ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 790/2002)
26 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Αιτητής,
v.
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Μ. Ιωαννίδης, για τον Αιτητή.
Αλ. Κουντουρή (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2 ημερ. 20.6.2002 να επιβάλουν στον αιτητή διοικητικό πρόστιμο ΛΚ 2000 λόγω παραβίασης απόφασης του Συμβουλίου ημερομηνίας 4.5.1999 η οποία λήφθηκε με βάση τον Κανονισμό 13(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2002 είναι παράνομη, άκυρη και άνευ εννόμου αποτελέσματος.»
Τα γεγονότα τα οποία έχουν οδηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση έχουν ως εξής:
Με επιστολή τους ημερ. 4.5.1999 οι καθ΄ ων η αίτηση αρ. 1 πληροφόρησαν τον κ. Χριστόδουλο Έλληνα, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd ότι το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου αποφάσισε να εγκρίνει το αίτημα του, σύμφωνα με τον Καν. 13 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95) (οι Κανονισμοί) ούτως ώστε οι χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι της Sharelink Securities Ltd κ.κ. Χριστόδουλος Έλληνας και Φίλιππος Λάρκος καθώς και ο χρηματιστηριακός εκπρόσωπος της AAA United Stockbrokers
Ltd κ. Νεόφυτος Νεοφύτου (ο αιτητής) να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Sharelink Financial Services Ltd. Η έγκριση δόθηκε υπό τον όρο ότι δεν θα επιτρέπεται στα Μέλη της Sharelink Financial Services Ltd και AAA United Stockbrokers Ltd ως επίσης και στους χρηματιστηριακούς εκπροσώπους των κ.κ. Έλληνα, Λάρκο και Νεοφύτου να καταρτίζουν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε τίτλους της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd.Με επιστολή του προς τον αιτητή ημερ. 28.9.2001 ο Γενικός Διευθυντής του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (το Χ.Α.Κ.) πληροφόρησε τον αιτητή ότι στις 2 και 9 Μαϊου 2001 είχε προβεί «σε πώληση 3,000,000 μετοχών της εισηγμένης εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd κατά παράβαση του όρου που του είχε τεθεί από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 4.5.99.
Ο αιτητής απάντησε με επιστολή του ημερ. 4.10.2001. Πληροφόρησε το Διευθυντή του Χ.Α.Κ. ότι δεν είχε αντιληφθεί πλήρως τον όρο που είχε διατυπωθεί στην πιο πάνω επιστολή - ημερ. 4.5.99. Αφού απολογήθηκε «για την παράβλεψη αυτή» πρόσθεσε τα εξής:
«Έχοντας τώρα αντιληφθεί την ουσία του όρου πιστεύω ότι είναι παντελώς άδικος διότι τέτοιος όρος σημαίνει ότι δεν έχω καθόλου δικαίωμα πώλησης οποιονδήποτε μετοχών μου της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd. Καλόν θα ήταν να διευκρινιστεί αυτό το θέμα ούτως ώστε να αποφασίσω κατά πόσο θα διατηρήσω την ιδιότητα του Χρηματιστηριακού Εκπροσώπου της εταιρείας.
Είμαι πάντοτε στη διάθεση σας για οποιεσδήποτε διευκρινίσεις και απολογούμαι πράγματι για την παράλειψη στην εφαρμογή του πιο πάνω όρου.»
Ως αποτέλεσμα σημειώματος ημερ. 19.11.2001 το οποίο υπέβαλε η Λειτουργός του Χ.Α.Κ., κα. Μαρία Ηρακλέους, προς το Γενικό Διευθυντή του Χ.Α.Κ. άρχισε πειθαρχική έρευνα εναντίον του αιτητή στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε και κατάθεση από τον αιτητή. Στις 15.5.2002 η πιο πάνω Λειτουργός υπέβαλε προς το Γενικό Διευθυντή του Χ.Α.Κ. το πόρισμα της έρευνας. Παραθέτω το σχετικό μέρος του πορίσματος:
«Το περιεχόμενο του Κανονισμού 13(1) είναι σαφές και απαγορεύει σε χρηματιστή να είναι μέλος διοικητικού Συμβουλίου δημόσιας εταιρείας χωρίς την γραπτή έγκριση του Συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή το Συμβούλιο έκρινε ότι η έγκριση αυτή προς τους κ.κ. Έλληνα και Νεοφύτου χρειαζόταν να δοθεί υπό τον συγκεκριμένο όρο. Δεν πιστεύω ότι οι κ.κ. Έλληνας και Νεοφύτου μπορούν να έχουν ευχέρεια παρέμβασης στον τρόπο λήψης των αποφάσεων του Συμβουλίου όσον αφορά τόσο τη δική τους περίπτωση όσο και άλλων χρηματιστηριακών εκπροσώπων. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ΄ όψιν πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης από το Συμβούλιο είναι διαφορετικά για την κάθε περίπτωση και οι χρηματιστές δεν έχουν την ευχέρεια να τα γνωρίζουν.
Πιστεύω ότι η παράβαση αυτή του όρου από τους δυο χρηματιστηριακούς εκπροσώπους είναι αρκετά σοβαρή παρόλο που ο κος Νεοφύτου έχει ήδη παραιτηθεί από χρηματιστηριακός εκπρόσωπος της AAA United Stockbrokers Ltd και ο κος Έλληνας αναφέρει ότι θα μελετήσει το ενδεχόμενο παραίτησης του εάν το Συμβούλιο πιστεύει ότι ο περιοριστικός αυτός όρος πρέπει να ισχύει.»
Το πιο πάνω πόρισμα εξετάσθηκε από το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. στη συνεδρία του ημερ. 23.5.2002. Το Συμβούλιο αποφάσισε να σταματήσει την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του αιτητή. Ταυτόχρονα αποφάσισε να του επιβάλει πρόστιμο £2000. Παραθέτω το σχετικό μέρος της απόφασης:
«Το Συμβούλιο αποφάσισε να σταματήσει την πειθαρχική διαδικασία εναντίον των Χρηματιστών κ.κ. Έλληνα και Νεοφύτου.
Όμως το Συμβούλιο αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 10(3) του Νόμου να επιβάλει πρόστιμο £2000 στον κάθε ένα από τους πιο πάνω Χρηματιστές για παράβαση της έγκρισης που τους δόθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(1), για τη συμμετοχή τους στο διοικητικό συμβούλιο της Sharelink Financial Services Ltd (όπως κοινοποιήθηκε με την επιστολή του Χρηματιστηρίου ημερομηνίας 4 Μαϊου 1999).
Συγκεκριμένα το Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι κ.κ. Έλληνας και Νεοφύτου παρέβηκαν την έγκριση που δόθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(1) επειδή προέβηκαν σε πώληση 3.000.000 μετοχών της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd στις 26 Απριλίου 2001.
Κατά τη λήψη της απόφασης αυτής το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις θέσεις των κ.κ. Έλληνα και Νεοφύτου όπως φαίνονται στις επιστολές τους (4.10.2001) και στις καταθέσεις που έδωσαν (1.2.2002).
Σημειώθηκε επίσης ότι η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου δεν προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από τους Χρηματιστές.
Σύμφωνα με το άρθρο 10(3) απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την επιβολή προστίμου.»
Με απόφαση της ημερ. 10.6.2002 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε «όπως εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη της προς το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. για την επιβολή διοικητικού προστίμου £2000» στον αιτητή.
Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Χ.Α.Κ. ημερ. 20.6.2002. Σύμφωνα με την επιστολή το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και βάση των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 10(3) του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, αποφάσισε να επιβάλει στον αιτητή πρόστιμο ύψους £2000 «για την παράβαση από μέρους του της απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 4 Μαϊου 1999 που λήφθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(1) των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών».
Οι λόγοι ακύρωσης
.Ο κ. Ιωαννίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 10(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν 14(Ι)/93 όπως έχει τροποποιηθεί) (ο Νόμος). Σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη το Χ.Α.Κ. μπορεί να διερευνήσει και επιβάλλει διοικητική ποινή μόνο σε περιπτώσεις:
(α) Παράβασης Νόμου.
(β) Παράβασης Κανονισμού.
(γ) Παράβασης Κανόνων Διαπραγμάτευσης.
(δ) Παράβασης απόφασης του Συμβουλίου.
Στην παρούσα υπόθεση - συνέχισε ο κ. Ιωαννίδης - από την ίδια την αιτιολογία της απόφασης είναι ξεκάθαρο ότι το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. προέβηκε στην επιβολή του διοικητικού προστίμου στηριζόμενο στην περίπτωση παράβασης απόφασης του Συμβουλίου. Ωστόσο - συμπλήρωσε - σύμφωνα με το άρθρο 10(3) του Νόμου τέτοια απόφαση πρέπει να είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια «η εξουσία και/ή η αρμοδιότητα του Συμβουλίου εγείρεται μόνον στις περιπτώσεις παραβιάσεως απόφασης η οποία έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας». Η απόφαση - κατέληξε - της 4.5.99 λόγω του ότι δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αποτελεί νομική βάση για διεξαγωγή έρευνας και επιβολής προστίμου εναντίον του αιτητή από το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ..
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι για σκοπούς δικαστικού ελέγχου η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης που λαμβάνεται υπόψη είναι εκείνη που διατυπώνεται στα σχετικά πρακτικά και όχι εκείνη η οποία περιλαμβάνεται στην επιστολή με την οποία έχει κοινοποιηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στον αιτητή. Σύμφωνα λοιπόν με τα πρακτικά ο αιτητής τιμωρήθηκε επειδή παρέβηκε την έγκριση που του δόθηκε, σύμφωνα με τον Καν. 13(1) για τη συμμετοχή του στο διοικητικό συμβούλιο της Sharelink Financial Services Ltd με το να πωλήσει 3.000.000 μετοχές της εν λόγω εταιρείας στις 26.4.2001.
Από την άλλη η κα. Κουντουρή, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι το επίδικο πρόστιμο δεν έχει επιβληθεί για παράλειψη συμμόρφωσης του αιτητή με απόφαση του Συμβουλίου αλλά για παράλειψη συμμόρφωσης του με υποχρέωση που προβλέπεται στον πιο πάνω Καν. 13(1).
Ανάγνωση του Καν. 13(1) αποκαλύπτει ότι, ανάμεσα σ΄ άλλα, απαγορεύει σε χρηματιστές και χρηματιστηριακούς εκπροσώπους να είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δημόσιας ή ιδιωτικής εταιρείας, χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση του Συμβουλίου. Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. αποφάσισε να εγκρίνει τη συμμετοχή του αιτητή στο διοικητικό Συμβούλιο της Sharelink Financial Services Ltd υπό τον όρο ότι δεν θα του επιτρέπεται να καταρτίζει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε τίτλους της εν λόγω εταιρείας. Επομένως η άρση της απαγόρευσης που θέτει ο πιο πάνω Καν. 13(1) είχε καταστεί δυνατή μόνο κάτω από τον πιο πάνω όρο. Η δοθείσα έγκριση είχε τις εξής προεκτάσεις:
Ο αιτητής θα μπορούσε να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Sharelink Financial Services Ltd χωρίς να παραβαίνει τον πιο πάνω Καν. 13(1) υπό τον όρο ότι δεν θα καταρτίζει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε τίτλους της εν λόγω εταιρείας. Η συμμετοχή του στο Διοικητικό Συμβούλιο της Sharelink Financial Services Ltd θα ήταν νόμιμη και δεν θα παραβίαζε τον πιο πάνω Καν. 13(1) υπό την προϋπόθεση μη καταρτισμού συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό
σε τίτλους της εν λόγω εταιρείας.Έχω λοιπόν την άποψη πως η επίδικη πώληση από τον αιτητή 3.000.000 μετοχών της εν λόγω εταιρείας, κατά παράβαση του τεθέντος όρου, ισοδυναμεί με παράβαση του εν λόγω Κανονισμού 13(1). Τούτο γιατί η παράβαση του τεθέντος όρου καθιστά ανενεργό την δοθείσα έγκριση με συνέπεια ο αιτητής να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας χωρίς την έγκριση του Χ.Α.Κ. και κατά συνέπεια κατά παράβαση του Καν. 13(1). Επομένως με βάση το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης θεωρώ ότι το επίδικο πρόστιμο έχει επιβληθεί για παράβαση του Καν. 13(1) και όχι για παράβαση της απόφασης ημερ. 4.5.99. Εξουσία για επιβολή προστίμου για παράλειψη συμμόρφωσης προς τους Κανονισμούς παρέχεται από το πιο πάνω άρθρο 10(3) του Νόμου. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Τέλος θα πρέπει να λεχθεί ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του ο όρος «απόφαση» στο άρθρο 10(3) του Νόμου περιλαμβάνει αποφάσεις που λαμβάνονται από το Συμβούλιο του Χ.Α.Κ. στα πλαίσια καθορισμού πολιτικής η οποία έχει καθολική εφαρμογή. Δεν μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις επί θεμάτων τρεχούσης φύσεως οι οποίες αφορούν ένα συγκεκριμένο άτομο ή οργανισμό. Υιοθέτηση της ερμηνείας που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος θα είχε σαν συνέπεια την υποχρέωση δημοσίευσης μεγάλου αριθμού αποφάσεων που αφορούν πλείστα όσα θέματα και άτομα με τα οποία συνεργάζεται το Χ.Α.Κ.. Αυτό θα οδηγούσε σε παράλογα και άτοπα αποτελέσματα κατά παράβαση του κανόνα που υπαγορεύει την αποφυγή ερμηνείας που οδηγεί σε παράνομα και άτοπα αποτελέσματα (βλ.
Kyriakides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 86).Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.