ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 844/2002)
9 Δεκεμβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FONTANA AMOROZA COAST LTD,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Κ. Μιχαηλίδης,
για την Αιτήτρια.Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«(Α) Δήλωσιν του Δικαστηρίου ότι η απόφασις του Καθ΄ ου η αίτησις ημερ. 3.7.2002 ν΄ ανακαλέση και ή διαφοροποιήση την απόφασιν του της 1.3.2000 και ν΄ απαγορεύση οιανδήποτε ανάπτυξιν του κτήματος της Αιτήτριας εις το Νέον Χωρίον, Πάφου, υπ΄ αρ. εγγρ. 11769 έως 11788 εκτάσεως 1052 στρεμμάτων είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 3.7.2002. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών:
«
Διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα.(Αρ. Πρότασης 853/2002).
Αρ. Απόφασης 56.015
................................... .................................................. .................................................. .................
(2)
Πολιτική για τις ιδιωτικές ιδιοκτησίες που είναι περίκλειστες στο κρατικό δάσος.Οι ιδιοκτησίες αυτές θα αποζημιωθούν ή θα ανταλλαγούν με άλλη κρατική ή δασική γη. Η κάθε περίπτωση θα εξετάζεται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και οι αποζημιώσεις θα είναι δίκαιες, με βάση τις εκτιμήσεις της αγοραίας αξίας, που θα ετοιμαστούν από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
α) Στις περιοχές Λάρας, Τοξεύτρας και 'Φοντάνα Αμορόζα' δε θα επιτραπεί οποιαδήποτε ανάπτυξη και οι ιδιωτικές ιδιοκτησίες θα ανταλλαγούν με άλλη κρατική ή δασική γη και θα μεθοδευτεί η μεταφορά του συντελεστή δόμησης που ισχύει για αυτές σε άλλες ιδιοκτησίες ή και θα καταβληθούν αποζημιώσεις με βάση εκτιμήσεις της σημερινής αξίας τους που θα καθορίσει το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
.................................. .................................................. .................................................. ....................
μ) Να εκπονηθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, σε συνεργασία με όλες τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής, την Υπηρεσία Περιβάλλοντος και άλλους εμπλεκόμενους φορείς και οργανισμούς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Το διαχειριστικό σχέδιο της χερσονήσου του Ακάμα, που χρηματοδοτήθηκε από τη Διεθνή Τράπεζα, όπως και άλλα έγγραφα και μελέτες που τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου να συνεκτιμηθούν για την εκπόνηση του σχεδίου ανάπτυξης.»
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει κάποιο ιστορικό. Της προσβαλλόμενης απόφασης είχε προηγηθεί μια σειρά άλλων αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου στις οποίες αναφέρεται και η προσβαλλόμενη απόφαση. Μια από αυτές είναι η απόφαση με αρ. 51.344 ημερ. 1.3.2000 με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο «ενέκρινε τις αρχές πολιτικής για να κατευθύνουν τις προσπάθειες για εξεύρεση, ει δυνατόν, συναινετικής λύσης για την ορθολογική διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα». Παραθέτω το σχετικό μέρος της απόφασης με αρ. 51.344 (ημερ. 1.3.2000):
«
Διαχειριστικό Σχέδιο για τη Χερσόνησο του Ακάμα.(Αρ. Πρότασης 256/2000).
Αρ. Απόφασης 51.344
α) Η Υπουργική Επιτροπή, που ορίσθηκε με την Απόφαση 43.740 ημερ. 7.2.1996, να συνεχίσει τη λειτουργία της, μέχρι να ληφθούν οριστικές και τελικές αποφάσεις για το Διαχειριστικό Σχέδιο για τη Χερσόνησο του Ακάμα.
β) Να ορίσει Ειδική Επιτροπή με Πρόεδρο τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και μέλη εκπροσώπους από τα Υπουργεία Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Οικονομικών, Εσωτερικών, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Συγκοινωνιών και Έργων, του Γραφείου Προγραμματισμού και τον Έπαρχο Πάφου, με τους ακόλουθους όρους εντολής:
(i) Υπό το φως όλων των δεδομένων να αρχίσει συνεχής διάλογος με τους ενδιαφερόμενους φορείς (Ένωση Κοινοτήτων, κοινοτάρχες Δρούσιας, Ίνιας, Κάθηκα, Πάνω Αρόδων και Νέου Χωρίου, Δήμαρχος Πέγειας, ΕΤΕΚ, Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων, ιδιοκτήτες γης και εμπλεκόμενα κυβερνητικά τμήματα), με στόχο την κατάληξη, ει δυνατόν, σε συναινετική απόφαση αναφορικά με το Διαχειριστικό Σχέδιο για τη Χερσόνησο του Ακάμα και υποβολή έκθεσης προς την Υπουργική Επιτροπή εντός τριών μηνών.
(ii) Οι εντός του κρατικού δάσους μη παραλιακές περίκλειστες ιδιωτικές ιδιοκτησίες να αποζημιωθούν ή να ανταλλαγούν με άλλη κυβερνητική περιουσία.
(iii) Στις περιοχές της Λάρας και Τοξεύτρας ουδεμία τουριστική ανάπτυξη θα επιτραπεί. Το πρόβλημα των παραλιακών ιδιωτικών ιδιοκτησιών των περιοχών αυτών να αντιμετωπισθεί είτε με ανταλλαγή είτε με μεταφορά του συντελεστή δόμησης είτε με αποζημίωση.
(iv) Το πρόβλημα της ιδιοκτησίας της 'Φοντάνα Αμορόζα' να αντιμετωπισθεί με την επέκταση της παρακείμενης τουριστικής ζώνης και τον επανακαθορισμό των ορίων της ιδιοκτησίας της εταιρείας αυτής με ανταλλαγή μέρους της προς τα δυτικά με κρατική γη που ευρίσκεται μεταξύ της παρακείμενης τουριστικής ζώνης και της ιδιοκτησίας της Εταιρείας.
(ι) Η Υπουργική Επιτροπή να μελετήσει την Έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής και να την υποβάλει με εισηγήσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με πρόγραμμα υλοποίησης, που θα περιλαμβάνει και εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους.»
Περαιτέρω στην απόφαση ημερ. 3.7.2002 γίνεται αναφορά και στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 52.292 - ημερ. 30.8.2000. Την παραθέτω:
«
Διαχειριστικό σχέδιο για τη χερσόνησο του Ακάμα.(Αρ. Σημειώματος Α190/2000).
Αρ. Απόφασης 52.292
.
α) Να επαναβεβαιώσει την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 51.344 και ημερ. 1.3.2000.
β) Να θεωρήσει ότι η λειτουργία και ο ρόλος της Ειδικής Επιτροπής, που ορίσθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 51.344 και ημερ. 1.3.2000, τερματίσθηκαν με τη συμπλήρωση της πρώτης φάσης των επαφών με τους ενδιαφερομένους.
γ) Να αναθέσει στην Υπουργική Επιτροπή, που ορίσθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 43.740 και ημερ. 7.2.1996 (Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (Πρόεδρος), Υπουργός Οικονομικών, Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και Υπουργός Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων (μέλη)), να συνεχίσει το διάλογο με τους ενδιαφερόμενους φορείς, στη βάση των όρων εντολής που περιλαμβάνονται στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 51.344 και ημερ. 1.3.2000 και να υποβάλει Έκθεση στο Συμβούλιο εντός συντόμου χρονικού διαστήματος.
δ) Να εξουσιοδοτήσει την ως άνω Υπουργική Επιτροπή να διατυπώσει κατευθυντήριες γραμμές και να ερμηνεύσει όπου χρειάζεται την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 51.344 και ημερ. 1.3.2000 με στόχο την εφαρμογή της.
ε) Να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να αποστείλει προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα στοιχεία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας καθώς και τα στοιχεία που έχουν υποβάλει ή θα υποβάλουν οι ιδιοκτήτες της εταιρείας 'Φοντάνα Αμορόζα' αναφορικά με το θέμα της έκτασης της ιδιοκτησίας της εταιρείας και να ζητήσει γνωμοδότηση για τις νομικές πτυχές του θέματος.»
Η προδικαστική ένσταση.
Ο κ. Μαππουρίδης, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, δεν έχει επιχειρηματολογήσει επί της ουσίας των λόγων ακύρωσης που έχουν προωθηθεί από την αιτήτρια. Υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή πράξη και δεν μπορεί να τύχει αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 54(α) και (ε) του Συντάγματος εξέδωσε δύο αποφάσεις την 1.3.2000 και την 3.7.2000 με τις οποίες αφ΄ ενός μεν καθόριζε τη γενική πολιτική του κράτους για τη διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα, αφ΄ έτερου δε τον τρόπο διάθεσης μέρους κρατικής γης με την ανταλλαγή της με επηρεαζόμενα τεμάχια. Οι δύο αυτές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις αλλά αφορούσαν πράξεις κυβερνήσεως. Έτσι η συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου την οποία προσβάλλουν οι Αιτητές δεν μπορεί να τύχει αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο.»
Περαιτέρω ο κ. Μαππουρίδης υπέβαλε ότι ο καθορισμός πολεοδομικών ζωνών «έτσι ώστε να επεκταθεί η τουριστική περιοχή ή να μεταβληθεί το νομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας της αιτήτριας όποιο και αν είναι το μέγεθος της γίνεται μόνο με βάση πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν 90/72 όπως έχει τροποποιηθεί) με βάση τον οποίο εκδίδεται η Δήλωση
Πολιτιικής». Στην παρούσα περίπτωση - συμπλήρωσε ο κ. Μαππουρίδης - «εκδόθηκε η Δήλωση Πολιτικής του 1996 με βάση την οποία ολόκληρη παραλιακή περιοχή του Ακάμα χαρακτηρίστηκε ως Ακτή και Περιοχή Προστασίας της Φύσης».Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο κ. Μαππουρίδης διεύρυνε την εισήγηση του. Θέτω το σχετικό μέρος της αγόρευσης του:
«Οι συνέπειες της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ανάγονται στον τομέα του Ιδιωτικού Δικαίου γιατί εκφράζεται πρόθεση για ανταλλαγή και συνεπαγόμενη πρόθεση για καταβολή αποζημιώσεων, η οποία ανταλλαγή ανάγεται στο διαχειριστή της περιουσίας του κράτους με βάσει το άρθρο 54 του Συντάγματος. Αφού όμως μεθοδευτεί η ανάλογη πολεοδομική ρύθμιση, η οποία από μόνη της όταν μεθοδευτεί και δεν περιγράφεται το είδος της μεδόθευσης, δηλαδή το τί είδους ρύθμιση θα είναι αυτή η πολεοδομική και με ποιό νομοθετικό τρόπο θα εκφραστεί, αυτή η μεθόδευση από μόνη της όταν δημοσιευτεί αποτελεί διοικητική πράξη, η οποία υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τη νομολογία προσβάλλεται. Δηλαδή όταν με το καλό δημοσιεύονται οι πολεοδομικές ζώνες εκείνος που επιθυμεί να αναπτύξει τη γη του μπορεί να υποβάλει την αίτηση και να προσβάλει την πολεοδομική ζώνη. Επίσης μπορεί να την προσβάλει και μέσα στα πλαίσια των οριζομένων από τα άρθρα 11, 12 και 13 του Νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας στο στάδιο της γνωστοποίησης και της δημοσίευσης.»
Σημειώνεται ότι οι σχετικές προδικαστικές ενστάσεις του κ. Μαππουρίδη άπτονται του θέματος δικαιοδοσίας. Για το λόγο αυτό μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Από την άλλη ο κ. Μιχαηλίδης, εκ μέρους της αιτήτριας, αναφέρθηκε στην παραγ. (iv) της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 51.344 (έχει παρατεθεί στη σελ. 4, πιο πάνω). Υπέβαλε ότι με την απόφαση εκείνη «εδημιουργήθηκαν δικαιώματα υπέρ της ιδιοκτήτριας». Είναι λοιπόν φανερόν - συμπλήρωσε ο κ. Μιχαηλίδης - «ότι εδημιουργήθη μία ευνοϊκή κατάστασις υπέρ της ιδιοκτήτριας. Και μάλιστα, με δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετά τις αποφάσεις αυτές η αιτήτρια επροχώρησε με μεγάλες δαπάνες υλοποίησης των σχεδίων της».
Με την προσβαλλόμενη απόφαση - συνέχισε - και οι δύο αυτές αποφάσεις «αυθαίρετα και παράνομα ανεκλήθησαν». Και αυτή η παράνομος ενέργεια του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορεί να μην ελεγχθή από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τέλος ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρθηκε στον όρο «Πράξεις Κυβερνητικαί». Παρέπεμψε επί του προκειμένου στο «Ένδικον Μέσον της Αιτήσεως Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Β΄ έκδοση του Θ. Τσάτσου, σελ. 112 και εις το «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», έκδοση 1964, σελ. 176-180 του Μ. Στασινόπουλου. Υπέβαλε ότι από τις πιο πάνω αυθεντίες είναι φανερόν ότι «χωρίς νομοθετικήν διάταξιν, δεν μπορεί να χαρακτηρισθή η προσβαλλόμενη πράξις ως κυβερνητική. Πολύ περισσότερον που η πράξις αυτή επηρέαζε δυσμενώς ειδικά το κτήμα της αιτήτριας». Επίσης υπέβαλε ότι «δεν επρόκειτο για Δήλωσιν Πολιτικής αλλά για δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, αι οποίαι επηρέαζαν ευνοϊκά την αιτήτριαν, τας οποίας ανεκάλεσεν το Υπουργικόν Συμβούλιον παράνομα και καταχρηστικά και κατά παράβασιν των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της καλής πίστεως».
Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ΄ αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Βλ. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, σελ. 125
Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.
Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εις προσβολήν δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι΄ ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208
).Στο «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση 4η, σελ. 170-171 το θέμα τίθεται ως εξής:
«Χαρακτηριστικό γνώρισμα της 'εκτελεστής διοικητικής πράξεως' είναι ότι δια της εν αυτή περιεχομένης δηλώσεως βουλήσεως καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπον γενικόν δια της θέσεως κανόνος δικαίου (κανονιστική πράξις) είτε κατά τρόπον ειδικόν εν τη ατομική περιπτώσει (ατομική πράξις). Ο τοιούτος καθορισμός δικαίου, ο οποίος αποτελεί στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής διοικητικής πράξεως, ελλείπει από ωρισμένας δηλώσεις βουλήσεως των διοικητικών οργάνων, τας οποίας ονομάζομεν γενικώς 'μη εκτελεστάς διοικητικάς πράξεις'.
Αι πράξεις αύται, αι μη εκτελεσταί, είναι δυνατόν, είτε να σχετίζωνται προς μιαν εκτελεστήν πράξιν, προηγούμεναι ή επόμεναι αυτή, είτε να εκδίδωνται ασχέτως προς άλλην εκτελεστήν, αποτελούσαι απλάς εκδηλώσεις της υπηρεσιακής αρμοδιότητος των οργάνων.
Επί τη βάσει της τοιαύτης σχέσεως, της χρονολογικής θέσεως και του περιεχομένου αυτών, ταξινομούμεν τας μη εκτελεστάς διοικητικάς πράξεις, ως εξής:
Α΄. Πράξεις διοικητικών οργάνων, εκδιδόμεναι ασχέτως προς την έκδοσιν ετέρας εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι υπό δημοσίων αρχών εκδιδόμεναι επίσημοι πιστοποιήσεις, αι εν δημοσίοις βιβλίοις εγγραφαί, αι μη συνεπαγόμεναι νομικήν μεταβολήν, ως π.χ. η εγγραφή εν των στρατολογικώ μητρώω προσώπου τινός ως απαλλαγέντος, δεν παράγει αποτέλεσμα επί της προσωπικής καταστάσεως αυτού, αλλά θεωρείται ως εσωτερική πράξις της στρατολογικής αρχής κλπ.
Β΄. Πράξεις διοικητικών οργάνων εκδιδόμεναι εν συσχετισμώ προς εκτελεστήν διοικητικήν πράξιν. Αύται δυνατόν να προηγώνται ή να έπωνται τη εκτελεστή:
α) Πράξεις προηγούμεναι της εκτελεστής πράξεως:- Τοιαύται είναι:
1.
Αι προς την αρχήν, την μέλλουσαν να εκδώση την εκτελεστήν πράξιν απευθυνόμεναι οδηγίαι και συστάσεις, προερχόμεναι συνήθως εκ μέρους διοικητικής αρχής ασκούσης είτε τον ιεραρχικόν έλεγχον είτε την διοικητικήν εποπτείαν. Αι οδηγίαι είναι δυνατόν να δίδωνται είτε επί τη ευκαιρία μιας ατομικής περιπτώσεως, είτε να γενικεύωνται επί πασών των υποθέσεων ωρισμένης κατηγορίας. Εις την περίπτωσιν ταύτην, αι οδηγίαι λαμβάνουν την μορφήν της εγκυκλίου.»΄Εχω λάβει υπόψη το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του συνόλου της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 3.7.2002. Ειδικά έχω λάβει υπόψη την παραγ. 3(μ) της απόφασης (παρατίθεται στη σελ. 3, πιο πάνω) σύμφωνα με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο - ταυτόχρονα με την επίδικη απόφαση - αποφάσισε «να εκπονηθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως ...., σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου». Ταυτόχρονα έχω λάβει υπόψη την απόφαση με αρ. 51.344 - ημερ. 1.3.2000 (παρατίθεται στις σελ. 3-4, πιο πάνω) με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε «τις αρχές πολιτικής για να κατευθύνουν τις προσπάθειες για εξεύρεση, ει δυνατόν, συναινετικής λύσης για την ορθολογική διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα».
Έχω την άποψη πως η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί οδηγίες και συστάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου - το οποίο είναι η Αρχή που ασκεί την διοικητική εποπτεία - προς την αρχή «την μέλλουσαν να εκδώσει την εκτελεστήν πράξιν». Η αρχή αυτή κατονομάζεται στην πιο πάνω παραγ. 3(μ) της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 3.7.2002. Είναι το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως. Προσθέτω ότι από το κείμενο του συνόλου της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου προκύπτει ότι οι οδηγίες δόθηκαν «επί πασών των υποθέσεων ωρισμένης κατηγορίας». Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις ιδιοκτησίες που βρίσκονται στην χερσόνησο του Ακάμα. Ως εκ των ανωτέρω θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή. Είναι πράξη προηγούμενη της εκτελεστής (βλ. Στασινόπουλου, πιο πάνω - το σχετικό απόσπασμα έχει παρατεθεί στη σελ. 9, πιο πάνω).
Πρέπει να υπενθυμίσω ότι το συμφέρον και ενδιαφέρον της αιτήτριας σχετίζεται άμεσα και καθοριστικά με τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιοκτησίας της. Σύμφωνα με το αρ. 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 «απαγορεύεται η έναρξις οιασδήποτε αναπτύξεως ακινήτου ιδιοκτησίας εκτός εάν έχη χορηγηθή πολεοδομική άδεια υπό της Πολεοδομικής Αρχής εξουσιοδοτούσα την ανάπτυξιν ταύτην». Εν όψει αυτής της πρόνοιας η εκτελεστή πράξη θα είναι η πράξη μη χορήγησης πολεοδομικής άδειας κατ΄ επίκληση του ολοκληρωμένου σχεδίου ανάπτυξης το οποίο θα εκπονηθεί από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 3.7.2002. Επομένως η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή πράξη και γι΄ αυτό το λόγο.
Το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση το Υπουργικό Συμβούλιο έχει διαφοροποιηθεί από προηγούμενη απόφαση του - την απόφαση με αρ. 51.344 ημερ. 1.3.2000 - δεν επηρεάζει το θέμα της εκτελεστότητας γιατί και εκείνη η απόφαση - για τους ίδιους λόγους - δεν ήταν εκτελεστή. Περιλάμβανε απλώς «αρχές πολιτικής για να κατευθύνουν τις προσπάθειες για εξεύρεση, ει δυνατόν, συναινετικής λύσης για την ορθολογική διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα».
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα λόγω έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.