ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 570/2002)

 

22 Οκτωβρίου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α.Σ.Κ. ΨΑΡΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΤΔ,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

Μ. Ναθαναήλ, για τους Αιτητές.

Στ. Χριστοδουλίδου-Μέσσιου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.

_________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα την Λάρνακα. Ασχολούνται με την εισαγωγή και εμπορία κατεψυγμένων προϊόντων (κρεάτων, ψαρικών, λαχανικών, πατατών κ.τ.λ.). Πελάτες τους είναι ξενοδοχεία, εστιατόρια και έμποροι κατεψυγμένων προϊόντων. Διαθέτουν ιδιόκτητους ψυκτικούς θαλάμους χωρητικότητας 10 τόνων περίπου. Πρόσθετα ενοικιάζουν και άλλους χώρους ανάλογα με τις ανάγκες τους. Προμηθεύονται κατεψυγμένα κρέατα καθώς και φιλέτα από Κύπριους εισαγωγείς και από συγκεκριμένο Οργανισμό. Κατά το έτος 1999, 2000 και 2001 προμηθεύτηκαν 30,000 kg.

Στις 14.12.2001 το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (το Υπουργείο) εξέδωσε την πιο κάτω ανακοίνωση:

«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού πληροφορεί τους ενδιαφερομένους εισαγωγείς ότι θα δέχεται αιτήσεις μέχρι τις 11.1.2002 για εισαγωγή περιορισμένης ποσότητας κατεψυγμένων βοδινών φιλέτων από τρίτες χώρες με μειωμένο δασμό.

Η ποσότητα που θα επιτραπεί είναι 300 τόνοι και το 80% θα κατανεμηθεί σε εισαγωγείς ανάλογα με το μέσο όρο των εισαγωγών φιλέτων που πραγματοποίησαν τα χρόνια 1999, 2000 και 2001 και το υπόλοιπο 20% με ισομέρεια σε εισαγωγείς βοδινών κρεάτων.

Για περισσότερες πληροφορίες και εξασφάλιση εντύπων για υποβολή των στοιχείων εισαγωγών, παρακαλούνται οι ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς να επικοινωνήσουν με τον Κλάδο Εισαγωγών του Υπουργείου στα τηλέφωνα 22867130 και 22867210.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

14 Δεκεμβρίου 2001»

Τα σχετικά με την έκδοση της ανακοίνωσης γεγονότα έχουν ως εξής:

Στις 7.4.2000 πραγματοποιήθηκε Υπουργική Σύσκεψη στην οποία παρευρέθηκαν οι Υπουργοί Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Οικονομικών και Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος καθώς και υπηρεσιακοί παράγοντες. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν το αίτημα του Συνδέσμου Εισαγωγέων Ειδών Διατροφής ημερ. 27.1.99 για την κατάργηση των δασμών για τα βοδινά φιλέτα από την Ευρωπαϊκή 'Ενωση (η Ε.Ε.) και για τη μείωση του από άλλες χώρες στο 25%.

Κατά τη σύσκεψη αφού λήφθηκε υπόψη ότι η ντόπια παραγωγή είναι πολύ μικρή και τα φιλέτα είναι απαραίτητα για την τουριστική βιομηχανία, αποφασίστηκε η δημιουργία ποσόστωσης 300 τόνων βοδινών φιλέτων με δασμό £0,50 το κιλό, όταν εισάγονται από Ε.Ε. και £0,75 όταν εισάγονται από άλλες χώρες.

Το Υπουργείο Οικονομικών, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει το θέμα της τροποποίησης του Δασμολογίου, υπέβαλε σχετική Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 20.6.2000 και στις 21.6.2000 εγκρίθηκε, η δημιουργία ποσόστωσης 300 τόνων βοδινών φιλέτων με μειωμένο δασμό £0,50 το κιλό από Ε.Ε. και £0,75 από άλλες χώρες, υπό τον όρο όμως «ότι η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρνητική».

Μετά από σχετικές διαβουλεύσεις με την Ε.Ε., στις 10.7.2001 η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στις Βρυξέλλες διαβίβασε στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού σχετική επιστολή της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία χαρακτηρίζεται ως λογικό και δικαιολογημένο το αίτημα της Κύπρου για εξασφάλιση επιπλέον ποσόστωσης ύψους 300 τόνων βοδινών φιλέτων.

Στη συνέχεια το Υπουργείο Εμπορίου στις 16.7.2001, διαβίβασε στο Υπουργείο Οικονομικών την επιστολή της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την παράκληση να προχωρήσουν στην κατάθεση του απαιτούμενου Τροποποιητικού Νομοσχεδίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για ψήφιση το συντομότερο δυνατό.

Η νέα ποσόστωση των 300 τόνων βοδινών φιλέτων συμπεριλήφθηκε στο Δεύτερο Πίνακα του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 2002 (Ν 22(Ι)/2002). Σύμφωνα με το αρ. 3(3) του Νόμου 22(Ι)/2002 στα εισαγόμενα εμπορεύματα που περιγράφονται στη στήλη 2 έναντι των δασμολογικών κλάσεων που αναφέρονται στην στήλη 1 του Τρίτου Μέρους του Δεύτερου Πίνακα και μόνο για τις ποσότητες κατ΄ έτος που καθορίζονται στη στήλη 5 επιβάλλεται δασμός με βάση τους συντελεστές που εκτίθενται στις στήλες 3 και 4, νοουμένου ότι -

(α) ο εισαγωγέας προσκομίζει σχετική έγκριση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, και

(β) τηρούνται οποιοιδήποτε όροι και προϋποθέσεις που δυνατό να αναγράφονται στην εν λόγω έγκριση με σκοπό να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Τρίτου Μέρους του Δεύτερου Πίνακα.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, για διευκόλυνση των εισαγωγέων, εξουσιοδότησε με επιστολή του, ημερομηνίας 29.10.2002, την Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, να επιτρέπει την εισαγωγή των προϊόντων, με εξαίρεση τα φιλέτα, που περιλαμβάνονται στον Δεύτερο Πίνακα (Δεύτερο και Τρίτο Μέρος) κατά σειρά κατάθεσης της σχετικής διασάφησης και στα ποσοστά που καθορίζονται.

Για τα βοδινά φιλέτα, το ενδιαφέρον για εισαγωγή ήτο πολύ μεγάλο και το Υπουργείο αποφάσισε την κατανομή της ποσόστωσης των 300 τόνων και με επιστολή του ημερομηνίας 30.11.2001 ζήτησε από την Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων όπως «εκτελώνιση βοδινών φιλέτων επιτρέπεται μόνο στους εισαγωγείς που θα προσκομίζουν γραπτή έγκριση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού».

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω ανακοίνωσης - ημερ. 14.12.2001 - οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 11.1.2002 προς το Διευθυντή του Υπουργείου ζήτησαν όπως τους παραχωρηθεί σχετική άδεια εισαγωγής «για μέρος του 'ΚΟΤΑ' των 300 μ.τ. βοδινού φιλέτου». Ταυτόχρονα πληροφόρησαν το Υπουργείο ότι ασχολούνται από το 1999 με την εμπορία και διάθεση κατεψυγμένων ψαρικών, κρεάτων και χορταρικών σε εστιατόρια και ξενοδοχεία στην πόλη και επαρχία της Λάρνακας με μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων τους τη διάθεση σημαντικής ποσότητας βοδινού φιλέτου.

Το πιο πάνω αίτημα των αιτητών απορρίφθηκε με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ημερ. 25.4.2002. Την παραθέτω:

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 11.1.2002, για να συμπεριληφθείτε στην κατανομή της ποσόστωσης των 300 τόνων κατεψυγμένων βοδινών φιλέτων και να σας πληροφορήσω, ότι το αίτημά σας έχει εξετασθεί και δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί, γιατί δεν πληρούσατε τα κριτήρια που καθορίστηκαν και δημοσιεύθηκαν στον εγχώριο τύπο, με ανακοίνωση του Υπουργείου ημερομηνίας 14.12.2001, αντίγραφο της οποίας εσωκλείεται.»

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης, που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή.

 

Η προδικαστική ένσταση.

Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής καθότι δεν υπέβαλαν τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνται για να αποδειχθεί ότι πληρούσαν τα σχετικά κριτήρια που είχαν καθοριστεί από το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για να τους δοθεί σχετική έγκριση για εισαγωγή των φιλέτων, και/ή ότι μετά από έρευνα του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού αποδείχθηκε ότι οι αιτητές δεν πληρούσαν τα εν λόγω κριτήρια.

Έχει νομολογηθεί ότι ο αποκλεισμός προσφοροδότη «κατ΄ εφαρμογή του επίμαχου όρου αποτελεί το νομιμοποιητικό του έρεισμα για την αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της προσβολής της κατακύρωσης, της καθόλου νομιμότητας του (Viamax Coach Industry Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. 916/98/8.1.2001 - απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.).

Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές έχουν αποκλεισθεί «κατ΄ εφαρμογή του επίμαχου όρου» ήτοι των κριτηρίων που είχαν τεθεί με την ανακοίνωση της 14.12.2001. Προσβάλλουν την εγκυρότητα ή νομιμότητα των κριτηρίων εκείνων. Νομιμοποιούνται να προσβάλουν την νομιμότητα του αποκλεισμού τους. Ακολουθεί πως δε στερούνται εννόμου συμφέροντος. Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Η προσβαλλόμενη απόφαση της Διοίκησης δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και η αιτιολογία της είναι ασαφής και αβάσιμη.

Ο κ. Ναθαναήλ, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι η αιτιολογία που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της Διοίκησης ημερ. 25.4.2002 δεν αποτελεί αιτιολογία όπως την εννοεί η νομολογία και οι αρχές του διοικητικού δικαίου «αλλά ούτε και εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος». Η απλή αναφορά των καθ΄ ων η αίτηση - συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος - στην μη πλήρωση των κριτηρίων που καθορίστηκαν με την ανακοίνωση τους ημερ. 14.12.2001 δεν συνιστά αιτιολογία.

Ο κ. Ναθαναήλ υπέβαλε, επίσης, ότι και η ανακοίνωση ημερ. 14.12.2001 δεν μπορεί από μόνη της να αιτιολογήσει την πράξη της διοίκησης αφού:

«(α) Τα κριτήρια που ετέθησαν ήταν άσχετα και χωρίς καμιά αιτιολογία.

(β) Ο Τροποποιητικός Νόμος 22(Ι)/2002 πάνω στον οποίον βασίστηκε η Διοίκηση δια να απορρίψει την αίτηση των αιτητών, έχει ψηφιστεί μετά την δημοσίευση της ανακοίνωσης αλλά και ο νόμος δεν αναφέρεται μόνο σε υφιστάμενους εισαγωγείς ούτε αποκλείει οιονδήποτε πολίτη και Διοικούμενο από το να εισάξει νόμιμα κάποιο εμπόρευμα ή προϊόν, ούτε και θέτει κριτήρια ή προϋποθέσεις αντισυνταγματικές. Αντίθετα η Διοίκηση για όλους τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, παρά τον νόμο και παρά τις Συνταγματικές Διατάξεις προέβει σε καθορισμό παράνομων και αντισυνταγματικών κριτηρίων και χωρίς καμιά αιτιολόγηση.

(γ) Δεν δίδεται καμιά πειστική ή τουλάχιστον αιτιολογία για το πώς επηρεάζεται το Δημόσιο Συμφέρον από την συμμετοχή των αιτητών στη συγκεκριμένη ποσόστωση αφού μοναδικό κριτήριο φαίνεται να ήταν το κατά πόσο οι αιτητές ήταν υφιστάμενοι εισαγωγείς. Ακόμη η απλή επίκληση του Δημόσιου Συμφέροντος δεν είναι αρκετή, πρέπει να εξειδικεύονται τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την προαγωγή του Δημόσιου Συμφέροντος. Το κριτήριο αυτό από μόνο του δηλαδή η επίκληση Δημοσίου Συμφέροντος δεν μπορεί να αποτελεί επαρκή αιτιολογία.

(δ) Ακόμη θα έπρεπε η Διοίκηση να λάβει υπόψιν παράγοντες όπως η ικανότητα των αιτητών να ανταποκριθούν και η ποιότητα των υπηρεσιών που θα μπορούσαν να προσφέρουν, παράγοντες που θα ήταν άμεσα σχετικοί και ουσιώδεις στη διαδικασία επιλογής των διαφόρων αιτητών. Οι παράγοντες αυτοί έχουν αγνοηθεί επομένως η Διοίκηση άσκησε την διακριτική της ευχέρεια πλημμελώς.»

Η κα. Χριστοδουλίδου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός των αιτητών είναι ανυπόστατος σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί στην αγόρευση της και καταρρίπτεται πλήρως. Υπέβαλε, επίσης, ότι από το φάκελο της διοικητικής απόφασης και συγκεκριμένα από όλα τα Παραρτήματα τα οποία έχει επισυνάψει στην ένσταση καθώς και στην παρούσα αγόρευση και από όλα τα γεγονότα της υπόθεσης σαν σύνολο προκύπτει σαφής αιτιολογία για τον καθορισμό των κριτηρίων.

Ανάγνωση της ανακοίνωσης ημερ. 14.12.2001 αποκαλύπτει ότι αυτή δεν περιέχει αιτιολογία γιατί δεν περιέχει τα ειδικά εκείνα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου. Δεν αιτιολογεί γιατί η επίδικη ποσότητα πρέπει να κατανεμηθεί σε δύο μόνο κατηγορίες εισαγωγέων. Είναι δεκτό από τη νομολογία ότι σε σχέση με διοικητικές πράξεις οι οποίες είναι αιτιολογητέες "ως εκ της φύσεως τους" δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης "εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν΄ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου".

Ωστόσο η αναπλήρωση από το φάκελο της ελλείπουσας αιτιολογίας "δύναται να χωρήση μόνον, εφ΄ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως το Σ.τ.Ε θα έπρεπε ν΄ αναζητήση και σταθμίση αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ΄ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267 (45), 1144 (46)" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185-186).

Στην Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452/21.7.2000 το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

"Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. ΄Οπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97, το θέσαμε ως εξής:

'Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου 'για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή'. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56)'".

Στην παρούσα υπόθεση το αίτημα των αιτητών απορρίφθηκε γιατί δεν πληρούσαν τα κριτήρια που καθορίστηκαν με την πιο πάνω ανακοίνωση του Υπουργείου ημερ. 14.12.2001. Με βάση την ανακοίνωση εκείνη το 80% των 300 τόνων «θα καταναμηθεί σε εισαγωγείς ανάλογα με το μέσο όρο των εισαγωγών φιλέτων που πραγματοποίησαν τα χρόνια 1999, 2000 και 2001 και το υπόλοιπο 20% με ισομέρεια σε εισαγωγείς βοδινών κρεάτων».

Αυτό που κατά την κρίση μου προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο η διοίκηση έχει αιτιολογήσει την απόφαση της για κατανομή της πιο πάνω ποσότητας σε μόνο δύο κατηγορίες εισαγωγέων.

Από την αγόρευση της κας Χριστοδουλίδου προκύπτει εμμέσως ότι η ανακοίνωση της 14.12.2001 δεν περιέχει αιτιολογία. Προ αυτής της κατάστασης η κα. Χριστοδουλίδου παρέπεμψε το Δικαστήριο (α) στα όσα έχει αναφέρει στην παρούσα αγόρευση, και (β) στο φάκελο της Διοίκησης και στα Παραρτήματα που έχει επισυνάψει στην ένσταση και στην αγόρευση της.

Αρχίζω με το περιεχόμενο της αγόρευσης της το οποίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες θέσεις και ισχυρισμούς:

  1. Στην παρούσα υπόθεση το Υπουργείο εφάρμοσε αναφορικά με την κατανομή της ποσόστωσης το σύστημα που χρησιμοποιεί συνήθως η Ευρωπαϊκή Ένωση για τις ποσοστώσεις διάφορων τεμαχίων βοδινού κρέατος που επιτρέπει να εισάγονται από τρίτες χώρες (βλ. αρ. 2 του Καν. 980/2000 της 11.5.2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το οποίο η ποσόστωση που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση για το κατεψυγμένο βόειο κρέας διαιρείται σε δύο μέρη, το πρώτο ίσο με 80% της ποσόστωσης κατανέμεται μεταξύ των εισαγωγέων της κοινότητας κατ΄ αναλογία των ποσοτήτων που έχουν εισαχθεί από αυτούς τα τρία προηγούμενα χρόνια, και το δεύτερο μέρος, ίσο προς το 20% κατανέμεται μεταξύ των εμπορευομένων οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι ανέπτυξαν σχετική δραστηριότητα που αφορούσε μια ελάχιστη ποσότητα και μια ορισμένη περίοδο, συναλλασσόμενοι με τρίτες χώρες για ποσότητες βοδινού κρέατος εκτός εκείνων που αναφέρονται για τους δικαιούχους του 80%. Τόσο οι δικαιούχοι του 80% όσο και του 20% είναι αναγκαίο μαζί με την αίτηση τους να υποβάλουν και τα σχετικά αποδειχτικά στοιχεία εισαγωγής.
  2. Η Κύπρος αναμένεται να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 και η πολιτική της κυβέρνησης είναι η σταδιακή προσαρμογή με το Κοινοτικό Κεκτημένο. Για το σκοπό αυτό και το αρμόδιο Υπουργείο εφάρμοσε και στην συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο σύστημα.
  3. Οι αιτητές δεν συμπεριλήφθησαν στον κατάλογο των δικαιούχων εισαγωγέων γιατί κατά τα χρόνια 1999, 2000 και 2001 δεν πραγματοποίησαν εισαγωγές κατεψυγμένων φιλέτων ή άλλων τεμαχίων βοδινού κρέατος. Το γεγονός και μόνο ότι διαθέτουν ψυκτικούς θαλάμους και εμπορεύονται κατεψυγμένα κρέατα, όπως ισχυρίζονται, δεν είναι αρκετό για να τους καταστήσει δικαιούχους των εισαγωγέων στην συγκεκριμένη περίπτωση.
  4. Εν πάση περιπτώσει, τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το Υπουργείο δεν περιλάμβαναν και αυτή την κατηγορία εμπόρων, γιατί σε τέτοια περίπτωση αφού στην Κύπρο, υπάρχουν αρκετά άτομα που διαθέτουν ψυκτικούς θαλάμους και που εμπορεύονται κατεψυγμένα κρέατα, τότε το αρμόδιο Υπουργείο θα κατακλυζόταν από αιτήσεις και η ποσότητα που θα αναλογούσε σε κάθε αιτητή θα ήταν πολύ μικρή για να πραγματοποιηθεί η εισαγωγή.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τους φακέλους της Διοίκησης (Τεκ. 1 και 2 στην Προσφυγή 453/2002) καθώς και τα Παραρτήματα που έχουν επισυναφθεί στην ένσταση. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε σχετικό με τις θέσεις που έχει προβάλει η κα. Χριστοδουλίδου (βλ. παραγ. (1) - (4), πιο πάνω). Επομένως στο φάκελο της Διοίκησης δεν υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία για την κατανομή της ποσόστωσης σε μόνο δύο κατηγορίες εισαγωγέων. Κατά συνέπεια τα όσα ανέφερε η κα. Χριστοδουλίδου (βλ. παραγ. (1) - (4), πιο πάνω) αποτελούν απλούς ισχυρισμούς και επιχειρήματα που προβάλλονται από τη δικηγόρο του διοικητικού οργάνου. Δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελούν απλώς το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής ή απόρριψης των λόγων ακύρωσης και όχι το υποκατάστατο της στοιχειοθέτησης του. (J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15, Metalock (Near East) Limited v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351, 359, Morris v. Registrar of Trade Marks (1985) 3 C.L.R. 732, 737, Georghiou and Another v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2354, Liberty P.L.C. v. Registrar of Trade Marks (1986) 3 C.L.R. 2564, Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98, Φωτιάδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 279/2001/31.1.2002 και Θεοφάνους κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Α.Ε. 2958/5.6.2002). Επομένως δεν αποτελούν καθόλου μέρος της αιτιολογίας και δεν μπορούν να την συμπληρώσουν. Η μη συμπλήρωση της αιτιολογίας, η οποία αναφέρεται στον τρόπο κατανομής της ποσόστωσης, από το περιεχόμενο των φακέλων καθιστά την πράξη καθορισμού των κριτηρίων αναιτιολόγητη. Εφόσον οι αιτητές αποκλείστηκαν κατ΄ εφαρμογή των κριτηρίων εκείνων έπεται πως και η τελική πράξη τυγχάνει αναιτιολόγητη. Κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο