ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 667/2002)
26 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΖΟΥΡΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ένας από τους ιδιοκτήτες του Τεμαχίου με αρ. 850 (νέος αρ. 1003) στο Δήμο Γερμασόγειας. Στις 13.10.89 συμφώνησε με το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας να παραχωρήσει δωρεάν μέρος του πιο πάνω τεμαχίου του για διαπλάτυνση του δρόμου που οδηγεί στο Δημοτικό Σχολείο Ποταμού Γερμασόγειας «νοουμένου ότι κατά την οικιστική αξιοποίηση του θα ληφθεί υπόψη το παραχωρούμενο μέρος για σκοπούς υπολογισμού του συντελεστή δόμησης και του ποσοστού κάλυψης τα δε κατασκευαστικά σχέδια να αναλάβει το Συμβούλιο».
Αρχικά οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου εξασφάλισαν άδεια οικοδομής για ανέγερση κατοικίας στο πιο πάνω τεμάχιο. Ακολούθως εξασφάλισαν άδεια για προσθήκη τριών ορόφων στην υφιστάμενη κατοικία, δηλαδή συνολικά επτά διαμερίσματα.
Στις 18.9.97 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού με βάση την πιο πάνω συμφωνία του με το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας. Η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση. Εναντίον της απόρριψης ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή.
Με απόφαση της ημερ. 3.3.2000 η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή και κάλεσε την Πολεοδομική Αρχή να γνωστοποιήσει στον αιτητή ότι είναι διατεθημένη να μελετήσει νέα αίτηση κατά παρέκκλιση του Σχεδίου Ανάπτυξης μόνο όσον αφορά το θέμα υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης, σύμφωνα με τη δέσμευση που ανέλαβε το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας νοουμένου ότι θα τηρηθούν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
«(ι) Η αίτηση θα αφορά αποκλειστικά οικιστική ανάπτυξη.
(ιι) Η υφιστάμενη οικοδομή θα επανέλθει στη χρήση που εγκρίθηκε με την αρχική άδεια οικοδομής (7 οικιστικά διαμερίσματα) ώστε το εμβαδόν γης που απασχολεί να αφαιρεθεί με βάση το συντελεστή δόμησης που ίσχυε όταν εξασφαλίστηκε η άδεια οικοδομής (1:10:1).
(ιιι) Θα τηρούνται οι πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού όσον αφορά τους χώρους στάθμευσης.»
Η Πολεοδομική Αρχή ενημέρωσε τους αιτητές όσον αφορά τα πιο πάνω θέματα (βλ. επιστολή της ημερ. 26.4.2000).
Ο αιτητής άσκησε την Προσφυγή 823/2000, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής του. Στις 4.12.2001 ο αιτητής απέσυρε την πιο πάνω Προσφυγή 823/2000 και η τελευταία απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Στις 13.7.2000 ο αιτητής και οι άλλοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου υπέβαλαν αίτηση για χορήγηση της άδειας αυτής κατά παρέκκλιση των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης (Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού), για την ανέγερση καταστημάτων και διαμερισμάτων με βάση τον Κανονισμό 13(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 309/99).
Η Πολεοδομική Αρχή ετοίμασε και υπέβαλε στο Υπουργείο Εσωτερικών σχετική έκθεση επί του θέματος με την οποία συνιστούσε απόρριψη της αίτησης όπως προτεινόταν από τους αιτητές και θετική αντιμετώπιση της μόνο μέσα στα πλαίσια των προϋποθέσεων που είχε θέσει η Υπουργική Επιτροπή με την πιο πάνω απόφαση της ημερ. 3.3.2000 (έχει παρατεθεί πιο πάνω). Επιπρόσθετα, η Πολεοδομική Αρχή εξασφάλισε και τις απόψεις του Δήμου Γερμασόγειας. Ο τελευταίος αποφάσισε «ομόφωνα να συστήσει την παραχώρηση της ζητούμενης πολεοδομικής άδειας». Ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του οποίου οι απόψεις ζητήθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών, συνέστησε απόρριψη του αιτήματος για παρέκκλιση (βλ. επιστολή του ημερ. 31.10.2001). Ο Γενικός Διευθυντής του Κυπριακού Οργανισμού ανέφερε ότι κάτω από κάποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να εισηγηθεί έγκριση του αιτήματος (βλ. επιστολή του ημερ. 9.8.2001).
Η αίτηση εξετάστηκε από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ.) στη συνεδρία του ημερ. 7.1.2002. Το Συμβούλιο μελέτησε σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 13.12.2001. Με το σημείωμα εκείνο το Υπουργείο Εσωτερικών πρότεινε «όπως το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εγκρίνει την αιτηθείσα άδεια όπως αυτή προτείνεται από την Πολεοδομική Αρχή, θεωρώντας ότι έγκριση της αίτησης θα συμβάλει στην επίλυση ειδικών προβλημάτων σε σχέση με την ανάπτυξη (Καν. 19(Ι) (ζ) και εξουσιοδοτήσει την Πολεοδομική Αρχή να εκδώσει την άδεια βάσει των προϋποθέσεων που έθεσε η Υπουργική Επιτροπή και με κατάλληλους όρους και αντισταθμιστικά μέτρα».
Στην πιο πάνω συνεδρία του - ημερ. 7.1.2002 - το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. αποφάσισε να αναβάλει τη λήψη απόφασης, μέχρις ότου η Πολεοδομική Αρχή ενημερώσει το Συμβούλιο, κατά πόσο οι αιτητές αποδέχονται την πιο πάνω εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής, με ημερ. 3.3.2000 (έχει παρατεθεί στη σελ. 3, πιο πάνω) για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση μόνο όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης (βλ. Παράρτημα 19 στην ένσταση).
Το Υπουργείο Εσωτερικών, με επιστολή του ημερ. 27.2.2002 γνωστοποίησε την πιο πάνω απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. στην Πολεοδομική Αρχή, ζητώντας κατάλληλη ενημέρωση «για να καταστεί δυνατή η προώθηση της υπό αναφορά αίτησης στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (βλ. Παράρτημα 20 στην ένσταση).
Φαίνεται ότι η Πολεοδομική Αρχή δεν έθεσε υπόψη των αιτητών την πιο πάνω απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ.. Με επιστολή της προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 5.3.2002, η Πολεοδομική Αρχή, επικαλούμενη παλαιότερες επιστολές ημερ. 2.10.2000 και 26.7.2001, τον πληροφόρησε ότι οι αιτητές δεν αποδέχονται την εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 3.3.2000. Παραθέτω το κείμενο της επιστολής (Παράρτημα 21 στην ένσταση):
«Αναφέρομαι στο περιεχόμενο της σχετικής με το πιο πάνω θέμα επιστολής με αρ. φακ. 43/91/Β/336 ημερ. 27.02.2002.
2. Όπως αναφέρθηκε στις ταυτάριθμες επιστολές ημερ. 02.10.2000 και 26.07.2001, με την αίτηση όπως υποβλήθηκε, οι αιτητές είναι φανερό ότι δεν αποδέχονται την εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής με ημερ. 03.03.2000 για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση μόνο όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης.»
Η αίτηση των αιτητών τέθηκε εκ νέου ενώπιον του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. με σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 22.3.2002 (βλ. Παράρτημα 23 στην ένσταση). Το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. εξέτασε την αίτηση στη συνεδρία του ημερ. 15.4.2002. Αφού έλαβε υπόψη πως οι αιτητές δεν αποδέχονται τη χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση μόνο όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης, αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί όπως το Υπουργικό Συμβούλιο, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το άρ. 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, του 1972 απορρίψει την αίτηση, δεδομένου ότι αυτή δεν πληροί τις πρόνοιες του Κανονισμού 19(1) (α) - (ιβ), δεν θεωρείται έκτακτη και δικαιολογημένη προς το δημόσιο συμφέρον και δεν αποτελεί ειδική περίπτωση (βλ. Παράρτημα 24 στην ένσταση).
Την πιο πάνω απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. ακολούθησε πρόταση του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 8.5.2002 με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο κλήθηκε να υιοθετήσει τις εισηγήσεις του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ..
Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέτασε την πιο πάνω Πρόταση στη συνεδρία του ημερ. 16.5.2002 σύμφωνα με τον Κανονισμό 17(1) της πιο πάνω ΚΔΠ 309/99. Αποφάσισε, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το άρ. 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, να απορρίψει την αίτηση, υιοθετώντας την εισήγηση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η προδικαστική ένσταση.
Ο κ. Ιωσηφίδης, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί καθότι αυτή στην ουσία στρέφεται εναντίον βεβαιωτικής διοικητικής πράξης, η οποία επιπλέον καλύπτεται με το δεδικασμένο της απόσυρσης/απόρριψης της Προσφυγής 823/2000.
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, αντέτεινε ότι η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά άλλης πράξης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 27.5.2002 «που αποτελεί νέα εξέταση μετά από νέα στοιχεία που τέθηκαν». Συνεπώς - συνέχισε - «ούτε θέμα βεβαιωτικής πράξης υπάρχει, ούτε βέβαια θέμα δεδικασμένου, δεδομένου
ότι προσβάλλονται διαφορετικές διοικητικές πράξεις, άλλου χρόνου, άλλου περιεχομένου και μετά από νέα εξέταση νέων στοιχείων». Πρόσθετα - κατέληξε - η υπόθεση «ουδέποτε κρίθηκε στην ουσία της αφού δεν υπάρχει απόφαση ή δικαστικό δεδικασμένο και ούτε απόρριψη επί της ουσίας της Προσφυγής 823/2000».Στην Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, 401, 402, έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής με τις βεβαιωτικές πράξεις νομολογίας. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ. Τσάτσου, 'Αίτησις Ακυρώσεως', ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C. L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας)
Στην παρούσα υπόθεση η πρώτη απόφαση λήφθηκε από την Υπουργική Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, σε Ιεραρχική Προσφυγή η οποία είχε ασκηθεί κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής. Η δεύτερη - προσβαλλόμενη - απόφαση λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 26 του πιο πάνω Νόμου και του Καν. 17(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99). Η πρώτη απόφαση αφορούσε απόφαση για άρνηση χορήγησης κανονικής πολεοδομικής άδειας. Η δεύτερη - προσβαλλόμενη - απόφαση αφορούσε απόφαση για άρνηση χορήγησης «κατά παρέκκλιση» πολεοδομικής άδειας. Είναι πρόδηλο από τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων 26 και 31 ότι αυτές ρυθμίζουν δύο διαφορετικά θέματα. Είναι, επίσης, πρόδηλο ότι δεν υπάρχει ταυτότητα της διαδικασίας, ταυτότητα της αιτιολογίας, ούτε ταυτότητα της Αρχής που εξέδωσε τις δύο πράξεις. Επομένως η δεύτερη - προσβαλλόμενη - απόφαση δεν είναι βεβαιωτική της πρώτης απόφασης. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Η ουσία της προσφυγής
.Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι συντρέχει λόγος ακύρωσης λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Η εισήγηση του κ. Αγγελίδη έχει σαν έρεισμα την πιο πάνω απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. ημερ. 7.1.2002 (έχει παρατεθεί στη σελ. 4, πιο πάνω) με την οποία η Πολεοδομική Αρχή κλήθηκε να ενημερώσει το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. «κατά πόσο οι αιτητές αποδέχονται την εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής με ημερ. 3.3.2000 για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση μόνο όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των συντελεστών ανάπτυξης».
Αντί - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - η Πολεοδομική Αρχή να ζητήσει και να λάβει την άποψη του αιτητή με δική της υποθετική σκέψη ανέφερε ότι δεν αποδέχεται την εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής με ημερ. 3.3.2002 (βλ. επιστολή της Πολεοδομικής Αρχής ημερ. 5.3.2002 στη σελ. 5, πιο πάνω). Η Πολεοδομική Αρχή - συμπλήρωσε ο κ. Αγγελίδης - αγνόησε τελείως τον αιτητή και απάντησε αντ΄ αυτού η ίδια υποθετικά με βάση έγγραφα δικά της του 2000 και 2001 και δεν ζήτησε «έστω και τώρα το 2002 άμεσα και ευθέως την άποψη του αιτητή στα όσα ζήτησε το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ.». Τα δεδομένα - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - ήταν σαφώς διαφορετικά και ενώ η Πολεοδομική Αρχή «είχε μια σαφή υπόδειξη ή εντολή από το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. απέφυγε να ερευνήσει και απάντησε χωρίς έρευνα κατά το δοκούν».
Είναι πρόδηλο ότι η Πολεοδομική Αρχή δεν συμμορφώθηκε με την πιο πάνω απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. ημερ. 7.1.2002. Δεν ζήτησε τις απόψεις του αιτητή. Πληροφόρησε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι οι «αιτητές δεν αποδέχονται την εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής με ημερ. 3.3.2000». Καθώς φαίνεται από τη σχετική επιστολή της ημερ. 5.3.2002 (έχει παρατεθεί στη σελ. 5, πιο πάνω) η άποψη εκείνη της Πολεοδομικής Αρχής είχε σαν έρεισμα τις επιστολές ημερ. 2.10.2000 και 26.7.2001. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο οι επιστολές εκείνες δικαιολογούν την άποψη της Πολεοδομικής Αρχής η οποία περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της ημερ
. 5.3.2002.Στην επιστολή ημερ. 2.10.2000 παρατίθεται η απάντηση του αιτητή στο ερώτημα που του είχε απευθύνει η Πολεοδομική Αρχή ήτοι κατά πόσο η χρήση της υφιστάμενης και της προτεινόμενης ανάπτυξης θα είναι οικιστικά ή τουριστικά διαμερίσματα. Ο αιτητής απάντησε (βλ. επιστολή του ημερ. 23.8.2000, Ερ. 56 στο Φακ. Τεκ. 1) ότι τα προτεινόμενα νέα διαμερίσματα θα λειτουργούν ως οικιστικά ενώ τα 6 από τα 7 διαμερίσματα ως τουριστικά. Στην επιστολή ημερ. 26.7.2001 παρατίθεται το ιστορικό της αίτησης του αιτητή και η πιο πάνω θέση του για τη χρήση των προτεινόμενων και υφιστάμενων διαμερισμάτων. Παρατίθεται, επίσης, η θέση της Πολεοδομικής Αρχής.
Εξέταση της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 3.3.2000 (έχει παρατεθεί στη σελ. 3, πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι αναφέρεται στη χρήση της υφιστάμενης και της προτεινόμενης ανάπτυξης (βλ. παραγ. (ι) και (ιι) της απόφασης). Η παραγ. (ιιι) αναφέρεται στους χώρους στάθμευσης. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι η θέση του αιτητή για την υφιστάμενη και προτεινόμενη χρήση είχε διατυπωθεί στην επιστολή του ημερ. 23.8.2000, δηλαδή μόνο 41 μέρες μετά την υποβολή της επίδικης αίτησης - στις 9.7.2000 - για πολεοδομική άδεια.
Το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. είχε αποφασίσει να ζητηθεί η άποψη του αιτητή στη συνεδρία του ημερ. 7.1.2002. Έκτοτε παρήλθαν 16 και πλέον μήνες. Είναι αναμενόμενο ότι τα δεδομένα είχαν μεταβληθεί. Η αίτηση των αιτητών υποβλήθηκε στις 9.7.2000 και μέχρι τις 7.1.2002 - ημερ. της απόφασης του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. - δεν είχαν τύχει οποιασδήποτε απάντησης. Το χρονικό διάστημα της απραξίας των 16 και πλέον μηνών ίσως θα συνέβαλλε στη μεταβολή της στάσης του αιτητή η οποία είχε διατυπωθεί στην πιο πάνω επιστολή του ημερ. 23.8.2000. Το χρονικό διάστημα ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για τη στάση του αιτητή έναντι της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 3.3.2000. Θεωρώ λοιπόν ότι η πιο πάνω απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 3.3.2000 έπρεπε να είχε τεθεί ευθέως ενώπιον του αιτητή και να είχε ζητηθεί η άποψη του όπως ρητά είχε αποφασισθεί από το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. την 7.1.2
002.Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου
, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2371/25.6.99).Στην παρούσα υπόθεση το ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ. ήταν της άποψης ότι η διερεύνηση της θέσης του αιτητή ήταν ζήτημα το οποίο έπρεπε να διερευνηθεί προ της λήψης της απόφασης. Αποτελούσε, επομένως, ένα ουσιώδες στοιχείο. Κατά συνέπεια έπρεπε να είχε διερευνηθεί δεόντως. Δεν έχει διερευνηθεί. Επομένως η επίδικη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία έχει υιοθετήσει την απόφαση του ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ., είναι το προϊόν μη δέουσας και ανεπαρκούς έρευνας. Έχει νομολογηθεί ότι: «παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των
ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Frangides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101, HadjiPaschali ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 101, Zinieris (No.1) ν. Republic (1975) 3 C.L.R. 224, Economou ν. Republic (1970) 3 C.L.R. 420, Paphitis ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, Ioannides ν. Republic (1972) 3 C.L.R. 318, Δημοκρατία ν. Ματθαίου, Α.Ε.832/12.7.90 και Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 711/96/27.5.97). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C. L.R. 28, 42, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Andreou, πιο πάνω και Φιλιππίδης, πιο πάνω)». Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.