ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθ. Αρ. 622/02 και 623/02)

 

28 Νοεμβρίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 622/02)

ΓΙΑΝΝΗΣ TENKIZ ΑΛΕΞΑΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ΄ ου η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 623/02)

ΑΝΤΩΝΗΣ RAMAZI ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ΄ ου η αίτηση.

- - - - - -

Ντ. Παπαδόπουλος για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές

Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Ο αιτητής στην προσφυγή 622/02 αξιώνει από το Δικαστήριο:

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερ. 9.5.02 να θεωρήσουν τον Αιτητή ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο για την περίοδο 13.7.00 μέχρι 21.7.01 είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη και/ή άρνηση των Καθ΄ ων η Αίτηση να επιβάλουν στον Δ. Χρ. Κασιέρης Οικοδομικές Κατασκευές Λτδ την καταβολή των νενομισμένων εισφορών αναφορικά με τον Αιτητή για την περίοδο από 13.7.00 μέχρι 21.7.01, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

 

 

Ανάλογες θεραπείες αλλά αναφορικά με την περίοδο 27.7.00 μέχρι 3.8.01 επιδιώκει και ο αιτητής στην 623/02.

Στις 31.8.01 οι αιτητές υπέβαλαν γραπτό παράπονο στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λευκωσίας για παράλειψη της εταιρείας Δ. Χρ. Κασιέρης Οικοδομικές Κατασκευές Λτδ να καταβάλει προς όφελος τους εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων μισθωτού προσώπου για τις αντίστοιχες περιόδους απασχόλησης τους στην εν λόγω εταιρεία (εφεξής η «εταιρεία»). Το παράπονο διερευνήθηκε από Επιθεωρήτρια του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λήφθηκαν καταθέσεις τόσο από τους παραπονούμενους όσο και το Διευθυντή της εταιρείας. Ο Διευθυντής προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι αιτητές ενεργούσαν ως υπεργολάβοι της εταιρείας του. Γραπτές καταθέσεις λήφθηκαν επίσης από τον κ. Γεώργιο Ανδρέου, αυτοτελώς εργαζόμενο οικοδόμο που εργάστηκε στην εταιρεία μαζί με τους αιτητές καθώς και από τον Σάββα Θεοδοσίου, συνταξιούχο αστυνομικό και φίλο του Διευθυντή της εταιρείας που επισκεπτόταν τακτικά και βοηθούσε στις εργασίες που αναλάμβανε η εταιρεία και γνώριζε του αιτητές. Επίσης η αρμόδια επιθεωρήτρια πήρε προφορικές πληροφορίες από την κα Παμπορή, στο σπίτι της οποίας, κατόπιν μεσολάβησης του Διευθυντή της εταιρείας, απασχολήθηκαν οι αιτητές υπεργολαβικά.

Στη έκθεση της η Επιθεωρήτρια κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:

«Με βάση όλα τα πιο πάνω πιστεύω ότι οι παραπονούμενοι ήσαν μισθωτοί στην εταιρεία D. Ch. Kasheris Constr. Ltd για τους ακόλουθους λόγους:

(α) Εργάζοντο με καθορισμένο ωράριο και μισθό.

(β) Υπήρχε επίβλεψη και έλεγχος από τον Διευθ. Δημ. Κασιέρη.

(γ) Τα εργαλεία για την διεξαγωγή της εργασίας ανήκουν στην εταιρεία.

(δ) Για λίγο χρονικό διάστημα η μεταφορά στην εργασία (τουλάχιστον του ενός

παραπονούμενου) εγίνετο από τον Δ. Κασιέρη.

(ε) Για να απουσιάσουν με άδεια ζητούσαν την έγκριση του Δ. Κασιέρη.

(στ) Υπάρχει Αδεια Παραμονής και Εργασίας από το Τμήμα Αλλοδαπών για τον Βασιλειάδη στην οποία δηλώνεται ως εργοδότης η εταιρεία D.Ch. Kashieris Constr. Ltd και

(ζ) Υπάρχει η βεβαίωση της εταιρείας ότι απασχολεί τον Βασιλειάδη ως οικοδόμο με μηνιαίο μισθό.»

 

 

 

 

 

Με επιστολή τους ημερ. 17.1.02 οι καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τον κάθε αιτητή ότι η απασχόληση τους ήταν απασχόληση αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων και τους καλούσαν να καταβάλουν οι ίδιοι όλες τις μη πληρωθείσες κοινωνικές ασφαλίσεις. Παραθέτω τους λόγους τους οποίους επικαλέστηκαν για αυτή τους την απόφαση:

«Η υποχρέωσή σας αυτή πηγάζει κυρίως από τα εξής δεδομένα:

  1. Δεν υπήρχε καθορισμένο ωράριο εργασίας.
  2. Σας καταβάλλετο αμοιβή με βάση την παραγόμενη εργασία και όχι αντιμισθία για εξηρτημένη εργασία, και
  3. Δεν υπήρχε άμεση εποπτεία και έλεγχος στην εργασία που εκτελούσατε.»

 

 

 

Οι δικηγόροι των αιτητών απέστειλαν επιστολή ημερ. 5.4.02 στην οποία διαμαρτύρονταν για τη εν λόγω απόφαση και αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι ο εργοδότης των αιτητών είχε καταχωρήσει αίτηση στο Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για εξασφάλιση άδειας εργασίας τουλάχιστον του αιτητή στην προσφυγή αρ. 623/02, στην οποία δήλωνε ότι ο αιτητής ήταν εργοδοτούμενος του.

Ακολούθησε η επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 9.5.02, η οποία είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 5/4/2002 με την οποία αμφισβητείτε την απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων σ΄ ότι αφορά την κατηγορία ασφάλισης των πελατών σας κ. Γιάννη Tenkiz Αλεξανίδη και κ. Αντώνη Ramazi Βασιλειάδη και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από την έρευνα που διεξήγαγε το Τμήμα μας, η απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στους πελάτες σας στις 17/1/02 είναι ορθή και δεν ενδείκνυται η αναθεώρηση της.»

 

Οι καθ' ων η αίτηση προβάλουν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη πράξη ανωτέρω είναι βεβαιωτική της απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ελήφθη στις 17.1.02. Είναι φανερό ότι η επιστολή η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές στις 17.1.02 εμπεριέχει την απόφαση «επί της ουσίας» αφού με αυτή απορρίπτεται το παράπονο των αιτητών και κατατάσσονται στην κατηγορία των αυτοεργοδοτουμένων.

Σύμφωνα δε με πάγια νομολογία η βεβαιωτική πράξη ή απόφαση στερείται εκτελεστότητας και συνεπώς δεν είναι δυνατή η προσβολή της με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αρχ. Ζίτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082, ημερ. 29.5.98, ανέφερε τα εξής σχετικά με τη βεβαιωτική πράξη:

«Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603, 29.10.96.)»

 

 

 

Το τι αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος στο σύγγραμμα του «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών », Έκδοση Τέταρτη, σελ.176, ως ακολούθως:

«Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης αφ΄ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ΄ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ΄ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.»

 

(Βλ. και Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου, ΑΕ 2279, ημερ. 19.2.99.)

Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση που παρήγαγε έννομες συνέπειες για τους αιτητές ήταν αυτή που εκφράστηκε με την επιστολή ημερ. 17.1.02. Μετά την επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερ. 5.4.02, οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε καμία νέα έρευνα ούτε είχαν ενώπιον τους οποιαδήποτε νέα ουσιαστικά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν ενώπιον τους κατά τη λήψη της πρώτης εκτελεστής απόφασης.

Η αίτηση της εργολήπτριας εταιρείας (η οποία εξάλλου αφορούσε μόνο στην εργοδότηση του ενός αιτητή) την οποία επικαλούνται οι αιτητές, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο στοιχείο. Αναφέρεται σε αρκετά προγενέστερο χρόνο με αποτέλεσμα να μην χαρακτηρίζει απαραίτητα το είδος της πραγματικής εργοδότησης των αιτητών και εξάλλου οι καθ' ων η αίτηση είχαν λάβει υπόψη την άδεια εργοδότησης των αιτητών που αποτελεί το οριστικό σημαντικό στοιχείο.

Καθίσταται φανερό και από την διατύπωση της επιστολής ημερ. 9.5.02 ότι με αυτή η διοίκηση εμμένει στην προηγούμενη απόφαση της ημερ. 17.1.02.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αιτητές δεν υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή, αν και προβλέπεται από τα άρθρα 77 και 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, η οποία θα διέκοπτε την προθεσμία των 75 ημερών. Σε μια τέτοια περίπτωση ενδεχομένως το επί της ουσίας αποτέλεσμα να ήταν ευνοϊκό για τους αιτητές, καθ' ότι - παρενθετικά πρέπει να λεχθεί - η αιτιολογία της απόφασης που χαρακτηρίζει τους αιτητές ως αυτοεργοδοτούμενους δεν έρχεται μόνο σε πλήρη αντίθεση με τα συμπεράσματα της ερευνώσας λειτουργού, αλλά δεν φαίνεται να υποστηρίζεται και από τα στοιχεία του φακέλου. Καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο πλάνης και παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ μέρους του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ωστόσο για τους λόγους που εξέθεσα προηγουμένως, έχω καταλήξει ότι η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση ευσταθεί. Έπεται ότι οι προσφυγές ως προς την αιτούμενη θεραπεία υπό την παρ. Α, απαραδέκτως στρέφονται εναντίον βεβαιωτικής πράξης.

Ενόψει αυτής της διαπίστωσης και η αιτούμενη θεραπεία στη παρ.Β καθίσταται άνευ αντικειμένου. Αφορά σε παράλειψη ενεργειών των καθ' ων η αίτηση που προϋποθέτουν την ένταξη των αιτητών στην κατηγορία των μισθωτών, η οποία δεν είναι νοητή εφόσον η υφιστάμενη απόφαση που τους χαρακτηρίζει αυτοτελώς εργαζομένους παραμένει έγκυρη. Εξάλλου η ισχυριζόμενη παράλειψη στο βαθμό που υπονοεί επιβολή δια της λήψης ποινικών μέτρων εναντίον της εταιρείας, εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια οι προσφυγές απορρίπτονται στο σύνολο τους ως απαράδεκτες.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο