ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 1060
6 Νοεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Kαθ΄ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 868/2002)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προαγωγή στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Ραδιοφώνου ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Απόδοση βαρύτητας στις ιδιότητες που απέκτησε ο προαχθείς κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και με βάση την εκτέλεση των νομοθετημένων καθηκόντων των θέσεων που κατείχε ― Κρίθηκε νόμιμη, όπως και οι λοιπές περιστάσεις της επιλογής.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της κατ' επανεξέταση, μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση, προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Ραδιοφώνου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις, εφόσον η σύνθεση του Συμβουλίου είχε στο μεταξύ αλλάξει, ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη. Η δε υποβολή σύστασης εκ μέρους του προϊσταμένου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στη διαδικασία διορισμού ή προαγωγής στο Ίδρυμα.
2. Σε ό,τι αφορά δε τις υπηρεσιακές εκθέσεις πιστεύω πως η εμμονή του δικηγόρου του αιτητή στις θέσεις του δεν δικαιολογείται, ενόψει της ευθυγραμμισμένης σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου νομολογίας.
3. Υποψήφιοι για τη θέση ήσαν μόνο ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Κρίθηκε ως καταλληλότερη για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω του περιεχομένου των πανεπιστημιακής στάθμης ακαδημαϊκών της προσόντων που είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επισημαίνεται επίσης πως το ενδιαφερόμενο μέρος απέδειξε πως διαθέτει ευρύτατη πείρα στον προγραμματισμό, παραγωγή και μετάδοση προγραμμάτων ραδιοφώνου γιατί, ως κατέχουσα την αμέσως προηγούμενη θέση, ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή και μετάδοση μουσικών, και άλλων, ραδιοφωνικών προγραμμάτων, επιφορτισμένη με τη διοργάνωση της εργασίας στους κλάδους και στα τμήματα του ραδιοφώνου, όπου είχε την ευθύνη του όλου έργου και την εποπτεία και έλεγχό του. Λόγω δε αυτής της ενασχόλησης, με ραδιοφωνικές δηλαδή εκπομπές, απέκτησε σημαντικές εμπειρίες που αφορούν άμεσα στα προγράμματα ραδιοφώνου. Ο αιτητής είχε τη θέση υπεύθυνου συντάξεως, ασχολείτο δε ως εκ της φύσεως των καθηκόντων του ως συντάκτης ειδήσεων, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που όπως επισημάνθηκε, ολόκληρη η σταδιοδρομία της, μέχρι τη θέση που κατείχε και είναι η αμέσως προηγούμενη της επίδικης, ασχολείτο με την εκπομπή, και μάλιστα ως υπεύθυνη, ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως το Συμβούλιο είχε δύσκολο έργο, να επιλέξει μεταξύ δυο αξιόλογων λειτουργών του. Στη βάση δε του πλαισίου που θα ΄πρεπε να λειτουργήσει, όπως αυτό αναδυόταν από την ακυρωτική απόφαση, έδωσε βαρύτητα στις ιδιότητες που απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος από την εκτέλεση των νομοθετημένων καθηκόντων της, όπως αυτά καθορίζονται στη θέση που κατείχε, σε σύγκριση βεβαίως και μ' αυτά που ορίζονται στην επίμαχη θέση. Το Συμβούλιο λειτούργησε νόμιμα, ακολουθώντας τις αρχές που θέτει η νομολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πιερίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 61,
Αντωνίου κ.ά. ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1092/2000 κ.ά., ημερ. 10.9.2003,
Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662,
Ακκελίδου κ.ά. ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για το Καθ΄ου η αίτηση Ίδρυμα.
Έλλη Κοραή Γερολέμου, Ενδιαφερόμενο μέρος, εμφανίζεται προσωπικά.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 22.4.02 συνάδελφος δικαστής ακύρωσε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Ραδιοφώνου που έγινε από το Συμβούλιο του ΡΙΚ, στα επόμενα το Συμβούλιο. (Υπόθ. Αρ. 767/00 1. Πέτρος Πετρίδης, 2. Σπύρος Κέττηρος ν. Ρ.Ι.Κ., ημερ. 22.4.2002). Ένας από τους αιτητές σ΄εκείνη την προσφυγή, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της, είναι ο ίδιος στην παρούσα. Η διοικητική απόφαση είχε ληφθεί με πλειοψηφία 5 μελών του Συμβουλίου. Οι υπόλοιποι τέσσερις είχαν κρίνει ως καταλληλότερο για προαγωγή τον αιτητή. Στις 22.7.02 το Συμβούλιο προέβη σε επανεξέταση του ζητήματος. Αποφάσισε πάλιν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους με πλειοψηφία 5 εκ των μελών του, ενώ τρία μέλη, αυτή τη φορά, υποστήριξαν την προαγωγή του αιτητή, και το 9ο μέλος τήρησε αποχή.
Στην επίδικη συνεδρία του Συμβουλίου, και προτού αρχίσουν οι διαβουλεύσεις του, παρέστησαν ο νομικός σύμβουλος του Ιδρύματος και ο γενικός διευθυντής. Ο νομικός σύμβουλος καθοδήγησε το Συμβούλιο ως προς την ορθή διαδικασία. Υπέδειξε πως η κρίση του Συμβουλίου έπρεπε να βασιζόταν στα αξιολογικά στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή 24.3.00, και πως, ενόψει του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις από το 1990 και μετά, για τους λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω, οι υποψήφιοι δεν θα πρέπει να θυματοποιηθούν, υπονοώντας προφανώς ότι το Συμβούλιο είχε καθήκον, αφού μελετήσει όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και έχοντας υπόψη και το σκεπτικό ακυρωτικού δικαστικού αποτελέσματος, να καταλήξει στην απόφαση του.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να ανατρέξουμε στην ακυρωτική απόφαση για να διαπιστώσουμε το δεδικασμένο που ανακύπτει απ΄αυτή, και βεβαίως αν το Συμβούλιο συμμορφώθηκε με τούτο, υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 146.5 του συντάγματος. Κατά την πρώτη εξέταση το Συμβούλιο διεξήγαγε προσωπικές συνεντεύξεις στις οποίες τα μέλη του αξιολόγησαν το καθένα ξεχωριστά, την απόδοση των υποψηφίων. Είχε προβεί επίσης σε συστάσεις ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής. Η σύσταση του απέκλινε υπέρ του αιτητή, που είχε και οριακή αρχαιότητα. Προβλήθηκαν ως λόγοι ακύρωσης, στην πρώτη προσφυγή: πως δεν υπήρχε αιτιολόγηση των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις και ότι λαθεμένα το Συμβούλιο αγνόησε τις υπηρεσιακές εκθέσεις από το 1990 και μετά, τις οποίες όφειλε να χρησιμοποιήσει, εν πάση περιπτώσει, ως δείκτες της απόδοσης των υποψηφίων ή να μεριμνήσει ώστε με κατάλληλη έρευνα να πληρωθεί το κενό με «γενική διοικητική κρίση για τη διαχρονική τους αξία».
Το Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω εισηγήσεις. Έκρινε όμως πως η απόφαση του Συμβουλίου ήταν μεμπτή γιατί η αναφορά σ΄αυτή πως το ενδιαφερόμενο μέρος «ασκεί με επιτυχία τα καθήκοντα της ως προϊσταμένη του τρίτου προγράμματος ραδιοφώνου», και ότι είχε «υπέρτερες οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες» δεν βασιζόταν σε ικανοποιητικό υπόβαθρο. Αναφορικά με τις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες ο δικαστής υπέδειξε πως αυτές ήταν βασικό προσόν σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας και, επομένως, τούτο δεν υποδείκνυε υπεροχή της ενδιαφερόμενης. Αναφορικά δε με τη διαπίστωση του Συμβουλίου πως η ενδιαφερόμενη ασκεί με επιτυχία τα καθήκοντα της, ο δικαστής έκρινε πως δεν υπήρχε έρεισμα γι΄αυτή τη διαπίστωση εφόσον δεν υπήρχαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις. Από τους φακέλους δε, που τέθηκαν ενώπιον του, δεν είχε επισημανθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να υποστηρίζει την άποψη του Συμβουλίου. Ο δικαστής τέλειωσε την απόφαση του ως εξής:
«Καταλήγω πως τουλάχιστον πάσχει η αιτιολόγηση της τελικής απόφασης αφού δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένη σε σχέση με τα δυο στοιχεία που έχω προσδιορίσει. Ανάλογα με την προσέγγιση της προκύπτει ενδεχόμενη πλάνη συναρτημένης προς την πιθανότητα να είχαν χρησιμοποιηθεί ως έρεισμα οι παράνομες υπηρεσιακές εκθέσεις.»
Στην υπό συζήτηση προσφυγή ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται πως και η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τους πιο κάτω λόγους: Στη λήψη της πρώτης απόφασης το Συμβούλιο είχε το πλεονέκτημα των προσωπικών συνεντεύξεων καθώς και την σύσταση του αναπλ. διευθυντή που ήταν υπέρ του αιτητή. Στην επανεξέταση όμως η απόδοση στις συνεντεύξεις δεν λήφθηκε υπόψη, γιατί είχε στο μεταξύ αλλάξει η σύνθεση του Συμβουλίου. Επανέλαβε δε ο συνήγορος τις εισηγήσεις του αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις που από το 1990 έχουν αγνοηθεί, και υπέβαλε πρόσθετα πως θα΄πρεπε ο διευθυντής να κληθεί για να προβεί σε συστάσεις.
Έχω τη γνώμη πως αναφορικά με τις προσωπικές συνεντεύξεις, εφόσον η σύνθεση του Συμβουλίου είχε στο μεταξύ αλλάξει, ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη. Η δε υποβολή σύστασης εκ μέρους του προϊσταμένου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στη διαδικασία διορισμού ή προαγωγής στο Ίδρυμα. Τούτο έχει αποφασιστεί στην Αντωνάκης Πιερίδης ν. ΡΙΚ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 61. Σε ό,τι αφορά δε τις υπηρεσιακές εκθέσεις πιστεύω πως η εμμονή του δικηγόρου του αιτητή στις θέσεις του δεν δικαιολογείται, ενόψει της ευθυγραμμισμένης σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου νομολογίας, στην οποία αναφέρεται με λεπτομέρεια ο αδελφός δικαστής Κωνσταντινίδης που εξέδωσε την πρώτη ακυρωτική απόφαση, στην οποία και παραπέμπω για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα. Η αναφορά της δικηγόρου του αιτητή, που εμφανίστηκε στις διευκρινίσεις, στην απόφαση στις Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις Αρ. 1092/2000, 1346/2000 και 1347/2000, Ουρανία Αντωνίου ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Ελένη Χάρη ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου και Μυροφόρα Μιχαηλίδου ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, ημερ. 10.9.2003 για να υποστηρίξει τη νομική της προσέγγιση, σε σχέση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, που ανέφερα πιο πάνω, στηρίζεται σε προφανώς λαθεμένη ερμηνεία της πιο πάνω απόφασης. Στην υπόθεση εκείνη ο δικαστής Νικολάου αποφάνθηκε, και συμφωνώ απόλυτα με την κρίση του, πως το διοικητικό όργανο δεν μπορούσε να θεωρήσει μη έγκυρο θεσμοθετημένο κανονισμό και να μην τον εφαρμόσει. Να αποφανθεί δηλαδή, από μόνο του το διοικητικό όργανο πως ο κανονισμός ήταν Ultra Vires του εξουσιοδοτικού νόμου. Χρέος του διοικητικού οργάνου ήταν να εφαρμόσει τον κανονισμό, εφόσον αυτός δεν είχε κηρυχθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο ως μη έγκυρος. Στην υπόθεση που μας αφορά οι υπηρεσιακές εκθέσεις του Ιδρύματος από το έτος 1990 και μετά κηρύχθηκαν άκυρες σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες γίνεται αναφορά, όπως υπέδειξα πιο πριν από το δικαστή Κωνσταντινίδη, στην πρώτη ακυρωτική απόφαση.
Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης και στο περιεχόμενο της επίδικης διοικητικής για να δούμε αν υπάρχει συμμόρφωση. Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαίο να αναφερθώ κάπως εκτεταμένα στο περιεχόμενο της. Υποψήφιοι για τη θέση ήσαν μόνο ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Κρίθηκε ως καταλληλότερη για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω του περιεχομένου των πανεπιστημιακής στάθμης ακαδημαϊκών της προσόντων που είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επισημαίνεται επίσης πως το ενδιαφερόμενο μέρος απέδειξε πως διαθέτει ευρύτατη πείρα στον προγραμματισμό, παραγωγή και μετάδοση προγραμμάτων ραδιοφώνου γιατί, ως κατέχουσα την αμέσως προηγούμενη θέση, ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή και μετάδοση μουσικών, και άλλων, ραδιοφωνικών προγραμμάτων, επιφορτισμένη με τη διοργάνωση της εργασίας στους κλάδους και στα τμήματα του ραδιοφώνου, όπου είχε την ευθύνη του όλου έργου και την εποπτεία και έλεγχο του. Λόγω δε αυτής της ενασχόλησης, με ραδιοφωνικές δηλαδή εκπομπές, απέκτησε σημαντικές εμπειρίες που αφορούν άμεσα στα προγράμματα ραδιοφώνου. Ο αιτητής είχε τη θέση υπεύθυνου συντάξεως, ασχολείτο δε ως εκ της φύσεως των καθηκόντων του ως συντάκτης ειδήσεων, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που όπως επισημάνθηκε, ολόκληρη η σταδιοδρομία της, μέχρι τη θέση που κατείχε και είναι η αμέσως προηγούμενη της επίδικης, ασχολείτο με την εκπομπή, και μάλιστα ως υπεύθυνη, ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως το Συμβούλιο είχε δύσκολο έργο, να επιλέξει μεταξύ δυο αξιόλογων λειτουργών του. Στη βάση δε του πλαισίου που θα΄πρεπε να λειτουργήσει, όπως αυτό αναδυόταν από την ακυρωτική απόφαση, έδωσε βαρύτητα στις ιδιότητες που απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος από την εκτέλεση των νομοθετημένων καθηκόντων της, όπως αυτά καθορίζονται στη θέση που κατείχε, σε σύγκριση βεβαίως και μ΄αυτά που ορίζονται στην επίμαχη θέση.
Έχω τη γνώμη πως το Συμβούλιο λειτούργησε νόμιμα, ακολουθώντας τις αρχές που θέτει η νομολογία μας. Να αναφερθώ ενδεικτικά μόνο στην Όλγα Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, όπου η Ολομέλεια συμφώνησε με την πιο κάτω προσέγγιση του Δικαστή, που δίκασε πρωτόδικα την υπόθεση.
"Άλλος λόγος για τον οποίο αμφισβητήθηκε η υπόσταση της σύστασης του Διευθυντή έγκειται στη συνάρτηση, όπως έγινε ισχυρισμός, των θετικών ιδιοτήτων του ενδιαφερόμενου μέρους που διαπιστώνει ο διευθυντής με τα ιδιαίτερα καθήκοντα που εκτελούσε. Όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν συναρτώνται με τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος γενικά ή επιλεκτικά αλλά με τις ιδιότητες που αναφαίνονται από την εκτέλεση των νομοθετημένων καθηκόντων της θέσης, (βλ. Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626).»
Προηγήθηκε η απόφαση στην Κωνσταντία Ακκελίδου κ.ά. ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278 όπου ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
"Η ΕΔΥ, αιτιολογώντας την απόφαση της να επιλέξει την Ακκελίδου, και με ειδική αναφορά στο γεγονός ότι δεν διέθετε το πλεονέκτημα, είπε τα εξής:
'Η Επιτροπή παρατήρησε επιπλέον ότι η Ακκελίδου έχει μεγαλύτερη πείρα στις δραστηριότητες του Γενικού Χημείου, αφού εργάστηκε για μεγαλύτερη περίοδο απ΄ότι ο Μιχαήλ, και έχει ευρύτερη διοικητική πείρα, αφού κατείχε τη θέση Ανώτερου Χημικού, ενώ ο Μιχαήλ κατέχει τη θέση Χημικού 1ης τάξης. Η Ακκελίδου υπερέχει επίσης ουσιαστικά σε αρχαιότητα.'
Οι πιο πάνω υπηρεσιακές ιδιότητες που απέδωσε η ΕΔΥ στην Ακκελίδου ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης των καθηκόντων που προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που κατείχε, συγκεκριμένα, και μεταξύ άλλων, διοικητικά και εποπτικά. Άρχισε δε τη κυβερνητική της σταδιοδρομία ως χημικός, σε ημερομίσθια βάση, από το 1970.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η θέση καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η ΕΔΥ μπορούσε να προβεί σε παραγωγή, εφόσον έκρινε ότι υπήρχε προς τούτο καταλληλότερος υποψήφιος. Η επιλογή στην οποία κατέληξε, κατά τη γνώμη μας, ήταν μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας."
Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Σημ.: Το έγγραφο που απέστειλε στο Δικαστήριο ο δικηγόρος του Συμβουλίου μετά την επιφύλαξη της απόφασης, και στο οποίο διδόταν απάντηση σε ένα από τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο δικηγόρος του αιτητή κατά τις προφορικές διευκρινίσεις, δεν ελήφθη υπόψη.