ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 764
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 716/02)
2 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
Αιτητής
και
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση
-------------------------
Λ. Κληρίδης για τον αιτητή.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής υπηρετούσε ως εκπαιδευτής στην Τεχνική Σχολή Λευκωσίας από το 1977 όταν, το 1979, διεκδίκησε τοποθέτησή του στην ανώτερη θέση Τεχνολόγου. Το αίτημά του απορρίφθηκε επειδή, όπως κρίθηκε, το Higher National Diploma (HND) in Mechanical and Production Engineering του London Polytechnic το οποίο κατείχε δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας για πανεπιστημιακό ή ισοδύναμο τίτλο. ΄Ασκησε την προσφυγή 6/80 και αυτή επίσης απορρίφθηκε αφού, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε πως η κρίση της διοίκησης ήταν ευλόγως επιτρεπτή. (Βλ. Κampouris v. Republic (1983) 3 CLR 1165).
Eπανήλθε το 1985 αφού απέσυρε την έφεση που άσκησε με αίτημα για επανεξέταση ενόψει πιστοποιητικού που είχε εξασφαλίσει. Απορρίφθηκε και εκείνο με απόφαση ημερομηνίας 2.4.86 για να ασκήσει όμως προσφυγή μόλις το 1987, σε σχέση με το περιεχόμενο της τελευταίας τότε επιστολής της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Εκείνη η προσφυγή απορρίφθηκε ως προσβάλλουσα βεβαιωτική απόφαση. (Κampouris v. ESC (1988) 3 CLR 2235).
Aπέσυρε και την έφεση που άσκησε κατά της πιο πάνω απόφασης αλλά δεν εγκατέλειψε τις διεκδικήσεις του. ΄Οταν δε το 1993 άσκησε προσφυγή κατά της προαγωγής τρίτου επαναφέροντας το ίδιο θέμα, κρίθηκε πως αυτό καλυπτόταν από το δεδικασμένο των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων. (Βλ. Ιωάννης Καμπούρης ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Προσφυγή 475/93 - 6.6.97
). Ο αιτητής είχε πλέον προαχθεί στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης από το 1999 αλλά συνέχισε να επιμένει πως εδικαιούτο σε αναδρομική προαγωγή από την ημερομηνία του πρώτου διορισμού του. Απορρίφθηκε εκ νέου το αίτημά του το 2001, δεν ασκήθηκε τότε προσφυγή και, με επιστολή των δικηγόρων του, επανήλθε το 2002. Η παρούσα προσφυγή αφορά στο χειρισμό της από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.Ο αιτητής, με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 18.2.02 και με επόμενη ημερομηνίας 18.4.02 στην οποία υπενθυμίζει για την προθεσμία του άρθρου 29 του Συντάγματος, έθεσε ερώτημα αναφορικά με την προαγωγή προσώπων που κατονομάζονταν από την 1.1.81 στη θέση Τεχνολόγου ενώ το μόνο προσόν τους ήταν όμοιο με το δικό του. Η απαντητική επιστολή της 29.4.02 στην οποία αναφερόταν ότι "τα άτομα αυτά είχαν καταταγεί σε θέση Τεχνολόγου αφού τα προσόντα τους εξετάστηκαν από την τότε Επιτροπή Αξιολογήσεως και θεωρήθηκαν ισοδύναμα με πανεπιστημιακό τίτλο ΒSc", δεν τον ικανοποίησε και απηύθυνε νέα επιστολή ημερομηνίας 15.5.02. Ζητούσε ξεκάθαρη απάντηση αναφορικά με τα προσόντα δυνάμει των οποίων τα πρόσωπα που κατονόμασε είχαν ενταχθεί στην ανώτερη θεση. Και με επόμενη επιστολή ημερομηνίας 27.6.02 τόνισε την υποχρέωση για αιτιολογημένη απάντηση ενόψει του άρθρου 29 του Συντάγματος.
Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε μετά την τελική απάντηση που του στάληκε με την επιστολή ημερομηνίας 3.6.02. Πληροφορήθηκε πως η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεν είχε να προσθέσει οτιδήποτε στο εξαντλημένο και λυμένο με δικαστική απόφαση θέμα και το αίτημα τώρα, κατ΄επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι η "ακύρωση" της άρνησης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να δώσει απάντηση, δεόντως αιτιολογημένη. Στα νομικά σημεία της προσφυγής επισημαίνεται πως η Επιτροπή ουσιαστικά δεν απάντησε στο αίτημά του και στη σύντομη αγόρευσή του πως η απάντηση δεν ήταν, όπως απαιτεί το άρθρο 29 του Συντάγματος, δεόντως αιτιολογημένη.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, λανθασμένα εκλαμβάνοντας πως η προσφυγή αφορά στην ουσία εκτελεστής απόφασης επί του θέματος, εισηγούνται πως είναι εκπρόθεσμη και πάντως βεβαιωτική ενόψει της επιστολής προς τον αιτητή ημερομηνίας 29.4.02. Σημειώνουν το γεγονός της παράλειψης άσκησης προσφυγής από τότε, προσθέτουν πως η αμφισβήτηση της νομιμότητας διορισμού άλλων θα μπορούσε να γίνει με επί τούτου εμπρόθεσμη προσφυγή και καταλήγουν με την επίκληση, πάντοτε επί της ουσίας του θέματος, δεδικασμένου. Και ενώ ο αιτητής, με την απαντητική του αγόρευση, ορθά επισημαίνει πως η προσφυγή αφορά σε κατ΄ισχυρισμό παράλειψη
απάντησης κατά παράβαση του άρθρου 29 του Συντάγματος, στο τέλος δεν παραλείπει και ο ίδιος να υποστηρίξει ότι το επίδικο θέμα εδώ διαφέρει από εκείνο που απασχόλησε προηγουμένως αφού συνίσταται στο ότι "με το ίδιο προσόν του ΗΝD τέσσερις εκπαιδευτικοί προήχθησαν από 1.1.81 στη θέση Τεχνολόγου ενώ ο αιτητής με το ίδιο προσόν δεν προήχθη".Δεν είναι, όμως, αυτό το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Το προσδιορίζει η θεραπεία που επιδιώκεται, όπως την παρέθεσα, και δεν συσχετίζεται προς οποιανδήποτε απόφαση επί της ουσίας, που άλλωστε δεν υπάρχει. Ο αιτητής ζήτησε ορισμένη πληροφόρηση και άσκησε προσφυγή όταν, στο τέλος της ημέρας, οι απαντήσεις δεν ήταν ικανοποιητικές. Οπότε η συζήτηση περί την προθεσμία, το βεβαιωτικό χαρακτήρα της τελευταίας απάντησης και
το δεδικασμένο, εκφεύγουν του πλαισίου της προσφυγής.Κρίνω, όμως, πως η προσφυγή είναι απαράδεκτη για άλλο λόγο δικαιοδοτικής φύσης. ΄Ηδη από τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας κρίθηκε πως για να είναι δυνατή η ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος σε σχέση με παράλειψη συμμόρφωσης προς το άρθρο 29 του Συντάγματος, θα πρέπει το θέμα του γραπτού αιτήματος του πολίτη να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146. (Βλ.
Charilaos Xenofontos v. Republic 2 RSCC 89). Kαι όπως εξηγήθηκε περαιτέρω με την απόφαση της Ολομέλειας στην Republic v. Nissiotou (1985) 3 CLR 1335 [βλ. και τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Μοdestos Pitsillos v. Minister of Interior (1971) 3 CLR 397 και Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 590], στην οποία τέθηκε ζήτημα μή απάντησης σε αίτημα για μετάθεση, μπορούσε να αναληφθεί δικαιοδοσία μόνο αν η απόφαση για μετάθεση ή μη ήταν δυνατό να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Επειδή δε ως εσωτερικό μέτρο δεν συνιστούσε απόφαση τέτοιας φύσης, αποφασίστηκε πως η περίπτωση δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό κατά υιοθέτηση και της πρωτόδικης απόφασης του Τριανταφυλλίδη Π. στην Yialousa Savings Bank Ltd v. Republic (1977) 3 CLR 25, που είναι ιδιαιτέρως σχετική. Το αίτημα για θεραπεία δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος κατ΄επίκληση του άρθρου 29 του Συντάγματος ενόψει παραδεκτής παράλειψης απάντησης σε αίτημα για χορήγηση αντιγράφου τραπεζικής άδειας απορρίφθηκε ακριβώς επειδή η χορήγηση ή μή αντιγράφου επισήμου εγγράφου δεν ήταν υπό τις περιστάσεις διοικητική ενέργεια δημιουργούσα έννομη κατάσταση, δεν ήταν εκτελεστή και δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 σε συνδυασμό προς το άρθρο 29 του Συντάγματος. ΄Ομοιου περιεχομένου ήταν και η απόφαση του Πική Δ., στην Μakaritou v. Republic (1984) 3 CLR 100. O αιτητής είχε ζητήσει αντίγραφα καταθέσεων σχετικά με τη διερεύνηση ατυχήματος, ο Αρχηγός της Αστυνομίας αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά του και ασκήθηκε προσφυγή. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη αφορούσε στο γεγονός ότι η άρνηση άφησε ανεπηρέαστα τα δικαιώματα του αιτητή, στον προσδιορισμό των οποίων και δεν στόχευε. Επομένως, ως μή εκτελεστού χαρακτήρα, με ιδιαίτερη αναφορά στην Xenofontos (ανωτέρω), κρίθηκε πως δεν ήταν δυνατό να αναληφθεί δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος την οποία το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν επεκτείνει.Ισχύουν τα ίδια και εν προκειμένω. Ο αιτητής ζήτησε ορισμένη πληροφόρηση, βεβαίως σε σχέση με διοικητική απόφαση που λήφθηκε αναφορικά με τρίτους στο παρελθόν. Η άρνηση χορήγησης της, και είναι ορθό παρεμπιπτόντως πως η Επιτροπή δεν θέλησε να τον εφοδιάσει με τα ακριβή στοιχεία που ζήτησε, δεν ήταν εκτελεστού χαρακτήρα. Δεν ήταν προσδιοριστική οποιουδήποτε δικαιώματός του, δεν διαμορφώνει αφ΄εαυτής οποιαδήποτε κατάσταση με έννομες συνέπειες και ευρίσκεται εκτός του πεδίου της δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.
C:\My Documents\2003\part4\716-02.doc