ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 112

31 Ιανουαρίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1159/2000)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Δεν απαιτείται αιτιολογία ― Όταν δοθεί όμως ελέγχεται η νομιμότητά της από το δικαστήριο.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αξία ― Υπεροχή σε επιμέρους στοιχεία στις βαθμολογίες, δεν αποτελεί υπεροχή σε αξία ― Σημασία έχει η γενική βαθμολογία.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Λαμβάνεται υπόψη, ιδίως όταν στα άλλα δύο κριτήρια, προσόντα και αξία, οι υποψήφιοι είναι ίσοι.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Όταν δεν προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας, έχουν οριακή σημασία ― Δεν αποδεικνύουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Δεν απαιτείται καταγραφή των πηγών ή των γνώσεων του.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία απόφασης Συμβουλίου ― Εξαρτάται η νομιμότητα της από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ― Πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα δικαστικής κρίσης ― Μπορεί να συμπληρωθεί από τους φακέλους ― Ευρεία διακριτική ευχέρεια οργάνου σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία.

Διοικητικό όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Δεν απαιτείται καταγραφή των διαβουλεύσεων των μελών του στα πρακτικά.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Σταθμού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και ότι έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.

     Στην παρούσα υπόθεση οι σχετικοί Κανονισμοί δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4) της Κ.Δ.Π. 281/96 δεν απαιτείται η αιτιολόγηση της σύστασης.

     Είναι καλά γνωστή νομολογιακή αρχή ότι η σύσταση του Προϊσταμένου, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι Κανονισμοί επιτρέπουν την αναιτιολόγητη σύσταση, ελέγχεται από το Δικαστήριο εάν σ' αυτή δόθηκε αιτιολογία και έχουν διατυπωθεί κρίσεις για τους υποψηφίους.

     Από την ανάγνωση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή συνάγεται ότι σ' αυτήν περιέχονται αιτιολογία και κρίσεις για τους υποψηφίους.  Κατά συνέπεια η σύσταση υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

2.  Η συνολική εικόνα που αναδύεται από τη μελέτη των υπηρεσιακών δεδομένων είναι ότι και οι δύο είναι ισάξιοι.  Όπως έχει τονισθεί νομολογιακά η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολόγηση και όχι με τα επί μέρους στοιχεία της.  Οριακή διαφορά σε επί μέρους στοιχεία σε διάρκεια χρόνου 7 ετών, δεν υποδεικνύει ότι ο ένας υποψήφιος είναι υπέρτερος από τον άλλο.

     Ως προς τα προσόντα τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχουν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα.  Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει επιπρόσθετο προσόν, Diploma in Engineering Management, που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα.  Το πρόσθετο αυτό προσόν του αιτητή, σύμφωνα με τη νομολογία, έχει οριακή σημασία και κατ' ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθεί ότι δίδει στον κάτοχο της έκδηλη υπεροχή έναντι άλλων.

3.      Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην παρούσα υπόθεση προβάλλει σε σύγκριση με τον αιτητή ως μοναδικό στοιχείο αυτό της αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους.  Νοουμένου ότι οι αιτιάσεις του αιτητή ότι υπερέχει καταφανώς του ενδιαφερόμενου μέρους στα στοιχεία της αξίας και των προσόντων δεν ευσταθούν, έπεται ότι η σύσταση είναι αιτιολογημένη και δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.

4.  Δεν απαιτείται η καταγραφή των πηγών ή των γνώσεων του από τον Προϊστάμενο που προβαίνει στη σύσταση.

5.  Προβάλλει ακόμα ο αιτητής ότι η τελική απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη.  Το κατά πόσο μια διοικητική απόφαση είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της.  Στην παρούσα υπόθεση η Αρχή έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, την πείρα, αξία, ικανότητα και αρχαιότητα των υποψηφίων, τα προσόντα, τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

     Η επίδικη απόφαση παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.  Περαιτέρω η αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

6.  Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι δεν κατεγράφησαν στα πρακτικά οι απόψεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.  Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση καταγραφής τέτοιων διαβουλεύσεων στα πρακτικά.  Το παράπονο αυτό είναι αβάσιμο.

7.  Επιπρόσθετα σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτατη.

     Η επίδικη απόφαση ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.  Εξάλλου ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Φιλίππου ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 181/98, ημερ. 4.8.1999,

Γιαλλουρίδης ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1912,

Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213,

Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106,

Hadjigeorgiou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 35,

Cleanthous v. Republic (1978) 3 C.L.R. 320,

Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405,

Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 160/97, ημερ. 9.10.2000,

Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480,

Χριστοφή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 867,

Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669,

Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 47.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Καθ΄ης η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στις 22.6.2000 και με την οποίαν προήγαγεν τον Χρυσόστομο Χάννα στη θέση Διευθυντή Σταθμού, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Βασιλικού από 1.7.00 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Στις 18.5.2000 η καθ΄ης η αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού (εν τοις εφεξοίς η Αρχή) κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενών θέσεων μεταξύ των οποίων μια θέση Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού στην Κλίμακα Κ.15.  Η θέση είναι θέση προαγωγής.  Μεταξύ των υποψηφίων ήσαν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για θέματα προσωπικού κατά τη συνεδρία της στις 13.6.2000 επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης της θέσης και αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σε συνεδρία της στις 21.6.2000, αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα στοιχεία και αφού άκουσε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ο βασικός λόγος που προβάλλει ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης σχετίζεται με το ζήτημα της αιτιολογίας της σύστασης του Γενικού Διευθυντή η οποία λήφθηκε υπόψη από την Αρχή για την έκδοση της επίδικης απόφασης.

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και ότι έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.

Στην παρούσα υπόθεση οι σχετικοί Κανονισμοί δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4) της Κ.Δ.Π. 281/96 δεν απαιτείται η αιτιολόγηση της σύστασης (Βλέπε: Αναστάση Φιλίππου ν. Α.Η.Κ., Υπόθεση αρ. 181/98, ημερ. 4.8.1999 και Μιχαήλ Γιαλλουρίδης ν. Α.Η.Κ. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1912).

Θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω ολόκληρο το κείμενο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή που έχει ως εξής:-

«Γνωρίζω προσωπικά τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για προαγωγή στη θέση του Διευθυντή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού, Κλίμακα Α15, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού. Μελέτησα προσεκτικά τους προσωπικούς τους φακέλους και τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, αλλά έχω και άμεση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στην Αρχή.

Αφού διεξήγαγα τη δική μου ενδελεχή έρευνα με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι όλοι οι υποψήφιοι διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και πληρούν τις  προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.

Με βάση τα στοιχεία αυτά και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, τις ικανότητες και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων σ΄ αυτήν, καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, δηλαδή την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης την επίδοση τους στην υπηρεσία, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) των περί ΑΗΚ (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, συστήνω ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή τον 84105 Χάννα Α. Χρυσόστομο.

Σ' ότι αφορά τον υποψήφιο 86056 Παπαδόπουλο Μ. Ανδρέα ο οποίος, σε σύγκριση με τον 84104 Χάννα Α. Χρυσόστομο, προηγείται σε αρχαιότητα στην Αρχή, αναφέρω ότι, τον έχω ήδη συστήσει στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Παραγωγής, Κλίμακα Α15, κατά τη διάρκεια της παρούσας συνεδρίας.

Συστήνοντας τον 84105 Χάννα Α. Χρυσόστομο έλαβα υπόψη μου ότι ο 89445 Κόσσιφος Χρ. Ανδρέας, προηγείται σε αρχαιότητα στην Αρχή, εντούτοις η υπεροχή του αυτή σε αρχαιότητα έναντι του 84105 Χάννα Α. Χρυσόστομου, δεν είναι τέτοια που να αλλοιώνει τη σύσταση μου καθ' ότι, αντισταθμίζεται από τη γενική υπεροχή σε αξία, απόδοση και επίδοση του 84105 Χάννα Α. Χρυσόστομου έναντι του 89445 Κόσσιφου Χρ. Ανδρέα, στην υπηρεσία, όπως αυτή αναδύεται από τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης στο σύνολό τους.

Συγκρίνοντας τον 84105 Χάννα Α. Χρυσόστομο με τους υπόλοιπους προσοντούχους υποψηφίους παρατηρώ ότι προηγείται έναντι τους σε αρχαιότητα στην Αρχή.»

Είναι καλά γνωστή νομολογιακή αρχή ότι η σύσταση του Προϊσταμένου, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι Κανονισμοί επιτρέπουν την αναιτιολόγητη σύσταση, ελέγχεται από το Δικαστήριο εάν σ' αυτή δόθηκε αιτιολογία και έχουν διατυπωθεί κρίσεις για τους υποψηφίους.

Από την ανάγνωση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή συνάγεται ότι σ' αυτήν περιέχονται αιτιολογία και κρίσεις για τους υποψηφίους. Κατά συνέπεια η σύσταση υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

Είναι γεγονός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι σύντομη και γενική.  Προβαίνει σε ονομαστική σύγκριση του ενδιαφερομένου μέρους και δύο άλλων υποψηφίων και όχι του αιτητή.  Οι δύο αυτές συγκρίσεις δεν μπορούν να ελεγχθούν διότι είναι εκτός της εμβέλειας της παρούσας προσφυγής και δεν υπάρχουν εξ' άλλου τα στοιχεία στους φακέλους.  Ειδική σημασία πρέπει να δοθεί στην τελευταία παράγραφο της σύστασης που αναφέρεται έμμεσα στον αιτητή, ότι προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος για προαγωγή λόγω της αρχαιότητας του προς τον αιτητή.  Αυτή είναι και η μόνη αιτιολογία που δίδεται στη σύσταση.

Είναι παραδεκτό γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα, στην αμέσως προηγούμενη θέση, κατά δύο χρόνια και δύο μήνες από τον αιτητή.

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο ίδιος υπερέχει σε αξία και σε προσόντα και γι' αυτό το λόγο η σύσταση δεν είναι αιτιολογημένη.

Έχω μελετήσει με πάσα προσοχή τις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1993-1997 που αφορούν τόσο τον αιτητή όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η συνολική εικόνα που αναδύεται από τη μελέτη είναι ότι και οι δύο είναι ισάξιοι.  Στη διάρκεια των 7 ετών (1993-1999) υπερέχει ο αιτητής πολύ οριακά πετυχαίνοντας 29Α έναντι 25Α του ενδιαφερόμενου μέρους σε σύνολο 64 στοιχείων.  Η μηδαμινή αυτή οριακή υπεροχή του αιτητή δεν μπορεί να αλλάξει τη γενική εικόνα της ισότητας στην αξία μεταξύ τους.  Όπως έχει τονισθεί νομολογιακά η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολόγηση και όχι με τα επί μέρους στοιχεία της. (Βλέπε: Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213).  Οριακή διαφορά σε επί μέρους στοιχεία σε διάρκεια χρόνου 7 ετών δεν υποδεικνύει ότι ο ένας υποψήφιος είναι υπέρτερος από τον άλλο (Βλέπε: Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106).

Ως προς τα προσόντα τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχουν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει επιπρόσθετο προσόν, Diploma in Engineering Management που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα.  Το πρόσθετο αυτό προσόν του αιτητή, σύμφωνα με τη νομολογία, έχει οριακή σημασία και κατ' ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθεί ότι δίδει στον κάτοχο της έκδηλη υπεροχή έναντι άλλων. (Βλέπε: E. Hadjigeorgiou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 35, Cleanthous v. Republic (1978) 3 C.L.R. 320, Andrestinos Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405).

Όπως έχει λεχθεί το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει ουσιαστικά σε αρχαιότητα του αιτητή.

Ο Νικήτας, Δ. στην υπόθεση Παναγιώτας Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 160/97, ημερ. 9.10.2000 ανέφερε ότι «η αρχαιότητα δεν είναι το άπαν σε μια προαγωγή.  Ωστόσο, όπως υπαγορεύει η νομολογία, δεν παραγνωρίζεται χωρίς αποχρώντα λόγο στις περιπτώσεις ισοδυναμίας των άλλων δύο κριτηρίων.» (Βλέπε επίσης: Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480).  Κρίθηκε από τη νομολογία ότι στο στοιχείο της σύστασης του Διευθυντή μπορούσε και πρέπει να υπεισέλθει και το στοιχείο της αρχαιότηας το οποίο όπως λέχθηκε από τον Καλλή, Δ., «μπορεί να ισοζυγίζει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις ή στη δεδομένη περίπτωση και καλύτερα προσόντα.». (Βλέπε: Ελένη Χριστοφή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 867).

Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην παρούσα υπόθεση προβάλλει σε σύγκριση με τον αιτητή ως μοναδικό στοιχείο αυτό της αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους.  Νοουμένου ότι οι αιτιάσεις του αιτητή ότι υπερέχει καταφανώς του ενδιαφερόμενου μέρους στα στοιχεία της αξίας και των προσόντων δεν ευσταθούν, όπως έχω αναφέρει προηγουμένως, έχω καταλήξει ότι η σύσταση είναι αιτιολογημένη και δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων.

Ο αιτητής προβάλλει με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του επί μέρους λόγους ακύρωσης, όπως (α) ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν καταγράφει τις πηγές των γνώσεων του για τους υποψηφίους και (β) ότι ο Γενικός Διευθυντής είναι αντιφατικός στη μια σύγκριση προς ένα υποψήφιο να απορρίπτει το στοιχείο της αρχαιότητας και στην άλλη να την επικαλείται.

Ως προς το πρώτο ((α) πιο πάνω) η νομολογία έδωσε κατ' επανάληψη τη θέση της.  Δεν απαιτείται η καταγραφή των πηγών ή των γνώσεων του από τον Προϊστάμενο που προβαίνει στη σύσταση.

Ως προς το δεύτερο ((β) πιο πάνω) δεν βρίσκω αντιφατικότητα στη σύσταση.  Ρητά ο Γενικός Διευθυντής δηλώνει ότι αφίσταται από την αρχαιότητα όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος και τρίτον υποψήφιο λόγω της γενικής υπεροχής του τελευταίου σε αξία, απόδοση και επίδοση.

Προβάλλει ακόμα ο αιτητής ότι η τελική απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη.  Το κατά πόσο μια διοικητική απόφαση είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της.  Στην παρούσα υπόθεση η Αρχή έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, την πείρα, αξία, ικανότητα και αρχαιότητα των υποψηφίων, τα προσόντα, τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Κρίνω ότι η επίδικη απόφαση παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.  Περαιτέρω η αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Παραπονείται επίσης ότι δεν κατεγράφησαν στα πρακτικά οι απόψεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής. Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση καταγραφής τέτοιων διαβουλεύσεων στα πρακτικά.  Το παράπονο αυτό είναι αβάσιμο (Βλέπε: Αναστάσης Φιλίππου ν. Α.Η.Κ., Υπόθεση αρ. 181/98, ημερ. 4.8.1999).

Επιπρόσθετα σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτατη. (Βλέπε: Ανδρέας Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669 και Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 47).

Με την πιο πάνω διακριτική ευχέρεια και όσα έχουν λεχθεί νωρίτερα έχω καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Εξάλλου ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του εναιφερομένου μέρους.

Η προσφυγή ως εκ τούτου απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους.

Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο