ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 522/2002)
15 Οκτωβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Αλ. Λυκούργου (κα.) για Γ. Τριανταφυλλίδη, για την Καθ' ης η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 28.5.2002 και με την οποίαν τον πληροφόρησε ότι δεν κατέστη δυνατή η επιλογή του στη θέση Λειτουργού Σιτηρών και ότι αντί αυτού προήγαγε τους 1. Παντελή Αναστασίου, 2. Κυριάκο Μαγκλή, 3. Κώστα Κουφοπαύλου, 4. Λουκά Π. Λουκά, 5. Ανδρέα Ιωαννίδη και 6. Μιχάλη Πίττα είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (η Επιτροπή) ημερ. 22.5.2002. Παρόντα κατά τη συνεδρία εκείνη ήταν 8 από τα 9 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής. Στα παρόντα μέλη περιλαμβανόταν και ο κ. Πόλυς Βότσης.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων η κα. Ευγενίου, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η παρουσία του πιο πάνω μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου κ. Πόλυ Βότση κατά τη συνεδρία ημερ. 22.5.2002 δεν ήταν νόμιμη. Τα γεγονότα που σχετίζονται με το σχετικό λόγο ακύρωσης (βλ. και νομικό σημείο 20 της προσφυγής) όπως έχουν τεθεί από την κα. Ευγενίου έχουν ως εξής:
Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής διέπεται από το αρ. 4(2) του περί Ελέγχου Σιτηρών Νόμου, Κεφ. 68 (όπως έχει τροποποιηθεί) σε συνδυασμό με το αρ. 3 των περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμων του 1988 και 1989.
Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής διορίσθηκαν με την υπ΄ αρ. 50.028 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 14.7.99 (βλ. Παράρτημα Τέταρτο της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας Αρ. 3345 της 20ης Αυγούστου 1999) «για περίοδο τριών χρόνων». Ο κ. Πόλυς Βότσης - ένα από τα διορισθέντα μέλη - διορίσθηκε ως εκπρόσωπος του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας. Στις 21.12.2001 ο κ. Πόλυς Βότσης παραιτήθηκε από τη Δημόσια Υπηρεσία η δε παραίτηση του δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 18.1.2002.
Η κα. Λυκούργου, εκ μέρους της Επιτροπής, επιβεβαίωσε τα όσα ανάφερε η κα. Ευγενίου. Παρέπεμψε σε επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 27.6.2002 προς τον κ. Πόλυ Βότση με την οποία τον πληροφόρησε «ότι σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 50.028 ημερ. 14.7.99» ο διορισμός του «είναι για περίοδο τριών χρόνων από την ημέρα της λήψης της Απόφασης». Επομένως - κατέληξε η ευπαίδευτη συνήγορος - η «παραμονή του κ. Βότση μέχρι 13.7.2002 ήταν νόμιμη». Η κα. Ευγενίου αντέτεινε ότι η πιο πάνω επιστολή του Υπουργού Οικονομικών είναι μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η διάρκεια του διορισμού καθορίσθηκε στην πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ήταν «για περίοδο τριών χρόνων». Επομένως η επιστολή του Υπουργού Οικονομικών δεν προσθέτει οτιδήποτε.
Τυγχάνει εξεταστέο το κατά πόσο η παραίτηση του κ. Βότση επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης και συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής.
Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 107:
«Το συλλογικόν όργανον προβλέπεται κατ΄ αρχήν υπό του νόμου, ως συμβαίνει επί παντός διοικητικού οργάνου. ........................... Ειδικώτερον, οσάκις ο νόμος προβλέπη τον διορισμόν ως μέλους συλλογικού οργάνου του κατέχοντος ωρισμένην θέσιν, η δε θέσις αύτη είναι κενή, το συλλογικόν όργανον δεν δύναται να συγκροτηθή νομίμως, ειμή εάν η θέσις αύτη καταργηθή: 738, 1506 (53).
.................................. .................................................. .................................................. ...............
Θανόντος μέλους τινός του συλλ. οργάνου, τούτο παύει να έχη νόμιμον συγκρότησιν, ίνα δε αποκτήση εκ νέου τοιαύτην, δέον να διορισθή νέον μέλος εις αντικατάστασιν του θανόντος: 1957 (54), 888 (56). Εάν όμως το θανόν μέλος μετείχε του συλλ. οργάνου ένεκα της θέσεως, ην κατείχεν ως δημόσιος υπάλληλος, μετέχει αντ΄ αυτού ως μέλος του συλλ. οργάνου ο εν τη κυρία υπαλληλική του θέσει προβλεπόμενος αναπληρωτής αυτού: 1957 (54), 888 (56), 1959
(57). Επίσης, επί απολύσεως εκ της κυρίας αυτού θέσεως μέλους συλλογικού οργάνου, το όργανον τούτο δεν δύναται να συγκροτηθή νομίμως προ της πληρώσεως της θέσεως ταύτης: 2247 (51), ομοίως δε και εις περίπτωσιν θέσεως εις διαθεσιμότητα του μέλους οντός αξιωματικού: 681(36).»Στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, 7η έκ., σελ. 130-131, αναφέρονται τα εξής:
«125. Συναφής προς τον κανόνα, ότι υπάρχει νόμιμη συγκρότηση μόνον όταν υπάρχουν όλα τα τακτικά μέλη, είναι και ο κανόνας ότι το συλλογικό όργανο, που έχει έτσι νόμιμα συγκροτηθεί, παύει να έχει νόμιμη συγκρότηση σε περίπτωση που 'ελλείπει' ένα ή περισσότερα από τα τακτικά μέλη του. Σύμφωνα με τον Ν 1599/1986 (άρθρο 19 § 2), το συλλογικό όργανο μπορεί να λειτουργήσει νόμιμα για διάστημα τριών μηνών, και αν ελλείπουν τακτικά μέλη, των οποίων ο αριθμός είναι μικρότερος από εκείνον που απαιτείται για τον σχηματισμό απαρτίας. Υπάρχει δε έλλειψη του μέλους, όταν αποβιώσει ή όταν χάσει οριστικά την ιδιότητα του μέλους, λόγω παραίτησης ή απόλυσης ή έκπτωσης (ΣΕ 3267/1967) από το συλλογικό όργανο, καθώς επίσης και όταν χάσει την ιδιότητα βάσει της οποίας έγινε ή διορίσθηκε μέλος του συλλογικού οργάνου (ΣΕ 382/1962), λόγω παραίτησης, ή έκπτωσης, ή λήξης της θητείας του (ΣΕ 2068/1968) ή μετάθεσης (ΣΕ 2295/1964). Στον κανόνα αυτόν εισάγει εξαίρεση ο Ν 1599/1986 (άρθρο 19 § 4), που προβλέπει ότι σε περίπτωση απώλειας της υπαλληλικής ή επαγγελματικής ή άλλης ιδιότητας, βάσει της οποίας ένα πρόσωπο είναι μέλος του συλλογικού οργάνου, το πρόσωπο αυτό εξακολουθεί να παραμένει μέλος για διάστημα τριών μηνών έως την αντικατάστασή του, εκτός εάν η απώλεια της ιδιότητας οφείλεται σε ποινική ή πειθαρχική καταδίκη. Το συλλογικό όργανο αποκτά πάλι νόμιμη συγκρότηση, μόλις διορισθεί το τακτικό μέλος που ελλείπει.
Το αναπληρωματικό μέλος μπορεί να μετέχει, για να αναπληρώσει τακτικό μέλος, μόνον όταν το τακτικό μέλος απουσιάζει ή κωλύεται, όχι δε όταν ελλείπει (ΣΕ 2159/1962). Συμμετοχή αναπληρωματικού μέλους, αντί του τακτικού μέλους που ελλείπει, συνεπάγεται παράνομη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου (ΣΕ 402/1989).»
Οι πιο πάνω αρχές έχουν υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία. Σχετικά επί του προκειμένου είναι τα όσα λέχθηκαν στην Στεφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367, 380:
«Είναι καθιερωμένη αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι αναγκαία προϋπόθεση του νόμιμου και έγκυρου των αποφάσεων ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου αποτελεί κατά πρώτο λόγο η συγκρότηση αυτού από όλα τα πρόσωπα που καθορίζονται από το νόμο για να αποκτήσει αυτό μορφή συλλογικού διοικητικού οργάνου. (Βλέπε Απόφαση Συμβουλίου Επικρατείας 624/31 Ολομέλεια, σελ. 172 στη σελ. 174 και την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση 706 Mytides v. The Republic (1988) 3 A.A.Δ. 737, Paschalis v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1897
).Ένα νόμιμα συγκροτημένο συλλογικό όργανο παύει να έχει νόμιμη συγκρότηση σε περίπτωση ελλείψεως ενός ή περισσοτέρων των μελών του, έστω και αν υπάρχει απαρτία, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Η λέξη έλλειψη στην προκείμενη περίπτωση είναι όρος του Συμβουλίου
Επικρατείας και σημαίνει την παραίτηση, το θάνατο, κλπ.»Στην παρούσα υπόθεση είναι δεκτό ότι η ιδιότητα με την οποία ο κ. Πόλυς Βότσης διορίσθηκε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής ήταν εκείνη του αντιπροσώπου του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας. Λόγω της παραίτησης του από τη Δημόσια Υπηρεσία «έχασε την ιδιότητα βάσει της οποίας έγινε ή διορίσθηκε μέλος του συλλογικού οργάνου» (Βλ. Σπηλιωτόπουλου, πιο πάνω).
Είναι ορθό ότι σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ο κ. Πόλυς Βότσης και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής διορίσθηκαν για περίοδο τριών ετών. Ωστόσο αυτή η πτυχή της υπόθεσης πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του πιο πάνω άρ. 4(2) του Κεφ. 68, οι οποίες προβλέπουν για διορισμό αντιπροσώπων των Υπουργών Οικονομικών, Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και Εμπορίου και Βιομηχανίας. Στην παρούσα υπόθεση ο κ. Πόλυς Βότσης διορίσθηκε ως εκπρόσωπος του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας. Κατά τον χρόνο του διορισμού του ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας και πρέπει να υποτεθεί ότι ήταν λόγω εκείνης της ιδιότητας - του υπαλλήλου του συγκεκριμένου Υπουργείου - που διορίσθηκε ως εκπρόσωπος του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας. Θεωρώ, επομένως, ότι η λύση της υπαλληλικής σχέσης που επήλθε λόγω της παραίτησης του κ. Πόλυ Βότση από τις 21.12.2001 από τη Δημόσια Υπηρεσία - κατείχε τη μόνιμη θέση Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών, 1ης τάξης, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας - οδηγεί σαφώς σε απώλεια της ιδιότητας βάσει της οποίας διορίσθηκε μέλος της Επιτροπής.
Εφόσον ο κ. Πόλυς Βότσης διορίσθηκε λόγω της υπαλληλικής ιδιότητας του, η απώλεια της τελευταίας οδηγεί σε «έλλειψη του μέλους».
Η εξαίρεση που έχει εισαχθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το αρ. 19(4) του Νόμου 1599/86 (βλ. Σπηλιωτοπούλου, πιο πάνω) δεν ισχύει στην Κύπρο γιατί δεν έχει εισαχθεί παρόμοια νομοθετική πρόνοια. Ισχύει, επομένως, ο πιο πάνω κανόνας που έχει διατυπωθεί από τη νομολογία. Κατά συνέπεια κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής έπαυσε να έχει νόμιμη συγκρότηση λόγω της συμμετοχής του κ. Πόλυ Βότση.
Ποιά είναι τώρα η επίδραση της πιο πάνω παρανομίας - στην συγκρότηση της Επιτροπής - επί της προσβαλλόμενης πράξεως; Η απάντηση έχει δοθεί από τη νομολογία η οποία έχει αποφανθεί ότι η πράξη είναι άκυρη - Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 108:
«Επίσης εθεωρήθη παράνομος η συγκρότησις του συλλογικού οργάνου και αι πράξεις αυτού άκυροι, εις τας περιπτώσεις καθ΄ ας το διορισθέν μέλος δεν κέκτηται την απαιτούμενην κατά νόμον ιδιότητα, ως και διορισμού ως μέλους υπαλλήλου ετέρου Υπουργείου και ουχί του εν τω νόμω οριζομένου: 1771 (55), ή αξιωματικού όστις δεν είναι ο αρχαιότητος του κλάδου του, ως απαιτεί ο νόμος: 1472-1941 (46), ή όστις δεν είναι ανώτερος αξιωματικός, ως απαιτείται: 1269-1273 (53), ή προσώπου μη φέροντος την ιδιότητα Διευθυντού Δημοσίου Νοσηλευτικού Ιδρύματος, αλλ΄ ιδρύματος ιδιωτικού δικαίου: 1812 (59).»
Βλ. και απόφαση 2068/1968 του Στ.Ε..
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.