ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 806

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις Αρ. 1092/2000, 1346/2000 και 1347/2000)

10 Σεπτεμβρίου 2003

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 1092/2000)

ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η Αίτηση.

---------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1346/2000)

ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η Αίτηση.

---------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1347/2000)

ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η Αίτηση.

---------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 1092/2000.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες στις Υποθέσεις Αρ. 1346/2000 και 1347/2000.

Μ. Σπανού, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

Μ. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δ. Τριμιθιώτη στις Υποθέσεις

Αρ. 1092/2000 και 1347/2000.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αγ. Γιωρκάτζη στις

Υποθέσεις Αρ. 1092/2000, 1346/2000 και 1347/2000.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, ημερ. 17 Ιουλίου 2000, με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Δημήτρης Τριμιθιώτης και Αγγέλα Γιωρκάτζη στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού (θέση μόνο προαγωγής), με ισχύ από 1 Αυγούστου 2000.

Η διαδικασία άρχισε με πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερ. 7 Ιουλίου 2000 για την πλήρωση δύο κενών θέσεων. Υπήρχαν οκτώ προσοντούχοι υποψήφιοι στους οποίους συγκαταλέγονταν οι αιτήτριες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Κατείχαν όλοι τη θέση Γραφέα 1ης τάξης: από 1 Σεπτεμβρίου 1989 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Δ. Τριμιθιώτης που ήταν ο αρχαιότερος. από 1 Δεκεμβρίου 1989, ήτοι με τρεις μήνες διαφορά, οι αιτήτριες Μ. Μιχαηλίδου και Ε. Χαρή. από 1 Δεκεμβρίου 1990, δηλαδή με περαιτέρω διαφορά ενός έτους, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Αγγέλα Γιωρκάτζη. και από 1 Μαίου 1992 η αιτήτρια Ουρανία Αντωνίου, με διαφορά σχεδόν δυόμισι χρόνια από τον Δ. Τριμιθιώτη.

Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε τα εξής προσόντα:

«Δ. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ:

    1. Δεκαεξαετής τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στη θέση Γραφέα ή/και στις προηγούμενες θέσεις Γραφέα, 1ης και 2ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.

2. Πολύ καλή γνώση των κανονισμών και διαδικασιών λειτουργίας αρχείου ή βιβλιοθήκης ή άλλων γραφειακών εργασιών.

3. Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.»

Η διαπίστωση στην οποία προέβη το Συμβούλιο της Αρχής ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν όλα τα απαιτούμενα προσόντα τελικά δεν αμφισβητήθηκε. Απασχόλησε όμως και συζητήθηκε εκτενώς ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο κατέληξε ότι είχαν την προβλεπόμενη οργανωτική και διοικητική ικανότητα. Κι αυτό ένεκα της διάκρισης, στην οποία προέβη ο Γενικός Διευθυντής μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων και των αιτητριών, αφού η σύστασή του υπέρ των πρώτων στηρίχθηκε μερικώς στην άποψη ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν αυτή την ικανότητα σε μεγαλύτερο βαθμό. Ένας από τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο κατέληξε πως οι υποψήφιοι κατείχαν διοικητική και οργανωτική ιδιότητα ήταν το ότι σε εργασία που αφορούσε «.... το συντονισμό, έλεγχο ή οργάνωση κάποιου τομέα εργασίας, π.χ. αρχείου ή βιβλιοθήκης ή άλλων γραφειακών .....» η απόδοση τους ήταν ικανοποιητική ενώ στο βαθμολογημένο στοιχείο «απόδοσης» η Ουρανία Αντωνίου όχι μόνο δεν υστερούσε κανενός αλλά είχε και κάπως ψηλότερη βαθμολογία. Η προσέγγιση του Συμβουλίου φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα των πρακτικών:

«Τέλος όσον αφορά την κατοχή οργανωτικής και διοικητικής ικανότητας η οποία δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας των θέσεων που κατείχαν οι υποψήφιοι, το Συμβούλιο έκρινε ότι όλοι τους κατέχουν το προσόν αυτό για τους πιο κάτω λόγους:

(α) Όπως προκύπτει από τις κατανομές καθηκόντων του κάθε υποψηφίου, αυτοί είχαν κατά καιρούς ασχοληθεί με το συντονισμό, έλεγχο ή οργάνωση κάποιου τομέα εργασίας, π.χ. αρχείου ή βιβλιοθήκης ή άλλων γραφειακών εργασιών, γεγονός που βεβαιώθηκε από το Γενικό Διευθυντή. Δεδομένης της ικανοποιητικής απόδοσής τους στην εργασία τους το Συμβούλιο έκρινε ότι διαθέτουν την απαιτούμενη διοικητική και οργανωτική ικανότητα.

(β) Όλοι τους έχουν κριθεί ως κατάλληλοι για προαγωγή, στο Μέρος V των εκθέσεων αξιολόγησης. Για όλα τα χρόνια που υπηρετούσαν στη θέση Γραφέα και/ή στην προηγούμενη θέση Γραφέα 1ης Τάξης η αξιολόγηση της καταλληλότητάς τους για προαγωγή γινόταν με αναφορά στις απαιτήσεις της θέσης Γραμματειακού Λειτουργού, το σχέδιο υπηρεσίας της οποίας πάντοτε απαιτούσε κατοχή οργανωτικής και διοικητικής ικανότητας. Ως εκ τούτου συνάγεται ότι η ομάδα αξιολόγησης έκρινε πως κατείχαν την απαιτούμενη διοικητική και οργανωτική ικανότητα.»

Ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος, καθώς είπε, είχε προσωπική γνώση της εργασίας όλων των υποψηφίων:

«Επιβεβαίωσε ότι, πράγματι, αυτοί είχαν ασχοληθεί με το συντονισμό, έλεγχο ή οργάνωση κάποιου τομέα εργασίας. Ανέφερε δε ότι από την προσωπική συνεργασία μαζί τους και από τη γνώση της εργασίας τους έχει διαπιστώσει πως όλοι κατέχουν οργανωτική και διοικητική ικανότητα.»

Έπειτα, διατυπώνοντας τη σύστασή του, προέβη σε διαβαθμίσεις. Ξεχώρισε τον Δ. Τριμιθιώτη και την Α. Γιωρκάτζη. Ανέφερε για τον πρώτο ότι «..... διαθέτει πρωτοβουλία και διοικητική και οργανωτική ικανότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Παρόλο ότι διαπίστωσα πως και η Αντωνίου διαθέτει τις πιο πάνω ιδιότητες σε μεγάλο βαθμό, ο Τριμιθιώτης υπερέχει στους δύο αυτούς τομείς τους οποίους θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικούς για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης». Και για την Α. Γιωρκάτζη, ότι: «..... διαθέτει πρωτοβουλία και διοικητική και οργανωτική ικανότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό και ότι υπερέχει της Αντωνίου στους δύο αυτούς σημαντικούς, όπως ήδη ανέφερα, τομείς.»

 

Με τις δύο άλλες αιτήτριες, την κα Μιχαηλίδου και την κα Χαρή ο Γενικός Διευθυντής δεν ασχολήθηκε καθόλου είτε από αυτή την άποψη είτε από οποιαδήποτε άλλη. Θεώρησε εξ αρχής πως καταλληλότεροι ήταν τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα και η κα Αντωνίου και περιορίστηκε σε σύγκριση μόνο μεταξύ εκείνων. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

«Έχω λάβει υπόψη την αξία, τα προσόντα, και την αρχαιότητα για κάθε ένα από τους υποψηφίους. Επίσης έχω λάβει υπόψη τον τρόπο με τον οποία εργάζονται, αντιμετωπίζουν και διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους, και πώς συμβάλλουν με την εργασία τους και τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους, καθώς και τη συμπεριφορά τους στη δημιουργία κλίματος συνεργασίας και αποτελεσματικότητας στους τομείς γραφειακών εργασιών που κατά καιρούς απασχολούνται οι υποψήφιοι και κατ΄ επέκταση στην ολότητα των εργασιών του Οργανισμού.

Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι οι Αντωνίου Ουρανία, Γιωρκάτζη Αγγέλα και Τριμιθιώτης Δημήτρης είναι οι καταλληλότεροι μεταξύ όλων των υποψηφίων για προαγωγή. Αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα και ευσυνειδησία τις υποχρεώσεις τους ως υπάλληλοι όπως αυτές ρυθμίζονται από τους σχετικούς Κανονισμούς, καθώς και τις ευθύνες τους και αρμοδιότητες με βάση τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης τους. Είναι ικανοί να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης του Γραμματειακού Λειτουργού.»

Εξήγησε την άποψη του για υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων λέγοντας πως και οι δύο, εκτός από διοικητική και οργανωτική ικανότητα, διέθεταν σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η κα Αντωνίου, και πρωτοβουλία την οποία επίσης θεώρησε ως ιδιαίτερα σημαντική για διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης.

Η διοικητική και οργανωτική ικανότητα δεν βαθμολογείτο για υπαλλήλους, όπως οι υποψήφιοι στην παρούσα περίπτωση, που κατείχαν θέση με κλίμακα μικρότερη της Α8. Και επομένως η εν λόγω ικανότητα δεν αποτελούσε μέρος της εικόνας της βαθμολογημένης αξίας. Με αυτό ως δεδομένο και εφόσον η υπό αναφορά ικανότητα ήταν ένα από τα βάσει του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα, ήταν παραδεκτή η αποδοχή της εκφρασθείσας ως προσωπικής γνώσης του Γενικού Διευθυντή. Το ότι το Συμβούλιο συνέδεσε αυτή την ικανότητα με την ικανοποιητική απόδοση των υποψηφίων στην εργασία τους, δεν σημαίνει κατά τη γνώμη μου πως υπήρχε απαραιτήτως ποσοτική αντιστοιχία αυτής της ικανότητας με την απόδοση. Ούτε σημαίνει πως δεν παρεχόταν δυνατότητα για την προς τα άνω αναβάθμιση βάσει των όσων μετέφερε στο Συμβούλιο ο Γενικός Διευθυντής: βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέα Πογιατζή, Α.Ε. 2767, ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2001. Έπειτα, ως προς την πρωτοβουλία, σημειώνω ότι πράγματι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν σ΄ αυτήν, κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, καλύτερη βαθμολογία: ο Τριμιθιώτης «εξαίρετα» για το 1999, 1998 και 1997, η Γιωρκάτζη «εξαίρετα» για το 1999 και 1997 και πολύ ικανοποιητικά για το 1998, ενώ η Αντωνίου πολύ ικανοποιητικά για όλα τα χρόνια. Επιπλέον, κατά τη σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερομένου προσώπου κ. Τριμιθιώτη και της αιτήτριας κας Αντωνίου, ο Γενικός Διευθυντής θεώρησε πως ο πρώτος υπερτερούσε σε προσόντα αφού είχε πιστοποιητικό μονοετούς φοίτησης (1981-82) σε Κυπριακό Κολλέγιο στη διοίκηση επιχειρήσεων (business administration) και το προσόν αυτό ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Ενώ τα πρόσθετα προσόντα της κας Αντωνίου αφορούσαν σε μόνο τον γραμματειακό τομέα. Τέλος, μετρούσε υπέρ του κ. Τριμιθιώτη και η αρχαιότητά του. Συγκρίνοντας την κα Γιωρκάτζη με την κα Αντωνίου, ο Γενικός Διευθυντής σημείωσε πως και οι δύο τους διέθεταν παρόμοια προσόντα αλλά κατέληξε πως τα όσα απέδιδε στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως ιδιαίτερες ικανότητες, μαζί με το προβάδισμα τους σε αρχαιότητα, τους καθιστούσε καταλληλότερους από την κα Αντωνίου παρόλον που, καθώς σημείωσε, σε βαθμολογημένη αξία, αν και τον τελευταίο χρόνο ισοβάθμισαν, γενικότερα υστερούσαν ελαφρά.

Το Συμβούλιο κατά την τελική στάθμιση προέβη σε ευρύτερη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων, μια σύγκριση που περιλάμβανε και τις αιτήτριες Μιχαηλίδου και Χαρή, αναφέρθηκε εκτενέστερα στα αντίστοιχα πρόσθετα προσόντα όλων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποφάσισε ομόφωνα στην επιλογή του κ. Τριμιθιώτη, κατά δε πλειοψηφία (7-2) στην επιλογή της κας Γιωρκάτζη. Η καταγραφείσα αιτιολογία - λεπτομερής και προσεγμένη θα έλεγα - της ομόφωνης απόφασης υπέρ του κ. Τριμιθιώτη όπως και της κατά πλειοψηφία απόφασης υπέρ της κας Γιωρκάτζη, αποδεχόταν πλήρως τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Ωστόσο, η αιτιολογία η πολύ συνοπτική, που δόθηκε από τη μειοψηφία για την περίπτωση της κας Γιωρκάτζη φαίνεται να έθετε υπό αμφισβήτηση τη γενικότερη βάση της σύστασης. Η αιτιολογία της μειοψηφίας ήταν ότι η κα Αντωνίου «υπερέχει όλων των υποψηφίων σε αξία με βάση τις εκθέσεις αξιολόγησης καθώς και σε προσόντα και δεν υστερεί κατά πολύ σε αρχαιότητα των υποψηφίων σε αυτό το κριτήριο, ενώ υπερέχει σε αρχαιότητα της υποψήφιας Μαρούλας Μιλτιάδου».

Το ζήτημα της βαθμολογημένης αξίας των υποψηφίων είχε στην προκείμενη περίπτωση κάποια ιδιομορφία. Απασχόλησε το Συμβούλιο το οποίο αποφάσισε, προφανώς ομόφωνα, πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 1991 μέχρι και 1996 δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Οπότε, από τις πιο πρόσφατες, παρέμειναν μόνο εκείνες για τα έτη 1997-1999. Θεωρήθηκε εν πρώτοις, κατόπιν γνωμάτευσης των δικηγόρων της Αρχής, ότι οι εκθέσεις των ετών 1991-1993 «δεν συντάχθηκαν νομότυπα». Το πρόβλημα ήταν ότι οι εκθέσεις δεν έγιναν με βάση το καθεστώς το οποίο απαιτούσε ο Ν. 155/90 για Ημικρατικούς Οργανισμούς. Αργότερα, με τους περί Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Τροποποιητικούς Κανονισμούς του 1994, (Κ.Δ.Π. 289/94), οι οποίοι εκδόθηκαν βάσει του οικείου νόμου, ήτοι, του περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμου του 1974, (Ν. 21/74 όπως τροποποιήθηκε), η Αρχή προέβη σε κατάλληλη ρύθμιση για το μέλλον αλλά πρόσθεσε πρόνοια και για αναδρομική ισχύ ώστε να νομιμοποιήσει τις εκθέσεις των ετών 1991-1993. Σύμφωνα με τον Καν. 6:

«Υπηρεσιακές Εκθέσεις οι οποίες συντάχθηκαν για τα έτη 1991 και μετέπειτα, αλλά πριν την έναρξη ισχύος των παρόντων Κανονισμών και οι οποίες θα ήταν έγκυρες αν ο Κανονισμός 16 των βασικών κανονισμών (όπως αντικαθίσταται από τον Κανονισμό 2 των παρόντων Κανονισμών) είχε τεθεί σε ισχύ κατά το χρόνο σύνταξής τους, με τον παρόντα Κανονισμό εγκυροποιούνται και κηρύσσονται ως νόμιμα γενόμενες.»

Επειδή όμως δεν υπήρχε νομοθετική εξουσιοδότηση για πρόσδωση αναδρομικότητας, η δικηγόρος της Αρχής γνωμάτευσε πως ο εν λόγω Κανονισμός δεν ήταν νόμιμος και δεν καθιστούσε έγκυρες τις εκθέσεις που είχαν ετοιμαστεί προηγουμένως. Ακολούθησε ακόμα μια εξέλιξη. Ο περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμος του 1999 (Ν. 125(Ι)/99), ο οποίος αντικατέστησε τον προηγούμενο νόμο και άλλαξε την ονομασία της Αρχής, περιείχε μεταβατικές πρόνοιες μεταξύ των οποίων και την ακόλουθη, στο άρθρο 38(2)(ζ):

«Κανονισμοί που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Βιομηχανικής Καταρτίσεως Νόμων του 1974 εως (Αρ. 2) του 1980 θεωρούνται από εκείνη την ημερομηνία ότι είναι Κανονισμοί που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζονται με οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις και θα ισχύουν μέχρις ότου τροποποιηθούν, καταργηθούν ή αντικατασταθούν από Κανονισμούς που ήθελαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

Στο δε άρθρο 37(5) που αφορά στην έκδοση κανονισμών, περιλαμβάνεται πλέον η δυνατότητα έκδοσης τους με αναδρομική ισχύ:

«37(5) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να έχουν αναδρομική ισχύ.»

Ο συνήγορος της κας Αντωνίου είχε δεχθεί, σε κάποιο στάδιο, πως πριν από τη θέσπιση του νέου νόμου οι εκθέσεις για τα έτη 1991-1993 δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη διότι ο Κανονισμός που προοριζόταν να τους προσδώσει νομιμότητα ήταν ultra vires. Εισηγήθηκε όμως ότι αφού με το άρθρο 38(2)(ζ) του Ν. 125(Ι)/99 οι προηγούμενοι κανονισμοί θεωρούνται κανονισμοί βάσει του νέου νόμου, και αφού με το άρθρο 37(5) του νέου νόμου είναι επιτρεπτή η αναδρομικότητα, ο προηγούμενος κανονισμός που αφορούσε στις εκθέσεις κατέστη νόμιμος και έτσι διασώζει τις εκθέσεις αναδρομικά. Επομένως, κατά το συνήγορο, το Συμβούλιο λανθασμένα δεν τις έλαβε υπόψη. Όπως όμως ορθά υπέδειξε η συνήγορος της Αρχής, η εξουσιοδότηση για αναδρομικότητα περιορίζεται σε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 37(5) του νέου νόμου και όχι σε ήδη εκδοθέντες βάσει του προηγούμενου νόμου, και διατηρηθέντες δυνάμει του άρθρου 38(2)(ζ).

Αλλά αυτή η κατάληξη δεν παρέχει απάντηση στο βασικό υπό εξέταση ζήτημα που είναι το κατά πόσο ορθά ήταν που δεν λήφθηκαν υπόψη οι εκθέσεις για τα έτη 1991-1993. Κι αυτό διότι η συζήτηση αναφορικά με το πώς επιδρούσε ο νέος νόμος επί του Καν. 6 της Κ.Δ.Π. 289/94 είχε ως αφετηρία την προδήλως εσφαλμένη άποψη ότι η Αρχή είχε δικαίωμα να κρίνει η ίδια τη νομιμότητα του Κανονισμού και, θεωρώντας τον ultra vires, να μην τον εφαρμόσει. Υπέδειξα στη συνήγορο της Αρχής ότι η νομολογία δεν αναγνωρίζει τέτοιο δικαίωμα: βλ. Ψαρά-Κρονίδου ν. Δημοκρατίας (1987) 3 C.L.R. 710. Η συνήγορος εξέφρασε ωστόσο την άποψη ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται επειδή, καθώς ανέφερε, ο Κανονισμός δεν απευθυνόταν άμεσα προς την Αρχή ώστε να τη δεσμεύει. Δεν συμφωνώ. Καμιά απολύτως διαφοροποίηση δεν βλέπω και δεν θα αφιερώσω χρόνο για να επεκταθώ. Η συνήγορος υπέβαλε εναλλακτικά ότι αυτή η πτυχή δεν μπορούσε να απασχολήσει το Δικαστήριο αφού δεν τέθηκε ως νομικό σημείο προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ούτε αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξης ώστε να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Κατά τη γνώμη μου, η εξέταση του τεθέντος ζητήματος - και εξειδικευμένα μάλιστα -της εγκυρότητας των υπηρεσιακών εκθέσεων για τα έτη 1991-1993 δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη την περιβάλλουσα νομική πραγματικότητα και όχι την πλασματική βάση από την οποία εν προκειμένω εσφαλμένα ξεκίνησαν οι διάδικοι στη μια από τις προσφυγές. Η πραγματικότητα ήταν πως εφόσον δεν υπήρξε δικαστικός παραμερισμός του Κανονισμού, αυτός ίσχυε. Και εφαρμοζομένου του Κανονισμού οι εν λόγω υπηρεσιακές εκθέσεις θα έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη. Υποδεικνύεται επομένως με αυτή την κατάληξη ότι η διεξαχθείσα συζήτηση αναφορικά με κανονισμό που εκλήφθηκε ως άκυρος, για να αποφασιστεί αν αργότερα κατέστη νόμιμος βάσει των προνοιών άλλου νόμου, δεν μπορούσε να έχει νόημα.

Με δεδομένο πλέον ότι οι εκθέσεις για τα έτη 1991-1993 θα έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη, απομένει το κατά πόσο, αν αυτό γινόταν, το περιεχόμενο τους θα μετέβαλλε την εικόνα της βαθμολογημένης αξίας υπέρ των αιτητριών. Η απάντηση θα πρέπει κατά την αντίληψη μου να είναι αρνητική. Εμφάνιζαν και εκείνες οι εκθέσεις την ίδια κατ΄ αναλογία εικόνα, σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο. Και ενώ βέβαια στο πλαίσιο αποτίμησης του συνόλου της σταδιοδρομίας, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η χρονική έκταση μιας σταθερής διαφοράς ενός υποψηφίου έναντι του άλλου στη βαθμολογία, όσο και αν βέβαια αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στα τελευταία χρόνια, είναι εν τούτοις φανερό ότι στην προκείμενη περίπτωση το αποτέλεσμα αναφορικά με τη συγκριτική θεώρηση της αξίας των υποψηφίων θα παρέμενε ουσιαστικά το ίδιο.

Προχωρώ στο ζήτημα των υπηρεσιακών εκθέσεων των ετών 1994-1996, η παραγνώριση των οποίων επίσης αποτέλεσε αντικείμενο επικρίσεων. Σε σχέση με αυτό, ενώ η απόφαση του Συμβουλίου, όπως κατ΄ ακολουθίαν και του Γενικού Διευθυντή, ότι δεν ήταν έγκυρες όσες από τις εν λόγω εκθέσεις είχαν ετοιμαστεί από διμελείς ομάδες αξιολόγησης αντί από τριμελείς που προέβλεπε ο Κανονισμός και ότι επομένως θα έπρεπε να αγνοηθούν, ήταν βέβαια ορθή. Θα έπρεπε όμως εν συνεχεία να εξεταζόταν η δυνατότητα ετοιμασίας νέων νόμιμων εκθέσεων έστω καθυστερημένα, δηλαδή έξω από την ενδεικτικώς προβλεπόμενη από τον Κανονισμό προθεσμία. Η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας ανέφερε, σχετικά με αυτού του είδους το πρόβλημα, τα εξής στη Δημοκρατία ν. Κατερίνας Κοντογιώργη, Α.Ε. 2641, ημερ. 16 Νοεμβρίου 2001:

«Το ζήτημα των εμπιστευτικών υπηρεσιακών εκθέσεων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστική εξαίρεση: Στη Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, που επιδοκιμάστηκε στη Λύωνα (ανωτέρω), η Ολομέλεια εξήγησε, αφού συζήτησε την επί του θέματος νομολογία, ότι η μη τήρηση των κανονισμών ως προς τη διαδικασία ετοιμασίας των εμπιστευτικών εκθέσεων δεν σήμαινε απαραιτήτως πως αυτές καθίσταντο εξ ολοκλήρου άκυρες. Έτσι, το επιλήψιμο μέρος μπορεί, εκτός αν πρόκειται περί παράβασης που επιδρά ουσιωδώς στην απόφαση, να διαχωριστεί και να αγνοηθεί ενώ το υπόλοιπο μέρος λαμβάνεται υπόψη. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Sekkides (ανωτέρω):

«In the light of the above authorities it must be concluded that the 1979 Circular lays down rules of procedure which must generally be followed when preparing confidential reports. Failure to observe such rules inevitably renders any report thus compiled irregular, but at the same time we feel that to hold that such irregularity should at all times be considered as leading to the annulment of any decision taken, irrespective of whether it did materially affect such decision, would be going too far. No doubt such irregularity amounts to an illegality in the broad sense of the term, that is of being a violation of a procedural legal provision and this is how we understand Argyrides case (supra). But being a violation of procedure it has to be shown that it materially affected the decision reached.»

Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ ουσιώδους και μη ουσιώδους τύπου στην οποία στηρίχθηκε και η απόφαση της Ολομέλειας στην Τζιακούρη-Σιακαλλή (ανωτέρω). Όπου η υπηρεσιακή έκθεση δεν μπορεί να διασωθεί και παραμερίζεται στο σύνολό της, εξετάζεται η δυνατότητα αναπλήρωσης του κενού - βλ. Louca v. Savva and the Public Service Commission & Others (1989) 3 C.L.R. 672 με αναφορά στην πρωτόδικη Savva & Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 160 - και, κατά τη γνώμη μας, όπου οι περιστάσεις δεν καθιστούν ανέφικτη την ετοιμασία νέας έκθεσης, το διοικητικό όργανο οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα για τον σκοπό αυτό.»

Μόνο σε περίπτωση που αναδεικνυόταν πρακτικώς ανέφικτη η ετοιμασία νέων εκθέσεων θα δικαιολογείτο η εν προκειμένω προσέγγιση του Συμβουλίου να αγνοήσει τις μη έγκυρες και επακόλουθα, στην έκταση που απαιτείτο για να υπάρξει ίσο μέτρο σύγκρισης, τις αντίστοιχες έγκυρες εκθέσεις άλλων υποψηφίων. Το κατά πόσο προέκυπτε εξ αντικειμένου αδυναμία δεν θα μπορούσε, κατά την άποψη μου, να υποτεθεί από μόνο την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος. Το Συμβούλιο όφειλε να κατηύθυνε την προσοχή του στο ζήτημα, να διερευνούσε και να εξηγούσε την όποια κατάληξη του.

Με άγνωστο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αν δηλαδή θα ήταν δυνατή η ετοιμασία νέων εκθέσεων και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιο θα ήταν το περιεχόμενο τους, έλειπε η αναγκαία βάση για τη συγκριτική θεώρηση της βαθμολογημένης αξίας των υποψηφίων. Γι αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Δεν θα ασχοληθώ με άλλα τεθέντα ζητήματα, κυρίως το πώς προσεγγίστηκαν τα αντίστοιχα προσόντα των υποψηφίων αλλά και η αρχαιότητα τους, αφού η ολοκλήρωση της εξέτασης τους δεν θα μπορούσε, κατά την άποψη μου, να γίνει χωρίς αναφορά προς την αξία, σε σχέση με τη διερεύνηση της οποίας διαπίστωσα κενό.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο