ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 358/2002)
26 Νοεμβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 26, 28, 29 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτητών,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Μελίδης για Α. Νεοκλέους,
για τους Αιτητές.Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Μ. Καλλίγερου (κα.), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ου η Αίτηση, ημερομηνίας 7.2.2002 (η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές την 8.2.2002) διά της οποίας απερρίφθη η υπό των Αιτητών, Ένσταση υπ΄ αριθμόν 745 στην αίτηση εγγραφής υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, του Εμπορικού Σήματος αρ. 33847, FOUR SEASONS & TREE DEVICE, στην κλάση 42, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή
:Στις 3.6.94 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το Εμπορικό Σήμα Αρ. 33847 Four Seasons & Tree Device, του ενδιαφερόμενου μέρους (το Ε.Μ.). Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή (οι αιτητές) καταχώρησαν ένσταση στις 27.9.1994, ύστερα από χορήγηση παράτασης της προθεσμίας από την καθ΄ ης η αίτηση Έφορο Εμπορικών Σημάτων (η Έφορος) μέχρι την 3.10.94. Η αντένσταση του Ε.Μ. καταχωρήθηκε στις 21.2.1996 ύστερα από χορήγηση παράτασης της σχετικής προθεσμίας από την Έφορο με ενδιάμεση απόφαση της ημερ. 15.2.1996. Οι αιτητές άσκησαν την Προσφυγή 180/95 εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης. Η Προσφυγή 180/95 απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 25.2.1998 γιατί η ενδιάμεση απόφαση ήταν πράξη προπαρασκευαστική και όχι εκτελεστή.
Η μαρτυρία των αιτητών καταχωρήθηκε στις 31.1.2000 και η μαρτυρία του Ε.Μ. στις 8.12.2000. Σημειώνεται ότι και στα δύο μέρη είχε επανειλημμένα χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας καταχώρισης της μαρτυρίας από την Έφορο. Η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 23.3.2001. Δόθηκαν οδηγίες για γραπτές αγορεύσεις. Ύστερα από την συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων η απόφαση επιφυλάχθηκε την 9.11.2001. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε την 7.2.2002.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Πρώτος λόγος ακύρωσης - Η αίτηση των αιτητών στην παρούσα προσφυγή με αρ. Εμπορικού Σήματος (Ε.Σ.) 36564 έπρεπε να είχε τύχει κοινής ακρόασης με την αίτηση του Ε.Μ. με αρ. Εμπορικού Σήματος (Ε.Σ.) 33847
.Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:
Η αίτηση του Ε.Μ. με αρ. Ε.Σ. 33847 καταχωρήθηκε την 1.2.1991. Στις 21.5.1992 οι αιτητές καταχώρησαν την αίτηση με αρ. 34129. Η Έφορος αποφάσισε να καλέσει σε κοινή ακρόαση τους ιδιοκτήτες των δύο αντίστοιχων σημάτων. Πριν από τη διεξαγωγή της κοινής ακρόασης οι αιτητές απέσυραν την αίτηση με αρ. 34129. Ως αποτέλεσμα της απόσυρσης η διαδικασία της κοινής ακρόασης τερματίσθηκε. Αργότερα οι αιτητές καταχώρησαν την αίτηση με αρ. 36564. Με τον πιο πάνω
λόγο ακύρωσης παραπονούνται γιατί να μη είχε συνεχισθεί η κοινή ακρόαση μεταξύ της αίτησης 33847 - του Ε.Μ. - και της νέας αίτησης με αρ. 36564 - των αιτητών.Παραθέτω την επίδικη προσέγγιση της Εφόρου:
(1)
Πιθανή κοινή ακρόαση του Ε.Σ.Αρ. 33847 και Αρ. 36564.Οι ενιστάμενοι τόσο στην ένσταση τους όσο και στην αγόρευση τους αναφέρουν ότι αφού η Β΄ Έφορος είχε ορίσει για κοινή ακρόαση τα Ε.Σ.Αρ. 33847 και Αρ. 34129 και αφού το 34129 αποσύρθηκε και αργότερα καταχωρήθηκε η αίτηση 36564, η διαδικασία της κοινής ακρόασης έπρεπε να συνεχισθεί.
Σχετικός είναι ο Καν. 30 που αναφέρει τα εξής:
'Με τη λήψη της αίτησης για εγγραφή εμπορικού σήματος αναφορικά με οιαδήποτε εμπορεύματα ο Έφορος θα προκαλέσει όπως γίνει έρευνα μεταξύ των εγγεγραμμένων σημάτών και των εκκρεμουσών αιτήσεων για τον σκοπό εξακρίβωσης κατά πόσον υπάρχουν καταχωρημένα για τα ίδια εμπορεύματα ή περιγραφή εμπορευμάτων οποιαδήποτε σήματα ταυτόσημα με το σήμα που αιτείται η εγγραφή του ή τόσο πολύ παρεμφερή με αυτό ώστε να είναι ενδεχόμενο το αιτούμενο σήμα να εξαπατήσει ή να προκαλέσει σύγχυση και ο Έφορος μπορεί να προκαλέσει όπως η έρευνα επαναληφθεί καθ΄ οιονδήποτε χρόνο πριν την αποδοχή της αιτήσεως, αλλά δεν είναι υποχρεωμένος να το πράξει τούτο.'
Η Έφορος ακούει επίσης συγχρόνως δύο αιτήσεις όταν τίθεται θέμα σύγχρονης έντιμης χρήσης με βάση το Άρθρο 14(4) του Νόμου. Όταν η αίτηση αρ. 34129 αποσύρθηκε η νεότερη αίτηση δεν μπορούσε να πάρει τη θέση και τον αριθμό της ούτε να την υποκαταστήσει. Προτεραιότητα δίδεται ανάλογα με την ημερομηνία καταχώρησης και εξετάζεται για ομοιότητα ή μεταγενέστερη αίτηση έναντι των προγενέστερων αιτήσεων και εγγραφών επί του μητρώου. Η αίτηση αρ. 36564 πήρε σειρά σύμφωνα με την ημερομηνία καταχώρησης της και έτσι δεν υπήρχε θέμα έντιμης σύγχρονης χρήσης με την καθαρά προγενέστερη αρ. 33847. Το Ε.Σ.Αρ. 36564 καταχωρήθηκε στις 21 Μαϊου 1992 ενώ το Ε.Σ.Αρ. 33847 καταχωρήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 1991. Όταν έγινε η έρευνα για το Ε.Σ.Αρ.34129 η Β. Έφορος ήγειρε ως ένσταση το Ε.Σ.Αρ.33847, με προηγούμενη αίτηση που εκκρεμούσε. Αποφάσισε να ακούσει τότε τις δύο αιτήσεις σε κοινή ακρόαση λόγω του σύντομου χρόνου που παρήλθε μεταξύ των δύο καταχωρήσεων. Όταν όμως η 34129 αποσύρθηκε το θέμα αυτό δεν υπήρχε πλέον και έτσι οι δύο αιτήσεις προχώρησαν με τη σειρά καταχώρησης τους.»
Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές δεν έχουν υποδείξει με ποιό τρόπο έχουν επηρεασθεί τα συμφέροντα και δικαιώματα τους από τη μη διεξαγωγή κοινής ακρόασης. Επομένως ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Πρόσθετα η διαδικασία κοινής ακρόασης δεν προνοείται είτε στο Νόμο ή στους Κανονισμούς. Επομένως οι αιτητές δεν μπορούν να οικοδομήσουν επί της μη διεξαγωγής κοινής ακρόασης.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Εσφαλμένα η Έφορος θεώρησε ότι το ιστορικό της απόκτησης της επίδικης εμπορικής επωνυμίας από το Ε.Μ. όπως και το κατά πόσο το Ε.Μ. ή οι προκάτοχοι τους σε τίτλο την χρησιμοποιούσαν δεν σχετίζοντο με την υπόθεση ενώπιον της παρά μόνο όσον αφορούσε το θέμα της χρήσης
.Η επίδικη προσέγγιση της Εφόρου έχει ως εξής:
«(3)
Εμπορική Επωνυμία στο όνομα των αιτητών.Εμπορικές Επωνυμίες εγγράφονται στο μητρώο που τηρείται από την Έφορο σύμφωνα με τον Περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο.
Κατά την ημερομηνία για εγγραφή του σήματος αρ. 33847 οι αιτητές ήταν οι ιδιοκτήτες Εμπορικής Επωνυμίας με το όνομα 'Four Seasons Hotel'. Έχω την άποψη ότι το ιστορικό της απόκτησης της Επωνυμίας από την αιτήτρια εταιρεία όπως και το κατά πόσον οι αιτητές ή οι προκάτοχοι τους σε τίτλο την χρησιμοποιούσαν δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση
παρά μόνο όσον αφορά το ερώτημα της χρήσης με το οποίο θα ασχοληθώ μεταγενέστερα. Αναφέρω στο στάδιο αυτό το Άρθρο 56(1) του Κεφ. 116 διότι πιστεύω ότι είναι πολύ χρήσιμο:'Με τη λήψη οποιασδήποτε δήλωσης που γίνεται σύμφωνα με το Νόμο αυτό ο Έφορος, αν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις του Νόμου αυτού, μεριμνά ώστε να καταχωρίζεται και εγγράφεται αυτή και αποστέλλει ταχυδρομικώς ή παραδίνει στον οίκο ή στο πρόσωπο από το οποίο έχει ληφθεί η δήλωση αυτή, πιστοποιητικό κατά τον καθορισμένο τύπο για την εγγραφή αυτής.'
Μια απλή ανάγνωση του άρθρου αυτού που περιγράφει τον τρόπο που η Έφορος εγγράφει μια Επωνυμία δεικνύει ότι, σε συνάρτηση και με το Άρθρο 52 της ίδιας νομοθεσίας, πρόσωπο που αρχίζει μια εργασία δύναται να ζητήσει την εγγραφή επωνυμίας και εάν οι τυπικές υποχρεώσεις της αίτησης έχουν τηρηθεί τότε η Έφορος προχωρεί στην εγγραφή και την έκδοση του πιστοποιητικού. Με την εγγραφή δε τεκμηριώνεται ότι υπάρχει χρήση μεταγενέστερη ή προγενέστερη της εγγραφής της Επωνυμίας είναι θέμα μαρτυρίας. Η Έφορος Εμπορικών Σημάτων, που είναι Διοικητικό Όργανο, αναγνωρίζει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως ισχυρές και εφαρμόζει τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων εφόσον αυτές έχουν τα εξωτερικά γνωρίσματα έγκυρων πράξεων Αρ. 12 Ν 158(Ι)/99. Γι΄ αυτό και η Έφορος Εμπορικών Σημάτων αναγνωρίζει την ύπαρξη εγγεγραμμένης επωνυμίας στο όνομα των αιτητών.»
Ο κ. Μελίδης, εκ μέρους των αιτητών, παρέθεσε το ιστορικό της εγγραφής του επίδικου σήματος. Υπέβαλε ότι η αλυσίδα ιδιοκτησίας (chain of title) δεν είχε υποβληθεί σε προσεκτικό έλεγχο. Υπέβαλε, επίσης, ότι το Ε.Μ. είχε αποτύχει να αποκαλύψει καλό τίτλο για το προτεινόμενο σήμα «πλην όμως η Έφορος παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή αξιολόγησε εσφαλμένως, αβίαστα δε παραγνώρισε τους συναφείς ισχυρισμούς των αιτητών άνευ επαρκούς και σαφούς αιτιολογίας».
Έχω εξετάσει την επίδικη προσέγγιση της Εφόρου. Συμφωνώ με την προσέγγιση της και την υιοθετώ. Πρόσθετα υιοθετώ και τη θέση της κας Χριστοδουλίδου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, ότι η Έφορος δεν είχε «ενώπιον της την εκδίκαση της ιδιοκτησίας ή σωστής ιδιοκτησίας της εμπορικής επωνυμίας και ποιός εδικαιούτο στην ιδιοκτησία αυτή». Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Η Έφορος «εσφαλμένα θεμελίωσε την εκδοθείσα πράξη και/ή απόφαση της στο δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρησης της ένστασης των αιτητών στη διεξαχθείσα διαδικασία ενώπιον της, ήτοι τον παλαιό Νόμο περί Εμπορικών Σημάτων Κεφ. 268, διευρύνοντας στην ουσία το maximum του ευλόγου χρόνου σε 6 χρόνια
.Προτού παραθέσω τις σχετικές εισηγήσεις του κ. Μελίδη θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω την επίδικη προσέγγιση της Εφόρου:
«(2)
Το δίκαιο που εφαρμόζεται στην υπόθεση.Έχει συζητηθεί από τους δικηγόρους των δύο πλευρών το ερώτημα, δεδομένης της τροποποίησης του Περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου με το 176(Ι)/2000 που τέθηκε σε ισχύ στις 29 Δεκεμβρίου 2000 δηλ. μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της παρούσας ένστασης και της ημερομηνίας που αποφασίζεται από την Έφορο, ποιός νόμος πρέπει να εφαρμοσθεί.
Έχει εδραιωθεί με σαφήνεια από την απόφαση στην υπόθεση
I.W.S. Nominees v. Republic (1967) 3 CLR 582 ότι η Έφορος Εμπορικών Σημάτων είναι όργανο Διοικητικό και η εξουσία που εξασκεί δεν είναι Δικαστική.Αναφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση, είναι:
'I have reached the conclusion that the primary and predominant purpose of the registration of a trade mark is its public one and that a decision such as the sub judice one is therefore, one in the domain of public law, and not of private law.'
και σε ελεύθερη μετάφραση
:'έχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος και πρωταρχικός σκοπός της εγγραφής ενός εμπορικού σήματος είναι ο Δημόσιος και ότι μια απόφαση όπως η υπό εξέταση ανήκει γι΄ αυτό το λόγο στη σφαίρα του Δημόσιου Δικαίου και όχι του Ιδιωτικού Δικαίου.'
Όντας Διοικητικό Όργανο, η Έφορος Εμπορικών Σημάτων δεν μπορεί να δεσμεύεται από τις αποφάσεις της σε προηγούμενες αιτήσεις ενώπιον της. Κάθε υπόθεση εξετάζεται και αποφασίζεται με βάση τα δικά της δεδομένα. Καθήκον της Εφόρου, κατά την εξάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας είναι να προβεί στη δέουσα έρευνα σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση που έχει ενώπιον της. Η Έφορος που είναι Διοικητικό όργανο και η εξουσία της όταν αποφασίζει θέματα εμπορικών σημάτων δεν είναι Δικαστική προχωρεί στη δέουσα έρευνα για την κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Κάθε αίτηση για εγγραφή εμπορικού σήματος αποτελεί και μια Διοικητική πράξη ανεξάρτητη και συγκεκριμένη.
Το Διοικητικό όργανο οφείλει κατά την έρευνα του να εξετάσει μαρτυρία και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποδεικνύει ο πολίτης που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Το Διοικητικό Όργανο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα νόμιμα και σχετικά στοιχεία κρίσης για τη συγκεκριμένη περίπτωση. 'Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης' Νίκος Χρ. Χαραλάμπους, σελ. 78-79.
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την υπόθεση Davidoff Commercio et Industria Limitada v. Republic (1991) ΑΑΔ όπου επιβεβαιώνεται η πιο πάνω άποψη:
'It is well established that lack of due inquiry on the part of an administrative organ results in the invalidity of its relevant decision'
και σε ελεύθερη μετάφραση
:'έχει θεμελειωθεί γερά η αρχή ότι η έλλειψη της δέουσας έρευνας εκ μέρους του διοικητικού οργάνου έχει σαν αποτέλεσμα να καθίσταται η σχετική απόφαση άκυρη'.
Η Έφορος αποφασίζει τις υποθέσεις ενστάσεων με βάση τη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς 40-51 των Περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμών.
Σχετικός είναι ο Νόμος 158(Ι)/99 που κωδικοποιεί τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Τα άρθρα 9 και 10 προνοούν τα εξής:
'9. Όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης. Όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου.
10.Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.'
Προχωρώ τώρα να εξετάσω τί είναι εύλογος χρόνος για την παρούσα υπόθεση.
Η ένσταση αυτή καταχωρήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1994. Επτά χρόνια αργότερα επιφυλάχθηκε η απόφαση. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ο εύλογος χρόνος έχει παρέλθει. Όμως οποιοσδήποτε διαβάσει και λάβει υπόψη το ιστορικό της υπόθεσης (μακροχρόνια ακρόαση μετά από ένσταση για παράταση που δόθηκε στους αιτητές, προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σε ενδιάμεση απόφαση, αλλαγή δικηγόρων και από τις δύο πλευρές, απανωτά αιτήματα για αναβολή μετά την αλλαγή για ετοιμασία και ενημέρωση των δύο δικηγόρων) θα αντιληφθεί ότι λόγω του χειρισμού που η υπόθεση αυτή έτυχε από τις
Επιπρόσθετα λαμβάνω υπόψη ότι όταν η αίτηση για εγγραφή εξετάσθηκε, έγινε εκ πρώτης όψεως αποδεκτή και δημοσιεύθηκε με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί ένσταση το ισχύον δίκαιο ήταν αυτό που αναφέρεται στην ένσταση και την αντένσταση. Τα δύο αυτά έγγραφα αποτελούν τη βάση της υπόθεσης και με βάση τα νομικά σημεία που περιλαμβάνουν θα αποφασισθεί η υπόθεση αυτή. Σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν έγινε αίτημα για τροποποίηση της ένστασης ή της αντένστασης για να προστεθούν νέοι λόγοι. Σαν αποτέλεσμα θα αποφασίσω την ένσταση αυτή με βάση το Νόμο ως ίσχυε κατά το χρόνο της καταχώρησης.»
Ο κ. Μελίδης υπέβαλε ότι η Έφορος εσφαλμένα θεμελίωσε την εκδοθείσα πράξη και/ή απόφαση στο δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρησης της ένστασης των αιτητών στη διεξαχθείσα διαδικασία ενώπιον της, ήτοι τον παλαιό Νόμο περί Εμπορικών Σημάτων Κεφ. 268, διευρύνοντας στην ουσία το maximum του εύλογου χρόνου σε έξι χρόνια. Η ερμηνεία της Εφόρου - συνέχισε ο κ. Μελίδης - υπήρξε αυθαίρετη και ανεδαφική. Έστω και αν καλόπιστα θεωρηθεί ότι δεν παρήλθε κάθε εύλογος χρόνος η γραμματική ερμηνεία των διατάξεων ανωτέρω δεικνύει ότι το παλαιό καθεστώς «λαμβάνεται υπόψιν» και ουχί πως τούτο εφαρμόζεται καθ΄ ολοκληρίαν. Έθεσε εκποδών τις πρόνοιες του νόμου ως τούτες είχαν τροποποιηθεί και απέτυχε να αντιληφθεί ότι το «υπόλοιπον της αρμοδιότητας» αφήνεται δυνάμει του άρθρου 9 πρωτίστως προς όφελος του ενεργού δικαίου.
Από την άλλη η κα. Χριστοδουλίδου υπέβαλε ότι εφαρμοστέος νόμος είναι ο περί Εμπορικών Σημάτων Νόμος, Κεφ. 258 χωρίς τις τροποποιήσεις που έγιναν το 2000 με το Νόμο 176(Ι)/2000. Αφού - συνέχισε - όλη η διαδικασία εκδίκασης ενώπιον της Εφόρου έγινε με βάση το Νόμο πριν την τροποποίηση του το έτος 2000 περιλαμβανομένων των λόγων ενστάσεως δεν νοείται η απόφαση της να λάβει υπόψη θέματα και λόγους ενστάσεως που δεν ήταν ενώπιον της και δεν συζητήθηκαν καν. Οι αιτητές μετά την τροποποίηση του Νόμου και πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης δεν ζήτησαν από την Έφορο να επανεκδικασθεί για να μπορέσουν να προσθέσουν λόγους ενστάσεως που πιθανόν να ισχυρίζονται ότι εισήγαγε ο Νόμος 176(Ι)/2000.
Η εξέταση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης καθιστά απαραίτητη την εξέταση της ορθότητας της ερμηνείας που έχει δοθεί από την Έφορο στον όρο «εύλογος χρόνος» που συναντούμε στο δεύτερο σκέλος του αρ. 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99).
Το σχετικό μέρος του αρ. 9 προβλέπει:
«Όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου.»
Αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στην φράση «παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης». Έχω την άποψη πως για να σημειωθεί παράλειψη του διοικητικού οργάνου εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου πρέπει να συντρέχει και κάποιας μορφής υπαιτιότητα ή αμέλεια της Εφόρου (βλ. επί του προκειμένου «Ερμηνευτικό και Ορθογραφικό Λεξικό, Δ. Δημητράκου: «Παραλείπω: Αφήνω κατά μέρος, αφήνω υπόλοιπον. Επιτρέπω, αφήνω, αφήνω εκτός, δεν λαμβάνω υπ΄ όψιν, κ. παθ. αμελώ, παραμελώ, παρατρέχω, παρασιωπώ»). Πρέπει η αίτηση να ήταν έτοιμη για εξέταση πλην όμως το διοικητικό όργανο ηθελημένα δεν προχώρησε στην εξέταση της. Αν μια αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί λόγω του ότι τα
μέρη - όπως είναι εδώ η περίπτωση - δεν καταχώρισαν τις ενστάσεις τους και δεν παρουσίασαν τη μαρτυρία τους εγκαίρως δεν μπορεί να σημειωθεί παράλειψη του αρμόδιου Διοικητικού Οργάνου. Τούτου λεχθέντος θεωρώ ότι ο εύλογος χρόνος αρχίζει να μετρά από την στιγμή που μια αίτηση είναι έτοιμη για να εξεταστεί από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Στην παρούσα υπόθεση με υπαιτιότητα και των δύο μερών - των αιτητών και του Ε.Μ. - είχε σημειωθεί καθυστέρηση στην καταχώρηση της ένστασης και της αντένστασης και της μαρτυρίας. Μετά την καταχώρηση της μαρτυρίας του Ε.Μ. - την 8.12.2000 - η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 23.3.2001, η απόφαση επιφυλάχθηκε την 9.11.2001 και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε την 7.2.2002. Εφόσον ο εύλογος χρόνος άρχιζε να μετρά από την ημερομηνία που η αίτηση ήταν έτοιμη για να εξεταστεί - εδώ την 8.12.2000 - θεωρώ ότι ο χρόνος που παρήλθε μέχρι την έκδοση της απόφασης - την 7.2.2002 - ήταν εύλογος. Δεν έχει σημειωθεί παράλειψη της Εφόρου να προβεί στην εξέταση της αίτησης «έπειτα από πάροδο ευλόγου χρόνου» εντός της έννοιας του πιο πάνω αρ. 9 του Νόμου 158(Ι)/99. Ακολουθεί πως το επίδικο συμπέρασμα της Εφόρου περί του εφαρμοστέου δικαίου παραμένει άτρωτο. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Είναι αλήθεια ότι το αρ. 10 του πιο πάνω Νόμου προβλέπει ότι το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του «μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται». Προβλέπεται, επίσης, ότι ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες. Το άρθρο 10 επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητες τους μέσα σε εύλογο χρόνο. Πλην όμως και το αρ. 10 συναρτά τον καθορισμό του εύλογου χρόνου με τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες. Διερωτώμαι πως - ακόμη και με βάση το αρ. 10 - θα μπορούσε ένα διοικητικό όργανο να επικριθεί ή να κριθεί ένοχο παραβίασης του αρ. 10 σε μια περίπτωση όπως η παρούσα όπου η καθυστέρηση οφείλεται στα μέρη της διαδικασίας. Πρόσθετα η εισήγηση του κ. Μελίδη ότι το παλαιό καθεστώς λαμβάνεται υπόψη αλλά δεν «εφαρμόζεται καθ΄ ολοκληρίαν» δεν γίνεται δεκτή. Αν ο Νομοθέτης ήθελε να δοθεί η προτεινόμενη ερμηνεία θα περιλάμβανε και το σύνδεσμο «και» στο λεκτικό της σχετικής διάταξης: «Λαμβάνεται υπόψη και το καθεστώς».
Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που σχετίζεται με τη χρήση στο εξωτερικό και τη Σύμβαση των Παρισίων Άρθρο 6 (BΙS) είναι αναιτιολόγητο
.Για να γίνει κατανοητός ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης πρέπει να παρατεθεί το σχετικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης:
«
Χρήση στο εξωτερικό - Σύμβαση των Παρισίων Άρθρο 6(BIS)Σύμφωνα με την αυθεντία Guide to the Application of the Paris Convention for the Protection of Industrial Property by Prof. G.H.C. Dodenhausen 1991 που είναι έκδοση του Διεθνούς Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας σελ. 91 παρ. (f):
'A trademark may be well known in a country before its registration there and, in view of the possible repercussions of publicity in other countries, even before it is used in such country. Whether a trademark is well known in a country will be determined by its competent administrative or judicial authorities. The Revision Conference of Lisbon in 1958 rejected a proposal according to which use of a well-known mark in the country in which its protection is claimed would not be necessary for such protection. This means that a member State is not obliged to protect well-known trademarks which have not been used on its territory, but it will be free to do so. In view of the vote taken at the Lisbon Conference, the great majority of the member States will probably adopt this attitude.'
Η ίδια αρχή ότι δηλ. εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να αποφασίσει κατά πόσον ένα Εμπορικό Σήμα είναι Καλά-Γνωστό "Well Known" στη συγκεκριμένη χώρα πριν αυτό ακόμη χρησιμοποιηθεί στη χώρα αυτή επιβεβαιώνεται και σε ακόμη μια έκδοση του Διεθνούς Οργανισμού Ιδιοκτησίας "Background Reading Material on Intellectual Property" 1988 σελ. 181 όπου αναφέρονται τα εξής:
'(e) Well-known trademarks Article 6bis obliges a member country to refuse or cancel the registration and to prohibit the use of a trademark that is liable to create confusion with another trademark already 'well-known' in that member country.
Whether a trademark is well known in a member country will be determined by its competent administrative or judicial authorities. A trademark may not have been used in a country, in the sense that goods bearing that trademark have not been sold there, yet that trademark may be well-known in the country because of publicity there or the repercussions in that country of advertising in other countries'.
Η μαρτυρία που έχω ενώπιόν μου δεν με ικανοποιεί σε βαθμό που να δεχθώ ότι το σήμα των ενισταμένων είναι πράγματι Διάσημο. Αντίθετα λαμβάνω πράγματι υπόψιν ότι υπάρχουν, σύμφωνα με τη μαρτυρία που έχει προσκομισθεί, πολλά άλλα ξενοδοχεία Four Seasons ανά τον κόσμο τα οποία δεν ανήκουν στους ενισταμένους. Σαν αποτέλεσμα οι ενιστάμενοι δεν απέδειξαν ότι παγκόσμια το σήμα Four Seasons τους ανήκει κατά αποκλειστικότητα.
Διαβάζοντας τη μαρτυρία που προσκομίσθηκε και λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό της δημιουργίας του σήματος των αιτητών και της εγγραφής της επωνυμίας στο όνομα τους, βρίσκω ότι οι ενιστάμενοι δεν έχουν καταδείξει είτε προηγούμενη φήμη του σήματος τους ή/και ότι αυτό ήταν Διάσημο Σήμα μέσα στις πρόνοιες της Σύμβασης των Παρισίων. Αντίθετα η μαρτυρία των αιτητών επεξήγησε το ιστορικό της δημιουργίας του σήματος, έδειξε ευρεία χρήση και συνεχή χρήση και απέδειξε την ύπαρξη πολλών άλλων ξενοδοχείων στον κόσμο που έχουν αυτή την
επωνυμία.»Ο κ. Μελίδης υπέβαλε ότι η Έφορος κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα χωρίς να συγκεκριμενοποιεί σαφώς και/ή ειδικώς στοιχεία από την προσκομιζόμενη μαρτυρία.
Στην Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 273 το θέμα της αιτιολογίας τέθηκε ως εξής:
«Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ΄ άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187)
Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη
και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130
).Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476
).Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»
Στην παρούσα υπόθεση το σώμα της προσβαλλόμενης πράξης δεν παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. 'Εχει, ωστόσο, γίνει δεκτό από τη νομολογία ότι σε σχέση με διοικητικές πράξεις οι οποίες είναι αιτιολογητέες «ως εκ της φύσεως τους» - όπως είναι εδώ η περίπτωση - δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης "εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν' αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου".
Ωστόσο η αναπλήρωση από το φάκελο της ελλείπουσας αιτιολογίας «δύναται να χωρήση μόνον, εφ΄ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως το Στ.Ε. θα έπρεπε ν΄ αναζητήση και σταθμίση αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ΄ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267 (45), 1144 (46)» (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185-186
).Στην Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452/21.7.2000 το θέμα της αναπλήρωσης της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου έχει τεθεί ως εξής:
«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορει σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο.
'Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τί μέτρησε υπέρ του ενός ή τί υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου 'για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλειπή αιτιολογία λογικά εφικτή'. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56
)'»Στην παρούσα υπόθεση η Έφορος παραπέμπει στη μαρτυρία. Η μαρτυρία αποτελεί μέρος του φακέλου και θα μπορούσε να λεχθεί ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να συμπληρώσει την αιτιολογία. Πλην όμως στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία αποτελείται από 28 ενόρκους δηλώσεις - 9 καταχωρήθηκαν από τους αιτητές και 19 από
το Ε.Μ.. Από το σχετικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ποιό μέρος της μαρτυρίας είχε υπόψη της η Έφορος όταν έπαιρνε την απόφαση. Υπάρχει επομένως παράλειψη εξειδίκευσης της μαρτυρίας επί της οποίας έχει βασισθεί η Έφορος σε βαθμό που δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της μαρτυρίας για αναπλήρωση της ελλείπουσας αιτιολογίας. Πέρα από μια σύντομη αναφορά στη μαρτυρία του κάθε ενός από τους μάρτυρες δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξιολόγηση της. Επομένως είναι άγνωστο ποιά μαρτυρία αποτέλεσε το βάθρο του επίδικου συμπεράσματος.Κρίνω, επομένως, ότι η αιτιολογία δεν παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο (βλ. Φράγκου, πιο πάνω). Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Πέμπτος λόγος ακύρωσης - Το μέρος της απόφασης που αναφέρεται στην πιθανότητα σύγχυσης και/ή εξαπάτησης και/ή παραπλάνησης είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 (όπως έχει τροποποιηθεί) και τυγχάνει αναιτιολόγητο
.Στην απόφαση της η Έφορος αναφέρθηκε στην σχετική νομολογία και κατέληξε ως εξής:
«Μια οπτική σύγκριση των δύο υπό εξέταση σημάτων είναι αρκετή για να καταδείξει τη διαφορά. Ενώ και τα δύο περιέχουν τις λέξεις Four Seasons, που σημαίνει τέσσερις εποχές εν τούτοις υπάρχουν πολλά στοιχεία που τα διαφοροποιούν. Αναφέρω σαν παράδειγμα μερικά: Το σήμα των αιτητών αναφέρεται σε Beach Resort εξηγώντας έτσι ότι είναι παραθαλάσσιο ξενοδοχείο για διακοπές και όχι ξενοδοχείο της πόλης. Παρουσιάζεται με χρώματα χρυσό και μπλέ που του προσδίδουν επιπρόσθετη διακριτικότητα ενώ το σήμα των ενισταμένων είναι σε χρώμα μαύρο. Στο σήμα των αιτητών κυρίαρχο στοιχείο είναι τα τέσσερα χρυσά φύλλα που δεικνύουν την αλλαγή των εποχών ενώ το σήμα των ενισταμένων περιέχει ένα δέντρο όπου παρουσιάζεται αλλαγή στα φύλλα σε μέγεθος πολύ μικρότερο των λέξεων Four Seasons και άλλα. Η σύγκριση των δύο σημάτων έγινε με βάση αυτή την αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινά στοιχεία -
Οι διαφορές είναι αρκετές για να διαφοροποιήσουν τα δύο σήματα σε βαθμό που να μην υπάρχει ομοιότητα και πιθανότητα σύγχυσης μέσα στην έννοια του νόμου.
Ο μέσος καταναλωτής στην παρούσα υπόθεση είναι άτομο που μπορεί και είναι διατεθειμένο να πληρώσει για τις διακοπές του κάποια ψηλά ποσά και σε αντάλλαγμα να έχει πολυτέλεια και εξυπηρέτηση ψηλού επιπέδου. Διαθέτει επίσης και το ανάλογο μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο. Εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων και ενόψει της μαρτυρίας που έχω ενώπιον μου και έχω μελετήσει με προσοχή βρίσκω ότι οι αιτητές έχουν ικανοποιήσει το βάρος της αποδείξεως ότι δεν υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης των δύο σημάτων.»
Από την τελευταία παράγραφο του πιο πάνω αποσπάσματος είναι πρόδηλο ότι ένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη ήταν η μαρτυρία. Ωστόσο αυτή η μαρτυρία δεν προσδιορίζεται, δεν εξειδικεύεται και δεν αξιολογείται. Ισχύουν επομένως τα όσα έχουν λεχθεί σε σχέση με τον προηγούμενο λόγο ακύρωσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται για τους λόγους που υποδεικνύονται πιο πάνω.
Η Έφορος αποφάσισε πως ενόψει της μαρτυρίας - και άλλων παραγόντων - που είχε ενώπιον της και είχε μελετήσει με προσοχή, «οι αιτητές έχουν ικανοποιήσει το βάρος της αποδείξεως ότι δεν υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης των δύο σημάτων». Στην απουσία προσδιορισμού ή εξειδίκευσης της μαρτυρίας ο δικαστικός έλεγχος έχει καταστεί ανέφικτος.
Όπως ορθά το έθεσε η κα. Χριστοδουλίδου (βλ. σελ. 5 της αγόρευσης της) το ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα προσφυγή είναι το κατά πόσον η απόφαση της Εφόρου ημερ. 7.2.2000 είναι νόμιμη, εύλογα επιτρεπτή, προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογημένη. Στην παρούσα υπόθεση η απουσία εξειδίκευσης ή προσδιορισμού της μαρτυρίας η οποία αποτέλεσε το βάθρο του εκκαλούμενου συμπεράσματος καθιστά το τελευταίο αναιτιολόγητο.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.