ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩ ΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1018/2002)
27 Ιουνίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
UROS STOJICIC,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Λειτουργού Μετανάστευσης (καθ'ου η αίτηση), με την οποία εκδόθηκε διάταγμα απέλασης του.
(α) Τα γεγονότα.
Τόσο ο αιτητής όσο και η μητέρα του (που κατάγεται από τη Γιουγκοσλαβία), αφίχθηκαν για πρώτη φορά στην Κύπρο το 1993 λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στη Γιουγκοσλαβία. Η μητέρα του αιτητή εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο και άρχισε να εργάζεται ως εκτελεστικός γραμματέας ιδιωτικής υπεράκτιας εταιρείας. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο αιτητής διέμενε μαζί με τη μητέρα του στην Κύπρο, φοίτησε σε ιδιωτική σχολή μέσης εκπαίδευσης (Grammar School) και ακολούθως σε σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Intercollege). Φαίνεται ότι για το σκοπό της φοίτησης του, του είχε παραχωρηθεί διαδοχικά άδεια παραμονής και φοίτησης μέχρι 30/10/2001. Μετά την αποφοίτησή του εξασφάλισε άδεια παραμονής επισκέπτη μέχρι την 30/9/2002. Πριν από την εκπνοή της τελευταίας άδειας παραμονής του καταδικάσθηκε στις 16/7/2002 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε δίμηνη φυλάκιση για κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Την επομένη της καταδίκης του, στις 17/7/2002, οι δικηγόροι του απευθύνθηκαν με επιστολή τους προς το Λειτουργό Μετανάστευσης και επικαλούμενοι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, όπως το ενδεχόμενο συνέχισης σπουδών στα Τουριστικά, την προοπτική σύναψης γάμου με συμπατριώτισσα του με την οποία ήταν ήδη αρραβωνιασμένος, καθώς και την επιθυμία του για μόνιμη παραμονή στην Κύπρο, ζήτησαν τη μη έκδοση διατάγματος απέλασής του. Παρόμοια επιστολή στάληκε και στον Υπουργό Εξωτερικών στις 23/8/2002, με την οποία εζητείτο ο καθορισμός συνάντησης για να εκθέσει ο αιτητής τις θέσεις του, όπως επίσης και η επέμβαση του για τη μη έκδοση διατάγματος απέλασης. Στις 20/8/2002 ο καθ'ου η αίτηση κοινοποίησε στους δικηγόρους του αιτητή την απόφαση του να απορρίψει το αίτημα και να προχωρήσει στη διαδικασία απέλασης του. Η σχετική απόφαση της 20/8/2002, που αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας, είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:
"Κύριοι,
Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 17/07/2002, με την οποία ζητάτε τη μη λήψη μέτρων εναντίον του πελάτη σας κ. Uros Stojicic και σας πληροφορώ ότι το σχετικό αίτημα σας εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή, αλλά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.
2. O εν λόγω πελάτης σας μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση έχει καταστεί απαγορευμένος μετανάστης, σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου, και κατά συνέπεια θα κινηθεί η διαδικασία για την απέλαση του αμέσως μετά την αποφυλάκισή του."
Ένα θέμα που παρέμεινε αδιευκρίνιστο είναι κατά πόσο είχε απονεμηθεί Προεδρική χάρη στον αιτητή. Η απουσία του διοικητικού φακέλου δεν διαφωτίζει αν είχε απονεμηθεί Προεδρική χάρη στον αιτητή μετά την καταδίκη του ή όχι, γεγονός που αμφισβητείται από το δικηγόρο του αιτητή. Ανεξάρτητα από το πιο πάνω, είναι αποδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής απελάθηκε στις 30/8/2002.
(β) Η προδικαστική ένσταση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ'ου η αίτηση υποστήριξε ότι η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της αφού το διάταγμα απέλασης έχει εκτελεσθεί και αφού ο αιτητής δεν ζήτησε παράταση της άδειας παραμονής του, που έληξε στις 30/9/2002.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι το έννομο συμφέρον του αιτητή συνεχίζει να υφίσταται αφού έχουν δημιουργηθεί δυσμενείς για το άτομο του επιπτώσεις σαν επακόλουθο του διατάγματος απέλασης.
Η θέση του αιτητή είναι ορθή. Ο αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο σύμφωνα με τις πρόνοιες άδειας παραμονής που έληξε στις 30/9/2002. Η πιο πάνω άδεια δεν ακυρώθηκε πριν από τις 30/9/2002 και εξυπακούεται ότι ο αιτητής είχε έννομο συμφέρο να προσβάλει το διάταγμα απέλασης του. Έχοντας υπόψη τα προσωπικά και οικογενειακά του περιστατικά μπορεί να λεχθεί ότι ενδεχόμενη ακύρωση του διατάγματος απέλασης θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά το έννομο του συμφέρον. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
(γ) Οι λόγοι της προσφυγής.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει αφού παρατηρείται έλλειψη αιτιολογίας, έλλειψη δέουσας έρευνας, παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης όπως καθιερώνονται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν. 158(Ι)/99, παραβίαση των προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε) και παραβίαση των διατάξεων των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Κ.Δ.Π. 242/72).
Οι ισχυρισμοί που έχουν προβληθεί ως προς την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης είναι ορθοί και αναπόφευκτα οδηγούν στην ακύρωση της.
i. Απουσία του διοικητικού φακέλου.
Αρχικά σημειώνεται η απουσία του διοικητικού φακέλου που αποστέρησε από το Δικαστήριο την ευχέρεια της εξακρίβωσης της νομιμότητας των διοικητικών ενεργειών που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος απέλασης. Στοιχεία όπως οι προσωρινές άδειες του αιτητή, η καταδίκη του σε φυλάκιση, η διάρκεια της παραμονής του στις Κεντρικές Φυλακές, το αμφισβητούμενο γεγονός της απονομής Προεδρικής χάριτος είναι λεπτομέρειες που περιέχονται στο φάκελο του αιτητή, που όμως δεν έχει παρουσιασθεί και έτσι το Δικαστήριο δεν έχει μια πλήρη και καθαρή εικόνα ως προς το τι έχει διαδραματισθεί.
Η επίδικη απόφαση της 20/8/2002, άνκαι αναφέρει ότι η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη βασίζεται στην καταδίκη του σε φυλάκιση, εντούτοις δεν περιέχει τα κριτήρια που οδήγησαν τον καθ'ου η αίτηση στην έκδοση του διατάγματος απέλασης. Η πιο πάνω έλλειψη σε συσχετισμό με την απουσία του διοικητικού φακέλου, που θα μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο αν είχε δοθεί προεδρική χάρη ή όχι, καθιστά το έργο ελέγχου της νομιμότητας της πράξης από το Δικαστήριο αδύνατο. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Α.Ε. 2001 της 27/3/1998),
"Η απουσία του διοικητικού φακέλου δεν μας παρέχει τη δυνατότητα να εξετάσουμε κατά πόσο η ελλείπουσα αιτιολογία αναπληρούται από τα στοιχεία του φακέλου. (Βλ. Alexandra Rent a Car Ltd v. Republic (1984) 3 CLR 1105, 1108, Demetriou and Others v. Republic (1988) 3 CLR 91, Παντελούρης κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 ΑΑΔ 78, Κυριακίδης (πιο πάνω), Πιπερίδης (πιο πάνω), Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220 και Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 185-186: "..... η εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Στ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/46".)
Τελικά πρέπει να υποδείξουμε ότι τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται η ένσταση των εφεσιβλήτων, καθώς και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου τους, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Αποτελούν απλώς ισχυρισμούς και επιχειρήματα που προβάλλονται από το δικηγόρο του διοικητικού οργάνου και δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό της έλλειψης αιτιολογίας η οποία πρέπει να δίδεται στον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. Polytrade (πιο πάνω) σελ. 301, Droussiotis v. Republic (1967) 3 CLR 15, Metalock (Near East) Limited v. Republic (1969) 3 CLR 351, 359, Morris v. Registrar of Trade Marks (1985) 3 CLR 732, 737, Georghiou & Another v. Republic (1986) 3 CLR 2354 και Liberty PLC v. Registrar of Trade Marks (1986) 3 CLR 2564)."
Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι ελλείπει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.
(ii) Παραβίαση των προνοιών του Κεφ. 105.
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί προκύπτει ότι το διάταγμα απέλασης στηρίχθηκε στο Άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105. Ενδεχόμενη πλάνη του καθ'ου η αίτηση ως προς την εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου θα ήταν ουσιώδης, εφόσον ο αιτητής κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης.
Το Άρθρο 6(1)(δ) προνοεί ότι,
"6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
........................ .................................................. ........................................
(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το λειτουργό μετανάστευσης ως ανεπιθύμητος μετανάστης."
Από τις πρόνοιες του Άρθρου 6(1)(δ) προκύπτει ότι στην κατηγορία των απαγορευμένων μεταναστών υπάγονται πρόσωπα τα οποία βαρύνονται με ποινική καταδίκη, έχουν τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης χωρίς να τους έχει απονεμηθεί χάρη και επιδιώκουν την είσοδο τους στη Δημοκρατία. Η παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εμβέλεια του Άρθρου 6(1)(δ). Ο αιτητής δεν ζήτησε άδεια εισόδου ούτως ώστε να θεωρηθεί, λόγω της καταδίκης του, ως απαγορευμένος μετανάστης. Ο αιτητής είχε δικαίωμα παραμονής προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας ως κάτοχος άδειας επισκέπτη που θα έληγε στις 30/9/2002. Η πιο πάνω άδεια δεν ακυρώθηκε και το διάταγμα απέλασης που εκδόθηκε έρχεται σε αντίφαση με το δικαίωμα παραμονής που διασφαλιζόταν μέχρι τις 30/9/2002.
Ανεξάρτητα από τη διαπίστωση ότι ο αιτητής, εφόσο βρισκόταν ήδη στην Κύπρο δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί σαν απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το διάταγμα απέλασης λόγω της σοβαρότητας του υπόκειται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις ουσιαστικής και τυπικής φύσης, οι οποίες αποσκοπούν στη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων πληροφόρησης και ακρόασης των προσώπων εναντίον των οποίων κινείται η διαδικασία απέλασης. Οι σχετικές πρόνοιες κατοχυρώνονται τόσο στο ημεδαπό όσο και στο διεθνές δίκαιο. Το Άρθρο 14(6) του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2001 (Ν. 164(Ι)/2001) επιβάλλει τα ακόλουθα:
"(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και/ή διάταγμα κράτησης ή περιορισμού -
(α) Πληροφορείται γραπτώς σε γλώσσα κατανοητή από αυτό τους λόγους για την πιο πάνω απόφαση εκτός εάν λόγοι εθνικής ασφάλειας καθιστούν κάτι τέτοιο ανεπιθύμητο· και
(β) έχει δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί ενώπιον του λειτουργού μετανάστευσης ή οποιασδήποτε άλλης αρχής της Δημοκρατίας και να ζητήσει την παροχή υπηρεσιών μεταφραστή."
Την υποχρέωση επίδοσης συγκεκριμένου εντύπου σε πρόσωπο για το οποίο λήφθηκε απόφαση ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης εισήγαγαν επίσης οι περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 242/72, ο Κανονισμός 19 των οποίων προνοεί ότι,
"Λειτουργός μεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπόν τι είναι απηγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώση εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών."
Το Άρθρο 1 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) Νόμου του 2000 (Ν. 18 (ΙΙΙ)/2000) προνοεί:
"Άρθρο 1 - Διαδικαστικές Εγγυήσεις σε σχέση με την απέλαση αλλοδαπών
Αλλοδαπός ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος στην επικράτεια ενός Κράτους δεν απελαύνεται από αυτό εκτός προς εφαρμογή απόφασης η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και επιτρέπεται σε αυτό
α. να υποβάλει λόγους εναντίον της απέλασης του,
β. όπως η υπόθεση του τύχει αναθεώρησης, και
γ. να αντιπροσωπευθεί για τους σκοπούς αυτούς ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή προσώπου ή προσώπων τα οποία κατονομάζονται από την αρχή αυτή."
Η Κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει την ευρύτητα της διακριτικής ευχέρειας του Λειτουργού Μετανάστευσης ως αναπόσπαστο συστατικό της κρατικής κυριαρχίας, θέτει όμως παράλληλα ασφαλιστικές δικλείδες προς το σκοπό αποτροπής αυθαίρετων ενεργειών των κρατικών οργάνων και καταχρήσεων που δυνατό να οδηγήσουν σε καταπάτηση θεμελιωδών και διεθνώς κατοχυρωμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Νικήτα στην υπόθεση Teivouraz Gogoladze κ.α. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 735/96 της 12/3/1998),
"Παρά το ευρύτατο φάσμα της διακριτικής εξουσίας που ασκεί το κράτος στα θέματα που αφορούν τους αλλοδαπούς και που είναι έκφανση της εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν ενεργεί αυθαίρετα. Όπως έχει λεχθεί στην προσφυγή αρ. 3/96 Robert Antoun Kreidi v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 27/2/98 η αιτιολογία που παρέχεται στις περιπτώσεις αυτές συνιστά εχέγγυο για την άσκηση της εξουσίας της διοίκησης σύννομα. Θέματα εισόδου, παραμονής ή απέλασης αλλοδαπών απασχόλησαν τη νομολογία σε πολλές περιπτώσεις: Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 CLR 1203, προσφ. αρ. 202/90 Mohamed Ali Abou Rached v. Δημοκρατίας, ημερ. 16/9/92 και προσφ. αρ. 167/95 Seyithan Kerem Dogan v. Δημοκρατίας, ημερ. 10/4/95. Ωστόσο η διακριτική ευχέρεια για λήψη του μέτρου υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Η απέλαση πρέπει να γίνεται με καλή πίστη. Και ασφαλώς δεν πρέπει να γίνεται χωρίς εύλογη αιτία. Δεν είναι ανεκτή η κατάχρηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας. Ούτε η παραβίαση των καθιερωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων."
(Βλ. επίσης "The Discipline of Law" του Lord Denning, σελ. 92-94)
Από όσα έχουν σημειωθεί πιο πάνω προκύπτει ότι ελλείπει η απαραίτητη αιτιολογία της επίδικης απόφασης και ότι η απόφαση που λήφθηκε είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Ο καθ'ου η αίτηση διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ