ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 909
30 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΣΟΥΡΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 208/2002)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Πειθαρχική έρευνα και καταδίκη εκπαιδευτικού ― Ισχυρισμός πως η Επιτροπή ενήργησε και ως καταγγέλλουσα και ως δικαστής, δεν στοιχειοθετήθηκε από τα γεγονότα.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Πειθαρχική καταδίκη εκπαιδευτικού ― Αξιολόγηση μαρτυρίας και απόφαση ως προς την ενοχή του ― Ισχυρισμός πως η απόφαση είχε ήδη ληφθεί, απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Πειθαρχική καταδίκη ― Ισχυρισμός για μεροληψία και εκδικητικότητα ― Απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αναγνώριση προϋπηρεσίας ― Ανάκληση τέτοιας απόφασης, επειδή στηρίχθηκε σε ψευδείς παραστάσεις ― Η μεταγενέστερη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του εκπαιδευτικού, ανεξάρτητη από την απόφαση ανάκλησης.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Πειθαρχική καταδίκη ― Το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο ― Δεόντως αιτιολογημένη η απόφαση της Επιτροπής, υπό τις περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της πειθαρχικής καταδίκης του και της επιβληθείσας σε αυτόν χρηματικής ποινής Λ.Κ.900.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής καταγγέλθηκε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Τον αιτητή κατήγγειλε η Κυριακή Ιωακείμ-Κυριακίδου, καθηγήτρια, η οποία με επιστολή της ισχυρίστηκε ότι οι βεβαιώσεις που ο αιτητής είχε υποβάλει ήταν ψευδείς. Η Επιτροπή παρέπεμψε το σχετικό παράπονο στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Διορίστηκε ερευνώσα λειτουργός η οποία, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, εξέδωσε πόρισμα. Μετά την παραπομπή από το Υπουργείο Παιδείας του θέματος στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση, η Επιτροπή επελήφθη πειθαρχικής διαδικασίας και εξέδωσε την απόφασή της. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή ενήργησε παράλληλα ως καταγγέλλουσα και ως δικαστής, στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.
2. Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή είχε ήδη αποφασίσει επί του θέματος κατά πόσο ο αιτητής εκτελούσε διδακτικό και εκπαιδευτικό έργο στο νηπιαγωγείο «Felicita», απλή ανάγνωση των πρακτικών αποδεικνύει ότι στο συμπέρασμά της η Επιτροπή για ενοχή του αιτητή, κατέληξε ύστερα από εξέταση της σχετικής μαρτυρίας.
3. Οι δύο διαδικασίες είναι χωριστές και αυτόνομες. Στην παρούσα υπόθεση ενδιαφέρει η επιβληθείσα ποινή στην πειθαρχική διαδικασία, ενώ η ανάκληση της απόφασης να του αναγνωριστεί εκπαιδευτική υπηρεσία που έγινε στις 14.5.1999, είναι εκτός της παρούσας διαδικασίας. Κατά τη διαδικασία εκείνη η Επιτροπή επανεξέτασε την απόφασή της για παραχώρηση έξι προσαυξήσεων στον αιτητή και αποφάσισε να την ανακαλέσει, αφού το υπόβαθρο στο οποίο την είχε στηρίξει ήταν ανύπαρκτο και βασισμένο σε παραπλανητικές ενέργειες του αιτητή. Η ανάκληση έγινε όταν τα νέα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της οδήγησαν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι οι βεβαιώσεις που είχε προσκομίσει ο αιτητής, ήταν ψευδείς. Εν πάση περιπτώσει, εκτός του ότι η ανάκληση δεν αποτελούσε τιμωρία του αιτητή, η εγκυρότητά της κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο.
Η Επιτροπή ανακαλώντας την απόφασή της, δεν έκρινε τον αιτητή για τη συμπεριφορά του, δηλαδή για την παρουσίαση των πλαστών βεβαιώσεων. Αυτό έγινε κατά την εξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, που είναι το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
4. Δεν υπάρχει κανένα έρεισμα στον ισχυρισμό ότι οποιαδήποτε από τις δύο αποφάσεις που λήφθηκαν ήταν καθ' οιονδήποτε τρόπο εκδικητική ή μεροληπτική. Αντίθετα, η ποινή που επιβλήθηκε, εν όψει του λειτουργήματος που υπηρετεί ο αιτητής και της φύσης των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, ήταν καταφανώς επικεικής. Η ανάκληση της απόφασης για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του, καμιά σχέση δεν είχε με την πειθαρχική διαδικασία. Δεν ήταν τιμωρία, αλλά επακόλουθο της διαπίστωσης ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Καν.3 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97.
Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του ήταν εκδικητική. Τίποτε στην παρούσα διαδικασία δεν παρέχει βάση σε ένα τέτοιο ισχυρισμό.
5. Και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η αιτιολογία της διαπίστωσης της Επιτροπής για την ενοχή του είναι γενική και αόριστη και αντίθετη με την υπάρχουσα αντιφατική μαρτυρία δεν ευσταθεί. Το ακυρωτικό δικαστήριο όταν ελέγχει απόφαση που λήφθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία έχει προβεί το αρμόδιο όργανο. Η Επιτροπή κατέγραψε ποια μαρτυρία έκρινε ως αξιόπιστη και γιατί οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή της. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης. Η απόφαση της Επιτροπής ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Ρ.Ι.Κ. ν. Κοντεμενιώτη (2003) 3 Α.Α.Δ. 52.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O αιτητής είναι καθηγητής των Γαλλικών και υπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση. Εξετάστηκε εναντίον του καταγγελία κάποιας καθηγήτριας ότι βεβαιώσεις που αφορούσαν το εκπαιδευτικό και διδακτικό του έργο, για περίοδο επτά χρόνων, τις οποίες είχε προσκομίσει στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ήταν ψευδείς. Ο αιτητής είχε εξασφαλίσει από το νηπιαγωγείο "Felicita" που ανήκει στη σύζυγό του, στο οποίο εργοδοτείτο για την πιο πάνω χρονική περίοδο, βεβαίωση ότι η απασχόλησή του εκεί αφορούσε διδακτικό έργο. Βάσει της βεβαίωσης αυτής του αναγνωρίστηκε ανάλογη εκπαιδευτική υπηρεσία.
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), αφού κατέληξε ότι η πιο πάνω συμπεριφορά συνιστούσε πιθανό πειθαρχικό αδίκημα, αποφάσισε να τον καλέσει για ακρόαση στις 9.3.2000.
Εν τω μεταξύ η Επιτροπή στις 14.5.1999 και ύστερα από περαιτέρω έρευνα των στοιχείων, αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή της με την οποία του είχε αναγνωρίσει εκπαιδευτική υπηρεσία επτά χρόνων. Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή (Μασούρας ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 784), αφού κατέληξε ότι η ανακληθείσα πράξη είχε στηριχθεί σε παραπλανητική ενέργεια του αιτητή.
Η ακρόαση των κατηγοριών συνεχίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες και στις 13.11.2001 η Επιτροπή έκρινε τον αιτητή ένοχο στις κατηγορίες για διάπραξη παραπτώματος που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, κατά παράβαση του άρθρου 63(1)(α) των περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969, Ν.10/1969, όπως τροποποιήθηκε, καθώς και για παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης εκπαιδευτικού λειτουργού κατά παράβαση των άρθρων 48(1)(δ) και 63(1)(β).
Αφού ο δικηγόρος του αιτητή αγόρευσε για μετριασμό της ποινής, στις 17.12.2001 η Επιτροπή εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφασή της με την οποία του επιβλήθηκε χρηματική ποινή £900. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ενήργησε παράλληλα και ως καταγγέλλουσα και ως δικαστής. Υποστηρίζεται ακόμα ότι η Επιτροπή είχε ήδη αποφασίσει επί του θέματος και μάλιστα είχε προβεί και σε μισθολογικό υποβιβασμό του αιτητή, διαγράφοντας τα χρόνια της προϋπηρεσίας που του είχαν αναγνωριστεί.
Ο αιτητής ισχυρίζεται τέλος ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι εκδικητικές και μεροληπτικές και ότι η απόφαση με το συμπέρασμα της Επιτροπής για ενοχή του είναι γενική και αόριστη, αντίθετη δε με την υπάρχουσα αντιφατική μαρτυρία.
Τα πιο πάνω επιχειρήματα δεν είναι βάσιμα και η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄αρχάς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής καταγγέλθηκε από την Επιτροπή. Τον αιτητή κατήγγειλε η Κυριακή Ιωακείμ-Κυριακίδου, καθηγήτρια, η οποία με επιστολή της ισχυρίστηκε ότι οι βεβαιώσεις που ο αιτητής είχε υποβάλει ήταν ψευδείς. Η Επιτροπή παρέπεμψε το σχετικό παράπονο στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Διορίστηκε ερευνώσα λειτουργός η οποία, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, εξέδωσε πόρισμα. Μετά την παραπομπή από το Υπουργείο Παιδείας του θέματος στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση, η Επιτροπή επελήφθη πειθαρχικής διαδικασίας και εξέδωσε την απόφασή της. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή ενήργησε παράλληλα ως καταγγέλλουσα και ως δικαστής, στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.
Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή είχε ήδη αποφασίσει επί του θέματος κατά πόσο ο αιτητής εκτελούσε διδακτικό και εκπαιδευτικό έργο στο νηπιαγωγείο «Felicita», απλή ανάγνωση των πρακτικών αποδεικνύει ότι στο συμπέρασμα της η Επιτροπή για ενοχή του αιτητή, κατέληξε ύστερα από εξέταση της σχετικής μαρτυρίας.
Οι δύο διαδικασίες είναι χωριστές και αυτόνομες. Στην παρούσα υπόθεση ενδιαφέρει η επιβληθείσα ποινή στην πειθαρχική διαδικασία, ενώ η ανάκληση της απόφασης να του αναγνωριστεί εκπαιδευτική υπηρεσία που έγινε στις 14.5.1999, είναι εκτός της παρούσας διαδικασίας. Κατά τη διαδικασία εκείνη η Επιτροπή επανεξέτασε την απόφασή της για παραχώρηση έξι προσαυξήσεων στον αιτητή και αποφάσισε να την ανακαλέσει, αφού το υπόβαθρο στο οποίο την είχε στηρίξει ήταν ανύπαρκτο και βασισμένο σε παραπλανητικές ενέργειες του αιτητή. Η ανάκληση έγινε όταν τα νέα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της οδήγησαν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι οι βεβαιώσεις που είχε προσκομίσει ο αιτητής, ήταν ψευδείς. Εν πάση περιπτώσει, εκτός του ότι η ανάκληση δεν αποτελούσε τιμωρία του αιτητή, η εγκυρότητά της κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο και έτσι δεν μπορούμε να τη σχολιάσουμε.
Η Επιτροπή ανακαλώντας την απόφασή της, δεν έκρινε τον αιτητή για τη συμπεριφορά του, δηλαδή για την παρουσίαση των πλαστών βεβαιώσεων. Αυτό έγινε κατά την εξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, που είναι το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Δεν αντιλαμβάνομαι τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι εκδικητικές και μεροληπτικές. Δεν βρίσκω κανένα έρεισμα στον ισχυρισμό ότι οποιαδήποτε από τις δύο αποφάσεις που λήφθηκαν ήταν καθ' οιονδήποτε τρόπο εκδικητική ή μεροληπτική. Αντίθετα, βρίσκω, άνκαι αυτό δεν έχει και τόση σημασία, ότι η ποινή που του επιβλήθηκε, εν όψει του λειτουργήματος που υπηρετεί και τη φύση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, είναι καταφανώς επικεικής. Η ανάκληση της απόφασης για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του καμιά σχέση δεν είχε με την πειθαρχική διαδικασία. Δεν ήταν τιμωρία, αλλά επακόλουθο της διαπίστωσης ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Καν.3 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97.
Ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του ήταν εκδικητική. Τίποτε στην παρούσα διαδικασία δεν παρέχει βάση σε ένα τέτοιο ισχυρισμό.
Τέλος και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η αιτιολογία της διαπίστωσης της Επιτροπής για την ενοχή του είναι γενική και αόριστη και αντίθετη με την υπάρχουσα αντιφατική μαρτυρία δεν ευσταθεί. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (Ρ.Ι.Κ. ν. Κοντεμενιώτη (2003) 3 Α.Α.Δ. 52), το ακυρωτικό δικαστήριο όταν ελέγχει απόφαση που λήφθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία έχει προβεί το αρμόδιο όργανο. Η Επιτροπή κατέγραψε ποια μαρτυρία έκρινε ως αξιόπιστη και γιατί οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή της. Δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο επέμβασης. Η απόφαση της Επιτροπής ήταν δεόντως αιτολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.