ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 55/2002)

16 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

FRINDLAYS INVESTMENTS LTD, εκ Λευκωσίας

Αιτήτρια

και

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Καθ΄ων η αίτηση

--------------------

 

 

Στ. Αμερικάνος για τους αιτητές.

Κ. Καντούνας για τους καθ΄ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία, όπως εξηγείται στην επιστολή της προς τους αιτητές ημερομηνίας 7.11.01, τους επιβλήθηκε πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 38 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου του 2001 [Ν. 64(Ι)/01], ως ακολούθως:

"Α. Για κάθε μία από τις 3 παραβάσεις του άρθρου 68 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993-2001, διοικητικό πρόστιμο ύψους £5.000, ήτοι συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους £15.000.

 

Β. Για κάθε μία από τις 2 παραβάσεις του Κανονισμού 81 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2001, διοικητικό πρόστιμο £5.000, ήτοι συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους £10.000.

 

Γ. Για κάθε μία από τις 2 παραβάσεις του άρθρου 33 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου του 2001, διοικητικό πρόστιμο £2.500, ήτοι συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους £5.000".

 

Τα επιχειρήματα των αιτητών αφορούσαν αρχικώς στο κατά πόσο, ως θέμα ουσίας, συνυπήρχαν οι προϋποθέσεις οι οποίες, κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς, στοιχειοθετούν τις παραβάσεις που προσδιορίστηκαν στις παραγράφους Α και Β. Στην πορεία, ενόψει ερωτήματος δικαιοδοτικής φύσης που έθεσα κατά τις διευκρινίσεις, τροποποιήθηκε η προσφυγή προστέθηκαν νομικά σημεία και, πλέον, τίθενται ως πρώτα ζητήματα που αφορούν στην εν γένει εξουσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για επιβολή προστίμου ως διοικητικής κύρωσης, για τις παραβάσεις που προσδιορίζονται στις παραγράφους Α και Β.

Για το πρόστιμο της παραγράφου Γ δεν αναπτύχθηκαν οποιαδήποτε επιχειρήματα ούτε δικαιοδοτικής φύσης ούτε επί της ουσίας. Κάποια σκέψη του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών κατά τις διευκρινίσεις πως ενδεχόμενη ακυρωτική απόφαση σε σχέση με τις παραγράφους Α και Β θα έπρεπε να συμπαρασύρει και την παράγραφο Γ εγκαταλείφθηκε με την αναγνώριση πως αυτή αφορούσε σε αυτοτελές θέμα, διαχωρίσιμο από τα υπόλοιπα. Επομένως, αφού δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας της απόφασης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο Γ, αυτή πρέπει να επικυρωθεί και η προσφυγή, στην έκταση που την αφορά, να απορριφθεί.

Το άρθρο 38 του Ν. 64(1)/01, όπως είχε πριν τη μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου τροποποίηση του από το Ν. 157(Ι)/02, αποδίδει εξουσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για επιβολή διοικητικού προστίμου, ως ακολούθως:

"(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή".

(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε αθέμιτο όφελος από την παράβαση αυτή, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα αθεμίτως προσπορίστηκε από την παράβαση:

Νοείται ότι η Επιτροπή στην περίπτωση αυτή συντάσσει σχετικό πόρισμα, το οποίο υποβάλλει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου της παράβασης".

 

΄Οπως σημείωσα εξ αρχής η Επιτροπή ενήργησε κατά ρητή επίκληση ακριβώς του άρθρου 38 και συζητείται το κατά πόσο αυτό είναι εμβέλειας που να καλύπτει και τα αναφερόμενα στις παραγράφους Α και Β. Πιο συγκεκριμένα:

Κατά την παράγραφο Α για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το πρόστιμο επιβλήθηκε για παράβαση του άρθρου 68 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου του 1993 [Ν.14(Ι)/93] το οποίο όμως, όπως ρητά αναφέρεται σ΄αυτό, είναι ποινικό αδίκημα που δημιουργεί ως ακολούθως:

"Όποιος προβαίνει, κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των χρηματιστηριακών Κανονισμών, σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες διαπράττει αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές.

 

Οι αιτητές παραπέμπουν στην απόφαση του Αρτεμίδη Δ. στην Κώστας Χατζηγαβριήλ ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Προσφυγή 996/02 ημερομηνίας 23.12.02 σε σχέση με το δυνατότητα διοικητικής κύρωσης δυνάμει του άρθρου 38 σε σχέση με το ποινικό αδίκημα που προβλέπει το άρθρο 67 του Ν. 14(1)/93. Παραθέτω το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση:

"Το άρθρο 67 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993-98, είναι αυτοτελής διάταξη που προβλέπει σοβαρή φυλάκιση, ύψους μέχρι 7 έτη, γι' αυτόν που παραβαίνει τις διατάξεις του. Το μέροςVΙΙ του ιδίου του Νόμου, τιτλοφορείται "Πειθαρχικές Διατάξεις". Το πειθαρχικό όργανο, αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας, και την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη του χρηματιστηρίου, είναι το ίδιο το Συμβούλιο που καθιδρύεται με το Νόμο και όχι η καθ' ης η αίτηση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, που καθιδρύθηκε με το Ν.64(Ι)/01. Ο ίδιος ο νομοθέτης, στο μέρος ΧΙΙ του Νόμου περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993-98, τοποθετεί ξεχωριστά τα άρθρα 67, 68 και 69, τα οποία προβλέπουν ειδικά αδικήματα με σοβαρό ποινικό κολασμό. Το άρθρο 69 μάλιστα προβλέπει και για την ευθύνη νομικών προσώπων. Δίωξη, βάσει αυτών των άρθρων, παρέχει τα αναφαίρετα εχέγγυα της ποινικής δίκης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 του Συντάγματος.

Η εισήγηση, επομένως, του δικηγόρου του αιτητή είναι ορθή. ΄Εχω ικανοποιηθεί, σε αυτό το στάδιο, πως υπάρχει έκδηλη παρανομία, με την έννοια που απέδωσε στον όρο η νομολογία μας, ώστε να δικαιολογείται το προσωρινό διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης, και έτσι διατάσσεται, με £300 έξοδα. (Κροκίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, (1990) 3 ΑΑΔ 1)."

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση θεωρούν πως το άρθρο 38 παρέχει τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου στην περίπτωση. Αυτό όμως χωρίς διατύπωση κάποιας αμφισβήτησης σε σχέση με την καθόλου ορθότητα της πιο πάνω απόφασης που περιλαμβάνει και το ότι το άρθρο 38 δεν παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξουσία για την επιβολή διοικητικού προστίμου για τα αναφερθέντα αυτοτελή ποινικά αδικήματα. Περιορίστηκαν στην αναγνώριση πως η πιο πάνω υπόθεση δεν τους βοηθά. Αναφέρθηκαν, βέβαια, και στην απόφαση του Καλλή Δ. στην C.N. HadjiGavriel StockBrokers Ltd Αίτηση 26/02 ημερομηνίας 16.4.02, ορθά διακρίνοντας πως εκείνη εν τέλει αφορούσε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είχε ζητηθεί άδεια για υποβολή αίτησης για certiorari και prohibition σε σχέση με διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με κατ' ισχυρισμόν παράβαση του άρθρου 67 του Ν.14(1)/93 και συζητήθηκε το κατά πόσο αυτή ήταν δικαστικής φύσης ώστε να υπόκειται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Αποφασίστηκε ότι ήταν πειθαρχικής φύσης και η αίτηση, με αναφορά στη νομολογία ως προς αυτό το θέμα, απορρίφθηκε.

Πρέπει να διευκρινιστεί πως στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας νομοθετικής πρόνοιας που παρέχει τη δυνατότητα επιβολής διοικητικής κύρωσης για ό,τι, κατά ορθή ταξινόμηση, συνιστά ποινικό αδίκημα, την αποκλειστική αρμοδιότητα για το οποίο έχει δικαστήριο. Η εισήγηση είναι πως το άρθρο 38 δεν παρέχει τέτοια εξουσία και πως το άρθρο 68, το οποίο δημιουργεί μόνο ποινικό αδίκημα, βρίσκεται εκτός της εμβέλειάς του.

Kατά την παράγραφο Β της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρόστιμο επιβλήθηκε για παράβαση του Κανονισμού 81 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 214/95 όπως τροποποιήθηκε). ΄Οπως εξηγείται, επειδή παρέλειψαν να ανακοινώσουν στο Χρηματιστήριο ουσιώδεις πληροφορίες ικανές να βοηθήσουν τους δικαιούχους των τίτλων και το ευρύ κοινό εν γένει στην κατά το δυνατό καλύτερη εκτίμηση της κατάστασης της εταιρείας και αξιολόγηση των τίτλων της. Και επισημαίνουν οι αιτητές το άρθρο 59 του Ν. 14(1)/93, όπως τροποποιήθηκε από τους Ν. 74(Ι)/95 και 83(Ι)/97, σύμφωνα με το οποίο για παράλειψη συμμόρφωσης προς υποχρέωση για ανακοίνωση πληροφοριών κατά τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών, το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου και όχι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει εξουσία επιβολής διοικητικού προστίμου μέχρι £2.000 ή μέχρι £200 για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης. Η οποία παράβαση, αν είναι εσκεμμένη, αναγάγεται διαζευκτικά σε ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δυο ετών ή και χρηματική ποινή μέχρι £5000. Περαιτέρω, οι αιτητές παραπέμπουν στο ίδιο το λεκτικό του άρθρου 38. Παρέχει στην Επιτροπή εξουσία για "παραβιάσεις" υποχρεώσεων που επιβάλλουν ο ίδιος ο Νόμος 64(Ι)/01, οι δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί, οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η "κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή". Η εισήγηση είναι πως δεν αφορά και την Επιτροπή η κατ' ισχυρισμόν παράβαση του Κανονισμού 81 οπότε ελλείπει και αυτή η σωρευτική προϋπόθεση. Οι καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται πως ο Ν. 14(1)/93 σαφώς αποτελεί κείμενη νομοθεσία που αφορά στην κεφαλαιαγορά αλλά και στην Επιτροπή οπότε και η ίδια παράβαση του Κανονισμού 81 αφορά και στις δυο.

Ο Ν. 14(Ι)/93 και η ΚΔΠ 214/95 περιλαμβάνουν πρόνοιες για ποινικά αδικήματα όπως και για παραβάσεις για τις οποίες αποδίδεται είτε στο Συμβούλιο είτε στο Διευθυντή του Χρηματιστηρίου εξουσία για επιβολή προστίμου ως διοικητικής κύρωσης. Ειδικές διατάξεις αναφέρονται σε εξουσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για επιβολή σε ορισμένες περιπτώσεις προστίμου επίσης ως διοικητικής κύρωσης. Περιλαμβάνει, επομένως, ο Ν. 14(Ι)/93 πρόνοιες που αφορούν στην κεφαλαιαγορά αλλά και στην Επιτροπή. Εν τούτοις, είναι βάσιμα κατά την κρίση μου τα επιχειρήματα των αιτητών ως προς τους υπόλοιπους όρους του άρθρου 38. Οι καθ΄ ων η αίτηση θεωρούν πως το άρθρο 38, ορθά ερμηνευόμενο, παρέχει παράλληλη γενική εξουσία επιβολής προστίμου για ό,τι ρητά προσδιορίζεται από την "κειμένη νομοθεσία" ως ποινικό αδίκημα και μόνο. Και, περαιτέρω, για ό,τι με ειδική διάταξη της "κειμένης νομοθεσίας", αποδίδεται ρητή αρμοδιότητα στο Συμβούλιο του ΧΑΚ, ασκούμενη μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Επιπλέον, ότι αυτή η εξουσία αφορά στην επιβολή διοικητικού προστίμου για όσα ειδικώς ρυθμίζονται, πολλαπλάσιο από το προβλεπόμενο από τις διατάξεις που δημιουργούν είτε το ποινικό αδίκημα είτε την "διοικητική παράβαση". Κατά αναίρεση ουσιαστικά των ειδικών προνοιών στις οποίες προσδιορίζονται οι επιπτώσεις από ορισμένη συμπεριφορά. Τελικά και κατά παραγνώριση της αναφοράς του άρθρου 38 σε παραβίαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει μεταξύ άλλων η "κειμένη νομοθεσία" ,θεωρούντες πως αυτός ο δικαιοδοτικός όρος παραπέμπει και σε ό,τι ρητά καθορίζεται ως το ποινικό αδίκημα του άρθρου 68.

Σε συμφωνία με την απόφαση του Αρτεμίδη Δ. στην υπόθεση Χατζηγαβριήλ (ανωτέρω), καταλήγω πως το άρθρο 38 δεν είναι εμβέλειας τέτοιας ώστε να θεωρείται ότι αναφέρεται και σε ό,τι ρητά προσδιορίζεται ως ποινικό αδίκημα, με καθορισμένες κατά το νόμο που το δημιουργεί κυρώσεις από τη διάπραξή του. Ούτε, προσθέτω, και ώστε να θεωρείται ότι αναφέρεται και σε παραβάσεις των Κανονισμών για τις οποίες επίσης ρητά καθορίζεται μέγεθος κύρωσης σαφώς διαφορετικό από εκείνο που καθορίζει το άρθρο 38. ΄Αλλη προσέγγιση θα οδηγούσε στο αντινομικό αποτέλεσμα να έχουμε ένα νόμο που να δημιουργεί το ποινικό αδίκημα ή την κανονιστική παράβαση και να προβλέπει τις επιπτώσεις από τη διάπραξή τους και άλλο νόμο που να παρέχει εξουσία σε όργανο διαφορετικό από το προσδιοριζόμενο στον πρώτο για επιβολή κύρωσης, εν προκειμένω κατά πολύ αυστηρότερη, πάντως άλλης από εκείνη που κατά τη δημιουργία του ποινικού αδικήματος ή της κανονιστικής παράβασης προβλέπεται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει. Η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά στο άρθρο 68 και στον Κανονισμό 81 ακυρώνεται. Κατά το μέρος της που αφορά στο άρθρο 33 του Ν. 64(Ι)/01 επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των αιτητών τα δυο τρίτα των εξόδων τους.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΣι.C:\My Documents\2003\part4\55-02.doc

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο