ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 905/2002)
15 Οκτωβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Μ. Σταματάρης,
για τον Αιτητή.Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Γ. Μιχαηλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της ημερ. 17.4.2000 (η πρώτη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή από 1.5.2000 των Α. Τουμαζή και Φ. Αναστασίου (τα Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες (η επίδικη θέση). Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (η ακυρωτική απόφαση), ημερ. 15.5.2002 (Βλ. Λεοντίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 880/2000/15.5.2002 - απόφαση Νικήτα, Δ.).
Οι λόγοι ακύρωσης της πρώτης απόφασης φαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης:
«Η σύσταση εδώ, ότι ο υπάλληλος είναι αποτελεσματικός ή εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντα του δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της νομολογίας. Είναι και αόριστη και ατεκμηρίωτη, πέρα από το ότι ο ισχυρισμός δεν προσφέρεται για δικαστικό έλεγχο. Ανεξάρτητα από αυτό, η σύσταση παρακάμπτει με ευκολία και αβασάνιστα τα πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Φ. Αναστασίου. Επομένως, η επίδικη απόφαση, που έχει ως κύριο στήριγμα τη σύσταση του Γεν. Διευθυντή, υπόκειται σε ακύρωση.
Η υπόθεση Χρυστάλλα Χατζηγιάννη ν. Ε.Δ.Υ. (1991) 2 Α.Α.Δ. 317, επικυρώνοντας την πάγια νομολογία επί του θέματος του πρόσθετου προσόντος, επανέλαβε ότι:
'Η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι΄ αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της Επιτροπής. Δεν μπορούν, δηλαδή, να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής.'
Όπως έχει εξηγηθεί, οι υποψήφιοι, στον τομέα των υπηρεσιακών αξιολογήσεων, ήταν ουσιαστικά ισάξιοι. Την πλάστιγγα έκλινε η περιορισμένης διάρκειας αρχαιότητα. Έτσι η αιτιολογία που περιέχει το παραπάνω απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ., δοθέντος ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν ελαττωματική, δε συνιστά, κατά τη γνώμη μου ειδική αιτιολογία που πείθει για την παραγνώριση των πλεονεκτημάτων. Υπάρχει εδώ και δεύτερος λόγος ακύρωσης.»
Σε σχέση με την αρχαιότητα και την αξία των υποψηφίων αναφέρονται τα εξής στην ακυρωτική απόφαση:
«Όντως τα Ε.Μ. είναι αρχαιότεροι. Είναι όμως αρχαιότητα 8 μόνο μηνών. Δε θα συμφωνούσα ωστόσο με την εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. πως υπερέχουν σε αξία στις ετήσιες εκθέσεις. Αυτό δε υπαινίσσεται και ο Διευθυντής. Για μια συνεχή περίοδο των 5 τελευταίων χρόνων (1995 μέχρι και 1999) βαθμολογήθηκαν όλοι με 8 Ε, πλην το 1998 που ο αιτητής έχει 6 Ε και 2 Π.Ι.. Όμοια είναι η εικόνα για τα χρόνια 1992 μέχρι 1995. Το 1992 υπάρχουν 2 Π.Ι. για τον αιτητή και τον Φ. Αναστασίου και 1 Π.Ι. για τον Α. Τουμαζή. Το 1994 παίρνει 1 Π.Ι. ο αιτητής με αποτέλεσμα να έχει 7 Ε έναντι 8 Ε των άλλων. Κατά τη γνώμη μου, με τα δεδομένα αυτά δεν χωρούν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις. Δε θα ήταν πειστικό ή ρεαλιστικό να αναζητείται υπεροχή - και μάλιστα βαρύνουσα - σε 1 ή 2 Π.Ι., περισσότερα ή ολιγότερα. Μια τέτοια υπεροχή είναι εντελώς πλασματική. Η νομολογία δέχθηκε ότι αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν ουσιαστική σημασία (βλ. Πανίκος Πούρος ν. Άννας Μαρίας Χ'' Στεφάνου ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Δημήτρη Πελεκάνου κ.α., Α.Ε. 2847, ημ. 30.4.01
Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης τα ακόλουθα προσόντα αποτελούν πλεονέκτημα:
(α) Καλή γνώση ξένης γλώσσας, κατά προτίμηση της γαλλικής.
(β) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σχετικός με τις αρμοδιότητες και την αποστολή του Υπουργείου Εξωτερικών.
Στη συνεδρία της ημερ. 28.5.2002 η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης που παρέμεινε κενή, ύστερα από την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξέτασε το θέμα της κατοχής από τους υποψηφίους του πλεονεκτήματος «καλής γνώσης ξένης γλώσσας, κατά προτίμηση της Γαλλικής», που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και έκρινε, ομόφωνα, με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, ότι το Ε.Μ. Τουμαζής κατέχει το πλεονέκτημα της καλής γνώσης της Ισπανικής γλώσσας και ο αιτητής της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας.
Σ΄ ό,τι αφορά την κατοχή από μέρους των υποψηφίων του πλεονεκτήματος «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σχετικός με τις αρμοδιότητες και την αποστολή του Υπουργείου Εξωτερικών», που επίσης προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι το κατέχει ο αιτητής.
Στη συνέχεια προσήλθε στη συνεδρία ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, κ. Χριστόδουλος Πασιαρδής, ο οποίος ενημερώθηκε για τα πιο πάνω και στη διάθεση του οποίου είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Στη διάθεσή του, επίσης, ο Γενικός Διευθυντής είχε επαρκή χρόνο να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους.
Ύστερα από τα πιο πάνω, ο Γενικός Διευθυντής κλήθηκε να υποβάλει νέα σύσταση, με βάση τον ουσιώδη χρόνο, υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο Γενικός Διευθυντής, προβαίνοντας στις συστάσεις του, ανέφερε τα εξής:
«Ο,τιδήποτε αναφέρω στις συστάσεις μου, ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο. Κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν κατείχα τη θέση του Γενικού Διευθυντή στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών τώρα, προκειμένου να προβώ σε συστάσεις, έχω μελετήσει με ιδιαίτερη
Ο Αναστασίου υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως Σύμβουλος στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Είναι αρχαιότερος όλων των άλλων υποψηφίων και έχει εξαίρετες αξιολογήσεις στις Υπηρεσιακές του Εκθέσεις. Έλαβα υπόψη ότι ο συστηνόμενος δεν κατέχει το πλεονέκτημα, όμως το πτυχίο του, ως απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και ολόκληρη η σταδιοδρομία του καταδεικνύουν ένα λειτουργό που συνεισέφερε με συνέπεια και σταθερότητα στην Υπηρεσία. Έχω προσωπική γνώση της δυνατότητάς του να αναλύει επιτυχώς και υπεύθυνα δύσκολες περιπτώσεις και περιστάσεις στην Εξωτερική Υπηρεσία. Επισημαίνω την εργατικότητα, το ζήλο, τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και την αποτελεσματικότητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και την εχεμύθεια, την ευγένια και την προσήνεια του χαρακτήρα του. Παρά το γεγονός ότι δεν κατέχει το πλεονέκτημα, το συστήνω ως καταλληλότερο για την υπό πλήρωση θέση.
Ο Τουμαζής εκτελούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθήκοντα Πρέσβη στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Μεξικό. Διαθέτει το πλεονέκτημα της καλής γνώσης ξένης γλώσσας (Ισπανικής). Έχει εξαίρετες αξιολογήσεις στις Υπηρεσιακές του Εκθέσεις και είναι αρχαιότερος των υπόλοιπων υποψηφίων. Πρόκειται για ευσυνείδητο, σοβαρό, φιλόπονο και αποτελεσματικό λειτουργό, με ψηλό αίσθημα ευθύνης, εχεμύθειας και φιλοτιμίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, σε μια συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, τον κρίνω ως καταλληλότερο των υπολοίπων και τον συστήνω για προαγωγή.'
Στη συνέχεια υποβλήθηκε από τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ. προς το Γενικό Διευθυντή η ακόλουθη ερώτηση:
«Νοουμένου ότι ο Λεοντίου Κωνσταντίνος διαθέτει, με βάση την απόφαση της πλειοψηφίας, δύο πλεονεκτήματα, γιατί προτιμήσατε να συστήσετε τους πιο πάνω υποψηφίους, και ιδίως τον Αναστασίου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα;»
Απαντώντας στην πιο πάνω ερώτηση ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε τα εξής:
«Δεν θεωρώ τον Λεοντίου κατάλληλο για προαγωγή, διότι κρίνω ότι η απόδοσή του και η όλη συμπεριφορά του στην Υπηρεσία δεν είναι του ίδιου επιπέδου με την απόδοση και προσφορά των υποψηφίων που συστήνω. Έχοντας υπόψη τα σημαντικά καθήκοντα της θέσης Πληρεξούσιου Υπουργού, όπως αυτά απορρέουν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης (οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία μιας ή περισσότερων από τις διευθύνσεις του Υπουργείου Εξωτερικών, προαγωγή των πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών συμφερόντων της Δημοκρατίας, καθώς και ανάπτυξη και βελτίωση των σχέσεών της με άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, εκτέλεση των καθηκόντων Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και εκτέλεση καθηκόντων αρχηγού διπλωματικής αποστολής σε μεγάλες Πρεσβείες, όπως διαλαμβάνεται στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες για τον Πρέσβη), και αφού έλαβα υπόψη το περιεχόμενο των Φακέλων και τις πληροφορίες που συνέλεξα, κρίνω ότι οι συστηνόμενοι είναι καταλληλότεροι από τον Λεοντίου.»
Στο σημείο αυτό ο Γενικός Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.
Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξέτασε τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε υπόψη τις κρίσεις και τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή. Έλαβε, επίσης, υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη.
Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την αξία, και την αρχαιότητα των υποψηφίων. Έκρινε ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτούς προαγωγή στην επίδικη θέση.
Το σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. καταλήγει ως εξής:
«Επιλέγοντας τους Αναστασίου και Τουμαζή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτοί υπερέχουν των υπόλοιπων υποψηφίων σε αρχαιότητα, σ΄ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, είναι καθόλα εξαίρετοι, και επιπλέον, έχουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία ενισχύει ακόμη περισσότερο την αξία τους. Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Τουμαζής διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στην παράγραφο (4) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, διότι κατέχει καλή γνώση της Ισπανικής γλώσσας.
Προβαίνοντας στην πιο πάνω απόφαση, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Αναστασίου δεν έχει κανένα πλεονέκτημα και ότι ο Τουμαζής έχει το πλεονέκτημα της καλής γνώσης της Ισπανικής γλώσσας, ενώ ο Λεοντίου, σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας, κατέχει δύο πλεονεκτήματα. Εν τούτοις, όπως δήλωσε ο
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής των Ε.Μ. στην επίδικη θέση.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Πρώτος λόγος ακύρωσης - Η σύσταση του Διευθυντή πάσχει εκ νέου ως αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, ως αναπλάθουσα τα στοιχεία αυτά και ως παραβιάζουσα το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης
.Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. πάσχει εκ νέου λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας λόγω έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του διπλού πλεονεκτήματος του αιτητή και λόγω παραβίασης του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης
.Οι πιο πάνω δύο λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν μαζί γιατί είναι επάλληλοι.
Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι ο αιτητής κατέχει το προσόν του διπλού πλεονεκτήματος. Έχει νομολογηθεί ότι απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του διορίζοντος οργάνου όταν δεν επιλέγεται υποψήφιος που έχει το πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας. Αφετηρία της αρχής αυτής ήταν η
υπόθεση Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592. Έκτοτε έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι΄ αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Στη Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της ολομέλειας) επισημαίνεται, ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.Εξέταση του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. έχει δώσει αιτιολογία για την παραγνώριση των «δύο πλεονεκτημάτων του αιτητή». Αυτή έχει σαν μοναδικό βάθρο της τη σύσταση του Διευθυντή. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η σύσταση του Διευθυντή είναι έγκυρη. Σε ότι αφορά το μέρος της σύστασης που αναφέρεται στο Ε.Μ. Αναστασίου οι λόγοι της προτίμησης του από το Διευθυντή είναι οι εξής:
Αναφορικά με το στοιχείο (1) - αρχαιότητα - το Ε.Μ. Αναστασίου υπερέχει του αιτητή σε αρχαιότητα κατά 8 μήνες. Επομένως η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου.
Αναφορικά με το στοιχείο (2) - οι εξαίρετες αξιολογήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις - υιοθετώ την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω Προσφυγή 880/2000 (βλ. σελ. 3, πιο πάνω) στην οποία υποδεικνύεται ότι δεν θα ήταν πειστικό ή ρεαλιστικό να αναζητείται υπεροχή και ότι μια τέτοια υπεροχή είναι εντελώς πλασματική.
Αναφορικά με το στοιχείο (3) - απόλυτη σχετικότητα του πτυχίου με τα καθήκοντα της θέσης - παρατηρώ ότι η κατοχή του πτυχίου εκείνου - Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών - κατέστησε το Ε.Μ. Αναστασίου προσοντούχο για διορισμό στην επίδικη θέση. Δεν μπορεί να του δίνει οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι υποψηφίων οι οποίοι κατέχουν διαφορετικό πτυχίο το οποίο, όμως, τους καθιστά προσοντούχους για την επίδικη θέση. Μια τέτοια προσέγγιση έχει αποδοκιμασθεί από τη νομολογία (Βλ. Πολυβίου ν. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, Α.Ε. 2801/20.9.2001, Παπαδόπουλου κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 2947/29.5.2002 και Δημοκρατία ν. Πογιατζή, Α.Ε. 2767/20.9.2001). Επομένως αυτή η πτυχή της σύστασης ήταν πεπλανημένη.
Αναφορικά με τις αρετές και δυνατότητες που αποδίδονται στο Ε.Μ. Αναστασίου στις παραγ. (4), (5), (6) και (7), πιο πάνω, παρατηρώ ότι σχεδόν όλες αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες βαθμολογούν τους υποψηφίους στα εξής 8 στοιχεία αξιολόγησης:
«(1) Επαγγελματική κατάρτιση:
Παρακολουθεί τις εξελίξεις στον τομέα της εργασίας του και εμπλουτίζει τις γνώσεις του γι΄ αυτή;
(2) Απόδοση:
Αποδίδει στην εκτέλεση της εργασίας του;
(Λάβετε υπόψη τους παράγοντες ποσότητα και ποιότητα)
(3) Υπηρεσιακό ενδιαφέρον:
Επιδεικνύει το ενδεικνυόμενο ενδιαφέρον και ζήλο κατά την εκτέλεση της εργασίας του;
(4) Υπευθυνότητα:
Επιδεικνύει υπευθυνότητα και σοβαρότητα στα καθήκοντά του;
(5) Πρωτοβουλία:
Επιδεικνύει πρωτοβουλία κατά την άσκηση των καθηκόντων του και είναι πρόθυμος να αναλάβει ευθύνες;
(6) Συνεργασία/Σχέσεις:
Συνεργάζεται με τους προϊσταμένους του και τους άλλους συναδέλφους του κατά τη διεκπεραίωση του υπηρεσιακού έργου και έχει αρμονικές σχέσεις μαζί τους;
(7) Συμπεριφορά προς τους πολίτες:
Εξυπηρετεί με προθυμία, ευγένεια και υπομονή τους πολίτες και γενικά όσους συναλλάσσονται με την υπηρεσία του;
(8) Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα:
(Να συμπληρωθεί μόνο από υπαλλήλους από την Κλίμακα Α6 και πάνω).»
Στην παρούσα υπόθεση ο Διευθυντής αναφερόταν συγκριτικά. Εν όψει της βαθμολογίας του αιτητή στις υπηρεσιακές εκθέσεις διαπιστώνω ότι ο διευθυντής έχει με τη σύσταση του αναπλάσει το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων και έχει διαμορφώσει υπεροχή του Ε.Μ. Αναστασίου - σε σχέση με ήδη αξιολογηθέντα στοιχεία - ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν του δίνουν τέτοια υπεροχή.
Έρχομαι τώρα στο Ε.Μ. Τουμαζή. Ο τελευταίος έχει προτιμηθεί από το Διευθυντή λόγω:
Αναφορικά με το στοιχείο (1) - αρχαιότητα - το Ε.Μ. Τουμαζή υπερέχει του αιτητή. Επομένως η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Περαιτέρω η σύσταση είναι σύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου και σε σχέση με το στοιχείο (2).
Αναφορικά με τα στοιχεία (3) και (4) ισχύουν τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία (4) - (7) που αφορούν το Ε.Μ. Αναστασίου. Επομένως και στην περίπτωση του Ε.Μ. Τουμαζή ο Διευθυντής έχει με τη σύσταση του αναπλάσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις και έχει με τη σύσταση του διαμορφώσει υπεροχή υπέρ του Ε.Μ. ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίνουν τέτοια υπεροχή.
Αναφορικά με τον αιτητή ο Διευθυντής τον έχει θεωρήσει ακατάλληλο για προαγωγή
για τους λόγους που έχει αναφέρει στη σύσταση του (βλ. σελ. 5-6, πιο πάνω). Παρατηρώ: Ο αιτητής κατέχει τη θέση του Συμβούλου Α΄ από την 1.7.95. Στο μέρος «Καταλληλότητα για Προαγωγή» των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των ετών 1995-1999 αναφέρεται: «Ο αξιολογούμενος υπάλληλος κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην αμέσως ανώτερη θέση προαγωγής».Διαπιστώνω, επομένως, ότι η κρίση του Διευθυντή περί της ακαταλληλότητας του αιτητή για προαγωγή δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου. Περαιτέρω εύλογα προβάλλει το ερώτημα
:Στη βάση ποιάς λογικής και ποιών δεδομένων ένας υπάλληλος με εξαίρετες αξιολογήσεις θεωρείται ακατάλληλος για προαγωγή;
Κρίνω, επομένως, ότι η σχετική θέση του Διευθυντή όχι μόνο βρίσκεται σε αντίθεση προς τα στοιχεία του φακέλου αλλά είναι εντελώς αόριστη, ασαφής και ατεκμηρίωτη.
Στη συνέχεια θα εξεταστούν οι συνέπειες της ασυμφωνίας της σύστασης του Διευθυντή με τα στοιχεία του φακέλου και οι συνέπειες της διαμόρφωσης υπεροχής υπέρ των Ε.Μ. σε σχέση με ήδη αξιολογηθέντα στοιχεία ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή.
Οι συνέπειες των πιο πάνω διαπιστώσεων μου έχουν αναλυθεί στη Μάρκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 224/2001/22.1.2002, από την οποία παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα:
«'Εχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99
Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454
).Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω).
Κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Αναφορικά με την δεύτερη διαπίστωση μου, οι συνέπειες της διαμόρφωσης υπεροχής - με τη σύσταση - ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή, έχουν αναλυθεί στην Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374/15.9.99 στην οποία λέχθηκε:
'Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.'
Τα νομολογηθέντα στην Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην Κουάλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402/11.1
1.99 στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:'΄Οπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνουμε ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή.
.................................. .................................................. .................................................. ...............
΄Ετσι όπως και στη Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.'
Στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2434/20.3.2000 λέχθηκε:
'΄Ολες οι ιδιότητες που αποδόθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως χαρίσματα που δικαιολογούν την επιλογή της σε σύγκριση πάντα με τον εφεσείοντα, περιέχονται στις διάφορες κατηγορίες των εμπιστευτικών εκθέσεων. Η επιστημονική κατάρτιση, η απόδοση, το ενδιαφέρον, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία, οι σχέσεις με τους προϊσταμένους και το κοινό και η διευθυντική ικανότητα βαθμολογούνται στις εκθέσεις. Από τις εκθέσεις δεν προκύπτει ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί την προτίμηση του Διευθυντή προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε η σύσταση περιέχει οποιοδήποτε σχόλιο που να αιτιολογεί την προτίμηση προς το ενδιαφερόμενο μέρος.'
Στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1047/97 και 5/98/21.3.2000 ο Νικολάου, Δ. παρατήρησε ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί με τη σύσταση του 'να διαφοροποιεί την εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογημένη αξία: ανεβάζοντας τον ένα και συνακόλουθα κατεβάζοντας τον άλλο'. Αφού παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) ο Νικολάου, Δ. συνέχισε ως εξής:
'Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.'
Πρέπει να λεχθεί ότι οι υποθέσεις Χριστοδουλίδου
, Κουάλη, Σταυρινίδη και Κωνσταντίνου έχουν αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Δημοκρατία ν. Πογιατζή, Α.Ε. 2767/20.9.2001. Στην πολύ πρόσφατη αυτή απόφαση υποδεικνύεται ότι τρεις πρόσφατες αποφάσεις (Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2692/27.2.2001, Μέζου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2752/11.4.2001 και Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2737/7.5.2001) δεν φαίνονται ευθυγραμμισμένες με την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) 'και δεν περιέχουν καμιά αναφορά στη Χριστοδουλίδου και τις άλλες για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους'. Λέχθηκε, επίσης, πως δεν διακρίνεται έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στη Χριστοδουλίδου.»
Οι αρχές που έχουν διαμορφωθεί στις υποθέσεις Χριστοδουλίδου
, Κουάλη, Σταυρινίδη και Κωνσταντίνου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Μοδίτη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852/25.10.2002. Στην απόφαση της πλειοψηφίας η οποία ετοιμάσθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., λέχθηκαν τα εξής:«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η Ε.Δ.Υ. έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.
.................................. .................................................. .................................................. ...............
'Οσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ΄ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. 'Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2037, ημερ. 20.11.98). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δύο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997
. Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης. Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα.»Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Μοδίτη, Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη, Κωνσταντίνου και Πογιατζή (πιο πάνω). Για τους λόγους που υποδεικνύονται σε εκείνες τις υποθέσεις η σύσταση πάσχει. Η υπεροχή που έχει αποδώσει ο Διευθυντής στα Ε.Μ. δεν προκύπτει από τους φακέλους.
Περαιτέρω - όπως και στην υπόθεση Μάρκου (πιο πάνω) - κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της.
Τέλος η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ. Αναστασίου δεν είναι έγκυρη και λόγω της βαρύτητας που δόθηκε από το Διευθυντή στο πτυχίο του (βλ. σελ. 9, πιο πάνω).
Στην παρούσα υπόθεση η σύσταση του Διευθυντή απετέλεσε ένα από τους παράγοντες που οδήγησαν στην επιλογή των Ε.Μ.. Περαιτέρω απετέλεσε και την ειδική αιτιολογία για παραγνώριση των πλεονεκτημάτων του αιτητή σε σύγκριση με το Ε.Μ. Αναστασίου.
Κρίνω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συνιστά την ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση των πλεονεκτημάτων του αιτητή, γιατί ήταν ελαττωματική. Ούτε και συνιστά έγκυρο βάθρο για την επιλογή των Ε.Μ.. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα των Ε.Μ..
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.