούν θέματα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Οικήσεως στην Κύπρο» ότι αυτό ήταν τεκμήριο κατοχής του πρόσθετου προσόντος για τη θέση.
Η Επιτροπή επ' αυτού του θέματος ανέφερε τα εξής:
«........η Επιτροπή έκρινε ότι το επιπρόσθετο προσόν διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης πλην του Ιωσηφίδη Χρίστου. Τούτο τεκμαίρεται από το γεγονός ότι αυτοί έχουν μακρόχρονη υπηρεσία και πείρα στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, στο οποίο έχουν υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις και τομείς και έχουν ασχοληθεί με όλο το φάσμα των θεμάτων και αρμοδιοτήτων του.
Σ' ότι αφορά τον Ιωσηφίδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της δεν τεκμαίρεται η εν λόγω άριστη γνώση από μέρους του αφού η πείρα και οι παραστάσεις του αναφέρονται κατά κύριο λόγο στα επαγγέλματα που αυτός κατά καιρούς άσκησε εκτός Κύπρου, η δε ούτως ή άλλως βραχεία υπηρεσία του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας είναι
Θα ήθελα να κάμω από τώρα την παρατήρηση ότι αυτό που θεωρείται σαν πρόσθετο προσόν για την επίδικη θέση δεν είναι ταυτόσημο με ό,τι ήταν τέτοιο για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Απλή ανάγνωση των δύο φανερώνει τη διαφορά.
Η καθής η αίτηση υποστηρίζει την ορθότητα της επίδικης απόφασης επί του θέματος χωρίς καμιά ιδιαίτερη επιχειρηματολογία. Ο συνήγορος του ε.μ. στη δική του αγόρευση υποστηρίζει ότι μετά την ακύρωση του διορισμού του αιτητή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας αναδρομικά δεν ισχύει ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι κατά τεκμήριο κατείχε το πρόσθετο προσόν. Όμως υποστηρίζει περαιτέρω και αν δεν επήρχετο η ακύρωση του διορισμού και πάλιν ο αιτητής δε θα κατείχε το πρόσθετον προσόν αφού η πείρα του είναι πλασματική δεδομένου ότι δεν άσκησε ποτέ τα καθήκοντα αυτά.
Έχω την άποψη ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν ήταν λανθασμένη. Ανεξάρτητα από την ακύρωση της προηγούμενης θέσης του αιτητή η Επιτροπή δεν ήταν δεσμευμένη να θεωρήσει ότι ο αιτητής είχε το πρόσθετο αυτό προσόν απλά και μόνο γιατί θεωρήθηκε ότι είχε το πρόσθετο προσόν που απαιτούσε η προηγούμενη θέση. Όπως ήδη επισημάνθηκε πιο πάνω το πρόσθετο προσόν που απαιτούσαν οι δύο θέσεις δεν ήταν ταυτόσημο. Στην υπόθεση Χριστάκη Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 670/00, ημερ. 22/10/01 στην οποία και ο κ. Αγγελίδης παραπέμπει λέχθηκε πως:
«Έχει επίσης νομολογηθεί ότι για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα πρέπει να είχε αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης.»
Με δεδομένο το γεγονός ότι ο αιτητής δεν είχε ουσιαστικά ασκήσει τα καθήκοντα της προηγούμενης θέσης εύλογα η Επιτροπή μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν που απαιτούσε η επίδικη θέση. Και αυτός ο λόγος ακύρωσης επομένως απορρίπτεται
.Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή
Είναι η θέση του αιτητή ότι σύσταση κατά την επανεξέταση δεν επιτρέπεται διότι η Επιτροπή έπρεπε να κρίνει με βάση τα ενώπιον της στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει ο Διευθυντής που έκαμε την επίδικη σύσταση δεν ήταν αυτός που υπηρετούσε όταν έγινε ο αρχικός διορισμός, δεν τον γνώριζε και δεν μπορούσε να κάμει σύγκριση μεταξύ του και του ε.μ. Πέραν αυτών η σύσταση του Διευθυντή δεν περιέχει στοιχεία άλλα από αυτά των φακέλων και η αξία της σύστασης του δεν είναι παρά μηδενική.
Επί των πιο πάνω ο συνήγορος της καθής η αίτηση απαντά ότι δεν μπορούσε να μην υπάρξει σύσταση του Γενικού Διευθυντή εφόσον στους υποψήφιους είχε προστεθεί και ο αιτητής που δεν ήταν αρχικά υποψήφιος. Την ίδια θέση υποστηρίζει και ο συνήγορος του ε.μ. με αναφορά μάλιστα σε αριθμό αποφάσεων μεταξύ των οποίων και Αργυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376. Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρονται τα εξής στις σελ. 387-388:
«Το άρθρο 44(3) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, καθορίζει πως ένα από τα στοιχεία κρίσης που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την προαγωγή δημόσιων υπαλλήλων, είναι οι συστάσεις του προϊστάμενου του Τμήματος όπου υπάρχει η κενή θέση, που αποτελούν ουσιώδες στοιχείο.
Στην υπόθεση Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέκτηκε σαν ορθή την ενέργεια της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να ζητήσει νέες συστάσεις κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας πράξης από το νέο Διευθυντή, μια και ο Διευθυντής που προέβη στις παράνομες συστάσεις αφυπηρέτησε. Πάνω στο θέμα αυτό παραπέμπουμε και στην πρόσφατη απόφαση του συναδέλφου μας Χρ. Αρτεμίδη, στην υπόθεση Χαράλαμπου Ελευθερίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, προσφ. 629/01, ημερ. 10/7/92, όπου γίνεται ειδική αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος, όπως αναλύεται στο βιβλίο της Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως» (ανατύπωση 1988) και η οποία εναρμονίζεται πλήρως με τη δική μας.
Επίσης σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τα άρθρα 2 και 44(3) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1967-1987, ο προϊστάμενος τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις. Ο προϊστάμενος ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνά του, μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις.»
Τα πιο πάνω βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Ήταν απαραίτητο να υπάρξουν συστάσεις του Διευθυντή εφόσον μάλιστα ο αιτητής ήταν νέος υποψήφιος. Τίποτε το μεμπτό στο ότι οι συστάσεις έγιναν από άλλο πρόσωπο από αυτό που έκαμε τις προηγούμενες ούτε στο οτι ο Διευθυντής δεν τον γνώριζε αρκετά από τη στιγμή που λόγω της βραχείας υπηρεσίας του στην προηγούμενη θέση δε θα υπήρχε άλλη δυνατότητα. Ο Διευθυντής ρητά στη σύσταση του όμως αναφέρει ότι στηρίχθηκε στα στοιχεία των αιτήσεων και των φακέλων που ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει για τον αιτητή.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η σύσταση δεν περιέχει στοιχεία πέραν αυτών των φακέλων παραμένει γενικός και αόριστος και κατά συνέπεια ανεδαφικός και ανυποστήρικτος.
Και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Μη κατοχή των προσόντων από το ε.μ.
Ο αιτητής διατείνεται ότι η Επιτροπή ενήργησε κάτω από πλάνη διότι το ε.μ. δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας για την κατοχή των απαιτουμένων τυπικών πανεπιστημιακών προσόντων διότι οι πανεπιστημιακές του σπουδές είναι απροσδιορίστου ειδικότητας. Όπως ορθά επισημαίνεται και από το συνήγορο του ε.μ. η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας αφήνεται στη σφαίρα εξουσιών του διορίζοντος οργάνου και δεν χωρεί επέμβαση του δικαστηρίου εφόσον η δοθείσα ερμηνεία ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128 αναφέρονται τα εξής στη σελ. 132:
«Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας είναι μέσα στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου και το Δικαστήριο επεμβαίνει σε διορισμό ή προαγωγή μόνο αν η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας από το όργανο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. (βλ Παπαλεοντίου ν. The Republ
Στην απόφαση Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522, ημερ. 30.5.1989, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι: «η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Σώματος που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή τους. Δικαστική ευχέρεια για παρέμβαση παρέχεται μόνο όταν το Σώμα που διορίζει, υπερβαίνει τα ακραία όρια που καθορίζει το σχέδιο και ερμηνεύει τις πρόνοιές του με τρόπο αντινομικό προς την ορολογία του.» (βλ. επίσης
Frangoulides and Another v. The Public Service Commission, (1985) 3 C.L.R. 1680)."Έχω μελετήσει την επίδικη απόφαση στο σημείο αυτό. Δεν βρίσκω ότι χρειάζεται η επέμβαση του Δικαστηρίου. Μέ βάση τα όσα εκεί αναφέρονται η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή. Και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του ε.μ.
Κατά τον αιτητή η έκδηλη υπεροχή του συνάγεται αβίαστα από τη σύγκριση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του έναντι του ε.μ.
Προσόντα
Ο αιτητής για να πείσει για την «έκδηλη υπεροχή του» σε προσόντα έναντι του ε.μ. παραθέτει σειρά τίτλων σπουδών που σχετίζονται με το σχέδιο υπηρεσίας αλλά και άλλων πρόσθετων τίτλων σπουδών που άνκαι, όπως παραδέχεται, δεν αφορούν στο σχέδιο υπηρεσίας «παρέχουν στον κάτοχο τους πρόσθετα εχέγγυα για την επιτυχή άσκηση των καθηκόντων της διευθυντικής θέσης». Το ε.μ. αντίθετα έχει να επιδείξει ένα τίτλο σπουδών στην Πολιτική Μηχανική και «ένα απροσδιορίστου ειδικότητας» Master of Arts.
Σε απάντηση στα πιο πάνω ο συνήγορος της καθής η αίτηση αναφέρει ότι η προσέγγιση του αιτητή είναι λανθασμένη. Δεν είναι ορθό ν' απομονώνεται ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί η έκδηλη υπεροχή του ενός έναντι του άλλου αλλ' αυτή προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων. Είναι ορθή η πιο πάνω θέση. «Έκδηλη υπεροχή μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο από συσχετισμό του συνόλου των στοιχείων των υποψηφίων που άπτονται της καταλληλότητας τους για διορισμό ή προαγωγή»: (Θ. Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604).
Ορθά η Επιτροπή, όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, «έλαβε υπόψη δεόντως τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων ............». Δεν απομόνωσε το στοιχείο «προσόντα» αλλά το συσχέτισε με τα υπόλοιπα που έπρεπε να λάβει υπόψη και ρητά αναφέρει. Η μακρά σειρά των πανεπιστημιακών τίτλων του αιτητή, χωρίς να αποφαίνομαι για την αξία τους, δε θα μπορούσε από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του.
Αξία
Αναφορικά με τον παράγοντα αξία ο αιτητής κάμνει εκτενή αναφορά στη σταδιοδρομία του σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό και κυρίως στην Ευρώπη. Ένεκα της δράσης του αυτής, όπως ισχυρίζεται, κρίθηκε άξιος από την Επιτροπή όπως από τον Ιούνιο του 1989 διορισθεί στη θέση
Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Γνωρίζουμε βεβαίως τώρα ότι αυτός ο διορισμός του αιτητή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Επιτροπή εξάλλου σημείωσε ότι δεν υπήρχαν αξιολογήσεις για τον αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο.Η Επιτροπή λαμβάνοντας την επίδικη απόφαση αφού εξήγησε γιατί προτίμησε το ε.μ. έναντι όλων των άλλων υποψηφίων κάμνει ειδικά σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ε.μ. και αναφέρει τα εξής:
«Έναντι του Ιωσηφίδη, ο Παπαδόπουλος, παρόλο που ακολουθούσε σε αρχαιότητα (στοιχείο που εν πάση περιπτώσει λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα, αλλά για διευθυντική θέση δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία), διέθετε το επιπρόσθετο προσόν (ο Ιωσηφίδης δεν το διέθετε) και έχει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία.»
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι σε σχέση ειδικά με την αξία θεώρησε ότι το ε.μ. υπερέχει αφού είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Ήταν μια καθόλα νόμιμη ενέργεια από πλευράς της Επιτροπής. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή προσθέτει και μετρά στην αξία αυτού υπέρ του οποίου γίνεται: Βλ. μεταξύ άλλων, Δ. Θεοκλείτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 451.
Αρχαιότητα
Ο αιτητής ισχυριζόμενος ότι υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του ε.μ. κάμνει μνεία στις διάφορες θέσεις που αυτός λέγει ότι από το 1972 κατείχε στο εξωτερικό μέχρι το 1990 ενώ συγχρόνως λέγει ότι η αρχαιότητα του έναντι του ε.μ. προκύπτει από το γεγονός ότι κατείχε από 1/7/89 τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, ενώ στην τελευταία θέση το ε.μ. προήχθη στις
15/12/91. Επισημαίνεται εδώ και πάλιν ότι ο διορισμός του αιτητή στην πιο πάνω θέση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο επομένως αυτός ο ισχυρισμός μένει χωρίς υπόβαθρο. Όμως ακόμη και αν υπήρχε η αρχαιότητα που ο ίδιος επικαλείται πάντα με αναφορά στο διορισμό του και του ε.μ. στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας η σημασία της είναι μικρή για θέσεις όπως η επίδικη που είναι ψηλά στην ιεραρχία: βλ. μεταξύ άλλων, Α. Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468.Ο αιτητής για να επιτύχει την ακύρωση του διορισμού του ε.μ. στη βάση της μη ορθής αποτίμησης των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων (προσόντα, αρχαιότητα, αξία) δεν ήταν αρκετό να δείξει απλή υπεροχή έναντι του ε.μ. αλλά έκδηλη υπεροχή. Κριτήριο για τον έλεγχο νομιμότητας της απόφασης είναι το λογικά εφικτό αυτής. Αυτοτελή λόγο ακύρωσης αποτελεί η διαπίστωση έκδηλης υπεροχής (βλ. μεταξύ άλλων, Δ. Θεοκλείτου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Είναι η απόφαση μου ότι με βάση τα όσα αναφέρονται στην επίδικη απόφαση ήταν μια λογικά εφικτή απόφαση. Δεν κατεδείχθηκε εκ μέρους του αιτητή έκδηλη υπεροχή έναντι του ε.μ.
Αιτιολογία
Στην αρχή της αγόρευσης του ο αιτητής ισχυρίζεται έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Παραθέτει τις πρόνοιες του άρθρ. 26(1) του Ν. 158(1)/99. Η επιχειρηματολογία του αναπαράγει ουσιαστικά τις πρόνοιες του άρθρου αυτού. Δεν παραθέτει κανένα στοιχείο και δεν εξηγεί γιατί θεωρεί την επίδικη απόφαση μη αιτιολογημένη. Άφησα την εξέταση αυτού του λόγου επίτηδες τελευταία γιατί καταφαίνεται απ' όσα πιο πάνω ανάλυσα ότι η επίδικη απόφαση ήταν όντως εν πάση περιπτώσει αιτιολογημένη. Δεν ευσταθεί ούτε αυτός σαν λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή εν κατακλείδι αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Ο αιτητής να πληρώσει τα έξοδα, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ. Αρέστης, Δ.
/ΚΑς