ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47
Μικελλίδου Γεωργία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 105
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ. 753/2002)
28 Νοεμβρίου , 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Μ. Σπηλιωτοπούλου, για τους Καθ ΄ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το ενδ. μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής η ΕΔΥ) ημερ. 31.5.02, με την οποία προήγαγε εκ νέου, κατόπιν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, τη Μαρία Λ. Μίτσιγγα (ε.μ.) στη μόνιμη θέση Διευθυντή (Εκπαιδευτικός Κλάδος) Υπουργείο Υγείας. Η προαγωγή ίσχυε αναδρομικά από 1.4
.00.Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πρώτη απόφαση της ΕΔΥ με την απόφαση του ημερ. 27.3.00 στην Προσφυγή αρ. 694/00. Οι λόγοι ακύρωσης συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:
«Ούτε και θα μπορούσε κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο των αιτήσεων και των προσωπικών φακέλων αποκάλυπτε επί του προκειμένου στοιχεία τα οποία, χωρίς πρωτογενή αξιολόγηση από την Ε.Δ.Υ., θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς μια μόνο κατεύθυνση.
.................................. .................................................. .................................................. ........
Καταλήγω λοιπόν ότι η άποψη, πρώτα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και έπειτα της Ε.Δ.Υ., ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(3) και διέθετε το πλεονέκτημα στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.»
Η ΕΔΥ, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε, ετοίμασε έκθεση για όλους τους υποψηφίους, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. Αποφάσισε να συστήσει και τους τρεις υποψηφίους που έκρινε ότι κατείχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το οποίο για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια, είναι ουσιώδες:
«Η Επιτροπή αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούν το απαιτούμενο προσόν (3). Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφαση αυτή αφού έλαβε υπόψη τις θέσεις που κατείχαν οι υποψήφιοι στον Εκπαιδευτικό Κλάδο κατά τον ουσιώδη χρόνο και πριν από αυτόν και τα καθήκοντα που εκτελούσαν όπως αυτά προβλέπονται στα Σχέδια Υπηρεσίας των εν λόγω θέσεων καθώς επίσης το περιεχόμενο των αιτήσεων, των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Ιδιαίτερα για την κα Μίτσιγκα Μαρία η Επιτροπή έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο επσιτολής του δικηγόρου της κ. Αντη Μ. Κωνσταντίνου με αρ.φακ. Β.1571 και ημερομηνία 28 Μαρτίου 2002, η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, αντίγραφο της οποίας η κα Μίτσιγκα παρέδωσε στον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Αναφορικά με το πλεονέκτημα στην παρ. 6 του Σχεδίου Υπηρεσίας η επιτροπή αφού έλαβε επίσης υπόψη τα καθήκοντα που οι υποψήψιοι εκτελούσαν με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και πριν από αυτόν καθώς επίσης το περιεχόμενο των αιτήσεων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και τα καθήκοντα που καταγράφονται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις τους, αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν το πλεονέκτημα. Ιδιαίτερα για την κα Μίτσιγκα Μαρία η Επιτροπή έλαβε υπόψη και όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου της για το πλεονέκτημα.» (οι υπογραμμίσεις δικές μου)
Η ΕΔΥ, στη συνεδρία που ακολούθησε, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο σύνολο τους και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε τη Μίτσιγκα ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη θέση. Ελαβε επίσης υπόψη, τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων κατά την πρώτη εξέταση, στην οποία, το ε.μ. βαθμολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλή» έναντι του «πολύ καλού +» για τον αιτητή.
Η καθ' ης η αίτηση αιτιολογώντας την απόφαση της ανέφερε τα ακόλουθα:
«Συμπερασματικά, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή για τον Ανδρέου Αντωνάκη και αντί αυτού επέλεξε τη Μίτσιγκα Μαρία, η οποία αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από την Επιτροπή, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δηλαδή σε ψηλότερο επίπεδο από τον Ανδρέου, ο οποίος αξιολογήθηκε ως Πολύ καλός+. Επιπλέον, τόσο ο Ανδρέου όσο και η Μίτσιγκα αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, έχουν και οι δύο το πλεονέκτημα, έχουν την ίδια περίπου αξία όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και έχουν, επίσης, τα ίδια περίπου προσόντα.
Οσον αφορά την υπεροχή του Ανδρέου σε αρχαιότητα έναντι της Μίτσιγκα, η Επιτροπή απέδωσε σ΄ αυτήν περιορισμένη σημασία για το λόγο ότι η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και Διευθυντική και, όπως έχει νομολογηθεί, σε τέτοιες περιπτώσεις η αρχαιότητα δεν παίζει καθοριστικό ρόλο.»
Οι λόγοι ακυρώσεως
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η υπό εξέταση πράξη επανεξέτασης παραβιάζει το δεδικασμένο. Η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ ακυρώθηκε επειδή κρίθηκε αναιτιολόγητη. Όπως ειδικότερα υποστηρίζει ο αιτητής, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ προέβησαν στην ίδια επιλογή λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονταν από το δικηγόρο του ενδ. μέρους στην επιστολή του, τα οποία αποτέλεσαν τα δεδομένα επί των οποίων ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση και τα οποία είχαν κριθεί από το Δικαστήριο ως μη έχοντα σημασία.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησαν δεόντως την κρίση τους ότι το ενδ. πρόσωπο κατείχε το απαιτούμενο προσόν της παρ. 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας και το πλεονέκτημα της παρ. 3(6). Κατά την επανεξέταση του θέματος και τα δυο όργανα παρέθεσαν εκτενέστερα τα πραγματικά στοιχεία και τα δεδομένα από τους φακέλους που καταδεικνύουν την κατοχή των εν λόγω προσόντων από το ε.μ.
Τόσο από το απόσπασμα της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής που παρατέθηκε ανωτέρω, όσο και από τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε η ΕΔΥ, διαφαίνεται η σημασία η οποία αποδόθηκε στο περιεχόμενο της επιστολής του ευπαίδευτου συνηγόρου του ε.μ. για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης αναφορικά με την συνδρομή δεκαετούς πείρας στη νοσηλευτική εκπαίδευση όσο και του πλεονεκτήματος («πείρα στον προγραμματιμό, οργάνωση, καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης νοσηλευτικού προσωπικού.») Επρόκειτο για μια επιστολή που για πρώτη φορά τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής και παρέπεμπε σε συγκεκριμένα έγγραφα και επιστολές από τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τον προσωπικό φάκελο του ενδ. μέρους. Αυτά τα στοιχεία, αν και προϋπήρχαν στους φακέλους, δεν αξιολογήθηκαν πρωτογενώς από την ΕΔΥ κατά την πρώτη εξέταση. Το Δικαστήριο διαπιστώνοντας το συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, δεν υπεισήλθε στην ουσία αυτών των στοιχείων και ουδέποτε κρίθηκαν αυτά ως μη έχοντα σημασία ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επανεξέταση ως νέα και νόμιμη αιτιολογία.
Κατά την παρούσα επανεξέταση, η ΕΔΥ συμμορφούμενη με το λόγο της ακυρωτικής απόφασης αξιολόγησε πρωτογενώς και υιοθέτησε ορισμένα στοιχεία από αυτά στα οποία παρέπεμπε ο δικηγόρος του ενδ. μέρους με την επιστολή του. Αναφορικά με το απαιτούμενο προσόν της παρ. 3(3), η ΕΔΥ παρέπεμψε στα εξής στοιχεία:
«3. Μίτσιγκα Μαρία: Λειτουργός Εκπαίδευσης Α΄ (Κλ. Α11) από 15.11.89, Ανώτερος Λειτουργός Εκπαίδευσης (Κλ. Α13) από 15.9.99. Ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων για την υπό πλήρωση θέση ήταν η 7.6.99 και ως εκ τούτου με την πιο πάνω υπηρεσία της η Μίτσιγκα υπολείπεται τρεις μήνες περίπου για να συμπληρώσει την απαιτούμενη δεκαετή πείρα. Ωστόσο, από το περιεχόμενο του Προσωπικού της Φακέλου και του Φακέλου των Ετήσιων Υπηρεσιακών της Εκθέσεων, τεκμαίρεται ότι αυτή έχει πείρα πολύ περισσότερη των δέκα ετών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο ερ. 72Ζ του Προσωπικού της Φακέλου είναι καταχωρημένη βεβαίωση ημερομηνίας 9.8.85 της τότε Προϊσταμένης της Νοσηλευτικής Σχολής ότι η Μίτσιγκα τοποθετήθηκε στη Σχολή Νοσηλευτικής από το 1977 και ότι κατά την περίοδο εκείνη επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες στον τομέα της Νοσηλευτικής Εκπαίδευσης.
Επίσης, η Μίτσιγκα, παρόλο που προάχθηκε στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εκπαίδευσης Α΄ από 15.11.89, εν τούτοις εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης αυτής από το Γενάρη του 1988 και, συνεπώς, υπερκάλυπτε τα απαιτούμενα δέκα έτη. Αυτό τεκμαίρεται από τα Ερυθρά 43, 45 και 46 του Προσωπικού της Φακέλου, όπου βρίσκονται καταχωρημένες επιστολές του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και της ίδιας, στις οποίες φαίνεται ότι αποσπάσθηκε (έστω και αν η απόσπαση αυτή δεν έγινε σύμφωνα με το Νόμο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας) για άσκηση ειδικών καθηκόντων στη θέση «Εκπαιδεύτριας Νοσοκόμων Α», από το Φεβρουάριο του 1988.
.................................. .................................................. .................................................. ......
Πέρα από τα πιο πάνω, η Μίτσιγκα, σε ανύποπτο χρόνο, περιέγραφε τα καθήκοντά της «ως αυτά της Εκπαιδεύτριας Νοσοκόμων» στις Εμπιστευτικές της Εκθέσεις για τα έτη 1978, 1979, 1980, 1981, 1982, 1984, 1985, 1986, 1987 και 1988.» (οι υπογραμμίσεις δικές μου.)
Επομένως η ΕΔΥ αυτή τη φορά δεν παρέλειψε να επισημάνει και να εξειδικεύσει τα συγκεκριμένα στοιχεία από τους φακέλους, όπως είχε υποδείξει ο ακυρωτικός δικαστής, που καταδεικνύουν ότι το ε.μ. ήταν προσοντούχο.
Η πείρα, όπως είναι γνωστό, αποκτάται είτε σε μόνιμη είτε σε προσωρινή θέση είτε σε έκτακτη. (Βλ. Σπ. Ηλιάδης και άλλος ν. Χρυσόστομου Χριστοφή, ΑΕ 999, ημ. 17.1.91). Το ότι η απόσπαση του ε.μ. για άσκηση ειδικών καθηκόντων στην θέση «Εκπαιδεύτριας Νοσοκόμων Α΄ από το Γενάρη του 1988 δεν ήταν νόμιμη, δεν επηρεάζει την απόκτηση πείρας λόγω πραγματικής υπηρεσίας στην θέση αυτή. (Βλ. Δημ. Κοντόγιωργα- Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», έκδοση 1988, σελ 293
).Αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος, η ΕΔΥ παρέθεσε την ακόλουθη αιτιολογία:
«Σχετικά με το πλεονέκτημα «πείρα στον προγραμματισμό, οργάνωση, καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης νοσηλευτικού προσωπικού», που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι τρεις υποψήφιοι, με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν, υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι και οι τρεις το διαθέτουν.
Συγκεκριμένα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Εκπαίδευσης Α΄ αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα «Καθήκοντα και Ευθύνες», τα εξής:
«Συμμετέχει-
.......................
(δ) στον καταρτισμό, οργάνωση, αναθεώρηση, ή/και επέκταση και εφαρμογή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Σχολής.»
Επίσης, στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«(1) Υπεύθυνος για το συντονισμό της εκπαιδευτικής εργασίας και του έργου της σύνταξης, εισαγωγής, οργάνωσης και εφαρμογής εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την ομάδα θεμάτων διδασκαλίας και εκπαίδευσης που του ανατίθεται.
.........................
(α) Στον καταρτισμό, αναθεώρηση ή/και επέκταση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Σχολής.
Επίσης, τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από τις αναφορές των ίδιων των υποψηφίων στην περιγραφή των καθηκόντων τους στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.»
Είναι επίσης πρόδηλο από την περιγραφή των καθηκόντων στις υπηρεσιακές Εκθέσεις των ετών 1991, 1992, 1993, 1996, 1997 και 1998 ότι το ενδ. μέρος όχι μόνο οργάνωνε και κατήρτιζε προγράμματα εκπαίδευσης στους σπουδαστές της Νοσηλευτικής Σχολής αλλά και τα εφάρμοζε. Δεν πρόκειται για αναξιόπιστα υποκειμενικά σχόλια- όπως εισηγείται ο αιτητής - αφού επιβεβαιώνονται από την ομάδα αξιολόγησης του ε.μ. Μάλιστα για τα έτη 1997 και 1998 ο ίδιος ο κ. Ανδρέου (αιτητής) ως αξιολογών, επιβεβαίωσε τις πληροφορίες που έδωσε το ε.μ.
Γενικά καταλήγω ότι δόθηκε πλέον η δέουσα αιτιολογία μετά από διερεύνηση και αξιολόγηση από την ΕΔΥ, χωρίς να αρκεστεί σε απλή αναφορά των στοιχείων που αποκαλύπτουν οι φάκελοι. Η ΕΔΥ δεν επανέλαβε τη νομική πλημμέλεια αλλά επέδειξε πλήρη συμμόρφωση έναντι του ακυρωτικού αποτελέσματος, εφόσον έδωσε νόμιμη και επαρκή αιτιολογία. (Βλ
. Σ. Βασιλείου ν. ΕΔΥ, ΑΕ 2261, ημερ. 21.7.97.)Ο αιτητής παραπονείται επίσης ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή που ήταν υπέρ του. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι η τελική απόφαση συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Από την αιτιολογία που η ίδια η ΕΔΥ παρέθεσε (ανωτέρω), η καλύτερη απόδοση του ε.μ. στις συνεντεύξεις αναδεικνύεται ως το μείζον κριτήριο επιλογής και ως η βασική αιτία απόκλισης από το περιεχόμενο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή.
Θα πρέπει εκ των προτέρων να λεχθεί ότι τα σχόλια με τα οποία η ΕΔΥ δικαιολογεί την εντύπωση που απεκόμισε από κάθε υποψήφιο, τεκμηριώνουν την διαφορά στην τελική αξιολόγηση της επίδοσης τους. Κατά συνέπεια πληροί τις προϋποθέσεις επαρκούς αιτιολογίας και θεμελιώνει την καλύτερη απόδοση του ε.μ. σε σχέση με αυτή του αιτητή. (Βλ. Πανίκος Πούρος και άλλοι ν. Αννας Μαρίας Χ»Στεφάνου, ΑΕ 2847 κ.α., ημ. 30.4.01
).Η εντύπωση από την προφορική εξέταση είναι παράγοντας σχετικός προς την αξία των υποψηφίων και η βαρύτητα που θα της αποδοθεί εξαρτάται από τη συνεκτίμηση και των υπολοίπων νομοθετημένων κριτηρίων. Ωστόσο, σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και μάλιστα ψηλά στην ιεραρχία όπου η προσωπικότητα των υποψηφίων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, δίδεται μεγάλη βαρύτητα στη βαθμολογία των συνεντεύξεων σε συνάρτηση με το κριτήριο της αξίας. (Βλ. Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 1841, ημ. 16.9.98 και Γ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2701, ημ. 27.2.01
).Ο ίδιος ο Διευθυντής παρά το γεγονός ότι αξιολόγησε καλύτερα το ε..μ. μετά το πέρας των συνεντεύξεων, εντούτοις έδωσε λακωνικά την σύσταση του υπέρ του αιτητή χωρίς καμία αιτιολογία. Η αξία μιας τέτοιας σύστασης έχει αμφισβητηθεί συχνά. (Βλ. Μιχ. Παρέλλης και άλλος ν. Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 1033/97 κ.α. ημ. 30.12.99, Δ. Γερμανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 805/99 κ.α., ημ. 22.5.01.
)Αναφορικά με τη γενική εικόνα των διαδίκων παρατηρώ ότι ισοδυναμούν σε βαθμολογημένη αξία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 15 ετών. ΄Eχουν σχεδόν ισάξια προσόντα(το κύριο προσόν του ε.μ. θεωρείται ως μεταπτυχιακό ενώ το αντίστοιχο προσόν του αιτητή χαρακτηρίζεται «not a postgratuate course»).
Από πλευράς αρχαιότητας προηγείται ο αιτητής κατά 2 έτη και 9½ μήνες με βάση τη τελευταία τους θέση. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα του αιτητή, στην οποία έκαμε ειδική αναφορά. Παρατήρησε όμως, ορθά, ότι η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής και ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας. (Βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47, Ι. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2879, ημ. 19.10.00
).Ενόψει όλων των πιο πάνω, έχω τη γνώμη ότι η ελαφρώς καλύτερη απόδοση του ε.μ. στις συνεντεύξεις μπορούσε εύλογα υπό τις περιστάσεις να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση. Η πράγματι αυξημένη βαρύτητα που εδόθη στο κριτήριο των συνεντεύξεων δεν ήταν τέτοια που να εκτρέψει την ΕΔΥ από τη ορθή άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Η απόφαση της ΕΔΥ να δώσει προβάδισμα στο κριτήριο της αξίας έναντι αυτού της αρχαιότητας και ακολούθως η επιλογή του ε.μ. κρίνεται εύλογη και επαρκώς αιτιολογημένη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.