ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 569
13 Ιουνίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
χριστοσ θεοφανιδη,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
του εφορου εκλογησ δημαρχων και
μελων δημοτικων συμβουλιων των δημων
τησ εΠαρχιασ Παφου,
Καθ΄ ων η αίτηση.
και ωσ ετροΠοΠοιηθη δυναμει διαταγματοσ του
Δικαστηριου ημερ. 28.5.2002
χριστοσ θεοφανιΔΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. εφορου εκλογησ δημαρχων και μελων
δημοτικων συμβουλιων των δημων τηΣ
εΠαρχιασ Παφου,
2. Κεντρικησ υΠηρεσιασ εκλογωΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1051/2001)
Έννομο συμφέρον ― Έννομο συμφέρον κατόχου εκλογικού βιβλιαρίου να προσβάλει την αφαίρεσή του, παρά το γεγονός ότι αυτός δεν κατείχε την κυπριακή υπηκοότητα ― Κρίθηκε ότι υφίσταται έννομο συμφέρον.
Διοικητική πράξη ― Ανάκληση ― Αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων ― Ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης για λόγους δημοσίου συμφέροντος ― Η περίπτωση της ανάκλησης της ευμενούς πράξης χορήγησης εκλογικού βιβλιαρίου εκ του λόγου ότι ο κάτοχός του ουδέποτε πληρούσε τους συνταγματικούς όρους για να είναι εκλογέας.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα του εκλέγειν ― Άρθρα 63 και 64 του Συντάγματος ― Οι όροι της παροχής του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αναφέρονται περιοριστικά στο Σύνταγμα ― Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει παράβασή τους με διοικητική πράξη ― Συνέπειες.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχές ― Η αρχή του estoppel και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη ― Ισχύει μόνο στις περιπτώσεις άσκησης διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ― Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας η διοίκηση δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση εφαρμογής του νόμου.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της διαγραφής του από τον εκλογικό κατάλογο και της ακύρωσης του εκλογικού του βιβλιαρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο αιτητής αφού δεν έχει την κυπριακή υπηκοότητα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη διαγραφή του από τον εκλογικό κατάλογο.
Η ένσταση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο και κάτοχος εκλογικού βιβλιαρίου. Είχε το δικαίωμα να ψηφίζει στις διάφορες εκλογές. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει μεταβάλει τη νομική του κατάσταση, του έχει στερήσει δικαιώματα και συνεπώς έχει έννομο συμφέρον.
2. Ανάκληση διοικητικής πράξης καλείται η εξαφάνισή της, με έκδοση νέας με την οποία η προγενέστερη θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα. Η ανάκληση των μη νομίμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή. Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε εφ΄ όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου.
3. Ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι του αφαιρέθηκε η κυπριακή υπηκοότητα. Αντίθετα, φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ουδέποτε έγινε υπήκοος της Δημοκρατίας. Απλώς παραπονείται ότι του αφαιρέθηκε ένα δικαίωμα, το οποίο είχε για πολλά χρόνια και το οποίο άσκησε επανειλημμένα στο παρελθόν.
Το εκλογικό δικαίωμα είναι δικαίωμα που απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα προσόντα του εκλογέως, ένα από τα οποία και η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, προνοούνται από το Σύνταγμα (βλέπε Άρθρα 63 και 64).
Αναμφίβολα το θέμα είναι δημόσιου συμφέροντος. Τα προσόντα του εκλογέως και η παροχή του δικαιώματός του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αναφέρονται περιοριστικά στο Σύνταγμα. Δεν είναι δυνατόν διοικητική πράξη να παρέχει δικαιώματα κατά παράβαση του Συντάγματος. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης, για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
4. Ο αιτητής εγείρει ακόμα, την αρχή του estoppel και την παράβαση της αρχής της καλής πίστης από τη διοίκηση. Υποστηρίζει ότι αφού η Δημοκρατία και οι αρχές της τον αντιμετώπιζαν για είκοσι ολόκληρα χρόνια ως Κύπριο υπήκοο και του εξέδωσαν εκλογικό βιβλιάριο με το οποίο ασκούσε το εκλογικό του δικαίωμα, δημιουργήθηκε μία ευνοϊκή γι΄αυτόν κατάσταση. Η ανάκληση του προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά, χωρίς μάλιστα να του έχει χρονικά αφεθεί και οποιοδήποτε περιθώριο αντίδρασης.
Και το πιο πάνω επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι η χρηστή διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του. Όμως, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη ισχύει μόνο στις περιπτώσεις άσκησης διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να εφαρμόσει το νόμο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Jumbo Investment Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2395,
Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27.
Προσφυγή.
Μ. Κυπριανού, για τον Αιτητή.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 16.11.2001, σύμφωνα με την οποία ακυρώθηκε το εκλογικό του βιβλιάριο και το όνομά του διαγράφηκε από τον εκλογικό κατάλογο.
Ο αιτητής στις 15.11.2001, ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων για τις δημοτικές εκλογές που θα διενεργούνταν στις 16.12.2001, υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του Δημάρχου Πάφου. Εναντίον της υποψηφιότητάς του υποβλήθηκε ένσταση η οποία υποστήριζε ότι δεν είναι Κύπριος υπήκοος. Αποδείκτηκε ότι, άνκαι ήταν εγγεγραμμένος στο μόνιμο εκλογικό κατάλογο και ήταν κάτοχος εκλογικού βιβλιαρίου, δεν κατείχε την κυπριακή υπηκοότητα.
Ο αιτητής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Λεύκας, στις 2.2.1940 και μετανάστευσε στη Μεγάλη Βρεττανία τον Αύγουστο του 1953. Κατά την ημέρα ανακήρυξης της Δημοκρατίας ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.
Στην ταυτότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας που εξασφάλισε το 1979 αναγραφόταν ως υπηκοότητά του η βρεττανική. Την 1.11.2001 όταν ο αιτητής αποτάθηκε για έκδοση νέας ταυτότητας, δήλωσε ότι ήταν Βρεττανός υπήκοος.
Ο αιτητής δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί όταν, στα πλαίσια εξέτασης της ένστασης, κλήθηκε να παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο που κατείχε με το οποίο να αποδείκνυε ότι ήταν υπήκοος της Δημοκρατίας.
Έρευνα κατά πόσο ο αιτητής είναι Κύπριος υπήκοος που διενήργησε και το Υπουργείο Εσωτερικών στο Αρχείο του Τμήματος Μετανάστευσης, επιβεβαίωσε τη βρεττανική του υπηκοότητα.
Ηγέρθηκαν τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Κατ΄αρχήν υποστηρίκτηκε ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά του ορθού οργάνου και δη του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση. Το ελάττωμα διορθώθηκε με τροποποίηση που εγκρίθηκε στις 28.5.2002, σύμφωνα με την οποία προστέθηκε στον τίτλο και η Κεντρική Υπηρεσία Εκλογών.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ακόμα ότι η επιστολή εναντίον της οποίας στρέφεται ο αιτητής είναι πληροφοριακού χαρακτήρα με αποτέλεσμα η προσφυγή να είναι απαράδεκτη. Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση δεν ανέπτυξε σχετικά οποιαδήποτε επιχειρηματολογία και συνεπώς θεωρώ ότι η ένσταση έχει εγκαταλειφθεί. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί ότι ούτε και ο δικηγόρος του αιτητή ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη ένσταση.
Τέλος, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο αιτητής αφού δεν έχει την κυπριακή υπηκοότητα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη διαγραφή του από τον εκλογικό κατάλογο.
Η ένσταση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο και κάτοχος εκλογικού βιβλιαρίου. Είχε το δικαίωμα να ψηφίζει στις διάφορες εκλογές. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει μεταβάλει τη νομική του κατάσταση, του έχει στερήσει δικαιώματα και συνεπώς έχει έννομο συμφέρον.
Βασιζόμενος σε μια όχι και τόσο πρόσφατη νομολογία, ο αιτητής φαίνεται να υποστηρίζει ότι ανάκληση ακόμα και παράνομης διοικητικής πράξης δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, εκτός βέβαια υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Υποστηρίζει ακόμα, ότι με βάση την αρχή του estoppel η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις δικές της παραλείψεις, να αγνοεί μιαν ευνοϊκή για το διοικούμενο πραγματική κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί προ πολλού και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή (βλέπε Jumbo Investment Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2395. Βλέπε ακόμα Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1977, σελ. 106).
Ανάκληση διοικητικής πράξης καλείται η εξαφάνισή της, με έκδοση νέας με την οποία η προγενέστερη θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα (Μ. Δένδια, Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Α΄, Πέμπτη έκδοση, σελ. 160).
Η ανάκληση των μη νομίμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή. Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά παράβαση νόμου, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα. Παράνομη θεωρείται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 201).
Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε εφ' όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου (Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27).
Ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι του αφαιρέθηκε η κυπριακή υπηκοότητα. Αντίθετα, φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ουδέποτε έγινε υπήκοος της Δημοκρατίας. Απλώς παραπονείται ότι του αφαιρέθηκε ένα δικαίωμα το οποίο είχε για πολλά χρόνια και το οποίο άσκησε επανειλημμένα στο παρελθόν.
Το εκλογικό δικαίωμα είναι δικαίωμα που απορρέει από την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα προσόντα του εκλογέως, ένα από τα οποία και η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, προνοούνται από το Σύνταγμα (βλέπε Άρθρα 63 και 64).
Αναμφίβολα το θέμα είναι δημόσιου συμφέροντος. Τα προσόντα του εκλογέως και η παροχή του δικαιώματός του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αναφέρονται περιοριστικά στο Σύνταγμα. Δεν είναι δυνατόν διοικητική πράξη να παρέχει δικαιώματα κατά παράβαση του Συντάγματος. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης, για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Όπως επισημαίνει και ο Π. Δ. Δαγτόγλου, στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, σελ. 314:
«Και όταν ακόμα δεν συντρέχει δόλος του ιδιώτη, η παράνομη ευμενής πράξη μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, αν τούτο επιβάλλεται από λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, όπως π.χ. της αντιθέσεως της πραγματικής καταστάσεως σε κανόνες δημόσιας τάξεως, κανόνες δηλαδή, κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποσκοπούν την προάσπιση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος.»
Ο αιτητής εγείρει ακόμα, όπως είδαμε και προηγουμένως, την αρχή του estoppel και την παράβαση της αρχής της καλής πίστης από τη διοίκηση.
Υποστηρίζει ότι αφού η Δημοκρατία και οι αρχές της τον αντιμετώπιζαν για είκοσι ολόκληρα χρόνια ως Κύπριο υπήκοο και του εξέδωσαν εκλογικό βιβλιάριο με το οποίο ασκούσε το εκλογικό του δικαίωμα, δημιουργήθηκε μία ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση. Η ανάκληση του προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά, χωρίς μάλιστα να του έχει χρονικά αφεθεί και οποιοδήποτε περιθώριο αντίδρασης.
Και το πιο πάνω επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι η χρηστή διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του. Όμως, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη ισχύει μόνο στις περιπτώσεις άσκησης διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, όπως είχαμε στην παρούσα περίπτωση, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να εφαρμόσει το νόμο (Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 176 και 177, παραγρ. 391, 392).
Εν όψει των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.