ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 52
13 Ιανουαρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ,
(ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)
Καθ΄ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 709/2001)
Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών ― Εξέταση αίτησης για ισοτιμία προσόντων με πανεπιστημιακό τίτλο ― Ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί στοχεύουν στην πραγματική ισοτιμία των προσόντων ― Δεν αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, οι εξειδικευμένες επιστημονικές απόψεις των μελών του Συμβουλίου ― Ο ισχυρισμός ότι ο Κανονισμός 3-3(β) της ΚΔΠ 172/99 ήταν ultra vires του Νόμου, απορρίφθηκε.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του τη νομιμότητα της απόφασης του καθ' ου η αίτηση, να απορρίψει την αίτησή του για αναγνώριση του τίτλου του στη Μηχανολογία ως ισότιμου με πτυχίο Πανεπιστημίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση δεν αφορά στο κατά πόσο ο αιτητής έχει πανεπιστημιακούς τίτλους, αλλά αν το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης είναι ισότιμο και αντιστοιχεί προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Μηχανολόγου/Μηχανικού. Το Συμβούλιο ερεύνησε δηλαδή αν η ύλη που κάλυψε ο αιτητής για να του απονεμηθούν οι τίτλοι, συνεκτιμόμενοι ως προς αυτό το περιεχόμενο, μπορεί να θεωρηθούν ως ισότιμοι προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Μηχανολόγου Μηχανικού. Η επίδικη απόφαση, η οποία είναι επαρκώς αιτιολογημένη, στοχεύει ακριβώς να δείξει πως το πρόγραμμα μαθημάτων, το περιεχόμενο τους και ο τρόπος παρακολούθησης των σπουδών, μερικώς εξ αποστάσεως, από τον αιτητή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίστοιχο και ισότιμο φοίτησης και απόκτησης του τίτλου σπουδών στην ειδικότητα Μηχανολόγου/Μηχανικού. Δεν υπεισέρχεται ζήτημα Ultra Vires των Κανονισμών, μήτε και αντισυνταγματικότητας του ίδιου του Νόμου, που ακριβώς στην πραγματική ισοτιμία των προσόντων στοχεύει.
Από τα στοιχεία του φακέλου καταδεικνύεται η επαρκής έρευνα του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. που αποσκοπούσε ακριβώς στη διακρίβωση των πιο πάνω. Οι εξειδικευμένες επιστημονικές απόψεις που εκφράζονται από τα μέλη του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν μπορούν βεβαίως να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατέχει τους εξής τίτλους σπουδών: "Diploma of Technician Engineer", που του απενεμήθη από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, "Bachelor of Engineering", του πανεπιστημίου Glamorgan, Hνωμένο Βασίλειο, και "Master of Science", του πανεπιστημίου Brunel της ίδιας χώρας.
Στις 9.5.00 ο αιτητής υπέβαλε τους πιο πάνω τίτλους σπουδών για αναγνώριση και συνεκτίμηση ως πτυχίο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Μηχανολογική Μηχανική». Η σχετική αίτηση εξετάστηκε από την Επιτροπή Κρίσεως ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ (Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών) η οποία αφού αξιολόγησε τους τίτλους σπουδών του αιτητή υπέβαλε την έκθεση της στο Συμβούλιο, το οποίο απέρριψε το αίτημα. Στην κοινοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου προς τον αιτητή αναφερόταν πως αν επιθυμούσε μπορούσε να ζητήσει επανεξέταση της αίτησης του μέσα σε ένα μήνα. Ο αιτητής χρησιμοποίησε αυτή τη διαδικασία αλλά το Συμβούλιο, αφού βεβαίως αξιολόγησε τα πρόσθετα στοιχεία που στο μεταξύ είχαν παρασχεθεί από τον αιτητή, πήρε πάλιν απορριπτική απόφαση.
Με την υπό συζήτηση προσφυγή προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση. Η βασική εισήγηση που προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή είναι πως ο Κανονισμός 3 - 3(β) της ΚΔΠ 172/99, στον οποίο το Συμβούλιο αναφέρεται ως τη βάση της απόφασης του, είναι Ultra Vires του περί Αναγνώρισις Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, Ν.68(1)/96, όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν.48(1)/98. Επί του προκειμένου ο δικηγόρος ισχυρίζεται πως ο Νόμος δεν εξουσιοδοτεί τη ρύθμιση με κανονισμούς έτσι που να καλύπτεται ποσοστό, στην προκείμενη περίπτωση 2/3, των απαιτουμένων μαθημάτων ώστε να ικανοποιείται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου των μαθημάτων κορμού, του αντίστοιχου κλάδου του υπό εξέταση υποβαλλόμενου τίτλου σπουδών.
Διαφορετική είναι η άποψη της δικηγόρου της δημοκρατίας, η οποία κάνει αναφορά στο άρθρο 15(1)(2) του Νόμου με το οποίο εξουσιοδοτείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, και ειδικότερα ότι οι κανονισμοί αυτοί μπορούν να καθορίζουν: (δες την αναρίθμηση του πιο πάνω άρθρου στο Ν.48(1)/98.
«(α) Λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλων σπουδών.
(β) ..................................................................................................»
Διαβάζοντας με προσοχή τις γραπτές αγορεύσεις, ειδικότερα του δικηγόρου του αιτητή, μένω με την εντύπωση πως λειτουργεί κάποια νομική παρεξήγηση. Ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρεται συνεχώς στην αναγνώριση τίτλων σπουδών, και επιχειρηματολογεί εναντίον της άρνησης αυτής της αναγνώρισης, η οποία όμως δεν είναι η ουσία της επίδικης απόφασης. Η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση δεν αφορά στο κατά πόσο ο αιτητής έχει πανεπιστημιακούς τίτλους, αλλά αν το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης είναι ισότιμο και αντιστοιχεί προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Μηχανολόγου/Μηχανικού. Το Συμβούλιο ερεύνησε δηλαδή αν η ύλη που κάλυψε ο αιτητής για να του απονεμηθούν οι τίτλοι, συνεκτιμόμενοι ως προς αυτό το περιεχόμενο, μπορεί να θεωρηθούν ως ισότιμοι προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Μηχανολόγου Μηχανικού. Η επίδικη απόφαση, η οποία είναι επαρκώς αιτιολογημένη, στοχεύει ακριβώς να δείξει πως το πρόγραμμα μαθημάτων, το περιεχόμενο τους και ο τρόπος παρακολούθησης των σπουδών, μερικώς εξ αποστάσεως, από τον αιτητή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίστοιχο και ισότιμο φοίτησης και απόκτησης του τίτλου σπουδών στην ειδικότητα Μηχανολόγου/Μηχανικού. Δεν υπεισέρχεται ζήτημα Ultra Vires των Κανονισμών, μήτε και αντισυνταγματικότητας του ίδιου του Νόμου, που ακριβώς στην πραγματική ισοτιμία των προσόντων στοχεύει.
Από τα στοιχεία του φακέλου καταδεικνύεται η επαρκής έρευνα του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. που αποσκοπούσε ακριβώς στη διακρίβωση των πιο πάνω. Οι εξειδικευμένες επιστημονικές απόψεις που εκφράζονται από τα μέλη του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν μπορούν βεβαίως να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.