ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 919 /2001 και 1053/2001)
29 Μαΐου, 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 919/2001)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1053/2001)
1. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΜΑΛΛΙΩΤΗΣ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,
3. ΜΑΡΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Μ. Καλλιγέρου,
για τον Αιτητή στην 919/01.Α. Νεοκλέους, για τους Αιτητές στην 1053/01.
Δ. Μέρτακα, για την Καθ ΄ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες προσφυγές στρέφονται εναντίον απόφασης της καθ΄ ης η αίτηση Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 16.10.01 με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχάλης Παρπαρίνος στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού.Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αφού αποφάσισε (16.10.01) να μην καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους για την πλήρωση της θέσης αλλά να στηριχθεί στα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, κάλεσε τον κ. Χρίστη Ασημένο, Διευθυντή Εκμετάλλευσης στην Αρχή, για να δώσει συστάσεις. Ο κ. Ασημένος ανέφερε ότι έλαβε υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων καθώς και τις προσωπικές του εμπειρίες σε σχέση με τους υποψήφιους. Ανέφερε επίσης ότι έλαβε υπόψη τις απόψεις των προϊσταμένων των υποψηφίων ή και άλλων που έχουν με αυτούς επαγγελματική σχέση καθώς και τα καθήκοντα που θα ασκήσουν στην επίδικη θέση. Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία και πληροφορίες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Παρπαρίνος θα είναι όπως είπε «σε καλύτερη θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού τον οποίο συστήνει ως καταλληλότερο για προαγωγή». Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής προέβη σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού διαπίστωσε πως σε ορισμένες ετήσιες εκθέσεις έγιναν τροποποιήσεις της βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό χωρίς να είχε συζητήσει τις εν λόγω τροποποιήσεις με τον αξιολογούντα λειτουργό και να δοθεί αιτιολογία όπου υπήρχε διαφωνία, αποφάσισε (το Διοικ. Συμβούλιο) να μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού που αφορούσαν στις εν λόγω περιπτώσεις και να λάβει υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις στο σύνολό τους με έμφαση τα τρία τελευταία χρόνια 1998, 1999 και 2000.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής χαρακτήρισε τη σύσταση του κ. Ασημένου ως αιτιολογημένη και έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο πιο κατάλληλος για προαγωγή στην επίδικη θέση. Το Συμβούλιο αιτιολογώντας την απόφασή του ανέφερε ότι:
« .... ο κος Μ. Παρπαρίνος από πλευράς:
(α) αξίας, με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια 1998, 1999 και 2000 έχει την υψίστη της βαθμολογίας και έχει τη σύσταση του Διευθυντή Εκμετάλλευσης, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
(β) προσόντων, έχει όλα τα προαπαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και κατέχει Πανεπιστημιακό πτυχίο Νομικής, με άδεια εξάσκησης επαγγέλματος, το οποίο παρ΄ όλον που δεν αποτελεί προϋπόθεση κάτω από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού και δεν θα πρέπει να του δίνεται καθοριστική ή αποφασιστική σημασία, ωστόσο το Συμβούλιο κρίνει ότι αυτό θα είναι υποβοηθητικό στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Αναφέρεται ότι το Συμβούλιο είχε υπόψη του ότι και οι υποψήφιοι κοι Μ. Σπαθάρης, Ευρ. Μαλιώτης, Θ. Παπαδόπουλος, Η. Σάββας και η κα Σ. Κυριάκου έχουν πτυχίο Πανεπιστημίου, ωστόσο ο κ. Παρπαρίνος υπερτερεί έναντι των Ευρ. Μαλιώτη, Θ. Παπαδόπουλου και της κας Σ. Κυριάκου σε αξία. Οι κοι Μ. Σπαθάρης και Η. Σάββα έχουν πτυχίο στην Αγγλική Φιλολογία και το Συμβούλιο έκρινε ότι το πτυχίο της Νομικής, παρόλον που δεν προαπαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, είναι βοηθητικό και πιο σχετικό με τη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού.
(γ) αρχαιότητα: Υστερεί ελαφρώς έναντι των υποψηφίων κων Λ. Νεοκλέους, Χρ. Μιχαήλ, Χρ. Χριστοδούλου, Η.Ν. Ιωάννου και Ε.Π. Θεοδώρου, ωστόσο υπερτερεί έναντί τους σε αξία και προσόντα και επομένως το κριτήριο αυτό δεν θα μπορούσε να είναι καθοριστικής σημασίας, αλλά μόνο σε περίπτωση που ισοβαθμούσαν τα (α) και (β).»
Προσφυγή 919/01
Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι το ενδ. μέρος δεν κατείχε το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόν της πεντάχρονης τουλάχιστον υπηρεσίας στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης. Ωστόσο, προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου ότι το ενδ. μέρος διορίστηκε στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης την 1.1.1988 και τοποθετήθηκε στο λιμάνι της Λάρνακας όπου υπηρέτησε μέχρι το Μάϊο 1991. Ακολούθως, μετατέθηκε στα κεντρικά γραφεία όπου συνέχισε να υπηρετεί στην ίδια θέση μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της προαγωγής του στην επίδικη θέση. Στα κεντρικά γραφεία άσκησε διοικητικά καθήκοντα στο Τμήμα Εκμετάλλευσης τα οποία περιλάμβαναν λιμενικές εργασίες στα λιμάνια υπαγόμενες στο Τμήμα Εκμετάλλευσης. Εκ των ανωτέρω διαφαίνεται ότι το ενδ. μέρος κατείχε τη θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης για 13 περίπου χρόνια και ανάλογη πρέπει να θεωρείται και η πείρα που απέκτησε κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της θέσης καθόλη την πιο πάνω χρονική περίοδο. Για τον πιο πάνω λόγο αποφαίνομαι ότι ο ισχυρισμός ότι το ενδ. μέρος δεν ήταν κάτοχος του συγκεκριμένου προσόντος είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Προβάλλεται επίσης ισχυρισμός ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει γιατί δόθηκε καταχρηστικά βαρύτητα στο πτυχίο νομικής του ενδ. μέρους με αποτέλεσμα να αποκτήσει ανεπίτρεπτο προβάδισμα. Είναι γεγονός ότι το πτυχίο νομικής δεν είναι προσόν προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αξιολόγησε την περίπτωση και στάθμισε την αξία του πτυχίου με αναφορά στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης. Στην Πούρος ν. Δημοκρατίας κ.α., ΑΕ 2847 κα, ημερ. 30.4.02 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων
.»
Εχω τη γνώμη πως η βαρύτητα που δόθηκε στο πτυχίο νομικής του ενδιαφερόμενου μέρους από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ήταν στα επιτρεπτά πλαίσια που κατά τα ανωτέρω έχει θέσει η νομολογία και συνεπώς αποφαίνομαι ότι ο ισχυρισμός περί απόδοσης υπερβολικής βαρύτητας στην κατοχή του πτυχίου νομικής από το ενδ. μέρος είναι αβάσιμος.
Προσφυγή 1053/01
Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η κατ΄ ισχυρισμό κακή σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου λόγω της παρουσίας της γραμματέως του Συμβουλίου στη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η κατά τα ανωτέρω παρουσία της γραμματέως στην κρίσιμη συνεδρία ήταν καθόλα νόμιμη εφόσον, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(1)/99) που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου δεν επηρεάζεται η νομιμότητα της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου ένεκα της παρουσίας υπαλλήλου αρμόδιου για την τήρηση των πρακτικών. Η εν προκειμένω παρουσία της γραμματέως πρέπει να θεωρείται πως ήταν για τον πιο πάνω σκοπό εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία περί του αντιθέτου.
Και στις δύο προσφυγές προβάλλεται ισχυρισμός ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή καθώς και η επίδικη απόφαση λόγω πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα. Λέγουν συναφώς οι αιτητές ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκαν υπόψη πληροφορίες από άγνωστες πηγές. Εξέτασα το περιεχόμενο της σύστασης σε συνάρτηση προς όλα τα σχετικά στοιχεία των φακέλων και η διαπίστωσή μου είναι ότι ο Διευθυντής, χρησιμοποίησε το ίδιο μέτρο σύστασης για όλους τους υποψήφιους, η σύσταση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Σύμφωνα με τη νομολογία, η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης και πρέπει να της δίδεται η δέουσα βαρύτητα. Στην Ιωάννου ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 624 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ.
Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622, 632, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, 1831, Δημοκρατία ν. Χριστούδη, (1996) 3 Α.Α.Δ. 267, Κέντα ν. Δημοκρατίας, (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και Δημοκρατία ν. Ψωμά, (1997) 3 Α.Α.Δ. 422. Πρέπει να τους δίδεται η δέουσα βαρύτητα (Βλ. Frangoullides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20, Kyriakou and Another v. Republic (1974) 3 C.L.R. 358).Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής το διορίζον όργανο λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης (Βλ.
Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) στην οποία τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. και Ψωμά, πιο πάνω).Είναι ακριβώς λόγω της σημασίας των συστάσεων του Διευθυντή που η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή της αιτιολόγησης από το διορίζον όργανο της απόκλισης από τις συστάσεις του διευθυντή, με καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία η οποία πρέπει να καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης. Η αιτιολόγηση επιβάλλεται, καθώς έχει νομολογηθεί, για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των
υποψηφίων, δυνάμει του άρθρου 151 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 146 (Βλ. Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, 48, Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, HjiConstantinou & Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476, Republic v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2258, Leonidou and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 652, 657, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, (1996) 3 Α.Α.Δ. 244, Δημοκρατία ν. Χριστούδη, (1996) 3 Α.Α.Δ. 265 και Κέντα ν. Δημοκρατίας, (1996) 3 Α.Α.Δ. 485).»
Καθόσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη παραπέμπω στην Ιωάννα Πουλλή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 750/91, ημερ. 21.10.92 όπου ο Κωνσταντινίδης, Δ., έκρινε ότι οι διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Αρ. 1/90 που διέπουν τις συστάσεις του προϊστάμενου τμήματος για προαγωγές δεν ισχύουν κατ΄ αναλογία αναφορικά με προαγωγές στην Αρχή. Το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Πουλλή είναι ότι ο κανονισμός 3 της ΚΔΠ 317/82 είχε προβλέψει την αναλογική εφαρμογή του προϊσχύσαντος νόμου. Συγκεκριμένα του άρθρου 46 το οποίο αφορούσε στα θέματα αρχαιότητος των υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε δεσμευτική πρόνοια αναφορικά με τις συστάσεις του προϊσταμένου. Ωστόσο, αν δοθεί αιτιολογία έστω και μη επιβεβλημένη, αυτή ελέγχεται. Εδώ η σύσταση του Διευθυντή είναι, καθώς έχει προαναφερθεί, δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη.
Ο ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής όφειλε να εξειδικεύσει τις πηγές των πληροφοριών του και να παραθέσει τα στοιχεία που συγκέντρωσε δεν ευσταθεί. Υπενθυμίζω πως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία επιβάλλουν στο Διευθυντή τέτοια υποχρέωση. Στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 817, ημερ. 12.7.90 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο Προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά.»
Καθόσον αφορά το κριτήριο της αξίας, οι αιτητές και το ενδ. μέρος εμφανίζονται περίπου ισάξιοι παρότι το ενδ. μέρος υπερέχει ελαφρά των αιτητών κατά τα τελευταία χρόνια. Οι αιτητές δεν υπερέχουν σε αρχαιότητα του ενδ. μέρους με εξαίρεση τον αιτητή στην προσφυγή 919/01 ο οποίος υπερέχει σε αρχαιότητα κατά 14 μήνες στην προηγούμενη της επίδικης θέση. Η συνολική επομένως εικόνα των διαδίκων είναι ότι το ενδ. μέρος υπερέχει των αιτητών ελαφρά σε αξία, υστερεί ελαφρά σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή στην προσφυγή 919/01 ενώ το πτυχίο νομικής του ενδ. μέρους προσμέτρησε ελαφρά ως πρόσθετο προσόν επειδή θεωρήθηκε πιο σχετικό προς τα καθήκοντα της θέσης. Τέλος, προσμέτρησε υπέρ του ενδ. μέρους και η σύσταση του Διευθυντή που πρόσθεσε στο στοιχείο της αξίας. Βλ. Ιωάννου ν. ΑΗΚ (ανωτέρω)
.Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι οι αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν ότι υπερέχουν έκδηλα του ενδ. μέρους και επίσης απέτυχαν να αποδείξουν άλλο βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης η οποία είναι επαρκώς αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή.
Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
B>
Α. Κραμβής, Δ.ΣΦ.