ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47
Χρυσοστόμου Ελένη και Άλλοι ν. Αικατερίνης Δημητρίου Κωνσταντινίδου και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 13
Χλόης Αθανασιάδου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 304/99., 30 Μαΐου, 2000
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 510/2001)
16 Ιουλίου, 2003
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΟΝΙΑ ΜΟΡΦΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης,
για την Αιτήτρια.Π. Πολυβίου, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Η θέση Πρώτου Λογιστικού Λειτουργού στο ΡΙΚ είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής (η θέση). Ο Κανονισμός 13 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (ΚΔΠ 317/87) προβλέπει ότι κενές θέσεις στο ΡΙΚ πληρούνται ως εξής:"13.-(1) Κενή θέσις Πρώτου Διορισμού πληρούται αφού προηγουμένως δημοσιευθή εις τον εγχώριον Τύπον, το «Ραδιοπρόγραμμα» (όταν τούτο είναι δυνατόν) και εις τον επίσημον πίνακα ανακοινώσεων του Ιδρύματος.
(2) Κενή θέσις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής πληρούται κατά τον αυτόν τρόπον ως θέσις Προαγωγής εάν το Διοικητικόν Συμβούλιον, κατόπιν εισηγήσεως του Γενικού Διευθυντού, ήθελε κρίνει ότι υπάρχουν, εκ πρώτης όψεως, κατάλληλοι εκ του προσωπικού διά την πλήρωσιν της κενής θέσεως, άλλως η θέσις δημοσιεύεται εις τον εγχώριον Τύπον, εις το «Ραδιοπρόγραμμα» και εις τον επίσημον πίνακα ανακοινώσεων του Ιδρύματος και θα θεωρήται ως θέσις πρώτου διορισμού δι΄άπαντας τους υποψηφίους.
(3) Κενή θέσις Προαγωγής πληρούται διά της προαγωγής υπαλλήλων υπηρετούντων εις το Ίδρυμα κατόπιν δημοσιεύσεως της θέσεως εις τον επίσημον πίνακα ανακοινώσεων του Ιδρύματος."
Αφού προηγουμένως το Διοικητικό Συμβούλιο (το Συμβούλιο) του ΡΙΚ, κατόπιν εισηγήσεως του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι δεν υπήρχαν, εκ πρώτης όψεως, κατάλληλοι εκ του προσωπικού υποψήφιοι για την πλήρωση μιας θέσης Πρώτου Λογιστικού Λειτουργού, με δημοσίευση στον εγχώριο τύπο, στο «Ραδιοπρόγραμμα» και στον πίνακα ανακοινώσεων του Ιδρύματος, προκήρυξε τη θέση, καλώντας κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη της Δημοκρατίας να υποβάλει αίτηση μέχρι και τις 24.10.2000. Υποβλήθηκαν συνολικά 15 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων εκείνη της αιτήτριας, Σόνιας Μορφή, και του ενδιαφερόμενου μέρους, Ανδριάννας Ζαννούπα. Η αιτήτρια ήταν μέλος του προσωπικού του ΡΙΚ. Όμως, βάσει του Κανονισμού 13(2), είχε ήδη κριθεί ως εκ πρώτης όψεως ακατάλληλη για προαγωγή στη θέση ως μη προσοντούχα, σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας. Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν εξωτερική υποψήφια.
Στις 14.11.2000 το Συμβούλιο, αφού εξέτασε ποιοι από τους υποψηφίους πληρούσαν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, έκρινε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα προσόντα και, συνακόλουθα, την απέκλεισε από την περαιτέρω διαδικασία. Ακολούθως, και αφού στις 29.11.2000 δέχθηκε τους υπόλοιπους, κατά την κρίση του, προσοντούχους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη, μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος, στις 20.3.2001, προέβη στην αξιολόγηση των προσοντούχων υποψήφιων και, τελικά, επέλεξε και διόρισε στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος.
Με την ενώπιόν μου προσφυγή, η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση, αντί αυτής. Και τούτο διότι, κατά την εισήγηση του δικηγόρου της, εσφαλμένα το Συμβούλιο έκρινε ότι αυτή δεν κατείχε τα προσόντα για προαγωγή/διορισμό στη θέση.
Η προδικαστική ένσταση.
Ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια, εφόσον κρίθηκε ότι δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή/διορισμό στη θέση, στερείται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος να προωθήσει την προσφυγή.
Η ένσταση δεν ευσταθεί. Εφόσον το επίδικο ζήτημα στην προσφυγή είναι η ορθότητα αυτής ταύτης της κρίσης του Συμβουλίου ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα προσόντα για προαγωγή/διορισμό στη θέση, η αιτήτρια δεν στερείται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος να προωθήσει την προσφυγή. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μπατίστα ν. ΚΟΤ, Προσφυγή Αρ. 61/95, 29.11.1995
:"Η δεύτερη προδικαστική ένσταση είναι ότι η αιτήτρια αφού δεν είχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, όπως βέβαια ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση, στερείται εννόμου συμφέροντος. Η νομολογία δεν φαίνεται να στηρίζει τη θέση αυτή. Στην υπόθεση Δαυΐδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 401/92, ημερ. 24.5.94, αποφασίστηκε ότι από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, η οποία και καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δεν χάνει το έννομο του συμφέρον να επιδιώξει αναθεώρηση της (βλ. επίσης Υπ. αρ. 808/92 Παντελής Αντωνίου Παντελή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 10.5.94, στην οποία υιοθετείται το σκεπτικό σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας). Επίσης στην Υπόθ. αρ. 12/94 Αντώνης Παππαρίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 17.3.95, αναφέρεται ότι το ιδιαίτερο συμφέρον που απαιτεί το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση επηρεαζόμενων προσώπων να προσφύγουν κατά εκτελεστής διοικητικής απόφασης, συναρτάται με τη φύση της απόφασης που προσβάλλεται.
Στην παρούσα υπόθεση η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά
με την ύπαρξη των προσόντων, εκτίμηση που έχει καταστεί επίδικο θέμα, αμφισβητείται σοβαρά από την αιτήτρια. Η αμφισβήτηση αυτή αποτελεί ουσιαστικά και τη βάση της παρούσας υπόθεσης. Η αιτήτρια κέκτηται εννόμου συμφέροντος γιατί αν λανθασμένα οι καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι το προσόν της δεν μπορούσε να θεωρηθεί πανεπιστημιακό δίπλωμα, θα έπρεπε να περιληφθεί στους υποψηφίους για αξιολόγηση και επιλογή και συνεπώς η μη περίληψη της πλήττει τα συμφέροντα της. Συνεπώς, η αιτήτρια είχε έννομο συμφέρον προς αμφισβήτηση της πράξης των καθ΄ων η αίτηση και έτσι και αυτή η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί."(Βλ. σχετικά και Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., ΑΕ2153, 20.1.1999
).Η ουσία της προσφυγής.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, στο βαθμό που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της προσφυγής, έχει ως εξής:
Απαιτούμενα Προσόντα
α) Μέλος αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών.
..................................
Σημείωση
: Προσωπικό που βρισκόταν στην υπηρεσία του Λογιστηρίου του Ιδρύματος την 1/1/81 δύναται να προαχθεί με τα πιο κάτω προσόντα αντί του (α).Ενδιάμεσοι εξετάσεις αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών,
ή
οιαδήποτε άλλα προσόντα παρομοίας φύσεως και επιπέδου με συνδυασμό προς πρακτικές γνώσεις λογιστικής κόστους και εσωτερικού ελέγχου.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ήταν προσοντούχος για τη θέση στη βάση της διάζευξης
"ή
οιαδήποτε άλλα προσόντα παρομοίας φύσεως και επιπέδου με συνδυασμό προς πρακτικές γνώσεις λογιστικής κόστους και εσωτερικού ελέγχου."
Το απόσπασμα από τα πρακτικά του Συμβουλίου της 14.11.2000, οπότε κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν είχε τα προσόντα, έχει ως εξής:
"Αναφορικά με τους υποψηφίους (υπαλλήλους του ΡΙΚ) Σόνια Μορφή ........ το Συμβούλιο, έπειτα από διεξοδική έρευνα όλων των ενώπιον του στοιχείων αναφορικά με την ερμηνεία των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντων και επαγγελματιών λογιστών ή οιωνδήποτε άλλων προσόντων παρομοίας φύσεως και επιπέδου, ως η Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας για το προσωπικό που βρισκόταν στην υπηρεσία του Λογιστηρίου την 1/1/81, και αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τις απόψεις του Αν. Γενικού Διευθυντή όπως εκτίθενται στο Σημείωμα του ημερομηνία. 25.10.2000 (και όπως εκτίθενται στην επιστολή του ημ. 26.9.2000 προς το Νομικό Σύμβουλο του ΡΙΚ, που επίσης τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου), σημείωσε τα πιο κάτω:
Και οι δύο υποψήφιοι οι οποίοι δεν είναι μέλη αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών αλλά κάτοχοι διπλώματος στην Ανώτερη Εξέταση (Higher) του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου στηρίζουν την υποψηφιότητα τους στη σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας που αναφέρεται στο προσωπικό που βρισκόταν στην υπηρεσία του Λογιστηρίου του ΡΙΚ την 1/1/81 και κυρίως στο διαζευκτικό ή "οιαδήποτε άλλα προσόντα παρομοίας φύσεως και επιπέδου με συνδυασμό προς πρακτικές γνώσεις λογιστικής, κόστους και εσωτερικού ελέγχου".
Τη θέση τους την υποστηρίζουν με την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 3.3.1995 και συγκεκριμένα την παράγραφο η οποία αναφέρεται στην "ισοδυναμία" τίτλων σπουδών με το Accounting Higher.
Η δεύτερη παράγραφος της εγκυκλίου του Υπουργείου αναφέρεται στην "ισοδυναμία" ορισμένων διπλωματών και/ή τίτλων και/ή προσόντων προς την Ανώτερη Εξέταση στη Λογιστική (Accounting Higher) για σκοπούς σχεδίων υπηρεσία στη Δημόσια Υπηρεσία, όπου απαιτείται το Accounting Higher. Δηλαδή το βασικό στοιχείο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ισοδυναμία ορισμένων διπλωμάτων και/ή τίτλων και/ή προσόντων προς το Accounting Higher, υπό την έννοια ότι οι κάτοχοι των πιο πάνω διπλωμάτων και/ή τίτλων και/ή προσόντων θεωρείται ότι ικανοποιούν απαίτηση σχεδίων υπηρεσίας για Accounting Higher. Η σχετική όμως ισοδυναμία, ορθά ερμηνευόμενη, δεν συνεπάγεται και το αντίστροφο, δηλ. ότι η κατοχή του Accounting Higher ικανοποιεί είτε την προϋπόθεση επιτυχίας σε "Ενδιάμεσες εξετάσεις αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών" ή "οιαδήποτε άλλα προσόντα παρομοίας φύσεως και επιπέδου".
Το Συμβούλιο με βάση τα πιο πάνω, και όλα τα στοιχεία ενώπιον του, αποφάσισε ότι η επιτυχία στην Ανώτερη Εξέταση στη Λογιστική (Accounting Higher) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί είτε το ένα είτε το άλλο σκέλος της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, και ειδικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ισότιμη και/ή ισοδύναμη (παρομοίας φύσεως και επιπέδου) με το ενδιάμεσο στάδιο των εξετάσεων των αναγνωρισμένων σωμάτων Επαγγελματιών Λογιστών και κατά συνέπεια οι υποψήφιοι Μορφή Σόνια ....... (που είχαν το Accounting Higher) δεν θεωρούνται ότι ικανοποιούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα (συμπεριλαμβανομένης της Σημείωσης).
Συμπερασματικά, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας, και ιδιαίτερα τη Σημείωση αυτού, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η κα Σόνια Μορφή και ........ δεν ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις διεκδίκησης της θέσης και η υποψηφιότητα τους δεν θα ληφθεί υπόψη."
Προβάλλονται ως λόγοι ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πραγματικής και/ή νομικής πλάνης οφειλομένων στη μη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας των περιστατικών και/ή της νομικής πτυχής της υπόθεσης και, επίσης, συνιστά υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη είτε αφ΄εαυτής είτε με αναφορά στα στοιχεία του φακέλου.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως δεν ευσταθούν. Έχω διεξέλθει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτή διαγράφεται στα έγγραφα τα οποία είναι επισυνημμένα στην ένσταση, και στάθηκα ιδιαίτερα στο πρακτικό της 14.11.2000. Είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα προσόντα για τη θέση λήφθηκε σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, ύστερα από ενδελεχή έρευνα όλων των σχετικών στοιχείων και με επαρκή αιτιολογία. Το καθ΄ου η αίτηση ερμήνευσε το σχετικό μέρος του Σχεδίου Υπηρεσίας κατά τρόπο εύλογα επιτρεπτό, ώστε να μη δικαιολογείται η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ., μεταξύ άλλων, Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ1835, 20.1.1998 και Αθανασιάδου ν. ΡΙΚ, Προσφυγή Αρ. 304/99, 30.5.2000).
Όσον αφορά την εισήγηση ότι η όλη εξέλιξη της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης επηρεάσθηκε, ανεπίτρεπτα, και από τις γνωματεύσεις του Νομικού Συμβούλου του καθ΄ου η αίτηση, παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την Αθανασιάδου, πιο πάνω, υπό Καλλή Δ., με το οποίο και συμφωνώ:
"Αναφορικά με τις εισηγήσεις που σχετίζονται με τη γνωμάτευση του Νομικού Συμβούλου του Ρ.Ι.Κ. θεωρώ ότι κατά τη διαδικασία άσκησης της εξουσίας που σχετίζεται με την ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας το διορίζον όργανο νόμιμα μπορεί να αναζητήσει τη βοήθεια του Νομικού του Συμβούλου. Τα σχέδια υπηρεσίας αποτελούν κείμενα των οποίων η ερμηνεία κάποτε συνεπάγεται την χρησιμοποίηση των νομικών κανόνων που διέπουν την ερμηνεία κειμένων. Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι δεν είναι νομικά επιλήψιμη η αναζήτηση της συμβουλής του Νομικού Συμβούλου του Ρ.Ι.Κ. Ωστόσο η αρμοδιότητα για τη λήψη της τελικής απόφασης ανήκει στο διορίζον όργανο και είναι αυτό που έχει συμβεί στην παρούσα υπόθεση. Η τελική απόφαση λήφθηκε από το Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ."
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ