ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd. (1995) 3 ΑΑΔ 400
Θεόδωρου Καπνίση ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ΠΡΟΣΦΥ ΓΗ ΑΡ. 170/96., 13.3.1998
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩ ΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1316/2000)
5 Iουν ίου, 2003
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
1. ΑΡΙ ΣΤΟΤΕΛΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ,
2. ΘΕΟ ΔΩΡΟΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ,
Αιτητές,
ν.
p>ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Α. Κουντουρή (κα) για Π. Ιωαννίδη, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές με την προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται παράνομη, άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η άρνηση και/ή παράλειψη της καθ΄ης η αίτηση όπως περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 12.7.2000 να καταστήσει πραγματικά ισχύουσα και/ή να υλοποιήσει το δημόσιο δικαίωμα που παρέχει η προς τους αιτητές κατά τους Κανονισμούς χορηγηθείσα άδεια, στους χώρους της αρμοδιότητας της, ώστε να χρησιμοποιούν στην πράξη τις άδειες αδειούχων αχθοφόρων κατ΄ ίση μεταχείριση όπως και οι υπόλοιποι κάτοχοι τέτοιων αδειών και πως ότι παραλείφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων Κύπρου (εφεξής «η Αρχή») σε συνεδρία του ημερ. 28.9.1990 αποφάσισε την έκδοση δεκατριών νέων αδειών αχθοφόρων για το λιμάνι Λεμεσού, μεταξύ των οποίων ήσαν και οι δύο αιτητές.
Για την παραχώρηση των εν λόγω αδειών η Αρχή έθεσε και όρο, την προηγούμενη καταβολή από τον κάθε ένα νέο αδειούχο την καταβολή στο Σύνδεσμο Αδειούχων Αχθοφόρων (ΣΑΛΑ) μερίδιο ανάλογο με τη συμμετοχή στον μηχανικό εξοπλισμό που διέθεταν οι υπόλοιποι αδειούχοι.
Λόγ ω σφοδρών αντιδράσεων του ΣΑΛΑ και του γεγονότος ότι αρνείτο να διευθετήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις των νέων αχθοφόρων η Αρχή καθυστέρησε την παράδοση των εκδοθεισών αδειών στους δικαιούχους.
Ο αιτητής αρ. 2 Θεόδωρος Καπνίσης κατεχώρησε εναντίον της Αρχής την προσφυγή υπ΄ αρ. 818/93. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή του αιτητή αρ. 2 (Βλέπε: Θεόδωρος Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή αρ. 818/93, ημερ. 30.6.1995) με το σκεπτικό ότι «η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να παραδώσουν την εκδοθείσα άδεια στον αιτητή για το λόγο που αναφέρθηκε, ισοδυναμεί με αναγνώριση εξουσίας στο ΣΑΛΑ, αναφορικά με την έκδοση αδειών, πράγμα που δεν προβλέπεται από το Νόμο ή από οποιονδήποτε Κανονισμό.» Η Αρχή συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα απεφάσισε σε συνεδρία της στις 21.11.1995 να παραδώσει την εκδοθείσα άδεια στον αιτητή αρ. 2 καθώς και στους άλλους 12 δικαιούχους.
Ο αιτητής αρ. 2 επανήλθε στη συνέχεια και κατέθεσε την προσφυγή αρ. 170/96 εναντίον της Αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απορριπτική του απόφαση ανέφερε ότι δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός του αιτητή για παράλειψη της Αρχής να του καθορίσει καθήκοντα και να τον εργοδοτήσει ως αδειούχο αχθοφόρο αφού δεν υπείχε τέτοιας νομικής υποχρέωσης. Ο αιτητής αρ. 2 δεν εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση η οποία κατέστη τελεσίδικος (Βλέπε: Θεόδωρος Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή αρ. 170/96, ημερ. 13.3.1998).
Δεν πτοήθηκε όμως ο αιτητής αρ. 2 από την πιο πάνω απόφαση. Δύο και πλέον χρόνια αργότερα μαζί πλέον και με τον αιτητή αρ. 1 απέστειλε επιστολή στην Αρχή ημερ. 29.5.2000, μέσω του δικηγόρου τους, με την οποία ζητούσε τα εξής:- (Διατηρείται η σύνταξη και η ορθογραφία του κειμένου)
«Καλείστε λοιπόν με βάση τη σημμασία της ύπαρξης τέτοιων αδειών και το Σύνταγμα, όπως επιβάλετε στους χώρους της αρμοδιότητας σας, την στην πράξη άσκηση του ίσου δικαιώματος στο οποίο αφορούν οι άδειες αυτές.»
Η Αρχή με επιστολή της ημερ. 12.7.2000 στους αιτητές, αφού αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές αρ. 818/93 και 170/96 (πιο πάνω) καθώς και στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 9716/95 με την οποία ο αιτητής αρ. 2 ζητούσε αποζημιώσεις με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, κατέληξε ως εξής:-
«Ενόψη των όσων προαναφέρονται φαίνεται ότι το θέμα από νομικής άποψης έχει εξεταστεί από τα Δικαστήρια και δεν νομίζουμε ότι προκύπτει θέμα περαιτέρω ενεργειών της Αρχής.»
Προ βάλλονται διάφοροι λόγοι από το δικηγόρο των αιτητών για ακύρωση της επίδικης απόφασης μεταξύ των οποίων για αναρμοδιότητα του οργάνου που την εξέδωσε, για νομική υποχρέωση της Αρχής να διασφαλίσει στους αιτητές εργοδότηση και για παραβίαση σωρευτικά των Άρθρων 25, 26 και 28 του Συντάγματος.
Η Αρχή με τη γραπτή της ένσταση προβάλλει διάφορες προδικαστικές ενστάσεις μεταξύ των οποίων και τις ακόλουθες δύο:-
(α) Ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πληροφοριακού ή βεβαιωτικού χαρακτήρα και
(β) Ότι ισχύει η αρχή του δεδικασμένου που προήλθε από την απόφαση στην προσφυγή αρ. 170/96.
Έχω μελετήσει τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής καθώς και το περιεχόμενο του φακέλου, φωτοαντίγραφα του οποίου υπάρχουν στο φάκελο του Δικαστηρίου και κατετέθησαν από τους διαδίκους. Έχω καταλήξει ότι, όσον αφορά τον αιτητή αρ. 2 Θεόδωρο Καπνίση, και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις ευσταθούν. Ο αιτητής αρ. 2 επανήλθε με το ίδιο αίτημα για το οποίο είχε καταχωρήσει την προσφυγή αρ. 170/96 (πιο πάνω) η οποία απορρίφθηκε. Δεν παρουσίασε οποιαδήποτε νέα στοιχεία με βάση τα οποία διεξήχθηκε νέα έρευνα και εκδόθηκε νέα διοικητική πράξη. Η Αρχή, με βάση τις δικαστικές αποφάσεις επιβεβαίωσε προηγούμενη απόφαση. Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι πράξεις βεβαιωτικές προηγούμενης δεν κατατάσσονται στο χώρο των εκτελεστών διοικητικών αποφάσεων ούτως ώστε να είναι προσβλητές με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Περαιτέρω ο αιτητής δεσμεύεται από το αποτέλεσμα της προσφυγής του αρ. 170/96 με πανομοιότυπο αίτημα η οποία απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με το σκεπτικό ότι «Δεν προκύπτει από το νόμο καθήκον ενέργειας όπως αυτή που εξειδικεύτηκε και δεν είναι δυνατό να καταλογιστεί στην Αρχή παράλειψη που, μάλιστα, να άπτεται και του δικαιώματος του αιτητή να εργάζεται ως αδειούχος αχθοφόρος.»
Κατ ά συνέπεια η προσφυγή, όσον αφορά τον αιτητή αρ. 2 είναι απαράδεκτη.
Όσο ν αφορά τον αιτητή αρ. 1, εξετάζοντας την ουσία της προσφυγής, έχω καταλήξει όπως και ο συνάδελφος μου Κωνσταντινίδης, Δ. στην προσφυγή Θεόδωρου Καπνίση ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή αρ. 170/96, ημερ. 13.3.1998. Το περιεχόμενο της απόφασης αυτής του Κωνσταντινίδη, Δ. το υιοθετώ. Παραθέτω απλώς εκτενές απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ:-
«Υπάρχει εκτελεστή παράλειψη, προσβλητή κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, όταν αντιστοιχεί προς αυτή οφειλόμενη από το Νόμο ενέργεια. (Βλ. μεταξύ άλλων την απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Λάρνακας ν. Mobil< i> Oil Ltd . (1995) 3 Α.Α.Δ. 400). Και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ορθά κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο, αναζήτησε το νόμο που επέβαλλε στην Αρχή να ενεργήσει. Εισηγείται το άρθρο 2Α(1) του Κεφ. 184 και το άρθρο 10(2)(δ) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973 (Ν. 28/73). Το πρώτο απαγορεύει σε μη αδειούχο να εργάζεται σε λιμάνι ως «αδειούχος αχθοφόρος». Το δεύτερο παρέχει στην Αρχή την αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να διορίζει και να χορηγεί άδειες σε «παν έτερον αναγκαίον βοηθητικόν προσωπικόν». Ανέτρεξε στην έννοια του όρου «διορίζω», («αναθέτω σε κάποιον υπηρεσία») και είδε, εκ των πιο πάνω, υποχρέωση «εργοδότησης» του αιτητή. Κατά το συγκριτικό, όπως το θεωρεί, προηγούμενο της υπόθεσης Yiannakis Georghiades b> v. Republic (1996) 3 C.L. span>R. 153. Και όντας με την εντύπωση πως η Αρχή αρνήθηκε να ενεργήσει επειδή αντιδρούσε ο ΣΑΛΑ, ανέπτυξε το επιχείρημα πως δεν ήταν στα δικαιώματά της η μεταβίβαση της αρμοδιότητάς της στο ΣΑΛΑ. Ο αιτητής, όπως δηλώνει και η άδειά του, ήταν υπόλογος έναντί της και μόνο αυτή και κανένας άλλος είχε το καθήκον να ενεργήσει κατά τον τρόπο που εξειδικεύτηκε. Όπως επιβάλλει, σύμφωνα με πρόσθετο ισχυρισμό, και το Σύνταγμα. Αφού το δικαίωμά του να εργαστεί ως αδειούχος αχθοφόρος προστατεύεται από το άρθρο 25, την αποτελεσματική εφαρμογή του οποίου υποχρεώνεται να διασφαλίζει η Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 35. Και αυτά, παρά το γεγονός ότι, όπως δέχεται, δεν είναι ο αιτητής υπάλληλος της Αρχής. Στοιχείο, κατά την εισήγησή του, εντελώς άσχετο.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Είναι ορθή η αντίθετη άποψη της ευπαιδεύτου συναδέλφου των καθ΄ων η αίτηση. Η αναφορά στα περί «διορισμού» δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο. Έχει εξουσία η Αρχή να «διορίζει» όχι όμως «αδειούχους αχθοφόρους». Και δεν διόρισε τον αιτητή. Η υπόθεση Yiannakis Georghiades, ανωτέρω, διακρίνεται. Αφορούσε σε παράλειψη Επάρχου να επιληφθεί του θέματος της έγκρισης ή μη διορισμού δημοτικού υπαλλήλου, που κατά ρητή νομοθετική διάταξη ενέπιπτε στην αρμοδιότητά του. Αντίθετα προς την εισήγηση του αιτητή, θεωρώ πως είναι κρίσιμης σημασίας το γεγονός ότι δεν είναι υπάλληλος της Αρχής, αλλά στην ουσία, ανεξάρτητος επαγγελματίας. Όσο και αν κατά το Νόμο υπόκειται, όπως όλοι οι αδειούχοι αχθοφόροι, σε μορφή εποπτείας από την Αρχή. Ανήκει στην Αρχή η εξουσία για την έκδοση άδειας. Που παρέχει την εξουσιοδότηση για την εκτέλεση των εργασιών που καθορίζονται στον ίδιο τον ορισμό του «αδειούχου αχθοφόρου». Οι αδειούχοι αχθοφόροι συναλλάσσονται με τους πράκτορες των πλοίων και είναι από αυτούς που εισπράττουν αμοιβή. Δεν προκύπτει από το Νόμο καθήκον ενέργειας όπως αυτή που εξειδικεύτηκε και δεν είναι δυνατό να καταλογιστεί στην Αρχή παράλειψη που, μάλιστα, να άπτεται και του δικαιώματος του αιτητή να εργάζεται ως αδειούχος αχθοφόρος. Ούτε είναι ορθό πως η Αρχή επικαλέσθηκε την αντίδραση του ΣΑΛΑ και όχι την ανυπαρξία εξουσίας για ικανοποίηση του αιτήματος που υπεβλήθη.»
Κατ ά συνέπεια και η προσφυγή, όσον αφορά τον αιτητή αρ. 1, δεν ευσταθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ