ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 734
23 Ιουλίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΜΙΤΑ,
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Κ. ΜΙΤΑ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 857/2000)
Πολεοδομία ― Απόφαση Ειδοποίησης Επιβολής βάσει του Άρθρου 46 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν. 90/72) ― Ιεραρχική προσφυγή ― Απορρίφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και αιτιολογία, αφού διαπιστώθηκε πως η αποκοπή των δέντρων και η διάνοιξη των δρόμων έγινε χωρίς την συγκατάθεση της Χωριτικής Αρχής, κατά παράβαση του Άρθρου 2 του Νόμου 59(1)/95 και της Δήλωσης Πολιτικής και ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο έφερε ένσταση στην εγγραφή τους ως δημόσιων δρόμων ― Ισχυρισμός για παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης απορρίφθηκε.
Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Δεν απαιτείται όπως διεξάγεται από το ίδιο το αποφασίζον όργανο, εν προκειμένω τον Υπουργό ― Αρκεί να συλλεγούν όλα τα ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα και να τεθούν ενώπιόν του.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής τους, εναντίον ειδοποίησης επιβολής που εκδόθηκε σε βάρος τους, αναφορικά με επεμβάσεις σε ακίνητη ιδιοκτησία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το κρίσιμο χρονικό σημείο εν προκειμένω είναι η 4/5/98, όταν διαπιστώθηκε από την Πολεοδομική Αρχή η αναπτυξιακή επέμβαση στην ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών με εκσκαφές και αποκοπές πεύκων προς το σκοπό διάνοιξης δρόμων που δεν ήταν ακόμα νόμιμα εγγεγραμμένοι ως δημόσιοι και χωρίς πολεοδομική άδεια. Με βάση αυτή τη διαπίστωση τέθηκε νόμιμα σε εφαρμογή ο μηχανισμός της Ειδοποίησης Επιβολής που επιδόθηκε στους αιτητές στις 11/5/98. Επιπρόσθετα φαίνεται ότι η εγγραφή των δρόμων ως δημόσιων δεν είχε τη νομότυπη συγκατάθεση των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου Λυθροδόντα και εφόσον η διαδικασία ήταν εξ' υπαρχής άκυρη, δεν εγείρεται θέμα καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
2. Η εισήγηση ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ενήργησε χωρίς να διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση του είναι αναιτιολόγητη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί και ιδιαίτερα από την αναφορά του Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού προς τον Υπουργό, φαίνεται ότι όλα τα σχετικά στοιχεία είχαν τεθεί ενώπιον του Υπουργού ο οποίος είχε προβεί στη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της απορριπτικής του απόφασης.
Έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι δεν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το όργανο που αποφασίζει. Το τελευταίο μπορεί να αναθέσει σε άλλο όργανο την έρευνα και συλλογή στοιχείων. Αυτό που υπαγορεύουν οι σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου είναι η διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Το ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα περίπτωση δεν είναι αν ο Υπουργός διεξήγαγε ή όχι δική του έρευνα αλλά αν με την έρευνα που είχε προηγηθεί και η οποία κατέληξε στην έκθεση των απόψεων όλων των εμπλεκομένων, είχαν συλλεχθεί και διερευνηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί, το Δικαστήριο δεν τρέφει αμφιβολίες ότι ο Υπουργός κατέληξε στη σχετική απόφασή του, αφού αξιολόγησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Η δε απόφασή του για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών είναι δεόντως αιτιολογημένη, αφού σε αυτή φαίνονται οι λόγοι που οδήγησαν στο επίδικο αποτέλεσμα, με κυρίαρχο στοιχείο τη διαπίστωση ότι η διάνοιξη των δρόμων δεν έγινε από τη Χωρητική Αρχή αλλά από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων, ότι η εγγραφή τους ήταν αντίθετη με τη Δήλωση Πολιτικής και δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου 59(Ι)/95 και ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα έφερε ένσταση στην εγγραφή τους ως δημόσιων δρόμων. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα στοιχεία που συνιστούν μια έγκυρη και νόμιμη αιτιολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,
Nicolaou v. Minister of Interior a.o. (1974) 3 C.L.R. 189,
Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.
Προσφυγή.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες 16 τεμαχίων που βρίσκονται μέσα σε πευκόφυτη περιοχή στο χωριό Λυθροδόντα εκτός ορίου ανάπτυξης. Στις 4/5/98 η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή διαπίστωσε ότι στα τεμάχια διεξάγονταν διάφορες εργασίες για τη διάνοιξη δρόμων, που συμπεριλάμβαναν και την αποκοπή πεύκων. Λόγω του ότι οι εργασίες διεξάγονταν χωρίς την απαιτούμενη πολεοδομική άδεια, η Πολεοδομική Αρχή εξέδωσε επτά μέρες αργότερα σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, Ειδοποίηση Επιβολής με την οποία οι αιτητές εκαλούντο εντός 2 μηνών να αποκαταστήσουν το τοπίο με την επαναφορά των αρχικών κλίσεων του φυσικού εδάφους και να φυτεύσουν πεύκα.
Οι αιτητές προσέβαλαν την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης με ιεραρχική προσφυγή ισχυριζόμενοι ότι η διάνοιξη των δρόμων έγινε από τη Χωριτική Αρχή Λυθροδόντα για την εγγραφή υφιστάμενων μονοπατιών σε δημόσιους δρόμους και ότι οι ίδιοι παραχώρησαν οικειοθελώς τη γη τους για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.
Η ιεραρχική προσφυγή στάληκε στην Πολεοδομική Αρχή, στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και στον Έπαρχο Λευκωσίας για την υποβολή των απόψεων τους.
Η Πολεοδομική Αρχή στο υπόμνημα της σημείωσε ότι,
(i) Η διάνοιξη των δρόμων δεν έγινε από τη Χωριτική Αρχή αλλά από τους αιτητές,
(ii) Η εγγραφή των δρόμων θα ήταν παράνομη γιατί δεν είχε χορηγηθεί πολεοδομική άδεια, γιατί δεν υπήρξε απαλλοτρίωση των δρόμων και γιατί οι δρόμοι δεν βρίσκονταν πάνω στο έδαφος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου 59(Ι)/95, που προνοεί ότι οι δρόμοι έπρεπε να υπήρχαν πάνω στο έδαφος στις 16/6/95. Στην παρούσα περίπτωση οι δρόμοι ανοίχθηκαν το καλοκαίρι του 1998.
�
Έχοντας επιπρόσθετα υπόψη ότι η Χωριτική Αρχή δεν είχε εγκρίνει την εγγραφή των δρόμων, η Πολεοδομική Αρχή συμπέρανε ότι ορθά επιδόθηκε η Ειδοποίηση Επιβολής στους αιτητές.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συμφώνησε με τις πιο πάνω απόψεις, όμως διατύπωσε την άποψη ότι εφόσον οι δρόμοι είχαν ήδη εγγραφεί η ιεραρχική προσφυγή είχε καταστεί χωρίς αντικείμενο.
Ο Έπαρχος Λευκωσίας σημείωσε στο υπόμνημα του ότι ορθά εκδόθηκε η Ειδοποίηση Επιβολής. Και τούτο γιατί η αίτηση για την εγγραφή των δρόμων υποβλήθηκε από το Γραμματέα του Κοινοτικού Συμβουλίου Λυθροδόντα με τοπογραφικό σχέδιο και τις συγκαταθέσεις των αιτητών, χωρίς όμως την έγκριση του Κοινοτικού Συμβουλίου. Πιο συγκεκριμένα ο Γραμματέας του Συμβουλίου κ. Αντώνης Αντωνίου με την προτροπή του Κοινοτάρχη Ανδρέα Κλατσιά και χωρίς την έγκριση των μελών του Συμβουλίου, απέστειλε στο Γραφείο Επάρχου την επιστολή που ζητούσε την εγγραφή των δρόμων και με αυτό τον τρόπο "εξαπάτησε" την Επαρχιακή Διοίκηση, η οποία πιστεύοντας ότι η επιστολή απηχούσε απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Λυθροδόντα διαβίβασε τη σχετική αίτηση στο Κτηματολόγιο, που ακολούθως προέβηκε στην εγγραφή των δρόμων. Σημειώνω ότι από τα σχετικά έγγραφα που έχουν καταχωρηθεί φαίνεται ότι η διάνοιξη των δρόμων είχε οδηγήσει στην έκδοση ελκυστικών διαφημιστικών φυλλαδίων για την πώληση "Οικιστικών Αγροτεμαχίων μέσα σε ένα Παραδεισένιο Δάσος από Πεύκα". Στα σχετικά φυλλάδια αναφέρονται στο τέλος ως ιδιοκτήτες η Cypria Terra και ως εξουσιοδοτημένος κτηματομεσίτης η KLATSIAS ESTATES. Το θέμα αποκαλύφθηκε τον Ιούλιο του 1999 όταν ο Ανδρέας Μιχαήλ, μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Λυθροδόντα, διαμαρτυρήθηκε εγγράφως στον Έπαρχο για την εγγραφή των δρόμων στα τεμάχια των αιτητών τονίζοντας ότι ουδέποτε υπήρξε δρόμος ή μονοπάτι που θα δικαιολογούσε την εγγραφή τους σε δημόσιο δρόμο. Με βάση τα πιο πάνω το Γραφείο του Επάρχου Λευκωσίας ζήτησε την ανάκληση της εγγραφής των δρόμων και η τελευταία θέση του είναι ότι ορθά επιδόθηκε στους αιτητές η Ειδοποίηση Επιβολής.
Όλες οι πιο πάνω απόψεις αξιολογήθηκαν από τον Υπουργό Εσωτερικών μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της αφού,
(i) Η διάνοιξη των δρόμων δεν είχε διενεργηθεί από τη Χωριτική Αρχή αλλά από τους αιτητές,
(ii) Η εγγραφή των δρόμων (α) αντίκειται στην Πολιτική 9.1.1 της Δήλωσης Πολιτικής και (β) δεν έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου 59(Ι)/95 και
(iii) Η Τοπική Αρχή φέρει ένσταση γιατί η διάνοιξη των δρόμων δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
�
(β) Η προσφυγή.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής είναι λανθασμένη γιατί
(i) Παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης και
(ii) Στερείται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
�(i) Παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 46 του Νόμου 90/72 η Πολεοδομική Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκδώσει "Ειδοποίηση Επιβολής" όταν θεωρήσει ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη ακίνητης ιδιοκτησίας έχει εκτελεσθεί χωρίς πολεοδομική άδεια ή όταν οποιοιδήποτε όροι ή περιορισμοί που είχαν επιβληθεί σε μια πολεοδομική άδεια δεν έχουν τηρηθεί.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν επιβαλλόταν η χορήγηση πολεοδομικής άδειας γιατί η διάνοιξη των δρόμων έγινε από το Συμβούλιο Βελτιώσεως Λυθροδόντα με τη δική τους συγκατάθεση. Η απόφαση του Συμβουλίου μετά τη διάνοιξη και εγγραφή των δρόμων ως δημόσιων, για τη μη εγγραφή τους, αποδεικνύει την αντιφατική στάση της διοίκησης που τους έχει επιφέρει επιζήμιες συνέπειες, χωρίς οι ίδιοι να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη στο όλο ζήτημα.
Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ότι η επέμβαση διαπιστώθηκε στις 4/5/98 και η σχετική Ειδοποίηση Επιβολής εκδόθηκε στις 11/5/98 πριν από την εγγραφή των δρόμων ως δημόσιων, γεγονός που υποδηλεί ότι η ιδιοκτησία των δρόμων στις 11/5/98 ανήκε στους αιτητές και ότι ορθά εκδόθηκε η Ειδοποίηση Επιβολής. Η εξέταση του διοικητικού φακέλου δείχνει ότι ο Έπαρχος ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης όταν απέστειλε την αίτηση για την εγγραφή των δρόμων στο Κτηματολόγιο, αφού το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είχε δώσει νομότυπα τη συγκατάθεση του.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι είχαν κυκλοφορήσει διαφημιστικά φυλλάδια τα οποία ενημέρωναν πιθανούς ενδιαφερόμενους αγοραστές ότι επωλούντο οικιστικά αγροτεμάχια μέσα σε πεύκα, με πολλά πλεονεκτήματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν και "δημόσιοι αγροτικοί δρόμοι κατασκευασμένοι από τον ιδιοκτήτη". Είναι προφανές από το τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής που συνόδευε τη διαφήμιση, ότι αυτή αφορούσε τα τεμάχια των αιτητών που είχαν ήδη προβεί σε ενέργειες διάνοιξης δρόμων προς υλοποίηση των διαφημιστικών εξαγγελιών, πριν από την εγγραφή των δρόμων ως δημόσιων. Τα δεδομένα βέβαια ανατράπηκαν στη συνέχεια όταν το Συμβούλιο Βελτιώσεως Λυθροδόντα με επιστολή του ημερομηνίας 16/6/99 έθεσε ενώπιον του Επάρχου Λευκωσίας τις ενστάσεις του σχετικά με την εγγραφή των εν λόγων δρόμων ως δημόσιων.
Το κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η 4/5/98, όταν διαπιστώθηκε από την Πολεοδομική Αρχή η αναπτυξιακή επέμβαση στην ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών με εκσκαφές και αποκοπές πεύκων προς το σκοπό διάνοιξης δρόμων που δεν ήταν ακόμα νόμιμα εγγεγραμμένοι ως δημόσιοι και χωρίς πολεοδομική άδεια. Με βάση αυτή τη διαπίστωση τέθηκε νόμιμα σε εφαρμογή ο μηχανισμός της Ειδοποίησης Επιβολής που επιδόθηκε στους αιτητές στις 11/5/98. Επιπρόσθετα φαίνεται ότι η εγγραφή των δρόμων ως δημόσιων δεν είχε τη νομότυπη συγκατάθεση των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου Λυθροδόντα και εφόσον η διαδικασία ήταν εξ' υπαρχής άκυρη, δεν εγείρεται θέμα καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Συνεπώς το επιχείρημα ότι παραβιάστηκαν σε βάρος των αιτητών οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης απορρίπτεται.
(ii) Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Η εισήγηση ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ενήργησε χωρίς να διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση του είναι αναιτιολόγητη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί και ιδιαίτερα από την αναφορά του Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού προς τον Υπουργό, φαίνεται ότι όλα τα σχετικά στοιχεία είχαν τεθεί ενώπιον του Υπουργού ο οποίος είχε προβεί στη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της απορριπτικής του απόφασης.
Έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι δεν είναι απαραίτητη η διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το όργανο που αποφασίζει. Το τελευταίο μπορεί να αναθέσει σε άλλο όργανο την έρευνα και συλλογή στοιχείων. Αυτό που υπαγορεύουν οι σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου είναι η διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Το ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα περίπτωση δεν είναι αν ο Υπουργός διεξήγαγε ή όχι δική του έρευνα αλλά αν με την έρευνα που είχε προηγηθεί και η οποία κατέληξε στην έκθεση των απόψεων όλων των εμπλεκομένων, είχαν συλλεχθεί και διερευνηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί, το Δικαστήριο δεν τρέφει αμφιβολίες ότι ο Υπουργός κατέληξε στη σχετική απόφαση του αφού αξιολόγησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Η δε απόφασή του για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών είναι δεόντως αιτιολογημένη αφού σε αυτή φαίνονται οι λόγοι που οδήγησαν στο επίδικο αποτέλεσμα, με κυρίαρχο στοιχείο τη διαπίστωση ότι η διάνοιξη των δρόμων δεν έγινε από τη Χωριτική Αρχή αλλά από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων, ότι η εγγραφή τους ήταν αντίθετη με τη Δήλωση Πολιτικής και δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου 59(Ι)/95 και ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα έφερε ένσταση στην εγγραφή τους ως δημόσιων δρόμων. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα στοιχεία που συνιστούν μια έγκυρη και νόμιμη αιτιολογία.
Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.