ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 923/2002)
15 Ιουλίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
αναφορικα με το αρθρο 146 του συνταγματοσ
ΜΑΡΣΙΑ ΕΛΛΗΝΑ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Ξ. Ξενόπουλος,
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της για την παροχή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων λόγω της μη επικύρωσης του διορισμού της στη θέση δασκάλου.
(α) Τα γεγονότα.
Η αιτήτρια που αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου το 1996 με πτυχίο "Επιστημών της Αγωγής στη Δημοτική Εκπαίδευση", υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων δασκάλων και προσλήφθηκε πάνω σε έκτακτη βάση για την άσκηση των καθηκόντων του Δασκάλου στα σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης από την 1/9/96 ως την 31/8/97. Μετά τη λήξη της σχετικής σύμβασης, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (οι καθ'ων η αίτηση), αποφάσισε να της προσφέρει διορισμό επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση Δασκάλου Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης από την 1/9/97. Μετά την αποδοχή του διορισμού της, η αιτήτρια τοποθετήθηκε στο Β΄ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού. Στις 17/7/98 με επιστολή της προς το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης ζήτησε εκπαιδευτική άδεια χωρίς απολαβές, λόγω του ότι είχε εξασφαλίσει θέση σε Αγγλικό πανεπιστήμιο για μεταπτυχιακές σπουδές, στον κλάδο της Συγκριτικής Λογοτεχνίας. Το αίτημα της έγινε αποδεκτό και η αιτήτρια υπέγραψε στις 11/8/98 συμφωνία, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να επιστρέψει στην Κύπρο αμέσως μετά τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης της, να αναλάβει τα καθήκοντα της ως δασκάλα στην υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και να υπηρετήσει για περίοδο δύο ετών. Σύμφωνα δε με τον όρο αρ. 7 της συμφωνίας, σε περίπτωση που η αιτήτρια για οποιοδήποτε λόγο ήθελε παραλείψει να συμπληρώσει τα δύο έτη υπηρεσίας, τότε τόσο αυτή όσο και ο εγγυητής της υποχρεούντο, από κοινού και ξεχωριστά, να καταβάλουν το ποσό των ΛΚ 1.500 για κάθε χρόνο ή μέρος αυτού της υπολοιπόμενης περιόδου υπηρεσίας. Μετά την επιτυχή συμπλήρωση διετών σπουδών και την απόκτηση του Μεταπτυχιακού τίτλου, η αιτήτρια ζήτησε στις 3/7/2000 άλλη άδεια άνευ απολαβών επικαλούμενη σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Της χορηγήθηκε για το σκοπό αυτό άδεια απουσίας χωρίς απολαβές από 1/9/2000 μέχρι 31/8/2001. Πριν την εκπνοή της τελευταίας αυτής άδειας απουσίας και πιο συγκεκριμένα στις 20/3/2001, η αιτήτρια υπέβαλε εγγράφως την παραίτηση της από τη θέση δασκάλου λόγω του γάμου της με αλλοδαπό και την εγκατάσταση της στο εξωτερικό. Οι καθ'ων η αίτηση την πληροφόρησαν στις 10/5/2001 ότι η παραίτηση της έγινε αποδεκτή από την 1/9/2001, υπενθυμίζοντας της ταυτόχρονα ότι η παραίτηση της δεν την απάλλασσε από τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς τη Δημοκρατία. Η αιτήτρια κατέβαλε προς τούτο το ποσό των ΛΚ 3.000 ως αποζημίωση λόγω της μη εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων και κοινοποίησε προς τους καθ'ων η αίτηση επιστολή της ημερομηνίας 2/4/2002 με την οποία έθεσε ζήτημα καταβολής οφειλόμενων δικαιωμάτων για την περίοδο της υπηρεσίας της.
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο της πιο πάνω επιστολής:
"Προς Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης
Θέμα: Παραίτηση- Συμβατικές υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα
Αξιότιμε Κύριε,
Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 14.12.2001 με την οποία μου ζητείται η καταβολή του ποσού των 3000 ΛΚ ως αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής άδειας μου κατά τα σχολικά έτη 1998/99 και 1999/2000.
Σας πληροφορώ ότι η υποχρέωση μου έναντι του Υπουργείου σας εκπληρώθηκε άμεσα με την καταβολή του καθορισμένου ποσού στις 31.01.2002.
Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι με την παραίτηση μου προκύπτουν και κάποια δικαιώματα, την εκπλήρωση των οποίων, αιτούμαι με την παρούσα επιστολή. Σύμφωνα με το Νόμο περί Συντάξεων η τετράχρονη υπηρεσία μου από το 1996-2000 μου δίνει το δικαίωμα για εφάπαξ που αντιστοιχεί σε ένα μηνιαίο μισθό για κάθε χρόνο υπηρεσίας, με τις ανάλογες προσαυξήσεις.
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων."
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού απάντησε αρνητικά στο αίτημα. Στη σχετική επιστολή ημερομηνίας 3/6/2002 αναφέρονταν τα πιο κάτω:
"Έχω οδηγίες ν' αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 2.4.2002, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με τους περί Συντάξεων Νόμους του 1997 έως 2001 δε δικαιούστε σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα γιατί ο διορισμός σας στη θέση δασκάλου δεν έχει επικυρωθεί (άρθρο 14(α))."
Ως αποτέλεσμα της λήψης της πιο πάνω αρνητικής απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση αυτή είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς αποτέλεσμα αφού,
(β) Η προδικαστική ένσταση.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση υπέβαλε προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Και τούτο γιατί η επίδικη απόφαση φέρει ημερομηνία 3/6/2002 και η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 8/10/2002. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίσθηκε ότι η πιο πάνω επιστολή παραλήφθηκε στις 29/7/2002, παρόλο που φέρει ημερομηνία 3/6/2002. Εισηγήθηκε δε πως σε περίπτωση αμφιβολιών αναφορικά με το ακριβές χρονικό σημείο πλήρους γνώσης διοικητικής απόφασης σε σχέση με την έναρξη του χρόνου καταχώρησης προσφυγής, η αμφιβολία αυτή θα πρέπει να ενεργεί υπέρ της αιτήτριας και ότι το βάρος απόδειξης σε μια τέτοια περίπτωση βρίσκεται στους ώμους του διοικητικού οργάνου που έλαβε την απόφαση. Η θέση του δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση είναι ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν όντως η επίδικη επιστολή παραλήφθηκε στις 29/7/2002, θεωρεί όμως ότι η ημερομηνία που επικαλείται η αιτήτρια ξεφεύγει κατά πολύ του εύλογα αναμενόμενου χρόνου παραλαβής της επιστολής.
Η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η χρονική περίοδος των 75 ημερών αρχίζει από την ημέρα που ο αιτητής αποκτά αποδεδειγμένα γνώση της επίδικης απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά την αποστολή επιστολών ταχυδρομικώς, δημιουργείται τεκμήριο λήψης όταν υπάρχει μαρτυρία ότι μια επιστολή με τη σωστή διεύθυνση, ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε και όταν ακόμα με σχετική μαρτυρία αποδεικνύεται η γενική πρακτική που ακολουθεί ο αποστολέας στην ταχυδρόμηση αλληλογραφίας, από την οποία προκύπτει ότι πρέπει να εφαρμόστηκε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. (Βλ. Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery and others (1965) 1 CLR 9, 17, Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 CLR 1700, Προσφ. Αρ. 907/94 Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας, της 24/5/96 και
Phipson on Evidence, 14η Έκδοση, παράγραφος 17-06). Στην παρούσα υπόθεση η ακριβής ημερομηνία λήψης της επιστολής από την αιτήτρια αποτελεί αμφισβητούμενο γεγονός. Η ίδια ισχυρίζεται ότι την παρέλαβε στις 29/7/2002. Εκ μέρους της Δημοκρατίας δεν προσφέρθηκε αντίθετη μαρτυρία, ούτε και σε ότι αφορά την ημερομηνία αποστολής της. Συνεπώς το γεγονός και μόνο ότι αναγράφεται στην επιστολή η ημερομηνία 3/6/2002, δεν αποτελεί τεκμήριο ούτε μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ταχυδρομήθηκε την ίδια μέρα.Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι σε περίπτωση αμφιβολιών σε σχέση με τη λήψη γνώσης το ζήτημα θα πρέπει να επιλύεται υπέρ του αιτητή. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Ploussiou v. Central Bank (1982) 3 CLR 230,
"The onus and burden of establishing the pre-conditions for the setting in motion of the time provisions of Article 146.3, rest on the decision-taking body. This is dictated by the need that decisions of administrative bodies, affecting the rights and interests of the subject, should be made known, as well as the need to safeguard effectively the right of the citizen to challenge decisions affecting his rights. At the end of the day, if the court is in any doubt, whether applicant received sufficient knowledge to enable him to vindicate his rights through the legal process, such doubt must be resolved in favour of the applicant. (See Costas Neophytou v. The Republic, 1964 CLR 280, 290). Else, a citizen would be penalized for sleeping on his rights while interfered with in his slumber."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ασάφεια που υπήρχε αναφορικά με την ημερομηνία λήψης της σχετικής επιστολής θα πρέπει να επενεργήσει υπέρ της αιτήτριας. Συνακόλουθα η εισήγηση για το εκπρόθεσμο της προσφυγής απορρίπτεται.
(γ) Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.
Το άρθρο 30 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69, όπως τροποποιήθηκε) προνοεί ότι "μόνιμος διορισμός γίνεται επί δοκιμασία δια διετή χρονική περίοδο" και το άρθρο 14(ζ) του περί Συντάξεων Νόμου (Ν. 97(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε) προνοεί ότι "περίοδος απουσίας υπαλλήλου με άδεια χωρίς απολαβές δε λογίζεται συντάξιμη υπηρεσία, εκτός αν η άδεια είναι εκπαιδευτική που παραχωρήθηκε από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανονισμούς ή είναι άδεια που παραχωρήθηκε με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου προς το συμφέρον της εκπαίδευσης ή για σκοπούς δημόσιας πολιτικής". Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η περίοδος απουσίας υπαλλήλου με εκπαιδευτική άδεια χωρίς απολαβές λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία. Ως εκ τούτου η αιτήτρια, που για δύο χρόνια βρισκόταν με εκπαιδευτική άδεια χωρίς απολαβές, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπηρετούσε κανονικά στην υπηρεσία της και γι' αυτό το λόγο το χρονικό διάστημα των δύο χρόνων της εκπαιδευτικής άδειας θα πρέπει να υπολογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία. Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η αιτήτρια συμπλήρωσε κατά την 31/8/99 τη διετή χρονική περίοδο της δοκιμασίας και έπρεπε να μονιμοποιηθεί. Κατά συνέπεια, συνεχίζει η σχετική εισήγηση, ο ισχυρισμός των καθ'ων η αίτηση ότι δεν δικαιούται σε συνταξιοδοτικά ωφελήματα γιατί ο διορισμός της στη θέση δασκάλου δεν έχει επικυρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 14(α) του Ν. 97(Ι)/97, είναι αβάσιμος.
Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υπέβαλε ότι υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης δεν υπάρχει έδαφος διεκδίκησης οποιωνδήποτε ωφελημάτων εκ μέρους της αιτήτριας εφόσον αυτή εργάσθηκε μόνο για ένα χρόνο και στη συνέχεια τελούσε για δύο χρόνια υπό καθεστώς εκπαιδευτικής άδειας χωρίς απολαβές και χωρίς επικύρωση διορισμού.
Η εξέταση του αιτήματος της αιτήτριας έπρεπε να γίνει μέσα στα πλαίσια συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου 97(Ι)/97. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του πιο πάνω Νόμου,
"'Συντάξιμη θέση' σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία·
'Συντάξιμη υπηρεσία' σημαίνει υπηρεσία η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλων ωφελημάτων δυνάμει του Νόμου. Για τον υπολογισμό της ολικής συντάξιμης υπηρεσίας υπαλλήλου, χρονική περίοδος μέχρι 15 ημερών αγνοείται και πάνω από 15 ημερών λογίζεται ως πλήρης μήνας·
'Συντάξιμος υπάλληλος' σημαίνει υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία με μόνιμη ιδιότητα·
'Ωφέλημα' ή 'Ωφελήματα' σημαίνει σύνταξη ή σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα."
Το άρθρο 4 προνοεί ότι "Σύνταξη, εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα και άλλα ωφελήματα χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου στους κρατικούς υπαλλήλους της Κυπριακής Δημοκρατίας" και το άρθρο 9 καθορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων ως ακολούθως:
"9. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα χορηγείται σε υπάλληλο κατά την αφυπηρέτησή του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο·
(β) σε οποιαδήποτε περίπτωση συμπλήρωσης ηλικίας από υπάλληλο πενήντα πέντε ετών ή από αστυνομικό ή λοχία πενήντα ετών ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο όταν απαιτηθεί απ' αυτόν ή επιτραπεί σ' αυτόν να αφυπηρετήσει·
(γ) με την κατάργηση της θέσης του·
(δ) με την αφυπηρέτησή του για να διευκολυνθεί η βελτίωση της οργάνωσης της υπηρεσίας στην οποία ανήκει με την οποία δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη λειτουργία της ή οικονομία·
(ε) αν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην περίπτωση δημόσιου υπαλλήλου ή ο οικείος Υπουργός στην περίπτωση μέλους της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ή των Δυνάμεων Ασφαλείας ή του Στρατού ικανοποιηθεί από έκθεση Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι ο υπάλληλος δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας και ότι η ανικανότητα αυτή πιθανόν να είναι μόνιμη·
(στ) στην περίπτωση τερματισμού των υπηρεσιών του υπαλλήλου για εξειδικευμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με τον οικείο νόμο·
(ζ) σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου λόγω αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητάς του·
(η) σε περίπτωση επιβολής από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, της πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης·
(θ) με την αφυπηρέτηση για λόγους δημόσιου συμφέροντος για να αναλάβει ο υπάλληλος δημόσιο λειτούργημα ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση που κατέχει·
(ι) με την αφυπηρέτηση για λόγους δημόσιου συμφέροντος για να διοριστεί σε οργανισμό δημόσιου δικαίου ή αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης·
(κ) σε περίπτωση οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης."
Το άρθρο 10 προβλέπει για την καταβολή φιλοδωρήματος σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου πριν από τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας, υπό τον όρο όμως ότι η υπηρεσία θα είναι συντάξιμη:
"10. Εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται ειδική πρόνοια στο Νόμο, σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου, σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) πριν από τη συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών καταβάλλεται φιλοδώρημα ίσο με το ένα δέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας."
Το άρθρο 11 προνοεί τη χορήγηση φιλοδωρήματος σε γυναίκες υπαλλήλους σε ορισμένες περιπτώσεις οικογενειακών περιστάσεων, καθιστώντας όμως σαφές ότι η διάταξη εφαρμόζεται σε σχέση με γυναίκα υπάλληλο της οποίας ο διορισμός σε μόνιμη θέση έχει επικυρωθεί:
"11. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 9, (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) αν σε γυναίκα υπάλληλο, της οποίας ο διορισμός σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, αν απαιτείται τέτοια επικύρωση, και η οποία έχει συμπληρώσει υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, επιτραπεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ή τον Υπουργό Οικονομικών ή τον οικείο Υπουργό, ανάλογα με την περίπτωση, να αφυπηρετήσει λόγω γάμου ή επικείμενου γάμου ή τεκνογονίας ή υιοθέτησης απ' αυτή τέκνου ηλικίας όχι μεγαλύτερης των έξι ετών, χορηγείται σ' αυτή φιλοδώρημα ίσο προς το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών της κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης για κάθε μήνα συντάξιμης υπηρεσίας, αν προσκομίσει στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας ικανοποιητικό αποδεικτικό του γάμου ή της τεκνογονίας ή της
Το άρθρο 14 που έχει επικαλεστεί η αιτήτρια αναφέρεται στον υπολογισμό συντάξιμης υπηρεσίας και προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
"14. Μόνο υπηρεσία σε συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη:
Νοείται ότι -
(α) Όταν περίοδος υπηρεσίας σε μη συντάξιμη θέση ή υπηρεσία πάνω σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη ή ωρομίσθια ακολουθείται είτε αμέσως είτε ύστερα από διακοπή από υπηρεσία σε συντάξιμη θέση και ο διορισμός του υπαλλήλου σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, η περίοδος αυτή λογίζεται συντάξιμη·
(β) όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση του οποίου ο διορισμός επικυρώθηκε, αποσπάται σε μη συντάξιμη θέση και αφυπηρετεί από μη συντάξιμη θέση, η περίοδος της υπηρεσίας του σε μη συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη και η σύνταξή του υπολογίζεται με βάση τις απολαβές του κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του·
.................................. .................................................. .......................
(ζ) περίοδος απουσίας υπαλλήλου με άδεια χωρίς απολαβές δε λογίζεται συντάξιμη υπηρεσία, εκτός αν η άδεια είναι εκπαιδευτική που παραχωρήθηκε από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανονισμούς ή είναι άδεια που παραχωρήθηκε με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου προς το συμφέρον της εκπαίδευσης ή για σκοπούς δημόσιας πολιτικής."
Από την παράθεση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών προκύπτει ότι η παροχή ωφελημάτων εξαρτάτο από την επικύρωση διορισμού σε συντάξιμη θέση. Η προηγούμενη επικύρωση διορισμού εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση του άρθρου 11, όπου προβλέπεται η χορήγηση φιλοδωρήματος σε γυναίκα υπάλληλο στην οποία επετράπηκε να αφυπηρετήσει λόγω γάμου ή επικείμενου γάμου, και η οποία έχει συμπληρώσει υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών.
Το επιχείρημα του δικηγόρου της αιτήτριας, ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αιτήτρια υπηρέτησε ως δασκάλα πάνω σε έκτακτη βάση, δηλαδή από την 1/9/96 ως τις 31/8/97, λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία, δεν μπορεί να ευσταθήσει ενόψει της συγκεκριμένης πρόνοιας του άρθρου 14(α) όπου καθορίζεται σαφώς πως "όταν ...... υπηρεσία πάνω σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη ......... ακολουθείται ..... από υπηρεσία σε συντάξιμη θέση και ο διορισμός του υπαλλήλου σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, η περίοδος αυτή λογίζεται συντάξιμη
". Η νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 14(ζ) την οποία αναφέρει ο δικηγόρος της αιτήτριας, θα λαμβανόταν υπόψη μόνο στην περίπτωση που υπήρχε απόφαση για επικύρωση του διορισμού της αιτήτριας, όταν και η εκπαιδευτική άδεια που της παραχωρήθηκε θα μπορούσε να λογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια καθίσταται σαφές ότι ο Νόμος, αφενός καθορίζει τη διάκριση μεταξύ υπηρεσίας σε προσωρινή βάση ή υπηρεσίας με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη από τη μια, ως μορφές υπηρεσίας που δεν θεωρούνται συντάξιμες και γενεσιουργές αξιώσεων για καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και της συντάξιμης υπηρεσίας, απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι η προηγούμενη επικύρωση του διορισμού υπαλλήλου σε συντάξιμη θέση. Στην περίπτωση της αιτήτριας δεν καλύπτονταν οι νόμιμες προϋποθέσεις καθώς υπηρετούσε υπό το καθεστώς δοκιμασίας, όταν ζήτησε και έλαβε άδεια άνευ απολαβών για εκπαιδευτικούς λόγους αρχικά και λόγω προσωπικών περιστάσεων στη συνέχεια. Ο διορισμός της ουδέποτε επικυρώθηκε από το αρμόδιο όργανο, την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και η απουσία της επικύρωσης της αποστέρησε το δικαίωμα αξίωσης των ωφελημάτων που ζητούσε με την επιστολή της της 2/4/2002. Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση ήταν εύλογα επιτρεπτή.(δ) Αναρμοδιότητα οργάνου.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε λανθασμένα από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και όχι από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας που ήταν το αρμόδιο όργανο για να επιληφθεί του θέματος, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 30(3) του Νόμου 10/69. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το αίτημα της αιτήτριας ήταν οικονομικής φύσης (παροχή ωφελημάτων) και δεν εγειρόταν οποιοδήποτε θέμα επικύρωσης του διορισμού της για να τεθούν σε εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 30(
3). Το αίτημα δεν μπορούσε να απασχολήσει την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, προς την οποία εξάλλου η αιτήτρια δεν απευθύνθηκε. Η απόφαση εκδόθηκε ορθά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Ο ισχυρισμός για αναρμοδιότητα απορρίπτεται.(ε) Έλλειψη αιτιολογίας.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η "προσβαλλόμενη απόφαση η οποία είναι δυσμενής για το διοικούμενο δεν φέρει τη δέουσα αιτιολογία ήτοι την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τους καθ'ων η αίτηση στην επίδικη απόφασή τους". Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Είναι πρόδηλο από τα όσα έχουν αναφερθεί ότι το αίτημα της αιτήτριας απορρίφθηκε λόγω της μη επικύρωσης του διορισμού της και ο λόγος αυτός σημειώνεται στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 3/6/2002. Οι καθ'ων η αίτηση αιτιολόγησαν επαρκώς την επίδικη απόφαση και η αιτιολογία υποστηρίζεται περαιτέρω από τα στοιχεία του φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.