ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 328
22 Απριλίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΣΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 219/2000)
Έννομο Συμφέρον ― Υποψηφίου για διορισμό, ο οποίος αποκλείστηκε ως μη προσοντούχος ― Έχει έννομο συμφέρον, εφόσον θέτει ως επίδικο θέμα το παράνομο του αποκλεισμού του ― Το συμφέρον του εκτείνεται τόσο στην προσβολή του αποκλεισμού του, όσο και στην προσβολή της τελικής επιλογής του διοικητικού οργάνου.
Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ― Υπάλληλοι - Διορισμοί ― Προσόντα ― Ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, ανήκει στο διορίζων όργανο ― Εύλογη η απόφαση πως, στην απουσία στο σχέδιο υπηρεσίας, σημείωσης, που να καθιστά ισάξιο για την πλήρωση του προσόντος του πτυχίου και τον μεταπτυχιακό τίτλο στο ίδιο θέμα, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ο σχετικός Κανονισμός που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90), και πρόβλεπε κάτι τέτοιο.
Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Προσόν της «δεκαετούς διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής σε θέματα διοίκησης προσωπικού ή/και εργατικών σχέσεων» ― Έρευνα περί την κατοχή του προσόντος μετά από ακυρωτική απόφαση ― Αρμόδιο όργανο για περιγραφή των καθηκόντων που ασκήθηκαν, ο Διευθυντής του διοικητικού οργάνου στο οποίο υπηρέτησε ο υποψήφιος ― Εύλογη η απόφαση υπό τις περιστάσεις που λήφθηκαν υπόψη.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά του κατ' επανεξέταση, μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση, διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην παρούσα υπόθεση, η κρίση του διοικητικού οργάνου αμφισβητείται έντονα. Δεν είναι η περίπτωση που η έλλειψη προσόντων του αιτητή διαπιστώνεται από μια πρώτη ματιά. Δεν γίνεται δεκτό επίσης ότι ένας αιτητής μπορεί να πλήξει τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του, χωρίς να μπορεί να στραφεί και κατά της τελικής επιλογής του οργάνου. Υφίσταται εν προκειμένω νομιμοποιητικός λόγος για την έγερση προσφυγής.
2. Η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, που περιλαμβάνει και την εκτίμηση κατά πόσο υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από αυτά στοιχεία, ανήκει στο διορίζον όργανο. Η δικαστική παρέμβαση περιορίζεται σε εξειδικευμένους λόγους όπως,, λ.χ., η πλάνη.
Επομένως αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αν η ερμηνεία που έδωσε ο Θ.Ο.Κ. ήταν εύλογη, χωρίς να υποκατασταθεί την κρίση του οργάνου. Ήταν δεδομένο ότι υπήρχαν οι περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1995, που εξίσωναν το μεταπτυχιακό με το πρώτο πτυχίο. Όμως αυτοί οι κανονισμοί δεν μπορούσαν να έχουν καθολική εφαρμογή και να κάλυπταν και τον καθ' ου η αίτηση Οργανισμό, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο διέπεται από δική του νομοθεσία και κανονισμούς. Οι παραπάνω κανονισμοί δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής, αφού αφορούσαν τη δημόσια υπηρεσία και εκδόθηκαν με βάση σχετική εξουσιοδοτική ρήτρα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, η δε πρόνοια περιλήφθηκε ρητά στα μεταγενέστερα σχέδια υπηρεσίας. Περαιτέρω, αν ο νομοθέτης ήθελε να εισάξει αυτή την πρόνοια θα αναφερόταν ρητά σ' αυτήν στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης. που είναι μεταγενέστερο των εν λόγω κανονισμών, αφού εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 28/5/97 με την υπ' αρ. 46.094 απόφασή του.
Η ερμηνεία που έδωσε το διοικητικό όργανο ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσοντούχος. Ενόψει του συμπεράσματος, παρέλκει η εξέταση του άλλου λόγου που αναπτύχθηκε διά μακρών, ότι δε διενεργήθηκε δέουσα έρευνα σε σχέση με την πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, προσόν προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο ο Οργανισμός έκρινε πως ο αιτητής δεν κατείχε.
3. Ο Θ.Ο.Κ. στα πλαίσια επανεξέτασης εν προκειμένω ζήτησε από το Διευθυντή της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου να τον πληροφορήσει αναφορικά με το είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το ε.μ. και το εύρος της διοικητικής του πείρας. Ο διευθυντής απάντησε με επιστολή ημερ. 17/9/99, περιγράφοντας λεπτομερειακά τη διοικητική δράση και εμπειρία του ε.μ. Αναμφίβολα ο Διευθυντής ήταν το αρμοδιότερο πρόσωπο προς διαλεύκανση του θέματος. Ούτε έγινε εισήγηση ότι υπήρχε άλλη πηγή πληροφόρησης, η οποία και αγνοήθηκε ή δε διερευνήθηκε.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, αλλά προβαίνει μόνο σε έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η επιστολή του Διευθυντή είναι μεν μεταγενέστερη, όμως αναφέρεται στο εύρος της υπηρεσίας και της πείρας του ε.μ. κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξάλλου η ενέργεια του Δ.Σ. είχε ως βάση τους κανόνες επανεξέτασης και εντάσσεται στη διαδικασία της. Η μακρά υπηρεσία του ε.μ. ως διοικητικού λειτουργού και τα καθήκοντα, ως περιγράφονται από το Διευθυντή, εύλογα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διοικητική πείρα, ικανοποιούσα το σχέδιο υπηρεσίας.
Δεν χρειάζεται να εξεταστεί η αιτιολογία για την επιλογή του ε.μ., θέμα που έθιξε ο αιτητής, παρόλο που είναι φανερό πως η επίδικη απόφαση ικανοποιεί την προϋπόθεση αυτή της νομολογίας. Ούτε οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης, που αφορούν ιδιαίτερη σύγκριση του αιτητή με το ε.μ.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127,
Νικολακάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής (2000) 4 Α.Α.Δ. 264,
Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228,
Μιλτιάδους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,
Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128,
Σαββίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410.
Προσφυγή.
Αλ. Λυκούργου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τον Αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του καθού η αίτηση Οργανισμού (στο εξής ο Οργανισμός ή ο Θ.Ο.Κ.) ημερ. 11/1/2000. Με αυτή διόρισε αναδρομικά, μετά από επανεξέταση το ενδιαφερόμενο μέρος (ε.μ.) Ανδρέα Γαβριηλίδη στη μόνιμη θέση του Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού, για την οποία και ο αιτητής ήταν υποψήφιος. Η θέση κατατάσσεται στις θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Ο αιτητής πέτυχε ακύρωση του πρώτου διορισμού του ε.μ. στην ίδια θέση με την (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 1012, για τους εξής λόγους: (α) ότι τα στοιχεία, στα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ. ή Συμβούλιο) βάσισε την κρίση του, ότι το ε.μ. διέθετε την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας πείρα καθώς και τη γνώση των εργατικών σχέσεων, ήταν ανεπαρκή και έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης, (β) η εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση διοικητικού λειτουργού που κατείχε το ε.μ. στην Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου (Ε.Σ.Κ.) δεν μπορούσε να σημαίνει, αφεαυτής, κατοχή της (δεκαετούς) διοικητικής πείρας, και (γ) δε φάνηκε ότι έγινε δέουσα έρευνα σε σχέση με το εν λόγω προσόν. Το μόνο που υπήρχε ενώπιον του Δ.Σ. του Οργανισμού ήταν οι χειρόγραφες αναφορές του ε.μ. στην αίτηση του για πρόσληψη. Δεν έγινε άλλη έρευνα. Η δε πιστοποίηση από το διευθυντή της Ε.Σ.Κ. ημερ. 12/12/97 δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική.
Οι παραπάνω ασάφειες ώθησαν τον Οργανισμό να ζητήσει (επιστολή της 15/9/99) από το Διευθυντή της Ε.Σ.Κ. αναλυτική αναφορά για τα καθήκοντα του ε.μ. ως διοικητικού λειτουργού, πράγμα που έπραξε (βλ. επιστολή ημερ. 17/9/99). Ας σημειωθεί ότι κατά την επανεξέταση κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος. Συγκεκριμένα δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας για κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή άλλου τίτλου ή ισότιμου προσόντος, σε ένα τουλάχιστο από τα θέματα που απαριθμούσε, και για την πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ο Θ.Ο.Κ. πήρε, εντέλει, την απόφαση που είναι τώρα αντικείμενο της προσφυγής.
Προβλήθηκε, τόσο από το δικηγόρο του Οργανισμού όσο και τη δικηγόρο του ε.μ., προδικαστική ένσταση. Αφορούσε τη νομιμοποίηση του αιτητή να προσβάλει το διορισμό, αφού δικαιολογημένα, όπως ισχυρίστηκαν, ο Θ.Ο.Κ. έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα προσόντα. Η ουσία της ένστασης του ε.μ. είναι ότι ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας του όχι όμως και την επιλογή του, ακριβώς γιατί δεν ήταν προσοντούχος. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι αναγνωρίζεται ηθικό έννομο συμφέρον προς προσβολή της πράξης, όταν αμφισβητείται η κατοχή των προσόντων του ε.μ., αλλά τούτο ισχύει μόνο για περιπτώσεις προαγωγής. Η παρούσα είναι περίπτωση πρώτου διορισμού.
Η προκείμενη περίπτωση διέπεται πιστεύω από την Δαυίδ Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, που ακολουθήθηκε σταθερά έκτοτε:
«Από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, η οποία και καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δε χάνει το έννομο του συμφέρον να επιδιώξει αναθεώρηση της. Βλέπε Παντελής Αντωνίου Παντελή ν Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020, στην οποία υιοθετείται το σκεπτικό των αποφάσεων του Σ.τ.Ε. 19, 86, 3028 και 4311/88 στις οποίες ουσιαστικά επιλύθηκε όμοιο θέμα:
«.....................η διαπίστωση της συνδρομής των τυπικών προσόντων στο πρόσωπο του αιτούντος μπορεί να γίνει και αυτεπάγγελτα από τον ακυρωτικό δικαστή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η συνδρομή αυτή προκύπτει αποκλειστικά από μία υφιστάμενη ήδη νομική κατάσταση ή βεβαιώνεται με ορισμένο δημόσιο ή άλλο έγγραφο και δεν συνάγεται από ουσιαστική εκτίμηση πραγματικών περιστατικών την οποία κατά νόμο ενεργεί η διοίκηση, προκειμένου να αξιολογήσει μίαν ιδιότητα, ικανότητα ή σχέση κ.λ.π. που επιτρέπει τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου στη διαδικασία του διορισμού».
Και στην παρούσα υπόθεση, η κρίση του διοικητικού οργάνου αμφισβητείται έντονα. Δεν είναι η περίπτωση που η έλλειψη προσόντων διαπιστώνεται από μια πρώτη ματιά. Δεν δέχομαι επίσης ότι ένας αιτητής μπορεί να πλήξει τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας του χωρίς να μπορεί να στραφεί και κατά της τελικής επιλογής του οργάνου. Η θέση αυτή υποστηρίζεται έμμεσα από την απόφαση Αλεξάνδρα Νικολακάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής (2000) 4 Α.Α.Δ. 264. Καταλήγω, απορρίπτοντας τις ενστάσεις, ότι υφίσταται νομιμοποιητικός λόγος για την έγερση προσφυγής. Θα πρόσθετα ότι το έννομο συμφέρον δεν διαχωρίζεται με τον τρόπο που εισηγήθηκε η κα Καλλίγερου, ούτε η νομολογία την οποία επικαλείται υποστηρίζει την πρόταση της.
Ο αιτητής είναι κάτοχος του Diploma in Labour Studies (University of Westminster, U.K.) και δύο άλλων τίτλων (α) MA in Manpower Studies, University of Westminster U.K. και (β) M.Sc in Training, University of Leicester, U.K. Ωστόσο δε θεωρήθηκε προσοντούχος ενόψει του ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε πανεπιστημιακό τίτλο ή δίπλωμα ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστο από τα θέματα που καθορίζει και αποκλείσθηκε. Το diploma του δεν ικανοποιούσε, κατά την επίδικη απόφαση, την πρόνοια αυτή.
Είναι βολικό στο σημείο αυτό να παραθέσουμε την ίδια την απόφαση που φανερώνει την προσέγγιση του Συμβουλίου του Οργανισμού:
«Από την εξ υπαρχής έρευνα προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κ. Α. Ασσιώτης δεν κάλυπτε το (1) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας διότι δεν κατείχε το πρώτο καταληκτικό Πανεπιστημιακό Πτυχίο ή Τίτλο. Το Diploma in Business Studies που απέκτησε κατόπιν διετούς φοίτησης (1977-1979) στο University of Westminster δεν μπορεί να θεωρηθεί ισότιμο με τους τίτλους Β.Α. ή Β.Sc που αποκτούνται κατόπιν τριετούς ή τετραετούς φοιτήσεως. (βλ. επιστολή κ. Τρ. Πνευματικού, Λειτουργού στο Τμήμα Ανωτέρας και Ανωτάτης Εκπαίδευσης Υ.Π.Π. 422/1968/94 ημερ. 20/9/99, παράγραφοι (i), (ii), (iii), (iv) και (v) σελ. 3 και 4).»
Το Συμβούλιο θεώρησε ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος Μ.Α. του αιτητή δεν μπορούσε να αναπληρώσει την έλλειψη του πρώτου απαιτούμενου πανεπιστημιακού διπλώματος, όπως φαίνεται να εισηγήθηκαν οι δικηγόροι που ενεργούσαν για τον αιτητή. Παραθέτω τις εξηγήσεις και τους λόγους του Συμβουλίου που προκύπτουν από το πρακτικό:
«Όσον αφορά στο μεταπτυχιακό τίτλο Μ.Α. in Manpower Studies που κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κ. Ασσιώτης κατείχε και στον Κανονισμό του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2975 της 19ης Μαίου, 1995) ότι ο «όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο» φρονούμε ότι δε μπορεί να ισχύσει στην υπόθεση που εξετάζουμε διότι ο κανονισμός δεν αναφέρεται ρητώς στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης (βλ. επιστολή κας Αγνής Ευσταθίου-Νικολετοπούλου ημερ. 20/9/99) όπως συμβαίνει με τα Σχέδια Υπηρεσίας στη Δημόσια Υπηρεσία. (βλ. επιστολή κας Λυκούργου ημερ. 27/9/99 και Σχέδιο Υπηρεσίας Διοικητικού Λειτουργού από Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 21/8/98 που επισυνάπτεται στην πιο πάνω επιστολή της κας Λυκούργου). Άλλωστε το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο ενέκρινε το Σχέδιο Υπηρεσίας του Οργανισμού (Απόφαση αρ. 46.094 της 28.5.97) δεν περιέλαβε το περιεχόμενο του εν λόγω Κανονισμού. Ενόψει των πιο πάνω στηρίζουμε την απόφαση μας στη γνώμη του κ. Τρ. Πνευματικού, Λειτουργού στο Τμήμα Ανωτέρας και Ανωτάτης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού όπως αυτή διατυπώνεται στις επιστολές του προς τον Οργανισμό Υ.Π.Π. 422/1968/Ε-45 ημερ. 3/11/98 Παρ. 3 και Υ.Π.Π. 422/1968/94 ημερ. 20.10.98 παρ. (iii), (iv) και (v)."
O πρώτος λόγος ακυρότητας αφορά τον αποκλεισμό του αιτητή επειδή θεωρήθηκε ότι δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Έχω υπόψη μου όλα τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα. Δε θα τα παραθέσω. Η θεώρηση του δικαστηρίου που θα ακολουθήσει, όπως και το πρακτικό που παρέθεσα, τα αντανακλούν. Εν πάση περιπτώσει ένα κύριο επιχείρημα είναι ότι τα δύο πτυχία του αιτητή (M.A. και M.Sc.) ισοδυναμούν με πρώτα πτυχία. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε στους περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς 1995 ημερ. 19/5/95, στους οποίους υπάρχει Σημείωση ότι «ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.»
Παρατηρώ ότι ο Θ.Ο.Κ. διεξήγαγε εξυπαρχής έρευνα σε σχέση με τα προσόντα των υποψηφίων. Γιαυτό και αποτάθηκε στο Υπουργείο Παιδείας για να εκφέρει άποψη για το επίπεδο των πτυχίων. Την απάντηση έδωσε ο λειτουργός του Υπουργείου κ. Τρ. Πνευματικός εκ μέρους του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης (βλ. επιστολή της 22/10/99). Αφού διευκρινίζει ότι η γνώμη του Υπουργείου είναι συμβουλευτική και ότι οριστικές λύσεις σε τέτοια θέματα θα μπορούσε να δώσει το Κ.Υ.Σ.Α.Τ.Σ. (το οποίο όμως δεν είχε τότε αρχίσει τη λειτουργία του) και αφού ανέφερε λεπτομερώς τι εξετάζει προτού γνωμοδοτήσει κατέληξε ως εξής:
«Συνοπτικά εκτιμούμε ότι η απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σε ένα τομέα, χωρίς αυτή να στηρίζεται σε αναγνωρισμένο πρώτο καταληκτικό τίτλο, δεν υποκαθιστά ούτε στο επίπεδο ούτε στο περιεχόμενο τη γνώση, την κατάρτιση και την εκπαίδευση που παρέχεται στο τετραετές πρόγραμμα βασικής εκπαίδευσης που οδηγεί στον πρώτο καταληκτικό τίτλο.»
Προηγουμένως, ο αιτητής με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 30/3/99 προς το Υπουργείο (για τον κ. Πνευματικό) ζήτησε αξιολόγηση των προσόντων του ενόψει της εκκρεμούσης διαδικασίας για την πλήρωση της θέσης. Η απάντηση παραπέμπει απλώς στην παραπάνω Σημείωση. Είμαι όμως βέβαιος ότι ο κ. Πνευματικός δεν εξέφρασε άποψη κατά πόσο τα μεταπτυχιακά του αιτητή μπορούσαν να καλύψουν τις απαιτήσεις του σχεδίου Υπηρεσίας. Δεν τίθεται θέμα παρερμηνείας της επιστολής, το οποίο έθεσε η κα Λυκούργου.
Αποτελεί κοινοτοπία πλέον ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, που περιλαμβάνει και την εκτίμηση κατά πόσο υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από αυτά στοιχεία, ανήκει στο διορίζον όργανο. Η δικαστική παρέμβαση περιορίζεται σε εξειδικευμένους λόγους όπως, λ.χ., η πλάνη βλ. Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228 ή ότι η απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή: βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318. Σημειώνω ακόμη την υπόθεση Κ.Ο.Τ. ν. Λοΐζου Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128, στην οποία αποφασίστηκε ότι το μεταπτυχιακό προσόν δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου που ζητούσε το σχέδιο υπηρεσίας.
Επομένως αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αν η ερμηνεία που έδωσε ο Θ.Ο.Κ. ήταν εύλογη, χωρίς να υποκαταστήσουμε την κρίση του οργάνου. Ήταν δεδομένο ότι υπήρχαν οι παραπάνω Κανονισμοί του 1995, που εξίσωναν το μεταπτυχιακό με το πρώτο πτυχίο. Όμως αυτοί οι κανονισμοί δεν μπορούσαν να έχουν καθολική εφαρμογή και να κάλυπταν και τον Οργανισμό, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο διέπεται από δική του νομοθεσία και κανονισμούς. Οι παραπάνω κανονισμοί δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής, αφού αφορούσαν τη δημόσια υπηρεσία και εκδόθηκαν με βάση σχετική εξουσιοδοτική ρήτρα του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, η δέ πρόνοια περιλήφθηκε ρητά στα μεταγενέστερα σχέδια υπηρεσίας. Περαιτέρω, αν ο νομοθέτης ήθελε να εισάξει αυτή την πρόνοια θα αναφερόταν ρητά σ' αυτήν στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης. που είναι μεταγενέστερο των εν λόγω κανονισμών, αφού εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 28/5/97 με την υπ' αρ. 46.094 απόφαση του.
Καταλήγω στο σημείο αυτό ότι η ερμηνεία που έδωσε το διοικητικό όργανο ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσοντούχος. Ενόψει του συμπεράσματος, παρέλκει η εξέταση του άλλου λόγου που αναπτύχθηκε διά μακρών ότι δε διενεργήθηκε δέουσα έρευνα σε σχέση με την πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, προσόν προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο ο Οργανισμός έκρινε πως ο αιτητής δεν κατείχε.
Ο επόμενος λόγος ακύρωσης, που έχει σειρά, αφορά τη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα του ε.μ. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε προσοντούχος το ε.μ. Δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Η έρευνα ήταν ελλιπής και κακόπιστη. Βασίστηκε στις αναφορές του ιδίου και σε μεταγενέστερη επιστολή του Διευθυντή της Ε.Σ.Κ. Δεν τεκμαίρεται από τα καθήκοντα που εκτελούσε ότι ήταν όντως διοικητικά καθήκοντα. Παρά τη μακρόχρονη (20ετή) υπηρεσία του δεν ασκούσε τέτοια καθήκοντα. Αυτοί είναι σε συντομία οι ισχυρισμοί του αιτητή:
Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα των οποίων αμφισβητείται η κατοχή είναι η:
«2. Δεκαετής τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο σε θέματα διοίκησης προσωπικού ή/και εργατικών σχέσεων.
3. Πολύ καλή γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες του Οργανισμού νομοθεσίας, των εργατικών σχέσεων και των θεμάτων ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στην Κύπρο.»
Το ε.μ. όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο εργάσθηκε ως Διοικητικός Λειτουργός στην Επιτροπή Σιτηρών από το Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι Μάρτιο 1998. Από το σχέδιο υπηρεσίας του διοικητικού λειτουργού στην Ε.Σ.Κ. φαίνεται πως τα καθήκοντα του ήταν να:
«(α) Βοηθεί τον Διευθυντήν εις την οργάνωσιν των Γραφείων της Επιτροπής Σιτηρών.
(β) Υπεύθυνος διά την διεξαγωγήν της διοικητικής εργασίας της επιτροπής (και εποπτείαν του γραφειακού προσωπικού).
�
(γ) Συντονίζει την εργασίαν των διαφόρων τμημάτων.
(δ) Παρακολουθεί την εσωτερικήν και διεθνή αγοράν των σιτηρών διεξάγει μελέτας και έρευνας και υποβάλλει σχετικά εκθέσεις.
(ε) Εκτελεί καθήκοντα γραμματέως της Επιτροπής και διεξάγει την συνεπαγόμενην αλληλογραφίαν.
(στ) Εκτελεί οιαδήποτε άλλα καθήκοντα τα οποία ήθελον ανατεθεί εις αυτόν υπό του Διευθυντού.»
Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προνοεί για τα ακόλουθα καθήκοντα:
«(1) Βοηθεί το Διευθυντή στον προγραμματισμό, οργάνωση, διοίκηση και εύρυθμη λειτουργία του Οργανισμού, καθώς και στη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολιτικής στα θέματα διοίκησης προσωπικού.
Υπεύθυνος για:
(α) την οργάνωση, διοίκηση, συντονισμό και έλεγχο της εργασίας του Γραφειακού και άλλου Βοηθητικού Προσωπικού του Οργανισμού,
(β) όλα τα θέματα προσωπικού και εργατικών σχέσεων του οργανισμού,
(γ) τη διεξαγωγή της εργασίας που αφορά τις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου, περιλαμβανομένης της Γραμματείας, καθώς και την τήρηση και φύλαξη των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου.»
Ο Θ.Ο.Κ. στα πλαίσια επανεξέτασης ζήτησε από το Διευθυντή του Ε.Σ.Κ. να τον πληροφορήσει αναφορικά με το είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το ε.μ. και το εύρος της διοικητικής του πείρας. Ο διευθυντής απάντησε με επιστολή ημερ. 17/9/99, περιγράφοντας λεπτομερειακά τη διοικητική δράση και εμπειρία του ε.μ. Αναμφίβολα ο Διευθυντής ήταν το αρμοδιότερο πρόσωπο προς διαλεύκανση του θέματος. Ούτε έγινε εισήγηση ότι υπήρχε άλλη πηγή πληροφόρησης, η οποία και αγνοήθηκε ή δε διερευνήθηκε.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, αλλά προβαίνει μόνο σε έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η επιστολή του Διευθυντή είναι μεν μεταγενέστερη, όμως αναφέρεται στο εύρος της υπηρεσίας και της πείρας του ε.μ. κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξάλλου η ενέργεια του Δ.Σ. είχε ως βάση τους κανόνες επανεξέτασης και εντάσσεται στη διαδικασία της. Η μακρά υπηρεσία του ε.μ. ως διοικητικού λειτουργού και τα καθήκοντα, ως περιγράφονται από το Διευθυντή, εύλογα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διοικητική πείρα, ικανοποιούσα το σχέδιο υπηρεσίας. Επίσης θα συμφωνήσω με τον κ. Αγγελίδη ότι η πείρα αυτή δεν προκαθοριζόταν στο σχέδιο υπηρεσίας σε σχέση με αριθμό υφισταμένων (στην περίπτωση του ε.μ. ήταν 8 υπάλληλοι). Και ότι αναφορικά με το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης νομοθεσίας εργατικών θεμάτων κ.λ.π. αυτό υπέκειτο στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου και διαπιστώθηκε κατά την προφορική εξέταση.
Από τη βεβαίωση του Διευθυντή δε φαίνεται η πείρα του να περιοριζόταν στην εποπτεία γραφειακού προσωπικού. Κάλυπτε και τη διοίκηση προσωπικού και εκτεινόταν στην ανάληψη πρωτοβουλιών. Αναφορικά με την επάρκεια της έρευνας, σε όμοιο θέμα υπό όμοιες συνθήκες, η πληροφόρηση του Διευθυντή αναφορικά με τη μορφή και έκταση της πείρας υπαλλήλου θεωρήθηκε επαρκής έρευνα: βλ. Σαββίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410.
Δε χρειάζεται πιστεύω να εξεταστεί η αιτιολογία για την επιλογή του ε.μ., θέμα που έθιξε ο αιτητής, παρόλο που είναι φανερό πως η επίδικη απόφαση ικανοποιεί την προϋπόθεση αυτή της νομολογίας. Ούτε οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης, που αφορούν ιδιαίτερη σύγκριση του αιτητή με το ε.μ.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.