ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθέσεις Αρ. 789/2001 και 832/2001)
16 Ιουλίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 789/2001)
ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΤΕΡΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 832/2001)
ΑΛΚΙΒΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 789/2001.
Κλ. Στυλιανού για Α. Νεοκλέους, για τον Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 832/2001.
Π. Πολυβίου, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Τόσο ο Αλκίβιος Ιωάννου (αιτητής στην προσφυγή 832/2001) όσο και η Μαρίνα Πατέρα (αιτήτρια στην προσφυγή 789/2001) με τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων (καθ'ων η αίτηση) της 31/7/2001 με την οποία η Στέλλα Τοφαρίδου-Μπεκιάρη (ενδιαφερόμενο μέρος) διορίστηκε στη θέση του Λειτουργού Εκθέσεων Α΄ από τις 3/9/2001.
(α) Τα γεγονότα και των δύο προσφυγών.
Τα καθήκοντα και προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης του Λειτουργού Εκθέσεων Α΄, που ήταν θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ήταν τα ακόλουθα:
"
Καθήκοντα και Ευθύνες:1. Υπεύθυνος για:
(α) την προώθηση των σκοπών των εκθεσιακών δραστηριοτήτων της Αρχής και την προσέλκυση εκθετών από το εξωτερικό και εσωτερικό,
(β) τη διαμόρφωση και εκτέλεση του εκθεσιακού προγράμματος και του αντίστοιχου προϋπολογισμού,
(γ) τον προγραμματισμό και διοργάνωση της Ετήσιας Διεθνούς Έκθεσης καθώς και άλλων εκθέσεων,
(δ) τη διεύθυνση και καθοδήγηση του υπό αυτόν προσωπικού,
(ε) τη σύνταξη και παρακολούθηση στατιστικών και άλλων εκθέσεων, που αναφέρονται σε θέματα που επηρεάζουν τους εκθέτες γενικά και τις εκθέσεις ειδικά,
(στ) την παρακολούθηση της οικονομίας του Κράτους καθώς και της Παγκόσμιας Οικονομίας για τον εντοπισμό των βασικών παραγόντων που επηρεάζουν τους σκοπούς και στόχους των εκθέσεων και των ενδιαφερόμενων εκθετών.
2. Συμβουλεύει την Αρχή πάνω σε θέματα της αρμοδιότητας του
.3. Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα που θα του ανατεθούν.
Απαιτούμενα Προσόντα
:1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστο από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Διοίκηση επιχειρήσεων, Εμπορικά, Οικονομικά, Μάρκετιγκ, Διαφήμιση, Δημόσιες Σχέσεις, Δημοσιογραφία, Κοινωνικές Επιστήμες.
(
Σημείωση: Ο όρος Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).2. Επταετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση στον τομέα του μάρκετιγκ και του εμπορίου με καλή γνώση του διεθνούς εμπορίου, περιλαμβανομένης και πείρας σε εποπτικά καθήκοντα, που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.
3.Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
4. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.
5. Πείρα σχετική με τις δραστηριότητες της Αρχής ή/και γνώση οποιασδήποτε τρίτης γλώσσας θα αποτελεί πλεονέκτημα.
Σημείωση: Οι υποψήφιοι θα πρέπει να επιτύχουν σε γραπτές ή/και προφορικές εξετάσεις όπως ήθελε καθοριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής."
Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση αποφάσισε ότι μεταξύ των 30 αιτητών μόνο 16 πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα και ως εκ τούτου τους κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη. Μεταξύ των επιλεγέντων συμπεριλαμβάνονταν η Μαρίνα Πατέρα (αιτήτρια στην προσφυγή 789/2001) και ο Αλκίβιος Ιωάννου (αιτητής στην προσφυγή 832/2001), που υπηρετούσαν στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων στην ιεραρχικά κατώτερη θέση του Λειτουργού Εκθέσεων, όπως επίσης και η Στέλλα Τοφαρίδου-Μπεκιάρη (ενδιαφερόμενο μέρος), που ήταν εξωτερική υποψήφιος. Οι προσωπικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στις 31/7/2001 και όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, υποβλήθηκαν σε όλους τους υποψηφίους παρόμοιες ερωτήσεις αναφορικά με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, τις προηγούμενες δραστηριότητες τους, τις δραστηριότητες της Αρχής, τους στόχους και σκοπούς της καθώς και σε γενικότερα θέματα εκθέσεων, εμπορίου και μάρκετιγκ, προς το σκοπό της λεπτομερούς διερεύνησης της αξίας και των προσόντων τους και γενικά της ικανότητας τους να αναλάβουν και να εκτελούν με επιτυχία τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Μετά το πέρας των συνεντεύξεων το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε σε αξιολόγηση της επίδοσης των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη διάφορα κριτήρια που απαριθμήθηκαν στο πρακτικό, απένειμε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το χαρακτηρισμό "Πολύ Καλή", σε αντίθεση με τους αιτητές οι οποίοι κρίθηκαν ως "Καλοί". Ακολούθως το Διοικητικό Συμβούλιο αφού προέβηκε σε συνεκτίμηση όλων των ενώπιον του στοιχείων, αποφάσισε με πλειοψηφία 5 προς 2 και μια αποχή, την επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου ως της καταλληλότερης από τους υποψηφίους για διορισμό στην επίδικη θέση, αιτιολογώντας την επιλογή του ως ακολούθως:
"Δικαιολογώντας τη ψήφο τους υπέρ της επιλογής της κας Στέλλας Τοφαρίδου-Μπεκιάρη, η πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ανέφεραν ότι έλαβαν υπόψη και τα ακόλουθα, που αφορούν την αξία και τα προσόντα της και γενικά την ικανότητα της ν' αναλάβει και να εκτελεί μ' επιτυχία τα καθήκοντα της θέσης του Λειτουργού Εκθέσεων Α΄:
2. Διαθέτει εκτενή επαγγελματική πείρα στον τομέα του Μάρκετιγκ και του Εμπορίου από διάφορες υπεύθυνες θέσεις καθώς και πείρα σε εποπτικά καθήκοντα που περιλαμβάνουν οργάνωση, προγραμματισμό, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.
3. Εντυπωσίασε με την ισχυρή προσωπικότητα της και έδειξε ότι διαθέτει διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, στοιχεία πολύ σημαντικά για πλήρωση της εν λόγω θέσης.
4. Απάντησε στις ερωτήσεις που της επέβαλε το Διοικητικό συμβούλιο με σαφήνεια και σωστή επιχειρηματολογία.
5. Διαθέτει το πλεονέκτημα της γνώσης τρίτης γλώσσας, της Γαλλικής.
Το Συμβούλιο δεν παραγνώρισε αλλά έλαβε υπόψη ότι ορισμένοι των υποψηφίων είχαν το πλεονέκτημα της "πείρας σχετικής με τις δραστηριότητες της Αρχής" και/ή "γνώση οποιασδήποτε 3ης γλώσσας".
Επί του προκειμένου, σημειώθηκε ότι οι υποψήφιοι Ειρήνη Αθανασιάδου, Αναστάσιος Αναστασίου, Μαρίνα Πατέρα, Στέφανος Χριστοδούλου και Άλκης Ιωάννου είχαν το πλεονέκτημα της πείρας σχετικής με τις δραστηριότητες της Αρχής και πως η Μαρίνα Πατέρα είχε και το πλεονέκτημα γνώσης 3ης γλώσσας, δηλαδή της Γερμανικής.
Ταυτόχρονα η πλειοψηφία του Συμβουλίου έκρινε ότι το πλεονέκτημα αυτό δεν ήταν δυνατό να εξουδετερώσει τη σαφή υπεροχή της κας Στέλλας Τοφαρίδου-Μπεκιάρη, όπως καταγράφηκε πιο πάνω. Πέραν αυτού, η κα Στέλλα Τοφαρίδου-Μπεκιάρη κατείχε - κατά την άποψη του Συμβουλίου - το πλεονέκτημα της γνώσης
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου, όπως προαναφέρθηκε, έλαβε επίσης υπόψη τον πολύ καλό τρόπο με τον οποίο η υποψήφια αντιμετώπισε την προσωπική συνέντευξη, όπου ήταν σαφώς υπέρτερη όλων των άλλων υποψηφίων. Το Συμβούλιο έκρινε επί του προκειμένου ότι ο παράγων "προσωπικότητα" είναι σημαντικός για την υπό κρίση θέση.
Με βάση όλα τα πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε όπως διορίσει την κα Στέλλα Τοφαρίδου-Μπεκιάρη στη θέση Λειτουργού Εκθέσεων Α΄ από 3 Σεπτεμβρίου 2001."
(β) Προσφυγή 832/2001 του Αλκίβιου Ιωάννου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι η επίδικη απόφαση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους είναι άκυρη γιατί,
(i) Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ'ων η αίτηση κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης ήταν παράνομη,
(ii) Οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα σε σχέση με τα προσόντα του αιτητή, και
(iii) Η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
(i) Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν παράνομη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης στις 31/7/2001, η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ήταν παράνομη γιατί συμμετείχε σε αυτήν και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής. Σύμφωνα με την εισήγηση του αιτητή ο Γενικός Διευθυντής θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει κατά τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης και η παρουσία του κατά τον κρίσιμο χρόνο των διαβουλεύσεων ήταν αναρμόδια. Το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Όπως υποδείχθηκε ορθά από τους δικηγόρους των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, η παρουσία του Γενικού Διευθυντή στη συνεδρίαση είχε νομοθετικό έρεισμα. Το άρθρο 5Α του περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Νόμου, Ν. 93/68, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει σε σχέση με το Γενικό Διευθυντή, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
"5Α.-(1) Η Αρχή διορίζει, τη συγκαταθέσει του Υπουργικού Συμβουλίου και υπό τοιούτους όρους οίους ήθελε τούτο εγκρίνει, τον Γενικόν Διευθυντήν της Αρχής όστις προΐσταται των υπηρεσιών αυτής και είναι το ανώτατον εκτελεστικόν όργανον της Αρχής.
(2) Ο Γενικός Διευθυντής -
(α) μετέχει, άνευ ψήφου, των συνεδριάσεων της Αρχής·
(β) .................................................. .........................."
Από τα σχετικά πρακτικά προκύπτει ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν έλαβε καθ' οιονδήποτε τρόπο μέρος στη ψηφοφορία που ακολούθησε τις προσωπικές συνεντεύξεις και την αξιολόγηση των υποψηφίων και ως εκ τούτου υπό το φως της σαφέστατης νομοθετικής πρόνοιας που προεκτέθηκε, η παρουσία του κατά τη συνεδρίαση ήταν απόλυτα νόμιμη.
(ii) Πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με τα προσόντα.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα αφού σε κάποιο στάδιο της επίδικης συνεδρίας το μέλος Γ. Γιωρκάτζης εξέφρασε απόψεις που δυνατό να επηρέασαν σημαντικά την κρίση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Πιο συγκεκριμένα το πιο πάνω μέλος είχε αναφέρει σε κάποιο στάδιο της συνεδρίας ότι ο αιτητής "δεν έπρεπε να είχε κληθεί σε προσωπική συνέντευξη καθότι με βάση γραπτή επιστολή του ΚΥΣΑΤΣ προς τη ΣΗΔΗΚΕΚ ΠΕΟ, αντίγραφο της οποίας στάληκε στην Αρχή, το Δίπλωμα των Μεσογειακών Ινστιτούτων Διεύθυνσης ΜΙΜ που προσφέρεται σε πτυχιούχους και που κατέχει ο κ. Ιωάννου δεν είναι ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Τίτλο επιπέδου Master ή Πανεπιστημιακού τίτλου επιπέδου πτυχίου και επομένως ο κ. Ιωάννου δεν εξασφάλιζε τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης με το πτυχίο που κατέχει στο BSc Engineering."
Η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Είναι φανερό ότι η γνώμη του κ. Γιωρκάτζη, ο οποίος ως μέλος συλλογικού οργάνου ασφαλώς και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις απόψεις του, δεν υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο. Τελικά επικράτησε η άποψη του Προέδρου ο οποίος ανέφερε, επικαλούμενος τη θέση του Νομικού Συμβούλου της Αρχής, ότι σε περίπτωση αμφιβολιών των προσόντων υποψηφίων, "είναι ασφαλέστερο για την Αρχή να καλούνται σε προσωπική συνέντευξη παρά να μην καλούνται, με την τελική αξιολόγηση να γίνεται στο τέλος." Ο αιτητής κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη μαζί με άλλους έντεκα υποψηφίους και αξιολογήθηκε από το Συμβούλιο με καλή επίδοση. Ακολούθησε η ψηφοφορία με την πλειοψηφία των μελών να τάσσεται υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου. Υπέρ του αιτητή ψήφισαν δύο μέλη. Οι προσωπικοί φάκελοι των εσωτερικών υποψηφίων, όπως ήταν η περίπτωση του αιτητή, υπήρχαν ενώπιον του Συμβουλίου και όπως ρητά αναφέρεται στα πρακτικά, μελετήθηκαν πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ως εκ τούτου το επιχείρημα περί πλάνης εξαιτίας των προσωπικών απόψεων ενός μέλους του Συμβουλίου θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Επιπρόσθετα υποβλήθηκε εισήγηση ότι η διαπίστωση του Διοικητικού Συμβουλίου περί της σαφούς υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι λανθασμένη. Και αυτή η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση αξιολόγησε και συνεκτίμησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία μέσα στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του εξουσίας. Πιστώθηκε στον αιτητή το πλεονέκτημα της πείρας με βάση τα καθήκοντα που ήδη εκτελούσε στην Αρχή. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε γνώση της Γαλλικής γλώσσας που αποτελούσε επίσης πλεονέκτημα. Αξιολογήθηκε όμως σε ανώτερο επίπεδο, με βάση την επίδοση της στην προφορική συνέντευξη. Συνεπώς η διαπίστωση περί υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν, με βάση τα όσα σημειώθηκαν στο σχετικό πρακτικό, μια εύλογα επιτρεπτή κατάληξη.
(iii) Η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι από την επίδικη απόφαση απουσιάζει μια "συλλογική, ομοιόμορφη και ενιαία αιτιολογία" και ότι δεν προσδιορίζονται σε αυτή οι λόγοι της επιλογής του ενδιαφερόμενου προσώπου και ούτε αναφέρονται στα πρακτικά οι απόψεις που εκφράσθηκαν σε σχέση με τις ψήφους που έχουν δοθεί. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι παραπομπές του αιτητή σε αποφάσεις στις οποίες κρίθηκε ότι η παράλειψη αιτιολόγησης των εντυπώσεων σε συνεντεύξεις συνιστούσε παράλειψη ουσιώδους νομοθετικού τύπου, αφορούν διαδικασίες για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής όπου η ανάγκη αιτιολόγησης των εντυπώσεων καθορίζεται νομοθετικά σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(10) του Νόμου 1/90.
Στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση αποφάσισε, όπως είχε την εξουσία να πράξει, με βάση και τη σχετική σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας, να καλέσει σε προφορικές συνεντεύξεις τους υποψηφίους που πληρούσαν τα προσόντα. Μετά τη διενέργεια των συνεντεύξεων, οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν με βάση διάφορα κριτήρια τα οποία, όπως καταγράφηκε, αφορούσαν την προσωπικότητα, δυνατότητα εμβάθυνσης και ανάλυσης ερωτημάτων, πληρότητα απαντήσεων, γνώση για τα διάφορα εγειρόμενα θέματα, συγκρότηση σκέψης και την ευστροφία τους και τους αποδόθηκαν οι ανάλογοι χαρακτηρισμοί αξιολόγησης. Δεν υπήρχε εκ του νόμου υποχρέωση περαιτέρω αιτιολόγησης της συγκεκριμένης κατάταξης. Η δε τελική απόφαση για την επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν εύλογα επιτρεπτή και αρκούντως αιτιολογημένη. Η προτίμηση του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν το αποτέλεσμα διαπίστωσης σαφούς υπεροχής της έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων, όπως προέκυψε μετά από μελέτη όλων των σχετικών στοιχείων αναφορικά με την αξία και τα προσόντα και ως αποτέλεσμα του προβαδίσματος που της προσέδωσε η υψηλότερη κατάταξη επίδοσης στη συνέντευξη. Στα πρακτικά καταγράφονται με σαφήνεια οι λόγοι της συγκεκριμένης επιλογής καθώς και ο καθοριστικός παράγων της προσωπικότητας, ο οποίος θεωρήθηκε από το Συμβούλιο ως απόλυτα συνυφασμένος με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Η αιτήτρια δεν υστερούσε έναντι του αιτητή σε προσόντα και υπερτερούσε λόγω της καλύτερης απόδοσής της στη συνέντευξη. Η επιλογή της ήταν λογικά εφικτή και αιτιολογημένη. Συνακόλουθα ο ισχυρισμός για την έλλειψη αιτιολογίας απορρίπτεται.
(γ) Προσφυγή 789/2001 της Μαρίνας Πατέρα.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι άκυρη γιατί,
(i) Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε το πλεονέκτημα της γνώσης τρίτης γλώσσας,
(ii) Η προφορική εξέταση κατέστη ανεπίτρεπτα το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής,
(iii) Υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με τα κριτήρια επιλογής του ενδιαφερόμενου προσώπου και
(iv) Υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με το πρόσθετο μεταπτυχιακό προσόν της αιτήτριας.
(
i) Η κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους του πλεονεκτήματος της τρίτης γλώσσας.Στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπεται ότι "γνώση οποιασδήποτε τρίτης γλώσσας θα αποτελεί πλεονέκτημα". Από τα στοιχεία του φακέλου φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δήλωσε ότι γνώριζε τη Γαλλική γλώσσα σε καλό επίπεδο σε ό,τι αφορούσε ανάγνωση, γραφή και ομιλία. Η δήλωση της υποστηριζόταν από τα συνημμένα πιστοποιητικά των προσόντων της, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ένα General Certificate of Education (GCE - French) Ordinary Level (London University) με βαθμό Β, σε σχέση με το οποίο προφανώς πιστώθηκε το πλεονέκτημα. Ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι το συγκεκριμένο πιστοποιητικό αφορά μόνο το γραπτό λόγο και ως εκ τούτου η κατοχή του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει τις απαιτήσεις της καλής γνώσης και του προφορικού λόγου, ούτως ώστε να καλύπτει το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Πρόσθεσε δε με επίκληση νομολογίας ότι απουσιάζει από το φάκελο οποιοδήποτε τεκμήριο γνώσης της Γαλλικής γλώσσας σε ό,τι αφορά τον προφορικό λόγο. Κατά συνέπεια η έρευνα της Αρχής ήταν ανεπαρκής και η απόφαση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το πλεονέκτημα ήταν το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα. Αντικρούοντας την πιο πάνω εισήγηση οι δικηγόροι των καθ'ων η αίτηση υπέβαλαν ότι η κατοχή του σχετικού πιστοποιητικού GCE αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο γνώσης και ότι στο σχέδιο υπηρεσίας γίνεται αναφορά σε "γνώση" οποιασδήποτε τρίτης γλώσσας και όχι "πολύ καλή" γνώση όπως αναφέρεται στις αποφάσεις που επικαλέστηκε ο δικηγόρος της αιτήτριας. Σε εκείνες τις υποθέσεις επρόκειτο για παράλειψη της ΕΔΥ να διαπιστώσει το στοιχείο της "πολύ καλής" γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στην απουσία οποιουδήποτε άλλου ενδεικτικού στοιχείου στο σχετικό φάκελο.
Στην παρούσα περίπτωση το θέμα που εγείρεται είναι η γνώση τρίτης γλώσσας και το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ'ων η αίτηση εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πιστοποιητικό GCE που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να θεωρηθεί σαν πλεονέκτημα. Μέσα στα ίδια πλαίσια δεν μπορεί να παραγνωρισθεί και το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 1/2/2002 του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ ότι το GCE θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδεκτό τεκμήριο καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας. Έχοντας δε υπόψη τη ψηλή βαθμολογία που πήρε το ενδιαφερόμενο μέρος, (Β) στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν δικαιολογείται δικαστική επέμβαση στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας, τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
(ii) Απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ως αποφασιστικό κριτήριο επιλογής την επίδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, με αποτέλεσμα την πρόκληση αδικίας σε βάρος της αιτήτριας που υπερείχε σε όλα τα κριτήρια, κατείχε το πλεονέκτημα της γλώσσας και διέθετε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υπέβαλε ότι από το περιεχόμενο της σχετικής απόφασης προκύπτουν οι συγκεκριμένοι λόγοι επιλογής του ενδιαφερόμενου προσώπου και ότι η προφορική συνέντευξη δεν αποτέλεσε το αποκλειστικό κριτήριο επιλογής.
Η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ορθή. Η διαδικασία της επιλογής αφορούσε την πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής σε ψηλή κλίμακα (Α11) στην ιεραρχία του προσωπικού της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων.
Τα καθορισμένα στο σχέδιο υπηρεσίας καθήκοντα και ευθύνες καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη κατοχής ορισμένων πρόσθετων ιδιοτήτων, όπως π.χ. ισχυρή και ηγετική προσωπικότητα και διοικητική ικανότητα, στοιχεία που θα μπορούσαν να διαπιστωθούν μέσω των συνεντεύξεων που διενεργήθηκαν. Όπως τονίστηκε στην απόφαση Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673,
"Όσον αφορά την ιδιάζουσα βαρύτητα που κατ' ισχυρισμό δόθηκε στις συνεντεύξεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 10 της απόφασής του:
"Σ' ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες. Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ' ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.
Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία. Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλέπε
Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση."
Για την αυξημένη βαρύτητα που εύλογα αποδίδεται στις συνεντεύξεις στις περιπτώσεις όπου η καταλληλότητα της προσωπικότητας είναι στενά συνδεδεμένη με την προοπτική επιτυχούς εκτέλεσης των σχετικών καθηκόντων, τονίστηκαν στην απόφαση
Panayiotou v. Republic (1968) 3 CLR 639, 642 τα ακόλουθα:"As the persons to be appointed were to work as nursing staff, and especially at the Psychiatric Institution, it is obvious that their personalities were important factors to be weighed by the Respondent Commission; nurses dealing with patients have to possess a suitable personality in many material respects. So, rightly, in my view, the Commission paid due regard to the evaluation of the candidates made through the interview and was, to a certain extent, guided accordingly in reaching its decision; in the present instance I would say that the results of the interviews were more important than they would have ordinarily been."
Στην παρούσα περίπτωση η επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου στηρίχθηκε εύλογα σε ένα μεγάλο βαθμό στην εντύπωση που δημιούργησε η παρουσία και η προσωπικότητα της στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι λόγοι που καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό είναι σαφείς, χωρίς να σημαίνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υστερούσε σε κάποιο άλλο τομέα έναντι της αιτήτριας. Αντίθετα όπως φαίνεται στα πρακτικά, η πείρα της αιτήτριας στην Αρχή της αναγνωρίσθηκε ως πλεονέκτημα. Η θέση της ότι υπερείχε διότι κατείχε και άλλο "πλεονέκτημα", εκείνο δηλαδή κατοχής γνώσης τέταρτης γλώσσας, της Γερμανικής, δεν ευσταθεί διότι όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου, το ζητούμενο σε μια τέτοια περίπτωση είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, το κατά πόσον οι υποψήφιοι κατέχουν το προσόν που συνιστά πλεονέκτημα και όχι αν το κατέχουν δυνάμει ενός ή περισσοτέρων διαζευκτικών τρόπων. (Βλ. σχετικά Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47, 52). Με βάση τα πιο πάνω ο ισχυρισμός ότι δόθηκε στις προφορικές συνεντεύξεις υπέρμετρη βαρύτητα και ότι αποτέλεσαν το μοναδικό κριτήριο επιλογής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
(iii) Πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας με αναφορές στα προσόντα, την πείρα, την προσωπικότητα της, την απόδοση της στις συνεντεύξεις και την κατοχή του πλεονεκτήματος ότι υπερτερούσε του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι θα έπρεπε να επιλεγεί ως η καταλληλότερη. Οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν τύχει εξέτασης μέσα στα πλαίσια των άλλων λόγων που έχουν προβληθεί. Το συμπέρασμα είναι ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία και η τελική τους απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
(iv) Έλλειψη δέουσας έρευνας σχετικά με το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας
.Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι οι καθ'ων η αίτηση αγνόησαν το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν της, που ήταν το MSc in Public Relations του Πανεπιστημίου Stirling. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πιο πάνω πτυχίο ήταν το μόνο πανεπιστημιακού επιπέδου πτυχίο της αιτήτριας, αφού εκτός από αυτό ήταν κάτοχος του διπλώματος ΒA in Public Relations and Languages του Κολεγίου Philips, το οποίο απέκτησε κατόπιν σπουδών τριετούς διάρκειας. Από τη σχετική σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας φαίνεται ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα MSc του Πανεπιστημίου Stirling κάλυπτε στην περίπτωση της αιτήτριας τον απαιτούμενο στα προσόντα πανεπιστημιακό τίτλο και δεν ήταν δυνατό να προσμετρήσει και ως πρόσθετο προσόν, από τη στιγμή μάλιστα που δεν εκαθορίζετο ως πλεονέκτημα η κατοχή οποιουδήποτε πρόσθετου προσόντος. Συνεπώς ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας και αξιολόγησης του MSc in Public Relations της αιτήτριας δεν είναι αποδεκτός.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ