ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 1013
27 Οκτωβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ.)
Kαθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 745/2002)
Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ― Ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος αρ. 68(1)/96 ― Κανονισμός 3-3(α) της Κ.Δ.Π. 172/99 ― Κατά πόσο υπερβαίνει την σχετική εξουσιοδότηση του Νόμου (ultra vires).
Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ― Η υποχρέωση του Συμβουλίου να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών σύμφωνα με το Άρθρο 12(1) του Ν. 68(1)/96 ― Φύση και έκταση της υποχρέωσης ― Δεν υφίστατο στην κριθείσα περίπτωση.
Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ― Αναγνώριση Τίτλων Σπουδών ― Μεταπτυχιακός Τίτλος ― Έννοια και Χαρακτηριστικά.
Η αιτήτρια προσέβαλε την αναγνώριση του τίτλου σπουδών της ως ισότιμου προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου master.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η πρώτη εισήγηση της αιτήτριας είναι πως ο σχετικός κανονισμός, βάσει του οποίου ελήφθη η επίδικη απόφαση, είναι Ultra Vires του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, Ν.68(1)/96, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.48(1)/98. Το ίδιο ζήτημα απασχόλησε την πρωτόδικη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επ' αυτού εξεδόθη αριθμός αποφάσεων, που απορρίπτουν την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, οι οποίες και υιοθετούνται. Μια διαφορετική διάσταση του θέματος δόθηκε στην Χρίστου Παπαμάρκου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2003) 4 Α.Α.Δ. 52.
2. Ο δικηγόρος της αιτήτριας πρόβαλε περαιτέρω τη θέση πως το Συμβούλιο όφειλε να ζητήσει προηγουμένως τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, προτού αποφασίσει επί του υποβληθέντος αιτήματος. Η διαδικασία αυτή, κατά το συνήγορο, είναι υποχρεωτική εφόσον προβλέπεται ρητά στο Άρθρο 12(1) του Νόμου.
Οι δικηγόροι των μερών δεν ασχολήθηκαν με το πιο σοβαρό στοιχείο στην υπόθεση, που είναι η ουσία της, το λόγο δηλαδή που το Συμβούλιο απέρριψε το επίδικο αίτημα.
Το Συμβούλιο ορθά, δεν ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών γιατί δεν υπήρχε η βασική προϋπόθεση, δηλαδή τίτλος σπουδών που αποκτήθηκε, όπως προβλέπει ο Κανονισμός 3(α) της ΚΔΠ 172/99, για να κριθεί η ισοτιμία και αντιστοιχία του, με τον μεταπτυχιακό τίτλο master, όπως ήταν η επιδίωξη της αιτήτριας. Το Συμβούλιο λειτούργησε μέσα στις αρμοδιότητες που του αποδίδει ο νόμος.
3. Το αίτημα της αιτήτριας απέβλεπε στην αναγνώριση του τίτλου M.B.A., που έχει η αιτήτρια από το πανεπιστήμιο Brunel, ως ισότιμο μεταπτυχιακό προσόν master. Μεταπτυχιακός τίτλος είναι ο τίτλος που απονέμεται μετά από πρώτο και καταληκτικό κύκλο σπουδών, ο δε πρώτος τίτλος θεωρείται ως απαραίτητο εισαγωγικό προσόν για την παρακολούθηση του μεταπτυχιακού κύκλου.. Η αιτήτρια έχει βέβαια καταληκτικό τίτλο σπουδών B.Sc., που της αναγνωρίστηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Εκείνο όμως που έχει σημασία, γενικά, είναι αν το M.B.A., που απονέμει το πανεπιστήμιο Brunel, μετά από φοίτηση στο κολέγιο Henley, πληροί την πιο πάνω προϋπόθεση. Το γεγονός και μόνο ότι ο τίτλος που απονέμει ονομάζεται master in Business Administration, δεν σημαίνει πως συνιστά μεταπτυχιακό δίπλωμα. Μπορεί να είναι ανεξάρτητος πρώτος κύκλος σπουδών, χωρίς να προϋποθέτει δηλαδή η εισαγωγή του φοιτητή σε αυτό τον κύκλο την κατοχή πρώτου πτυχίου. Αυτά βέβαια είναι ζητήματα που ανάγονται στην εξέταση στη δικαιοδοσία των οργάνων που προβλέπει ο Νόμος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαμάρκου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2003) 4 Α.Α.Δ. 52.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε, στις 5.5.01, αίτηση στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) για να αναγνωριστεί ο τίτλος σπουδών της Master of Business Administration από το Brunel University ως ισότιμος προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου master. Στις 29.11.01 το Συμβούλιο ζήτησε από την αιτήτρια περαιτέρω πληροφορίες, συγκεκριμένα αν ο τίτλος της χορηγήθηκε από αυτόνομη οργανωμένη μονάδα του Brunel University για σπουδές «εξ αποστάσεως σε μεταπτυχιακό επίπεδο», και κατά πόσο η διδασκαλία γινόταν στην Κύπρο από εκπροσώπους του Brunnel University. Οι λεπτομέρειες δόθηκαν στο Συμβούλιο από αξιωματούχο του Henley Management College, ο οποίος και εξήγησε πως το κολέγιο αυτό συνεργαζόταν με το Brunel University, το οποίο και απονέμει τους τίτλους σπουδών. Το Συμβούλιο επανήλθε με νέα επιστολή προς την αιτήτρια, ημερ. 28.2.02, γιατί δεν είχε απαντηθεί το ερώτημα ποιός ήταν ο χώρος, από ποιούς γινόταν η διδασκαλία των μαθημάτων στην Κύπρο και αν οι καθηγητές εκπροσωπούσαν το πανεπιστήμιο Brunel. Στα ερωτήματα απήντησε πάλιν αξιωματούχος του κολεγίου Henley για να διευκρινίσει πως η διδασκαλία όλων των μαθημάτων γινόταν στο Intercollege στην Κύπρο από αναγνωρισμένους εκ μέρους του κολεγίου Henley καθηγητές, οι δε εξετάσεις διεξάγονταν στο οίκημα του Βρετανικού Συμβουλίου, με γραπτή δοκιμασία που γινόταν ταυτόχρονα σε όλους τους φοιτητές παγκοσμίως.
Στις 11.7.02 το Συμβούλιο διαβίβασε εγγράφως στην αιτήτρια την απόφαση του να μην αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών της, ως ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου master, γιατί, και χρησιμοποιώ το λεκτικό της επίδικης απόφασης, «το μέρος των σπουδών που απαιτεί άμεση επαφή με τον φοιτητή δεν έγινε στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο και, συνεπώς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του Κανονισμού 3.- (3)(α) των Κανονισμών ΚΔΠ172/99».
Η αιτήτρια προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση. Η πρώτη εισήγηση της είναι πως ο σχετικός κανονισμός, βάσει του οποίου ελήφθη η απόφαση, είναι Ultra Vires του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, Ν. 68(1)/96, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.48(1)/98. Το ίδιο ζήτημα απασχόλησε συναδέλφους στην πρωτόδικη δικαιοδοσία τους. Επ' αυτού δε εξεδόθη αριθμός αποφάσεων που απορρίπτουν την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, με τις οποίες και συμφωνώ. Συζήτησα κι΄εγώ το θέμα στο οποίο έδωσα και μια διαφορετική διάσταση στην Χρίστου Παπαμάρκου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2003) 4 Α.Α.Δ. 52.
Η δεύτερη εισήγηση είναι πως η συμμετοχή στο Συμβούλιο του κ.Στ.Ζένιου ως προέδρου του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν παράνομη, γιατί αυτός διετέλεσε μέλος του διδακτικού προσωπικού στο Cyprus International Institute of Management, και υπ΄αυτή την ιδιότητα είχε σύγκρουση συμφερόντων με την εξέταση του αιτήματος της προσφεύγουσας. Διαφωνώ με τη θέση αυτή. Δεν υπάρχει ίχνος στοιχείου που να αποδεικνύει μεροληψία του μέλους αυτού λόγω της ιδιότητας του, ο δε σχετικός ισχυρισμός παρέμενε αόριστος και μετέωρος.
Προχωρώ τώρα στο ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης. Ο δικηγόρος της αιτήτριας πρόβαλε τη θέση πως το Συμβούλιο όφειλε να ζητήσει προηγουμένως τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, προτού αποφασίσει επί του υποβληθέντος αιτήματος. Η διαδικασία αυτή, κατά το συνήγορο, είναι υποχρεωτική εφόσον προβλέπεται ρητά στο άρθρο 12(1) του Νόμου που λέει: «το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία και την αντιστοιχία τίτλων σπουδών, αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών». Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, απαντώντας στο πιο πάνω επιχείρημα, και ενεργούσα πολύ ορθά, με παρέπεμψε σε δυο αποφάσεις συναδέλφων, στις οποίες παρατηρείται αντίθετη προσέγγιση. Στη μία (δικαστής Ηλιάδης) εκφράζεται η άποψη πως, σε όλες τις περιπτώσεις και εφόσον υπάρχει η πιο πάνω ρητή πρόνοια στο Νόμο, η διαδικασία είναι υποχρεωτική. Έπεται πως το Συμβούλιο οφείλει να ζητήσει προηγουμένως τη γνώμη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών. Στην άλλη απόφαση (Κρονίδης, Δ.), διατυπώνεται η θέση πως δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Το ίδιο το Συμβούλιο παραπέμπει, όποτε κρίνει σκόπιμο, στην πιο πάνω Επιτροπή συγκεκριμένα και ειδικά θέματα προς εξέταση. Να σημειώσω εδώ, παρενθετικά, πως το ίδιο το Συμβούλιο, εκδηλώνοντας γενική πολιτική, αποφάσισε πως αιτήσεις θα αποστέλλονται στις Επιτροπές Κρίσεως μόνον εφόσον κατά το προκαταρκτικό στάδιο μελέτης τους διαπιστωθεί πως ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των Κανονισμών.
Στις γραπτές αγορεύσεις γίνεται εκτεταμένη συζήτηση για την αξία της απόφασης γενικής πολιτικής, στην οποία δεν θα μπω. Ανεξάρτητα από την πολιτική που καθόρισε ή καθορίζει το Συμβούλιο, όποια και αν είναι αυτή, οι αποφάσεις του πρέπει να συνάδουν με το Νόμο, ο οποίος ασφαλώς και εφαρμόζεται. Οι δικηγόροι των μερών δεν ασχολήθηκαν με το πιο σοβαρό στοιχείο στην υπόθεση, που είναι η ουσία της, το λόγο δηλαδή που το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα. Μήτε και γίνεται ειδική αναφορά στον Κανονισμό, τον οποίο το Συμβούλιο επικαλέστηκε για να στηρίξει την απόφαση του, που είναι ο Κανονισμός (3)(α)i, ii, και προβλέπει τα εξής:
«(3)(α) Αναγνώριση ισοτιμίας χορηγείται, αν -
(i) Η διάρκεια σπουδών, οι όροι εισδοχής, αξιολόγησης, προαγωγής και αποφοίτησης των σπουδαστών και η διαδικασία της διδασκαλίας και μάθησης πληρούν τις απαιτήσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης της Κύπρου. Ως προς τη διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης, εξαίρεση στα πιο πάνω μπορεί να αποτελέσουν ιδρύματα τύπου «ανοικτού πανεπιστημίου» (open university) «σπουδών εξ αποστάσεως» (distance learning) και «εξωτερικών πτυχίων» (external degrees).
(ii) όλο το πρόγραμμα έχει γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικού ίδρυμα/ιδρύματα ή σε εκπαιδευτικά αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και ένα ουσιώδες μέρος - ποσοστό των σπουδών έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο. Εξαίρεση ως προς το ποσοστό σπουδών μπορεί να αποτελέσουν τα πανεπιστημιακά προγράμματα ευρωπαϊκής συνεργασίας.»
Συγκεκριμένα, η απόφαση στηρίζεται στο (ii) του Κανονισμού, που προβλέπει πως ουσιώδες μέρος - ποσοστό των σπουδών πρέπει να έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο, απαιτεί δηλαδή φυσική παρουσία του φοιτητή στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο. Η επίδικη απόφαση ναι μεν δεν χρησιμοποιεί αυτή τη φρασεολογία αλλά τέτοια με το ίδιο περιεχόμενο. Αναφέρεται συναφώς στην απόφαση: «διότι το μέρος των σπουδών που απαιτεί άμεση επαφή με τον φοιτητή δεν έγινε στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο». Και αυτό αποδεικνύεται ως γεγονός από τα στοιχεία που έδωσε η ίδια η αιτήτρια, η οποία ουδέποτε φοίτησε στο κολέγιο Henley. Το Συμβούλιο ορθά, στη δική μου κρίση δεν ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών γιατί δεν υπήρχε η βασική προϋπόθεση, δηλαδή τίτλος σπουδών που αποκτήθηκε, όπως προβλέπει ο Κανονισμός, για να κριθεί η ισοτιμία και αντιστοιχία του, με τον μεταπτυχιακό τίτλο master, όπως ήταν η επιδίωξη της αιτήτριας. Το Συμβούλιο λειτούργησε μέσα στις αρμοδιότητες που του αποδίδει ο νόμος.
Τελειώνοντας, να μου επιτραπεί η εξής παρατήρηση. Το αίτημα απέβλεπε στην αναγνώριση του τίτλου M.B.A., που έχει η αιτήτρια από το πανεπιστήμιο Brunel, ως ισότιμο μεταπτυχιακό προσόν master. Μεταπτυχιακός τίτλος είναι ο τίτλος που απονέμεται μετά από πρώτο και καταληκτικό κύκλο σπουδών, ο δε πρώτος τίτλος θεωρείται ως απαραίτητο εισαγωγικό προσόν για την παρακολούθηση του μεταπτυχιακού κύκλου. Η αιτήτρια έχει βέβαια καταληκτικό τίτλο σπουδών B.Sc., που της αναγνωρίστηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.. Εκείνο όμως που έχει σημασία, γενικά, είναι αν το M.B.A., που απονέμει το πανεπιστήμιο Brunel, μετά από φοίτηση στο κολέγιο Henley, πληροί την πιο πάνω προϋπόθεση. Το γεγονός και μόνο ότι ο τίτλος που απονέμει ονομάζεται master in Business Administration, δεν σημαίνει πως συνιστά μεταπτυχιακό δίπλωμα. Μπορεί να είναι ανεξάρτητος πρώτος κύκλος σπουδών, χωρίς να προϋποθέτει δηλαδή η εισαγωγή του φοιτητή σε αυτό τον κύκλο την κατοχή πρώτου πτυχίου. Αυτά βέβαια είναι ζητήματα που ανάγονται στην εξέταση στη δικαιοδοσία των οργάνων που προβλέπει ο Νόμος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.