ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 61
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 719/2002)
6 Φεβρουαρίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 26 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SHARELINK SECURITIES LIMITED,
Αιτητές,
v.
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Μ. Ιωαννίδης, για τους Αιτητές.
Θ. Κορφιώτης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1 να επιβάλουν στους αιτητές διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ.500,00 με την σύμφωνη γνώμη των καθ΄ ων η αίτηση 2 λόγω παραβίασης των Κανονισμών 19(1) και 19(7) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2002 ημερομηνίας 20.5.2002 είναι παράνομη, άκυρη και άνευ εννόμου αποτελέσματος και/ή
Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1 να επιβάλουν στους αιτητές διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ.500,00 με την σύμφωνη γνώμη των καθ΄ ων η αίτηση 2 λόγω παραβίασης των Κανονισμών 19(1) και 19(7) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2002 κατόπιν επανεξέτασης ημερομηνίας 20.6.2002 είναι παράνομη, άκυρη και άνευ εννόμου αποτελέσματος.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή
:Οι αιτητές ασκούν εργασίες χρηματιστηριακής εταιρείας. Είναι εγγεγραμμένο μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ). Με επιστολή του ημερ. 19.4.2000 προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (η Επιτροπή) ο επενδυντής Γεώργιος Σωτηρίου (ο επενδυτής) κατήγγειλε τους αιτητές για μη εκτέλεση εντολών του κατά τον Νοέμβριο του 1999 για πώληση, μέσω των αιτητών, αξιών της Εταιρείας F.W. Woolworth & Co. (Cyprus) Ltd (η Woolworth). Η Επιτροπή απάντησε με
επιστολή της ημερ. 4.12.2000. Πληροφόρησε τον επενδυτή ότι οι αιτητές με ανακοίνωση τους στο ΧΑΚ ενημέρωσαν τους επενδυτές ότι δεν εκτελούσαν πράξεις που αφορούσαν την κακή κατάσταση του μητρώου της εταιρείας στην περίοδο εκείνη.Ο επενδυτής επανήλθε με επιστολή των δικηγόρων του προς το ΧΑΚ, ημερ. 16.1.2001. Στην επιστολή έγινε αναφορά στην πιο πάνω καταγγελία προς την Επιτροπή. Επίσης ζητήθηκε επιβεβαίωση επί του κατά πόσο πράγματι οι αιτητές είχαν εκδώσει την ανακοίνωση που αναφέρεται στην πιο πάνω επιστολή της Επιτροπής. Περαιτέρω ζητήθηκε ενημέρωση επί του κατά πόσο «κατά την περίοδο της ισχυριζόμενης ανακοίνωσης τους στο ΧΑΚ» οι αιτητές εκτέλεσαν οποιαδήποτε πράξη που να αφορά την Woοlworth για άλλους πελάτες τους.
Την πιο πάνω επιστολή των δικηγόρων του επενδυτή ακολούθησε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του ΧΑΚ ημερ. 23.1.2001 προς τη Γενικό Διευθυντή των αιτητών κα. Λουϊζα Σαζεϊδου, στην οποία επισυνάφθηκε η επιστολή των δικηγόρων του επενδυτή. Ταυτόχρονα ζητήθηκε από την κα. Σαζεϊδου όπως προμηθεύσει το ΧΑΚ με αντίγραφο της σχετικής ανακοίνωσης για μη εκτέλεση πράξεων για αξίες της Woolworth. Επίσης ζητήθηκαν τα σχόλια των αιτητών «για την εν λόγω καταγγελία».
Οι αιτητές απάντησαν με επιστολή τους ημερ. 8.2.2001. Πληροφόρησαν το ΧΑΚ ότι στην απόφαση τους να μην εκτελούν πράξεις για την Woolworth - και για αριθμό άλλων εταιρειών που κατονομάζονται στις δύο ανακοινώσεις τους που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο τον Οκτώβριο του 1999 - τους οδήγησε ο μεγάλος αριθμός άκυρων τίτλων που κυκλοφορούσαν. Αυτό - συνέχισε η επιστολή τους - κρίθηκε αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων της εταιρείας τους καθώς και του επενδυτικού κοινού. Με αυτή την απόφαση - κατέληξαν - δεν στέρησαν το δικαίωμα από κανένα πελάτη τους να πουλήσει με οποιοδήποτε άλλο χρηματιστηριακό γραφείο τους τίτλους του.
Με επιστολή του ημερ. 22.2.2001 το ΧΑΚ πληροφόρησε τους δικηγόρους του επενδυτή ότι θα διερευνήσει το θέμα σε περίπτωση που του υποβληθεί σχετική καταγγελία. Παρακάλεσε τους δικηγόρους του επενδυτή όπως δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία για την καταγγελία τους και αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εντολές πώλησης μετοχών της Woolworth έχουν δοθεί από τον επενδυτή στους αιτητές.
Οι δικηγόροι του επενδυτή απάντησαν με επιστολή τους ημερ. 14.3.2001 με την οποία, ύστερα από εξουσιοδότηση του επενδυτή, κατάγγειλαν τους αιτητές για την άρνηση τους να πωλήσουν εκ μέρους του επενδυτή «τίτλους εισαγμένους στο ΧΑΚ».
Την πιο πάνω καταγγελία ακολούθησε επιστολή του ΧΑΚ ημερ. 21.5.2001 προς την κα. Σαζεϊδου. Την πληροφόρησε ότι «μετά από προκαταρκτικό έλεγχο που έγινε από την Υπηρεσία του ΧΑΚ» έχει διαπιστωθεί ότι οι αιτητές κατά τη χρονική περίοδο 2 Νοεμβρίου 1999 μέχρι 15 Νοεμβρίου 1999 εκτελούσαν πράξεις της Woolworth επιλεκτικά. Επεσύναψαν και σχετικό κατάλογο των πράξεων. Η επιστολή κατέληγε ως εξής:
«Λόγω του ότι η συγκεκριμένη ενέργεια πιθανώς να έγινε κατά παράβαση των Υποχρεώσεων Μελών όπως αυτοί προβλέπονται από τους Κανονισμούς του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, παρακαλείστε όπως μας δικαιολογήσετε γιατί τη συγκεκριμένη περίοδο έγινε κάποια επιλεκτική
Επίσης παρακαλείστε όπως μας δώσετε τα πλήρη στοιχεία των επενδυτών που αφορούν στις επισυναπτόμενες συναλλαγές.»
Οι αιτητές απάντησαν με επιστολή τους ημερ. 8.6.2001. Επανέλαβαν ότι στην απόφαση τους να μην εκτελούν πράξεις της Woolworth οδήγησε ο μεγάλος αριθμός άκυρων τίτλων που κυκλοφορούσαν. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αιτητών καθώς και του επενδυτικού κοινού. Με αυτή τους την απόφαση δεν στέρησαν το δικαίωμα από κανένα πελάτη τους να πωλήσει με οποιοδήποτε άλλο χρηματιστηριακό γραφείο τους τίτλους του.
Ανέφεραν, επίσης, ότι κατά τη χρονική περίοδο 2 Νοεμβρίου 1999 μέχρι 15 Δεκεμβρίου 1999 το γραφείο τους εκτέλεσε κάποιες πράξεις για πελάτες τους της Woolworth για τους οποίους ήταν απόλυτα σίγουροι ότι οι τίτλοι που παράδιδαν πριν την εκτέλεση των εν λόγω πράξεων ήταν έγκυροι (π.χ. επενδυτικά σχέδια) και δεν θα προκαλούσαν προβληματικά έγγραφα.
Επεσύναψαν τα πλήρη στοιχεία των επενδυτών για τους οποίους εκτέλεσαν πράξεις της Woolworth 47 από τις οποίες είναι αγορές - κατά τη χρονική περίοδο 2 Νοεμβρίου 1999 μέχρι 15 Δεκεμβρίου 1999.
Στις 25.9.2001 η Λειτουργός του ΧΑΚ κα. Μαρία Ηρακλέους υπέβαλε σημείωμα προς το Γενικό Διευθυντή του ΧΑΚ. Επεσύναψε την πιο πάνω επιστολή των δικηγόρων του επενδυτή ημερ. 16.1.2001 και την πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 8.6.2001. Ζήτησε τις οδηγίες του Γενικού Διευθυντή «για το αν θα δώσει τα στοιχεία που ζητούνται με την επιστολή ημερ. 16.1.2001». Ζήτησε, επίσης, οδηγίες «μέσα στα πλαίσια των Υποχρεώσεων Μελών όπως αυτές προβλέπονται από τους Κανονισμούς και ειδικά τον Κανονισμό 19(7) όπως ίσχυε τότε». Εισηγήθηκε όπως αρχίσει πειθαρχική έρευνα εναντίον των αιτητών.
Το πιο πάνω σημείωμα εξετάστηκε από το ΧΑΚ στη συνεδρία του ημερ. 4.10.2001. Αποφάσισε «να διεξάγει πειθαρχική έρευνα για το Μέλος Sharelink Securities Ltd αναφορικά με την επιλεκτική εκτέλεση εντολών των πελατών του, μετά από παράπονο του κ. Γεώργιου Σωτηρίου». Η πιο πάνω Λειτουργός ορίσθηκε ως ερευνούσα Λειτουργός.
Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω διορισμού της η κα. Ηρακλέους απευθύνθηκε με επιστολή της ημερ. 10.10.2001 προς την κα. Σαζεϊδου. Την πληροφόρησε για την πιο πάνω καταγγελία του επενδυτή. Επίσης την πληροφόρησε ότι διορίστηκε ερευνούσα λειτουργός «για διερεύνηση ενδεχόμενων παραβάσεων του Νόμου και των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου» από τους αιτητές. Την κάλεσε, «βάση του Κανονισμού 51(2)», όπως προσέλθει στο γραφείο της για να δώσει γραπτή κατάθεση για «οτιδήποτε γνωρίζει για την πιο πάνω υπόθεση».
Η κα. Σαζεϊδου έδωσε κατάθεση στις 21.1.2001. Ανέφερε ότι μετά από έλεγχο δεν έχει βρει οποιεσδήποτε εντολές για πώληση δικαιωμάτων αγοράς της Woolworth για λογαριασμό του επενδυτή και ότι μέσα στα πλαίσια αυτά δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι οι εντολές αυτές δόθηκαν από τον επενδυτή προς το γραφείο της. Στη συνέχεια εξήγησε τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν τους αιτητές στην έκδοση των πιο πάνω ανακοινώσεων και τους λόγους για τους οποίους είχαν προβεί σε επιλεκτικές πράξεις.
Στα πλαίσια της έρευνας δόθηκε κατάθεση από τον επενδυτή καθώς επίσης και από τον αντιπρόσωπο των αιτητών κ. Κούλλη Χασάπη.
Με σημείωμα της ημερ. 8.2.2002 προς το Γενικό Διευθυντή του ΧΑΚ η κα. Ηρακλέους παρέθεσε τις θέσεις των πιο πάνω, όπως είχαν παρατεθεί στις σχετικές καταθέσεις τους. Το σημείωμα κατέληγε με το πιο κάτω «Πόρισμα+Εισήγηση» της κας Ηρακλέους:
«
Πόρισμα+ΕισήγησηΤο Μέλος του Χρηματιστηρίου Sharelink Securities Ltd έχει παραβεί τουλάχιστον τους πιο κάτω Κανονισμούς όπως ίσχυαν την χρονική περίοδο που εκδόθηκαν οι ανακοινώσεις.
19(1) Πρώτιστο καθήκον των Μελών είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εντολέων τους, στα πλαίσια της κειμένης νομοθεσίας, της καλής πίστης, των χρηματιστηριακών θεσμών και της κρατούσας χρηματιστηριακής πρακτικής.
Το Μέλος στην περίπτωση αυτή δεν έχει εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του κου Σωτηρίου.
19(7) Δεν επιτρέπεται στα Μέλη να εκτελούν εντολές συγκεκριμένου εντολέα κατά προτίμηση έναντι άλλων εντολέων.
Το Μέλος έχει αρνηθεί την εκτέλεση των εντολών του κου Σωτηρίου αλλά έχει προβεί σε εκτέλεση εντολών για άλλους εντολείς.
Επίσης το Μέλος ενώ είχε εκδώσει ανακοινώσεις στον τύπο με τις οποίες ενημέρωνε το κοινό ότι δεν θα προέβαινε σε εκτέλεση εντολών πωλήσεων για συγκεκριμένες αξίες προέβαινε σε επιλεκτική εκτέλεση εντολών.
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι έχουμε στοιχεία στην κατοχή μας που αποδεικνύουν ότι ενώ η Sharelink Securities Ltd προέβηκε στις εν λόγω ανακοινώσεις, συνδεδεμένα πρόσωπα με τον Όμιλο Sharelink προέβαιναν σε πωλήσεις αξιών για τις οποίες είχαν εκδοθεί οι ανακοινώσεις.
.................................. .................................................. .................................................. .............»
Το πιο πάνω πόρισμα της κας Ηρακλέους εξετάσθηκε στη συνεδρία του ΧΑΚ ημερ. 14.2.2002. Αφού μελέτησε το σχετικό σημείωμα το Συμβούλιο του ΧΑΚ αποφάσισε όπως σταματήσει την πειθαρχική διαδικασία που είχε ξεκινήσει. Όμως βάσει του αρ. 10(3) του Νόμου, το Συμβούλιο «αποφάσισε να επιβάλει πρόστιμο ύψους £500.- στο Μέλος, για τις παραβάσεις του Καν. 19(1) και (7) που διαπιστώθηκαν αναφορικά με την καταγγελία του κ. Γεώργιου Σωτηρίου». Σημείωσε ότι «για την απόφαση αυτή απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
Η Επιτροπή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της με επιστολή της προς το ΧΑΚ ημερ. 13.5.2002. Η απόφαση για την επιβολή του προστίμου των £500.- κοινοποιήθηκε προς τους αιτητές με επιστολή του ΧΑΚ ημερ. 20.5.2002.
Στην επιστολή αναφέρεται ότι το ΧΑΚ αφού μελέτησε την καταγγελία αποφάσισε να σταματήσει την πειθαρχική καταγγελία. Αναφέρεται, επίσης, ότι με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής και βάση του αρ. 10(3) του Νόμου, το Συμβούλιο επέβαλε πρόστιμο ύψους £500.- για την παράβαση των Καν. 7(1) και (7).
Ύστερα από τη λήψη της πιο πάνω επιστολής ημερ. 20.5.2002 οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση με επιστολή τους ημερ. 24.5.2002. Αρνήθηκαν «κάθε παράβαση των Κανονισμών 19(1) και (7)». Εξήγησαν με λεπτομέρεια τους λόγους που τους οδήγησαν στην άρνηση τους να εκτελούν εντολές πώλησης της Woolworth. Εξήγησαν επίσης τους λόγους για τους οποίους είχαν προβεί σε επιλεκτικές πράξεις.
Ως αποτέλεσμα της ένστασης ετοιμάσθηκε σημείωμα από την κα. Ηρακλέους ημερ. 3.6.2002 στο οποίο επισυνάφθηκε η ένσταση των αιτητών. Το Συμβούλιο του ΧΑΚ εξέτασε την ένσταση στη συνεδρία του ημερ. 13.6.2002. «Αφού μελέτησε την επιστολή των αιτητών αποφάσισε ότι δεν παρέχονται λόγοι για ακύρωση του προστίμου ύψους £500.-, το οποίο παραμένει». Η πιο πάνω απόφαση του ΧΑΚ κοινοποιήθηκε προς τους αιτητές με επιστολή ημερ. 20.6.2002.
Αντικείμενο του Αιτητικού Α της Προσφυγής είναι η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.5.2002. Αντικείμενο του Αιτητικού Β είναι η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.6.2002.
Οι προδικαστικές ενστάσεις
.Η πρώτη προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει. Το θέμα έχει επιλυθεί από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Lordos Hotels (Holdings) Ltd, Α.Ε. 3623/26.1.2004 στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Η τιμωρία μπορεί να επιβληθεί από το Συμβούλιο εφόσον υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Δεν προκύπτει δηλαδή διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα πότε δίδεται η σύμφωνη γνώμη, δηλαδή πριν ή μετά από την κρίση του Συμβουλίου. Η διοικητική απόφαση επί της τιμωρίας ολοκληρώνεται εφόσον υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Ακολουθεί πως το σκεπτικό στην πρωτόδικη απόφαση που λέει: «στην προκείμενη περίπτωση η γνώμη της Επιτροπής παρασχέθηκε μετά από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ...» είναι λάθος. Δεν μπορεί να υπάρξει, όπως είπαμε πιο πάνω, διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη επ΄ αυτής της Επιτροπής.»
Μια προσφυγή στρέφεται κατά της πράξης ή απόφασης που είναι το αντικείμενο της και το όργανο που ευθύνεται για την έκδοση της ακούεται σε σχέση με την εγκυρότητά της (
Cyprus Transport Co. v. Republic (1969) 3 C.L.R. 501 και Pitsillos v. District Officer Nicosia and Another (1982) 3 C.L.R. 1118). Εφόσον για να εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να συνυπάρχουν η απόφαση του ΧΑΚ και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής έπεται πως η Επιτροπή είναι όργανο που ευθύνεται μαζί με το ΧΑΚ για την έκδοση της πράξης. Ακολουθεί πως ορθά έχει συνενωθεί ως καθ΄ ου η αίτηση. Η σχετική προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.Αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση το θέμα έχει επιλυθεί στην Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394. Με βάση τα όσα έχουν νομολογηθεί στην Ζίττης και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θεωρώ ότι η απόφαση, αντικείμενο του Αιτητικού Β, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη βεβαιωτική. Αυτό γιατί δεν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και εξέταση νέων στοιχείων. Ως βεβαιωτική πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής. Ακολουθεί πως η δεύτερη προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει. Το Αιτητικό Β απορρίπτεται.
Η ουσία της προσφυγής
.Πρώτος λόγος ακύρωσης - Παράβαση της Αρχής της Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή παράβαση της υποχρέωσης του ΧΑΚ να προβεί σε δέουσα έρευνα
.Ο κ. Ιωαννίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι το ΧΑΚ παραβίασε την αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης και πιο συγκεκριμένα το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν και/ή να υπερσπιστούν στην κατηγορία που είχαν εναντίον τους. Υπέδειξε ότι είχε διεξαχθεί έρευνα για να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν παραβάσεις. Η κα. Ηρακλέους ετοίμασε πόρισμα με το οποίο διαπίστωσε ότι είχαν σημειωθεί παραβάσεις των Καν. 19(1) και (7). Ωστόσο το ΧΑΚ τερμάτισε την πειθαρχική διαδικασία και «προέβηκε αμέσως σε διοικητική κύρωση χωρίς να δώσει την δυνατότητα στους αιτητές να υπερασπιστούν στην κατηγορία».
Από την άλλη ο κ. Κορφιώτης, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, παρέπεμψε στο αρ. 43(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99) σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα ακρόασης ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε δια δικηγόρου και ότι η ακρόαση του ενδιαφερόμενου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο.
Περαιτέρω, ο κ. Κορφιώτης υπέβαλε ότι οι απόψεις των αιτητών τέθηκαν ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση κατόπιν σχετικής παράκλησης των τελευταίων με:
(α) την επιστολή των αιτητών ημερ. 8.2.2001,
(β) την επιστολή των αιτητών ημερ. 8.6.2001,
(γ) την κατάθεση της διευθύντριας των αιτητών,
(δ) την επιστολή των αιτητών ημερ. 24.5.2002.
Αναφορικά με την επιστολή ημερ. 24.5.2002 παρατηρώ: Η επιστολή ημερ. 24.5.2002 τέθηκε ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση ύστερα από τη λήψη της προσβαλλόμενης με το Αιτητικό Α απόφασης. Ως αποτέλεσμα της επιστολής ημερ. 24.5.2002 λήφθηκε η απόφαση ημερ. 13.6.2002 η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την επιστολή ημερ. 20.6.2002. Η απόφαση εκείνη αποτελεί το αντικείμενο του Αιτητικού (Β), το οποίο έχει απορριφθεί ύστερα από την αποδοχή της προδικαστικής ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση. Συνεπώς τα όσα τέθηκαν ενώπιον του ΧΑΚ, μετά τη λήψη
της προσβαλλόμενης απόφασης, με την επιστολή ημερ. 24.5.2002, και σε σχέση με απόφαση που δεν είναι αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο αυτό, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη σε σχέση με την εγκυρότητα του πιο πάνω λόγου ακύρωσης.Από το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω τα εξής:
(α) Ότι ενώπιον των αιτητών τέθηκε η καταγγελία του επενδυτή και η προκαταρκτική διαπίστωση του ΧΑΚ ότι οι αιτητές εκτελούσαν επιλεκτικά πράξεις της Woolworth.
(β) Ότι στις 4.10.2001 το ΧΑΚ αποφάσισε να προβεί σε πειθαρχική έρευνα αναφορικά με την επιλεκτική εκτέλεση από τους αιτητές εντολών σε σχέση με μετοχές της Woolworth.
(γ) Ότι οι αιτητές πληροφορήθηκαν για τη διεξαγωγή έρευνας «για διερεύνηση ενδεχόμενων παραβάσεων από τους αιτητές του Νόμου και των Κανονισμών.
Διαπιστώνω, επίσης, ότι δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να παραθέσουν τις απόψεις τους σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (α), (β) και (γ), πιο πάνω
.Περαιτέρω διαπιστώνω:
1. Ότι ως αποτέλεσμα της έρευνας της κας Ηρακλέους η τελευταία ετοίμασε «Πόρισμα+Εισήγηση» (έχει παρατεθεί στις σελ. 6-7, πιο πάνω) με το οποίο διαπίστωσε παράβαση από τους αιτητές των Καν. 19(1) και 19(7).
2. Το επίδικο πρόστιμο έχει επιβληθεί για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παραγ. (1) πιο πάνω.
3. Το πόρισμα της κας Ηρακλέους, με το οποίο διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις των Καν. 19(1) και 19(7) δεν τέθηκε υπόψη των αιτητών.
Με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου από τον κ. Κορφιώτη, ο τελευταίος δεν αμφισβητεί ότι οι αιτητές είχαν το δικαίωμα να ακουστούν. Υποστήριξε ωστόσο ότι τους δόθηκε η ευκαιρία να ασκήσουν - και άσκησαν - το σχετικό δικαίωμα τους.
Στην παρούσα υπόθεση η προσβαλλόμενη ποινή έχει επιβληθεί δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται από το αρ. 10(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν 14(Ι)/93, όπως έχει τροποποιηθεί). Έχει επιβληθεί «για τις παραβάσεις του Κανονισμού 19(1) και (7) που διαπιστώθηκαν αναφορικά με την καταγγελία του κ. Γεώργιου Σωτηρίου (βλ. απόφαση του ΧΑΚ ημερ. 14.2.2002 στη σελ. 7, πιο πάνω). Άσχετα λοιπόν με την απόφαση του ΧΑΚ για τερματισμό της πειθαρχικής διαδικασίας, το επίδικο πρόστιμο αποτελεί σαφώς πειθαρχική κύρωση ή ποινή.
Τυγχάνει εξεταστέο κατά πόσο η μη κοινοποίηση του πιο πάνω πορίσματος, το οποίο περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις της κας Ηρακλέους για τις παραβάσεις των Καν. 19(1) και 19(7), συνιστά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης τις οποίες έχει επικαλεσθεί ο κ. Ιωαννίδης.
Έχω ήδη αποφανθεί ότι το επίδικο πρόστιμο αποτελεί πειθαρχική ποινή ή κύρωση. Έχει επιβληθεί στα πλαίσια των πειθαρχικών εξουσιών του ΧΑΚ ύστερα από διαπίστωση του ότι οι αιτητές είχαν παραβεί τους Καν. 19(1) και 19(7). Αποτελεί, επομένως, αποτέλεσμα μιας πειθαρχικής διαδικασίας. Έχω την άποψη πως το πόρισμα της κας Ηρακλέους ισοδυναμεί με κατηγορητήριο. Οι αιτητές ακούσθηκαν μεν επί της καταγγελίας αλλά δεν τους είχε γνωστοποιηθεί ποτέ η συγκεκριμένη παράβαση/κατηγορία με αναφορά στο σχετικό κανονισμό. Αυτό έγινε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση με την επιστολή ημερ. 20.5.2002.
Στην Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πειθαρχική Έφεση 2/99/21.11.2000
(απόφαση Πική, Π.) λέχθηκε ότι το πρώτο εχέγγυο - σε μια πειθαρχική διαδικασία - είναι η γνωστοποίηση της κατηγορίας στο διωκόμενο και, παράλληλα των γεγονότων τα οποία την στοιχειοθετούν. Στην Φιλίππου (πιο πάνω) η πειθαρχική καταδίκη ακυρώθηκε γιατί δεν είχαν δοθεί στον κατηγορούμενο τα στοιχεία της κατηγορίας αλλά ούτε και διατυπώθηκε κατηγορία εναντίον του. Η απόφαση στην Φιλίππου (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Πειθαρχική Έφεση 1/2000/11.7.2002 (Αναφορικά με τον Μ.Ι. Δικηγόρο). Λέχθηκαν τα εξής από τον Κωνσταντινίδη, Δ.:«Το κρίσιμο από τη σκοπιά με την οποία εξετάζουμε θέμα, είναι πως τα στοιχεία που εν τέλει κρίθηκαν ως στοιχειοθετούντα πειθαρχικό παράπτωμα 'βάσει του άρθρου 17(1)', δεν ήταν προσδιορισμένα εξ αρχής ως συνθετικά κάποιας κατηγορίας σε σχέση με την οποία θα διεξαγόταν η διαδικασία και έναντι της οποίας ο εφεσείων θα υπερασπιζόταν. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, παρέμεινε ρευστό αυτό το ζήτημα και ο προσδιορισμός των στοιχείων του πειθαρχικού παραπτώματος έγινε μόνο στο τέλος. Και όχι μόνο αυτό. Όσα στο τέλος προσδιορίστηκαν ήταν και ασυμβίβαστα προς εκείνα τα οποία, κατά τη διάρκεια της δίκης, εύλογα άφηναν να εννοηθεί πως ήταν άλλο το περιεχόμενο της 'κατηγορίας'.
Διαπιστώνουμε πως η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων του και, συνεπώς, αυτή όπως και η ποινή που στη συνέχεια του επιβλήθηκε, πρέπει να παραμεριστούν.»
Στην παρούσα υπόθεση, όπως και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, δεν γνωστοποιήθηκε οποιαδήποτε πειθαρχική κατηγορία στους αιτητές με αναφορά στους Κανονισμούς που είχαν παραβιασθεί για να μπορέσουν να προβάλουν την υπεράσπιση τους. Επομένως έχει σημειωθεί παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης - του δικαιώματος ακρόασης έστω και γραπτώς. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Προστίθεται ότι στο πόρισμα της κας Ηρακλέους αναφέρεται ότι υπήρχαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι «ενώ οι αιτητές προέβηκαν στις εν λόγω ανακοινώσεις συνδεδεμένα πρόσωπα με τον Όμιλο Sharelink προέβαιναν σε πωλήσεις αξιών για τις οποίες είχαν εκδοθεί οι ανακοινώσεις». Αυτή η αναφορά αποτελεί ένα σημαντικό πρόσθετο και πολύ επιβαρυντικό στοιχείο που σχετίζεται με τις επιλεκτικές πωλήσεις. Αυτό το πολύ επιβαρυντικό στοιχείο το οποίο σίγουρα αποτέλεσε μια από τις βάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε ποτέ τεθεί υπόψη των αιτητών.
Έχω βέβαια υπόψη μου την απόφαση της Ολομέλειας στην
Lordos Hotels (Holdings) Ltd (πιο πάνω). Ωστόσο στην απόφαση εκείνη δεν υπάρχουν λεπτομέρειες ως προς το τί είχε τεθεί υπόψη των αιτητών. Επομένως δεν τίθεται θέμα υιοθέτησης των νομολογηθέντων στην απόφαση εκείνη ή απόκλισης από αυτά.Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.