ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 16/2002)
5 Ιουνίου 2003
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
GALINA KOLENA ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Α. Γεωργίου,
για την Αιτήτρια.Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι Βουλγάρα υπήκοος. Ήρθε στην Κύπρο τον Μάϊο του 1996 για να εργαστεί στην καφετηρία «Irene΄s Garden» στη Λευκωσία. Εκεί γνώρισε τον νυν ιδιοκτήτη κ. Ανδρέα Κωνσταντίνου, γνωστό ως Μασίστα, με τον οποίο στις 28 Νοεμβρίου 1996 τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δήμο Λατσιών.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1997 η αιτήτρια αποτάθηκε για πολιτογράφηση ως σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας, με τον οποίο διέμενε για διάστημα πέραν του ενός χρόνου. Βάσει του άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου του 1967 (Ν. 43/67, όπως τροποποιήθηκε), το ελάχιστο χρονικό όριο ήταν τότε ένας χρόνος. Η αίτηση διερευνήθηκε και, με υπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 7 Μαίου 1998 προς τον Λειτουργό Μετανάστευσης, συστήθηκε η έγκρισή της. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης ανέβαλε όμως επανειλημμένα τη λήψη απόφασης, δίνοντας οδηγίες να επανυποβληθεί το αίτημα αργότερα. Έπειτα, κατά τον Μάρτιο του 1999, η αιτήτρια κλήθηκε για συνέντευξη. Υπάλληλος που διενήργησε τη συνέντευξη, τόσο της αιτήτριας όσο και του συζύγου της, σημείωσε στις 26 Μαίου 1999 ότι δεν ικανοποιήθηκε πως επρόκειτο περί γνήσιας περίπτωσης γάμου αλλά δεν ανέφερε γιατί κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό. Πρόσθεσε ακόμα δύο λόγους για απόρριψη της αίτησης. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Από προσωπική συνέντευξη που είχα στο Γραφείο μου με την αιτήτρια και τον σύζυγο της δεν έχω ικανοποιηθεί ότι πρόκειται για γνήσια περίπτωση. Για το λόγο αυτό και επιπρόσθετα λόγω της διαφοράς ηλικίας του ζεύγους, (16 χρόνια μεγαλύτερος ο σύζυγος) και λόγω του μικρού σχετικά χρονικού διαστήματος παραμονής της στην Κύπρο (τρία χρόνια παραμονής), εισηγούμαι απόρριψη της αίτησης της.»
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης ανέβαλε και πάλι τη λήψη απόφασης, δίνοντας οδηγίες να επαναφερθεί το θέμα στις 15 Ιανουαρίου 2000. Ύστερα, στις 11 Φεβρουαρίου 2000, ζητήθηκαν οι απόψεις του Αρχηγού Αστυνομίας. Το Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λευκωσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε το θέμα, ανέφερε τότε με επιστολή ημερ. 13 Απριλίου 2000 στο Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ότι η αιτήτρια δεν ήταν καλού χαρακτήρα. Αυτή η τοποθέτηση ήταν το αποτέλεσμα πληροφορίας που είχε δώσει η εκ Μολδαβίας Ναταλία Γκούρποβα ότι παλαιότερα η αιτήτρια την πίεζε να εκπορνευθεί. Η Μολδαβή είχε τελέσει πολιτικό γάμο με Κύπριο ο οποίος, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε λόγω δεσμού της με άλλον Κύπριο, κατήγγειλε στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών - προφανώς για απέλασή της από την Κύπρο - ότι ο γάμος τους ήταν εικονικός και συνήφθη κατόπιν συμφωνίας με το σύζυγο της αιτήτριας ώστε να παραμείνει η Μολδαβή στην Κύπρο για να εργάζεται στο Irene΄s Gardern. Για αυτή τη διευθέτηση ο ίδιος θα λάμβανε από το σύζυγο της αιτήτριας ως αντάλλαγμα ποσό £100= μηνιαίως. Σε φερόμενη ως κατάθεση της που λήφθηκε από αστυνομικό - η κατάθεση δεν φέρει ημερομηνία και είναι ανυπόγραφη - η Μολδαβή, αφού εξήγησε γενικότερα τις περιστάσεις σύναψης του γάμου και της εργοδότησής της στην Κύπρο, ισχυρίστηκε ότι η αιτήτρια την πίεζε να εκπορνευθεί. Στην επιστολή του λοιπόν, ημερ. 13 Απριλίου 2000 ο Διοικητής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης κατέληγε ως εξής:
«Εν΄ όψει των πιο πάνω αν και η αιτήτρια φαίνεται να συζεί αρμονικά με το σύζυγο της, εντούτοις η όλη συμπεριφορά της δεν συνάδει με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας. Η προώθηση γυναικών εκ μέρους της αιτήτριας και του συζύγου της στην πορνεία με σκοπό να αποζούν από κέρδη πορνείας είναι φανερό ότι δεν είναι πρόσωπο καλού χαρακτήρα και διαγωγής και ως εκ τούτου η αίτηση της για πολιτογράφηση δεν συστήνεται, παρ.»
Στις 19 Ιουλίου 2000 φαίνεται να λήφθηκε απορριπτική απόφαση. Επειδή όμως, καθώς διαπιστώθηκε, η απόφαση στηρίχθηκε σε έγγραφο (ερυθρά 58 και 57) του διοικητικού φακέλου το οποίο δεν είχε άμεση σχέση με την κατάληξη - επρόκειτο για επιστολή του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας προς την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για το ζήτημα απέλασης της Μολδαβής - και δεδομένου ότι η απόφαση παρέμενε ακόμα εσωτερικό ζήτημα, ακολούθησε στις 21 Ιουλίου 2000 επανεξέταση. Το αποτέλεσμα ήταν να αναβληθεί η υπόθεση για να ζητηθούν από την Αστυνομία νεότερα στοιχεία «ιδιαίτερα αν κατηγορήθηκε ποτέ η αιτήτρια για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται». Με σημείωμα ημερ. 14 Φεβρουαρίου 2001 εξηγήθηκε ότι δεν προσήφθη εναντίον της αιτήτριας κατηγορία γιατί δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία αλλά ότι αυτό δεν σήμαινε πως δεν διαπράχθηκε αδίκημα. Εν συνεχεία διερευνήθηκε ξανά το κατά πόσο ο γάμος ήταν γνήσιος. Δόθηκε στο ερώτημα καταφατική απάντηση αφού διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος συζούσε αρμονικά. Παρέμεινε ωστόσο από πλευράς της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων η αντίρρηση στην πολιτογράφηση της αιτήτριας, ένεκα της καταγγελίας της Μολδαβής. Απόφαση επί του θέματος λήφθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2001. Μεταφέρω το κείμενο του σχετικού σημειώματος:
«Θεωρώ ότι στη περίπτωση της πιο πάνω αλλοδαπής δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας. Το αίτημα απορρίπτεται εκ νέου, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στα ερ. 58-57. Παρ. απαντήστε στο Δικηγόρο (ερ. 73) της αλλοδαπής κατάλληλα. Δεν μπορεί να χορηγηθεί σ΄ αυτήν η Κυπριακή υπηκοότητα.»
Βλέπουμε και πάλι να απορρίπτεται η αίτηση με αναφορά σε λόγους για τους οποίους γίνεται παραπομπή στο έγγραφο (ερυθρά 58-57) το οποίο, όπως επισημάνθηκε στις 21 Ιουλίου 2000 σε σχέση με παρόμοια απόφαση ημερ. 19 Ιουλίου 2000, δεν είχε άμεση σχέση με την κατάληξη. Έχω ήδη αναφερθεί σ΄ αυτό το έγγραφο. Μπορεί εντούτοις να λεχθεί ότι, παρά τη λανθασμένη παραπομπή, προκύπτει ότι, όπως δέχθηκε και ο συνήγορος της αιτήτριας, ο βασικός λόγος της απόρριψης ήταν η καταγγελία εναντίον της αιτήτριας στην οποία είχε προβεί η Μολδαβή παρόλον που ο λειτουργός, ο οποίος διενήργησε τη συνέντευξη με την αιτήτρια και το σύζυγό της, εισηγήθηκε ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί εξ αιτίας και της διαφοράς ηλικίας του ζεύγους όπως και του μικρού διαστήματος παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο. Σε σχέση λοιπόν με την εν λόγω καταγγελία ο συνήγορος της αιτήτριας αναφέρθηκε επικριτικά στις περιστάσεις και τον τρόπο λήψης της κατάθεσης της Μολδαβής, στη μη περαιτέρω διερεύνηση του θέματος και στην παράλειψη της διοίκησης να θέσει υπόψη της αιτήτριας την καταγγελία ώστε να της δώσει την ευκαιρία να ακουστεί.
Σε ό,τι αφορά την κρίση της διοίκησης επί της ουσίας του θέματος, συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου αντίκρυσης των διαφόρων περιστάσεων το Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει παρά μόνο όπου διαπιστώνει ανεπάρκεια στη διερεύνηση ή σφάλμα που καθιστά ανέφικτη την κατάληξη. Στην προκείμενη περίπτωση θα ανέμενα κατ΄ αρχάς κάποια εξήγηση για το ότι η κατάθεση στην οποία περιεχόταν η καταγγελία ήταν ανυπόγραφη. Δεν θα έλεγα βέβαια πως στον υπό αναφορά τομέα ως θέμα αρχής πληροφορία προς τη διοίκηση για μεμπτή συμπεριφορά δεν λαμβάνεται υπόψη εκτός εάν μεταφέρεται με ενυπόγραφη κατάθεση. Εκείνο πάντως που έχει σε κάθε περίπτωση σημασία είναι να πληροφορείται ο διοικούμενος για ό,τι μεμπτό του καταλογίζεται και να του δίνεται η ευκαιρία να ακουστεί
. Δεν χρειάζονται γι΄ αυτό το σκοπό προδιαγεγραμμένοι όροι. Δεν έχει σημασία το τυπικό. Σημασία έχει να μπορεί ο διοικούμενος να παρουσιάσει και αυτός τη δική του θέση ή άποψη. Η νομολογία έχει γενικά αναγνωρίσει ότι για αποφάσεις που στηρίζονται σε δυσμενείς κρίσεις αναφορικά με το άτομο του διοικουμένου, όπως η υπό εξέταση, επιβάλλεται να δίνεται σ΄ αυτόν η ευκαιρία για άσκηση του δικαιώματος ακρόασης. Σημειώνω ωστόσο ότι και ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, Ν. 158(Ι)/99 άρθρο 43(2), το οποίο παραθέτω, ρητώς παρέχει αυτό το δικαίωμα:«43(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.»
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη στο διοικητικό φάκελο ότι έγινε καν γνωστή στην αιτήτρια η εναντίον της καταγγελία. Γι΄ αυτό το λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.