ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ. 849/2001)
20 Ιουνίου, 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Ε. Φλουρέντζος,
για την Αιτήτρια.Π. Πολυβίου, για την Καθ ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της καθ' ης η αίτηση Αρχής Κρατικών Εκθέσεων (εφεξής η Αρχή) με την οποία κρίθηκε ένοχη πειθαρχικού παραπτώματος και της επιβλήθηκε η ποινή της αυστηρής επίπληξης.H αιτήτρια εργάζεται ως αποθηκάριος/γραφέας στην Αρχή. Περί τον Μάρτιο του 2001 ο Προϊστάμενος Τεχνικού Τμήματος της Αρχής υπέβαλε γραπτώς καταγγελίες προς τον Γενικό Διευθυντή για αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων της αιτήτριας αναφορικά με τη διακίνηση πετρελαίων θέρμανσης στα περίπτερα της Αρχής. Ο Γενικός Διευθυντής, στα πλαίσια διερεύνησης των καταγγελιών, ζήτησε τις απόψεις του προϊστάμενου της αιτήτριας κ. Δεκατρή, Λογιστή της Αρχής ο οποίος, επιβεβαίωσε πολλές από τις καταγγελίες.
Στις 17.4.01 ο Γενικός Διευθυντής απέστειλε στην αιτήτρια την ακόλουθη ειδοποίηση:
«Σας πληροφορώ ότι έχω λάβει σημειώματα από τον κ. Μ. Κατσαμπά, Τεχνικό Λειτουργό της Αρχής, σχετικά με καταγγελίες για πιθανή αμέλεια ή/και παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων σας αλλά και άλλες που ενδεχομένως να έχετε διαπράξει που φαίνονται ότι εκ πρώτης όψεως να
είναι βάσιμες.Γι΄ αυτό σας διαβιβάζω τις καταγγελίες αυτές όπως μου υποβλήθηκαν και σας καλώ στο γραφείο μου τη Δευτέρα 23 Απριλίου 2001 και ώρα 12 μεσημέρι για να προβείτε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις θέλετε σε σχέση με το ενδεχόμενο να έχετε διαπράξει πειθαρχικό ή πειθαρχικά αδικήματα.»
Η αιτήτρια, κατόπιν σχετικού διαβήματος των δικηγόρων της, πήρε όλα τα έγγραφα συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών του Τεχνικού Προϊστάμενου της καθώς και την έκθεση του κ. Δεκατρή. Σχετική επί του προκειμένου είναι η επιστολή της Αρχής ημερ. 26.4.01 προς τους δικηγόρους της αιτήτριας. Ακολούθησε επιστολή ημερ. 3.5.01 των δικηγόρων της αιτήτριας με την οποία η αιτήτρια, απαντούσε σε όλες τις καταγγελίες του Τεχνικού Προϊστάμενου εναντίον της. Η συνάντηση μεταξύ του Γενικού Διευθυντή και της αιτήτριας έγινε στις 7.5.01 και κατ΄ αυτή λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής με την επιστολή του ημερ. 28.8.01, πληροφόρησε την αιτήτρια τα ακόλουθα:
«Σχετικά με το πιο πάνω θέμα σας πληροροφώ ότι μετά από ενδελεχή έλεγχο της κίνησης των Πετρελαίων από τις διάφορες κάρτες αποθήκης, έχει διαπιστωθεί ότι κατά το έτος 2000 δεν επιδείξατε την ανάλογη υπευθυνότητα, σε ότι αφορά την τήρηση των σωστών διαδικασιών και ελέγχων που αφορούν τη διακίνηση των πετρελαίων στα διάφορα περίπτερα, με αποτέλεσμα να προκύψουν αρκετές ανακρίβειες αναφορικά με την κατανάλωση των πετρελαίων κατά το 2000. Υπήρξε από μέρους σας αμέλεια και αδιαφορία στην εκτέλεση αυτού του συγκεκριμένου καθήκοντος σας και ως εκ τούτου, έχω αποφασίσει
ότι έχετε περιπέσει σε πειθαρχικό αδίκημα και διά της παρούσης σας επιβάλλω την πειθαρχική ποινή της αυστηρής επίπληξης. .................»
Η αιτήτρια παραπονείται για την πειθαρχική διαδικασία που ακολούθησε η Αρχή και αμφισβητεί την νομιμότητα της απόφασης, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
Ολοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί απολήγουν στο ερώτημα κατά πόσο ο Γενικός Διευθυντής εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες του μέρους V των περί Αρχής Κρατικών Εκθέσεων (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 15/77 (στο εξής Πειθαρχικός Κώδικας).
Είναι νομίζω προφανές ότι στην υπό εξέταση υπόθεση, ακολουθήθηκε η συνοπτική διαδικασία που προνοείται στους Κανονισμούς 53(1)(α), (2), (3)
*.Οι γραπτές καταγγελίες του Τεχνικού Προϊστάμενου που σηματοδότησαν την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας, αναφέρονταν σε «παραλείψεις» της αιτήτριας που ενέπιπταν στο Καν.53(2)(γ
) «αμέλεια, αδιαφορία νωθρότητα ή αδράνεια στην εκτέλεση καθηκόντων». Είναι φανερό πως επρόκειτο για πειθαρχικό αδίκημα που μπορούσε να εκδικαστεί συνοπτικά.Από τις επιστολές και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Γενικός Διευθυντής ακολούθησε την πειθαρχική διαδικασία όπως ακριβώς περιγράφεται στον Πειθαρχικό Κώδικα, δεδομένου ότι η φύση της ήταν συνοπτική. (Βλ. σχετικά ΡΙΚ ν. Αντώνης Κοντεμενιώτης, ΑΕ 2813, ημερ.24/01/03
).Αναφορικά με την υποχρέωση της Αρχής προς παροχή εγγράφων που τίθεται ως πρώτο ζήτημα από την αιτήτρια, παρατηρώ ότι η έκθεση του κ. Δεκατρή δεν αποτελούσε πόρισμα ερευνώντος λειτουργού ούτε είχε υποχρέωση ο Γενικός Διευθυντής να την παραδώσει στην αιτήτρια στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Ο Γενικός Διευθυντής, ζήτησε τις απόψεις του κ. Δεκατρή λόγω αρμοδιότητας, στα πλαίσια της έρευνας που διεξήγαγε όπως ο ίδιος έκρινε καλύτερα.
Η έρευνα που διεξήγαγε ο Γενικός Διευθυντής περιλαμβανομένου του ελέγχου των καρτών κίνησης πετρελαίου, ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις της δέουσας έρευνας με βάση τον Κανονισμό 53(1)(α) και επομένως θεωρώ ως εύλογο το συμπέρασμα περί στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι η επιστολή ημερ. 17.4.01 ήταν γενική και αόριστη και δεν της επέτρεπε να γνωρίζει τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Στην ειδοποίηση που δόθηκε στην αιτήτρια στις 17.4.01 εξειδικεύονται με επάρκεια τα στοιχεία, στη βάση των οποίων, κρίθηκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της. Η επιστολή, αναφερόταν σε «πιθανή αμέλεια και παράλειψη εκτέλεσης καθηκόντων» και παρείχε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα υπεράσπισης της αιτήτριας.
Η αιτήτρια δεν στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Ασκησε το εν λόγω δικαίωμα μέσω της επιστολής των δικηγόρων της ημερ. 3.5.01 η οποία είναι πλήρης σχολίων και απαντήσεων σε όλες τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον της και ακολούθησε η συνάντηση της με τον Γενικό Διευθυντή στις 7.5.01. Σ΄ εκείνη τη συνάντηση, η αιτήτρια φαίνεται ότι ρωτήθηκε πριν από την επιβολή της ποινής αν είχε οτιδήποτε άλλο να πει σε σχέση με αυτό το θέμα. Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης
τηρήθηκαν σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας περιλαμβανομένου και αυτού της επιβολής της ποινής.Το περιεχόμενο και η αξιοπιστία της «σημείωσης για τη συνάντηση ημερ. 7.05.01» αμφισβητήθηκε έντονα από το συνήγορο της αιτήτριας. Η συγκεκριμένη σημείωση, παρά το ότι δεν αποτελεί πρακτικό, ωστόσο καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας το οποίο η αιτήτρια απέτυχε να ανατρέψει. Η αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία για να ανατρέψει το περιεχόμενο του και να αποδείξει τους ισχυρισμούς της. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο, όταν ελέγχει απόφαση που λήφθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο. (Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 97
).Προβάλλεται ως τελευταίος λόγος ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, με την έννοια ότι στην επιστολή ημερ. 28.8.01 (ανωτέρω) δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από την εκτίμηση των οποίων, επείσθη το αρμόδιο όργανο για την διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος. Η απόφαση, όπως διατυπώνεται και κοινοποιείται στην αιτήτρια με την πιο πάνω επιστολή, αναφέρεται στα στοιχεία της έρευνας και στους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της. Αναφέρεται επίσης με σαφήνεια στην συμπεριφορά της αιτήτριας που συνιστά το πειθαρχικό αδίκημα και στις συνέπειες της. Το αιτιολογικό έρεισμα της απόφασης, όπως αναδεικνύεται από το περιεχόμενο της επιστολής αλλά και από το περιεχόμενο του φακέλου γενικότερα, ανταποκρίνεται στο μέτρο της δέουσας και συγκεκριμένης αιτιολογίας που εφαρμόζεται σε αυτές τις υποθέσεις.
Τόσο η έρευνα όσο και η διαδικασία που οδήγησε στην διαπίστωση της ενοχής της αιτήτριας όσο και η αιτιολογία αναφορικά με την επιβολή της ποινής της αυστηρής επίπληξης, δεν είναι μεμπτές καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.