ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
VASSILIOU ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 220
Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 ΑΑΔ 234
Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56
Hλιόπουλος Kωνσταντίνος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 3 ΑΑΔ 438
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ. 998/2001)
28 Ιουλίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΛΕΟΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Κωνσταντίνου,
για τον Αιτητή.Κ. Στιβαρού, για τους Καθ ΄ων η αίτηση.
Ι. Τυπογράφος, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή ο Κλέος Κλεάνθους (αιτητής) προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (καθ΄ ων η αίτηση) με την οποία ο Σπύρος Γιάλλουρος (ενδιαφερόμενο μέρος) προάχθηκε στη θέση του Βοηθού Γραμματέα στη Γραμματεία/Νομικές Υπηρεσίες των καθ΄ ων η αίτηση από την 1.11.2001.(α) Τα γεγονότα
Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που υπηρετούσαν στη θέση του Διοικητικού Λειτουργού Α΄ συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των υποψηφίων που είχαν αποταθεί για προαγωγή στη θέση του Βοηθού Γραμματέα, στη Γραμματεία/Νομικές Υπηρεσίες των καθ΄ ων η αίτηση.
Η πλήρωση της θέσης εξετάστηκε αρχικά από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή των καθ΄ ων η αίτηση που κάλεσε το Γενικό Διευθυντή για να δώσει τις συστάσεις του. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τη σύσταση του πιο πάνω:
«Γνωρίζω προσωπικά τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για προαγωγή στη θέση Βοηθού Γραμματέα, Κλίμακα Α13, στη Γραμματεία/Νομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία. Μελέτησα προσεκτικά τους προσωπικούς τους φακέλους και τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, αλλά έχω και άμεση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στην Αρχή.
Αφού διεξήγαγα τη δική μου ενδελεχή έρευνα με βάση όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, κρίνω ότι όλοι οι υποψήφιοι διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.
Με βάση τα στοιχεία αυτά και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, τις ικανότητες και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων σ΄ αυτήν, καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, δηλαδή, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης την επίδοση τους στην υπηρεσία, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) των περί ΑΗΚ (Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, συστήνω για προαγωγή τον 86273 Σπύρο Γιάλλουρο, ως τον καταλληλότερο υποψήφιο, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, για την κρινόμενη θέση.»
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αφού έλαβε υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τη σύσταση του Διευθυντή με την οποία συμφώνησε, σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ακολούθως το θέμα εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση. Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού αξιολόγησε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και άκουσε το Διευθυντή ο οποίος επανέλαβε τη σύστασή του υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρος αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.
(β) Η προσφυγή
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι λανθασμένη γιατί
Ο Κανονισμός 23 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 291/86) ο οποίος διέπει τις προαγωγές των υπαλλήλων της Αρχής, προνοεί ότι,
«23.-(1) Ουδείς υπάλληλος προάγεται εις άλλην θέσιν, εκτός εάν-
(α) εξαιρουμένης της περιπτώσεως των συνδεδυασμένων θέσεων, υπάρχει κενή τοιαύτη θέσις
(β) κατέχη τα προσόντα τα οποία προβλέπονται εις το σχέδιον υπηρεσίας διά την τοιαύτην θέσιν
.(γ) δεν υπόκειται εις οιασδήποτε απαγορεύσεις συνεπεία πειθαρχικής ποινής επιβληθείσης δυνάμει του Πειθαρχικού Κώδικος.
(2) Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον διά την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (τα οποία εν τοις παρούσι κανονισμοίς αναφέρονται ως «τα παραδεδεγμένα κριτήρια») αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου.
(3) Κατά την προαγωγήν εις θέσιν επί κλίμακος Α15 και άνω ως και εις ανωτέραν συνδεδυασμένην θέσιν, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ΄ όψιν τας συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διευθυντού, και τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικάς εκθέσεις.
(α) τας συστάσεις και απόψεις της αρμοδίας Επιτροπής Επιλογής, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, του Διευθυντού και οιουδήποτε Διευθυντού Υπηρεσίας, Περιφερείας ή Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού, η Αρχή ήθελε κρίνει σκόπιμον να συμβουλευθή.
(β) τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικάς εκθέσεις,
και αποφασίζει εντός δύο μηνών από της υποβολής της «Εισηγήσεως της Επιτροπής Επιλογής» ή εντός τριών μηνών από της υποβολής του «Από Κοινού Εγγράφου», ως θα είναι η περίπτωσις.
(5) Προαγωγή γίνεται δι΄ εγγράφου προσφοράς υπό της Αρχής εις τον προαχθησόμενον υπάλληλον και εγγράφου αποδοχής υπ΄ αυτού. Η προσφορά καθορίζει, μεταξύ άλλων, την ημερομηνίαν προαγωγής, την διά την νέαν θέσιν αντίστοιχον μισθολογικήν κλίμακα, τον πληρωτέον μισθόν και την ημερομηνίαν τυχόν προσαυξήσεως.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι γενική και ατεκμηρίωτη και συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων αφού οι διάδικοι ήταν ισοδύναμοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις και ο αιτητής υπερείχε σε ακαδημαϊκά προσόντα,αρχαιότητα και πείρα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Επιπρόσθετα παραγνωρίσθηκε η υπηρεσία του αιτητή για 16 χρόνια στη Γραμματεία/Νομικές Υπηρεσίες της Αρχής σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος του οποίου τα προηγούμενα καθήκοντα ήταν κυρίως διοικητικά.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους υπέβαλαν ότι άνκαι δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση, εν τούτοις οι υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων υποδεικνύουν υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους που διέθετε πτυχία στις Πολιτικές Επιστήμες, Δημόσια Διοίκηση και Νομικά ενώ υπέδειξαν ότι το προβάδισμα του αιτητή στην αρχαιότητα ήταν οριακής σημασίας. Συμπερασματικά οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλαν ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων και ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Είναι ορθό ότι ο Καν. 23(4)(α) των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 291/86 δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή, όμως σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, πρέπει να εξετάζεται αν η σύσταση συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων, ή αν, όπως υποστηρίζει στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής, απλώς επαναλαμβάνει τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής του Καν. 23(2). Αν σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία που δίδεται πάσχει, τότε η απόφαση είναι τρωτή. (Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 ΑΑΔ 234).
Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει από το περιεχόμενο της σύστασής του, ότι ο Διευθυντής θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν καταλληλότερος υποψήφιος σε σύγκριση με τον αιτητή, αφού έλαβε υπόψη κατόπιν «ενδελεχούς» όπως ανέφερε δικής του έρευνας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις, εμπειρίες και ικανότητές τους, τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων σ΄αυτή, όπως επίσης και τα κριτήρια προαγωγής της πείρας, αξίας, ικανότητας, αρχαιότητας και προσόντων.
Από το περιεχόμενο των φακέλων φαίνεται ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισοδύναμοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερέχει σε κανένα από τα τεθέντα κριτήρια. Στις ετήσιες αξιολογήσεις της τελευταίας δεκαετίας (1990-2000) οι διάδικοι βρίσκονται στο ίδιο ακριβώς επίπεδο έχοντας βαθμολογηθεί από 34 φορές με Α (εξαιρετικός) και 56 φορές με Β+ (πολύ ικανοποιητικός) ο αιτητής έναντι 55Β+ και 1Β (ικανοποιητικός) του ενδιαφερόμενου μέρους. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι αξιολογήσεις δεν αποτέλεσαν τον παράγοντα που οδήγησε στην επιλογή του Διευθυντή.
Αναφορικά με τα προσόντα, σημειώνεται ότι το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης απαιτούσε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή άλλο ισότιμο προσόν στα Νομικά περιλαμβανομένου του διπλώματος Barrister-at-Law. Ο αιτητής κατέχει πτυχίο Νομικής (LLB), Master of Laws (LLM) και Bachelor of Laws, το δε ενδιαφερόμενο μέρος, πτυχίο Πολιτικών Επιστημών, πτυχίο Δημόσιας Διοίκησης, Diploma in Law for Executive Leadership και Diploma for Co-Operative and Labour Studies. Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους, προσπαθώντας να αντικρούσει τη θέση του αιτητή, ότι υπερείχε σε προσόντα, εισηγήθηκε ότι το LLB και το Master of Laws που απονεμήθηκαν στον αιτητή από το Πανεπιστήμιο του Κιέβου αποτελούσαν ένα και μόνο τίτλο και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα προβαδίσματος σε ακαδημαϊκά προσόντα. Από την άλλη, οι διοικητικοί φάκελοι αποκαλύπτουν ότι το Diploma in Law for Executive Leadeship, La Salle Extension University, Chicago, Illinois, U.S.A., με το οποίο, όπως φαίνεται, θεωρήθηκε προσοντούχο το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ είχε αρχικά αναγνωριστεί ως πτυχίο Νομικής από το Νομικό Συμβούλιο, (Κ.Δ.Π. 114/83) στη συνέχεια η σχετική απόφαση ανακλήθηκε από το ίδιο όργανο (Κ.Δ.Π. 279/85), με αποτέλεσμα να υπάρχει αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα να θεωρηθεί ως τίτλος στα Νομικά για σκοπούς διεκδίκησης ανάλογων θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο Διευθυντής Προσωπικού της Αρχής είχε απευθύνει σχετικό ερώτημα στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το 1995, για να πάρει την απάντηση ότι το Νομικό Συμβούλιο δεν είχε αρμοδιότητα γνωμοδοτήσεων σε τέτοιας φύσης θέματα. Δεν φαίνεται να έγινε άλλη επιπρόσθετη έρευνα και το ζήτημα παρέμεινε αιωρούμενο. Παρά το γεγονός αυτό, το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε ως προσοντούχος με βάση την κατοχή του αμφισβητούμενου αυτού τίτλου εξασφαλίζοντας μάλιστα τη σύσταση του Διευθυντή με ανάλογη αναφορά στα προσόντα, ως προς τα οποία ο αιτητής, ο οποίος κατείχε καθαρά νομικής κατεύθυνσης ακαδημαϊκούς τίτλους, τουλάχιστο δεν υστερούσε. Οπως δε και στην περίπτωση των υπηρεσιακών εκθέσεων, αποκαλύπτεται κενό αιτιολογίας που δεν παρέχει τη δυνατότητα αναζήτησης από το Δικαστήριο της συγκριτικής θεώρησης του Διευθυντή.
Αναφορικά με την αρχαιότητα, παρατηρείται ότι ο αιτητής υπερέχει κατά δέκα μήνες, αφού τοποθετήθηκε στην προηγούμενη θέση την 1.10.1993, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.8.1994. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί ίσων υποψηφίων, εύλογα μπορεί να υποτεθεί πως ο υποψήφιος με τη μεγαλύτερη υπηρεσία, έχει και περισσότερη πείρα ενώ έχει επανειλημμένα αναφερθεί η αρχή της νομολογίας ότι η πείρα προσμετρά στην αξία. (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 787/97, ημερ. 30.11.1998 και Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 597/99, ημερ. 19.9.2000). Υπενθυμίζεται και πάλι ότι η αρχαιότητα και συνεπώς η ευρύτερη πείρα του αιτητή αποκτήθηκε λόγω της υπηρεσίας του στη Γραμματεία/Νομικές Υπηρεσίες της Αρχής, όπου υπάγεται και η επίδικη θέση, γεγονός όμως που αποσιωπήθηκε στη σύσταση. Στην απουσία οποιασδήποτε διευκρίνισης δεν μπορεί να εξαχθεί υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε πείρα.
Από τα πιο πάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η σύσταση συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Ο αιτητής είναι ισοδύναμος με το ενδιαφερόμενο μέρος στις ετήσιες εκθέσεις, δεν υστερεί σε προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, για τον οποίο υπάρχουν ερωτηματικά αναφορικά με την κρίση ότι κατείχε τον απαιτούμενο στο σχέδιο υπηρεσίας τίτλο Νομικής, και υπερέχει σε πείρα και αρχαιότητα. Ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε τον παραγκωνισμό της αρχαιότητας και πείρας του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους που σύστησε, ούτε και προσδιόρισε τις ιδιότητες των υποψηφίων, που όπως ανέφερε στη σύστασή του, απαιτούνταν για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Η σύσταση είναι αναιτιολόγητη και γι΄ αυτό το λόγο. Το περιεχόμενό της καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο και στην ουσία δεν αιτιολογεί την επιλογή του Διευθυντή. Παραμένει εντελώς άγνωστο σε ποιες ικανότητες και ιδιότητες αναφέρεται ούτε και αν αυτές συγκαταλέγονταν στα βαθμολογημένα κριτήρια ή αφορούσαν άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά. Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν εξέτασαν τις πιο πάνω μεμπτότητες της σύστασης του Διευθυντή και την έλαβαν μάλιστα ουσιωδώς υπόψη ως ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, με αποτέλεσμα η τελική απόφαση να συμπαρασύρεται σε ακυρότητα. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (Α.Ε. 2452, ημερ. 21.7.2000) όπου το Δικαστήριο κρίνοντας ότι η επίδικη απόφαση προαγωγής ήταν αναιτιολόγητη λόγω έλλειψης εξειδίκευσης υιοθέτησε την πιο κάτω άποψη που έχει έκτοτε υιοθετηθεί επανειλημμένα από την Ολομέλεια:
«Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ.
Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου «για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή». (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56).»
Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι καθ΄ ων η αίτηση αποδέχθηκαν την τρωτή σύσταση και δεν ζήτησαν καμιά διευκρίνιση, ούτε προέβηκαν σε κάποια εξειδίκευση ή στάθμιση που θα εξηγούσε την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους. Στο πρακτικό στο οποίο σημειώνεται το καθετί που λήφθηκε υπόψη, γίνεται και πάλι αόριστη και χωρίς νόημα αναφορά στα
παραδεδεγμένα κριτήρια και εκφράζεται επίσης η συμφωνία προς τις πάσχουσες συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή. Συνεπώς προκύπτει ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη. Ενόψει αυτής της κατάληξης δεν εξυπηρετεί η διερεύνηση του άλλου ισχυρισμού του αιτητή για έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.
FONT>Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.