ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 197/2002)

10 Σεπτεμβρίου 2003

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΡΟΥΘΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ης η Αίτηση.

---------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

Ν. Χαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 16 Νοεμβρίου 2001 με την οποία επελέγη για διορισμό στη θέση Λέκτορα (Φυσικής) Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, (θέση Πρώτου Διορισμού) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Κυριάκος Καλλή. Ο διορισμός, με ισχύ από 17 Δεκεμβρίου 2001, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 25 Ιανουαρίου 2002 με αρ. Γνωστοποίησης 356.

Το άρθρο 25(2) του περί του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου Νόμου του 1999 (Ν. 115(Ι)/99) προνοεί ότι:

«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ο διορισμός και η προαγωγή των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ύστερα από σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία συστήνεται από το Κεντρικό Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί.»

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 13(2):

«Πέρα από τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, το Κεντρικό Ακαδημαϊκό Συμβούλιο (Κ.Α.Σ.) έχει αρμοδιότητα να συστήνει από τα μέλη του Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία θα είναι αρμόδια να υποβάλλει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συστάσεις για διορισμό και/ή προαγωγή των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου.»

 

Η συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία εξέτασε τις έντεκα υποβληθείσες αιτήσεις, θεώρησε ότι πέντε από τους αιτητές φαίνονταν εκ πρώτης όψεως να ήταν προσοντούχοι και τους κάλεσε για συνέντευξη. Σημείωσε στην έκθεση της τα εξής για την απόδοση του ενδιαφερόμενου προσώπου και του αιτητή:

«Καλλή Κυριάκος (ερ. 4/4264)

Κατά τη συνέντευξη, οι επαγγελματικές γνώσεις και η ενημέρωση του υποψηφίου στους τομείς που είναι σχετικοί με τις ανάγκες της θέσης φάνηκαν να είναι εξαιρετικά ψηλού επαγγελματικού επιπέδου αφού απάντησε με σαφήνεια, ορθότητα, άνεση, θετικότητα και με ολοκληρωμένο τρόπο σε σειρά ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν. Επέδειξε εξαιρετική ικανότητα διατύπωσης των σκέψεών του με ευφράδεια, ευχέρεια και σαφήνεια. Τέλος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης διαπιστώθηκε ότι έχει ισχυρή προσωπικότητα, ωριμότητα και συναισθηματική σταθερότητα.

Σαν αποτέλεσμα της συνέντευξης η Επιτροπή τον έκρινε εξαίρετο.

.................................. .................................................. .................................................. ...............

Στρούθος Κώστας (ερ. 10/4264)

Κατά τη συνέντευξη, οι επαγγελματικές γνώσεις και η ενημέρωση του υποψηφίου στους τομείς που είναι σχετικοί με τις ανάγκες της θέσης φάνηκαν να είναι πολύ καλές αφού απάντησε με θετικότητα και άνεση. Επιπρόσθετα η διατύπωση των σκέψεων του ήταν πολύ καλή αφού απάντησε με ευχέρεια και σαφήνεια. Φάνηκε επίσης να έχει ευχάριστη και υγιή προσωπικότητα καθώς και ωριμότητα.

Σαν αποτέλεσμα της συνέντευξης η Επιτροπή τον έκρινε πολύ καλό.»

 

Έπειτα η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού αναφέρθηκε στα ακαδημαϊκά προσόντα και στην πείρα των υποψηφίων και εξέφρασε την άποψη της για τον καθένα, κατάρτισε τον προκαταρκτικό κατάλογο των τεσσάρων επικρατέστερων υποψηφίων στους οποίους συγκαταλέγονταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ο αιτητής. Σε ό,τι αφορά αυτούς τους δύο, η Συμβουλευτική σημείωσε πως και οι δύο κατείχαν μεταπτυχιακό τίτλο που αποτελούσε πλεονέκτημα - το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ένα τίτλο, ήτοι Ph.D. στη Φυσική και ο αιτητής δύο τίτλους, ήτοι M.Sc. και Ph.D. στη Φυσική - και πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε συνολική πείρα 6 χρόνων «που σε συνδιασμό με τις τις πρακτικές εμπειρίες που απέκτησε από την ερευνητική του εργασία κατά τη διάρκεια της διδακτορικής μελέτης του και μετέπειτα θεωρούνται εξαιρετικά σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης» ενώ ο αιτητής είχε συνολική πείρα 4 χρόνων-7 μηνών «που θεωρείται πολύ σχετική με τα καθήκοντα της θέσης». Θεώρησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο «εξαίρετο» και τον αιτητή «πολύ καλό».

Η Ε.Δ.Υ., κατόπιν εξέτασης της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υιοθέτησε τις καταλήξεις που αφορούσαν στο ποιοί από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι, ποιοί διέθεταν το πλεονέκτημα και ποιοί είχαν την απαιτούμενη γνώση της Αγγλικής. Εν συνεχεία ο προκαταρκτικός κατάλογος κατέστη τελικός χωρίς μεταβολή. Σε διεξαχθείσα προφορική εξέταση παρευρέθη ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου με βάση εξουσιοδότηση του Κεντρικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, και βοήθησε την Ε.Δ.Υ. στο έργο της. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξήχθη η προφορική εξέταση εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας ημερ. 16 Νοεμβρίου 2001:

«Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Αναπληρωτής Διευθυντής όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας επικοινωνίας των υποψηφίων, περιλαμβανομένης της έκφρασης, ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας, και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.»

 

Ο Αναπληρωτής Διευθυντής εξέφρασε τη δική του άποψη για την απόδοση των υποψηφίων χωρίς όμως εξηγήσεις. Η Ε.Δ.Υ. εν συνεχεία προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης τους σε σχέση με την οποία κατέγραψε τα εξής για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και τον αιτητή:

«ΚΑΛΛΗ Κυριάκος: Εξαίρετος. Έχει πολύ υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκά προσόντα καθώς και συστηματική ενημέρωση για τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της ειδικότητάς του. Προσεγγίζει τα θέματα πολυδιάστατα, αναλύει ορθολογιστικά καταστάσεις, αιτιολογεί τις θέσεις του με επιστημονικά επιχειρήματα και παίρνει σαφείς θέσεις έναντι προβλημάτων. Διαθέτει συγκροτημένη σκέψη, πειστικότητα και αυτοπεποίθηση.

ΣΤΡΟΥΘΟΣ Κώστας: Σχεδόν εξαίρετος. Έχει υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκά προσόντα με εξαίρετες ακαδημαϊκές επιδόσεις. Ενημερώνεται συστηματικά για τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της ειδικότητάς του. Χειρίζεται το λόγο με ευχέρεια, διατυπώνει τις θέσεις του με σαφήνεια και τις αιτιολογεί με πειστικά επιχειρήματα. Διαθέτει ευθυκρισία, ευελιξία σκέψεως και αυτοπεποίθηση.»

 

Η Επιτροπή για διορισμό επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κυριάκο Καλλή κατόπιν που έλαβε υπόψη την εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την καλύτερη απόδοσή του στη συνέντευξη, τη δική της εντύπωση για την αντίστοιχη απόδοσή τους και επιπλέον, καθώς πρόσθεσε, ότι αυτός υπερέχει ή είναι ίσος με όλους τους άλλους στα ακαδημαϊκά προσόντα που διέθετε.

Ο αιτητής θέτει κατ΄ αρχάς ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο συστάθηκε νόμιμα η Συμβουλευτική Επιτροπή. Εισηγείται πως δεν κατέστη γνωστό από ποιον συνεστήθη και πότε. Αναφορά στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής γίνεται σε επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, ημερ. 19 Ιουλίου 2001, η οποία συνόδευε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που αποστάληκε στον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ. Στην ίδια την έκθεση η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε τα σχετικά στοιχεία ως εξής:

«Συστάθηκε Επιτροπή του Κεντρικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), σε συνεδρία στις 8/11/2000, με βάση τον περί ΑΤΙ νόμο του 2000 για την εξέταση και αξιολόγηση των ένδεκα (11) αιτήσεων που υποβλήθηκαν για πλήρωση της θέσης λέκτορα Φυσικής, η οποία απαρτίζεται από τους πιο κάτω:

Δρ Α Σταθόπουλος Πρόεδρος

Προϊστάμενος Κλάδου Πληροφορικής και

Πρόεδρος Κλαδικού Ακαδημαϊκού

Συμβουλίου Γενικών Σπουδών (Ηλεκτρονικών

Υπολογιστών)

κ. Κ. Λοϊζου Μέλος

Προϊστάμενος Κλάδου Ηλεκτρολογίας

Δρ. Κ. Νεοκλέους Μέλος

Ανώτερος Λέκτορας Μηχανολογίας και

Πρόεδρος Κλαδικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου

Μηχανολογίας

Δρ. Ι. Μιχαηλίδης Μέλος

Ανώτερος Λέκτορας Μηχανολογίας και

Εκπρόσωπος Ακαδημαϊκού Προσωπικού

Κλάδου Μηχανολογίας

κ. Μ. Πουλλαϊδης Μέλος

Ανώτερος Λέκτορας Πολιτικής Μηχανικής και

Πρόεδρος Κλαδικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου

Πολιτικής Μηχανικής»

 

Ο αιτητής δεν έχει εξειδικεύσει επί του προκειμένου οποιαδήποτε αμφισβήτηση της εν λόγω αναφοράς για τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και δεν διακρίνω λόγο να προβώ σε διερεύνηση αυτού του ζητήματος. Παραμένει λοιπόν το τεκμήριο της κανονικότητας.

Στο ζήτημα της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο αιτητής αναφέρθηκε και από την άποψη της ειδικότητας και ακαδημαϊκού επιπέδου των μελών της, για να εισηγηθεί ότι δεν μπορούσαν αντικειμενικά να κρίνουν τους υποψηφίους. Νομίζω πως αρκεί ως απάντηση το ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπάγεται, βάσει του Ν. 115(1)/99, σε μόνο δύο όρους: πρώτο, να αποτελείται από μέλη του Κεντρικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου (άρθρο 13(2)). και, δεύτερο, «να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί» (άρθρο 25(2)). Δεν απαιτείται να ανήκουν στον ιδιαίτερο τομέα ειδικότητας της υπό πλήρωση θέσης. Αμφισβήτηση ως προς την τήρηση των όρων που θέτει ο νόμος δεν υπήρξε και επομένως θεωρώ πως η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμη.

Το επόμενο κατά σειρά ζήτημα αφορά στο κατά πόσο το σχέδιο υπηρεσίας θα έπρεπε να περιλάμβανε πρόνοια για γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ο αιτητής επικαλέστηκε το Άρθρο 3 του Συντάγματος, που προνοεί ότι οι επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική για να υποστηρίξει ότι δημόσιος υπάλληλος πρέπει να γνωρίζει είτε τη μια είτε την άλλη γλώσσα, και συνδύασε κατά κάποιο τρόπο αυτή την εισήγηση με το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Αφορμή για συζήτηση του ζητήματος αποτέλεσε το ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε απολυτήριο Ελληνικής σχολής μέσης εκπαίδευσης, αλλά Αγγλικής, του Λονδίνου. Σημειώνω ωστόσο πως στην αίτηση του για τη θέση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ανέφερε ότι γνώριζε την Ελληνική γλώσσα σε επίπεδο άριστης ανάγνωσης και πολύ καλής γραφής και ομιλίας. Επίσης σημειώνω ότι, καθώς προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, μέρος της συνέντευξης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διεξήχθη στην Ελληνική γλώσσα και μόνο το τεχνικό μέρος διεξήχθη στην Αγγλική η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν. 115(Ι)/99 είναι η γλώσσα διδασκαλίας των μαθημάτων στο Α.Τ.Ι.. Είναι δε προφανές ότι ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ολόκληρη η προφορική εξέταση διεξήχθη στην Ελληνική γλώσσα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση η σημειωθείσα ως εξαίρετη απόδοση του ενδιαφερομένου προσώπου θα ήταν ανέφικτη χωρίς επαρκή γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Πάντως επί του υπό αναφορά ζητήματος δεν εξειδικεύθηκε νομικό σημείο στην προσφυγή, και δεν χρειάζεται να με απασχολήσει. Προσθέτω ωστόσο πως δεν μου φαίνεται να μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι προκύπτει σε σχέση με τη θέση για την οποία γίνεται λόγος, σε συνάρτηση με τις διαπιστωθείσες δυνατότητες του ενδιαφερομένου προσώπου, επικοινωνιακή ανάγκη από την οποία να εμπλέκεται το Άρθρο 3 του Συντάγματος.

Έπειτα, σε σχέση με τα προσόντα που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας ο αιτητής παραπονείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έσφαλε στην αντίκρυση και τη στάθμισή τους. Επικρίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την αναφορά της στις «πρακτικές εμπειρίες» τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απέκτησε από τη διδακτορική του μελέτη ενώ και ο ίδιος είχε από τη διδακτορική του μελέτη αντίστοιχες εμπειρίες. Επίσης την επικρίνει γιατί δεν αναφέρθηκε καθόλου στο ότι ο ίδιος είχε και διδακτική πείρα ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε μόνο ερευνητική. Μου φαίνονται δικαιολογημένες αυτές οι επικρίσεις. Όμως, σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο αιτητής συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των τεσσάρων υποψηφίων μεταξύ των οποίων έγινε η τελική επιλογή. Και σε ό,τι αφορά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασία, τα πρακτικά δεν υποστηρίζουν την άποψη ότι οι εν λόγω πτυχές επέδρασαν στην απόφαση για επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου.

Ο αιτητής επιπλέον καταλογίζει στην Ε.Δ.Υ. διάφορες πλημμέλειες σχετικά με τη διαδικασία που αυτή ακολούθησε κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων, τα όσα σημείωσε αναφορικά με τα αντίστοιχα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου και του αιτητή, αλλά και με την εν τέλει άποψη της για υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου. Εισηγείται ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Α.Τ.Ι. δεν θα έπρεπε να είχε λάβει μέρος στη διαδικασία γιατί δεν ήταν προϊστάμενος εντός της έννοιας του άρθρου 2 του Ν. 1/90. Και ότι εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που αυτός εξέφρασε άποψη αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, θα έπρεπε να την αιτιολογούσε. Θεωρώ ότι η συμμετοχή του Αναπληρωτή Διευθυντή βρισκόταν μέσα στα όρια που προβλέπει το άρθρο 33(10) του Ν. 1/90. Τέτοιο ζήτημα με απασχόλησε στη Γιάννου Πογιατζή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 39/2000 ημερ. 7 Μαρτίου 2001. Τα όσα ανέφερα εκεί ισχύουν κατ΄ αναλογία και εδώ:

«Ως προς τη συμμετοχή της Διευθύντριας στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., επισημαίνω κατ΄ αρχάς την πρόνοια στο άρθρο 33(10) του Ν. 1/90 (όπως τροποποιήθηκε) ότι:

«Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω την ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»

Στην προκείμενη περίπτωση ο ρόλος της Διευθύντριας εντασσόταν σε αυτό το πλαίσιο. Οι απόψεις τις οποίες η Διευθύντρια εξέφρασε για την απόδοση των υποψηφίων δεν συνιστούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης το οποίο θα λάμβανε υπόψη η Ε.Δ.Υ. στο τελικό στάδιο αλλά μόνο, καθώς είναι νομίζω προφανές, βοήθημα στο έργο της Ε.Δ.Υ. σε εκείνο το στάδιο ώστε καλύτερα να σχηματίσει η ίδια άποψη. Δεν υπήρχε σ΄ αυτό ο,τιδήποτε το μεμπτό: βλ. Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. Α.Ε. 1635 ημερ. 21 Ιανουαρίου 1997. και Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081

 

Αναφορικά με το παράπονο για το πώς η Ε.Δ.Υ. περιέγραψε τα αντίστοιχα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου και του αιτητή, παρατηρώ ότι η περιγραφή έγινε στο πλαίσιο όχι της αξιολόγησης των προσόντων τα οποία απεικονίζονταν στα αντίστοιχα πτυχία των υποψηφίων - όπου δεν φαίνεται να μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι υπερείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο - αλλά στο πλαίσιο της αιτιολογίας που η Ε.Δ.Υ. έδωσε αναφορικά με την εντύπωσή της για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Στο εν λόγω πλαίσιο η Ε.Δ.Υ. εξέφραζε την αντίληψη της για τις παρούσες ακαδημαϊκές δυνατότητες των υποψηφίων. Γι΄ αυτό, ενώ ανέφερε ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν «πολύ υψηλού επιπέδου» και του αιτητή μόνο «υψηλού επιπέδου» πρόσθεσε για τον αιτητή ότι είχε «εξαίρετες ακαδημαϊκές επιδόσεις».

Τέλος, ο αιτητής υπέβαλε ότι η Ε.Δ.Υ. απέδωσε υπέρμετρη σημασία στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Επισημαίνω κατ΄ αρχάς ότι ειδικά στην περίπτωση πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού ο νόμος επιβάλλει τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ., και αυτό δείχνει τη σημασία που ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στα αποτελέσματα. Τα οποία βέβαια θα πρέπει να σταθμίζονται με τα άλλα διαθέσιμα στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. προσήγγισε το ζήτημα βρισκόταν εντός του χώρου της διακριτικής της ευχέρειας και δεν δικαιολογεί δικαστική παρέμβαση: βλ. Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1841, ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 1998.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο