ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 443/2001)
16 Μαΐου, 2003
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (κυ.σα.τ.σ.),
Καθ΄ου η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη (κα), για το Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση η οποία στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερ. 9/4/2001 με την οποίαν δεν αναγνώρισε τον τίτλο σπουδών της αιτήτριας Bachelor of Arts του University of Virginia των ΗΠΑ ως ισότιμο και αντίστοιχο Πτυχίου Πανεπιστημιακού Επιπέδου είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Η αιτήτρια, στις 12.12.2000 υπέβαλε αίτηση στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) για αναγνώριση του τίτλου Bachelor of Arts, ο οποίος της απονεμήθηκε από το University of Virginia των ΗΠΑ ως ισότιμου και αντίστοιχου τίτλου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Διεθνείς Σχέσεις και Γαλλική Φιλολογία και Πολιτισμός».
Το ΚΥΣΑΤΣ εξέτασε την αίτηση της αιτήτριας στην 25η Συνεδρία του ημερ. 27.2.2001-1.3.2001 και έκρινε ότι μέρος των σπουδών της δεν έχει γίνει σε αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών ή αναγνωρισμένο ίδρυμα και συνεπώς δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του Κανονισμού 3-(3)(α) της Κ.Δ.Π. 172/99. Αποφάσισε δε την απόρριψη της αίτησης της. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 9.4.2001.
Προβάλλονται από την αιτήτρια τρεις λόγοι ακύρωσης. Πρώτο ότι η επίδικη απόφαση είναι αυθαίρετη και αντίθετη με το νόμο, δεύτερο ότι ο Κανονισμός 3-(3)(α) της Κ.Δ.Π. 172/99 είναι ULTRA VIRES και τρίτο ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν τήρησε την εκ του νόμου και των κανονισμών προβλεπόμενη διαδικασία. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται, το ΚΥΣΑΤΣ αποφάσισε χωρίς να εξετασθεί το αίτημα από την εκ του νόμου προβλεπόμενη Επιτροπή Κρίσεως. Με την απόφαση του, συνεχίζει, το ΚΥΣΑΤΣ ουσιαστικά παρακάμπτει αυθαίρετα την Επιτροπή Κρίσεως και την υποκαθιστά χωρίς να έχει προς τούτο δικαίωμα και/ή εξουσία.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση της αιτήτριας.
Το άρθρο 7 του βασικού Νόμου 68(1)/96 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5 του τροποποιητικού Νόμου 48(1)/98 έχει ως εξής:-
«7-(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.
(3) Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.»
Από το κείμενο της πιο πάνω διάταξης του νόμου προκύπτει ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν είναι υπόχρεο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως αλλά, όταν το κρίνει σκόπιμο, να παραπέμπει στην Επιτροπή συγκεκριμένα και ειδικά θέματα. Αυτό προκύπτει και από τον Κανονισμό 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99 ο οποίος αναφέρει τα εξής:-
«Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλου σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.»
Το ΚΥΣΑΤΣ με απόφαση του γενικής φύσεως στην 20η συνεδρίαση του ημερ. 22-24 Ιουνίου 2000, καθορίζοντας τη διαδικασία αναγνώρισης, αποφάσισε ότι οι αιτήσεις θα αποστέλλονται στις Επιτροπές Κρίσεως μόνο εφόσον κατά το προκαταρκτικό στάδιο μελέτης τους διαπιστωθεί ότι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των Κανονισμών.
Στην παρούσα υπόθεση η αίτηση της αιτήτριας μετά από μελέτη που έγινε στο προκαταρκτικό στάδιο από το ΚΥΣΑΤΣ κρίθηκε ότι δεν ανταποκρίνετο στις προϋποθέσεις των κανονισμών και ως εκ τούτου δεν την απέστειλε στην Επιτροπή Κρίσεως. Η ενέργεια αυτή του ΚΥΣΑΤΣ ήταν ορθή, νόμιμη και σύμφωνη με τους κανονισμούς. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ο Κανονισμός 3-(3)(α) της Κ.Δ.Π. 172/99 είναι ULTRA VIRES του Νόμου.
Η επίδικη απόφαση ουσιαστικά έχει ως μόνη αιτιολογία για την απόρριψη της αίτησης το γεγονός ότι αυτή δεν πληρούσε τις πρόνοιες του Κανονισμού 3-(3)(α).
Ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι ο εν λόγω Κανονισμός έρχεται πρώτο σε αντίθεση με το νόμο, ο οποίος δεν δίδει εξουσιοδότηση για κριτήρια ουσιώδους ποσόστησης και δεύτερο ότι απαιτεί εκπαιδευτικά αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών παρακάμπτοντας το πρώτο έτος σπουδών της αιτήτριας στο Cyprus College ενώ αυτό λειτουργούσε με τη νόμιμη άδεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και υπό τον έλεγχο του Υπουργείου.
Ο Κανονισμός 3-(3)(α) ρυθμίζει θέματα που περιγράφονται στο άρθρο 12 του Νόμου 68(1)/96, βάσει της ρητής εξουσιοδότησης του άρθρου 13 το οποίο έχει αναριθμιστεί σε άρθρο 15 με το Νόμο 28(1)/98.
Το άρθρο 15(1)(2)(α) του Νόμου έχει ως ακολούθως:-
«(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για ρύθμιση κάθε θέματος που πρέπει ή είναι δυνατό να ρυθμιστεί με κανονισμούς.
(α) λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλων σπουδών
.................................. ...............................................
.................................. ................................................».
Ο καθορισμός προϋποθέσεων για την αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας τίτλων σπουδών που θέτει ο Κανονισμός 3-(3)(α) με προκαθορισμένη απαίτηση όλο το πρόγραμμα σπουδών να έχει γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε εκπαιδευτικά αξιολογημένο/πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και ένα ουσιώδες μέρος-ποσοστό των σπουδών να έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο εμπίπτει σαφώς στα «λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης» που ρητά εξουσιοδοτεί ο νόμος. Ο λεπτομερής καθορισμός που γίνεται στον Κανονισμό
3-(3)(α) αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα του νομοθέτη, με βάση το άρθρο 15, αλλά και υποχρέωση του για ορθή, αντικειμενική και ίση μεταχείριση όλων των αιτητών. Στην παρούσα περίπτωση δεν ήταν θέμα ποσόστησης, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, αλλά το γεγονός ότι μέρος της φοίτησης έγινε σε μη αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου και την πάγια νομολογία το ζήτημα αν ένας κανονισμός είναι ultra vires ή όχι είναι σαφώς θέμα ορθής ερμηνείας του εξουσιοδοτούντος νόμου (Βλ. Spyrou and others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627).Έχω καταλήξει ότι ο Κανονισμός 3-(3)(α) έχει εκδοθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης την οποία δεν έχει υπερβεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ULTRA VIRES. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν προέβη σε δέουσα έρευνα ούτε αιτιολόγησε επαρκώς την επίδικη απόφαση του. Η αιτήτρια ουδέν αναφέρει σε ποιά περαιτέρω έρευνα έπρεπε να προβεί το ΚΥΣΑΤΣ πέραν του περιεχομένου της αίτησης της και όσα παραρτήματα ή τεκμήρια τη συνοδεύουν. Ακριβώς το ΚΥΣΑΤΣ βασίσθηκε στο περιεχόμενο της αίτησης το οποίο ήταν ενώπιον της και έδωσε νομική αιτιολογία η οποία είναι επαρκής, συμπληρώνεται δε από το περιεχόμενο του φακέλου, όπως επιτρέπει η νομολογία.
Στην απαντητική του αγόρευση και μόνο ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αναφέρεται σε άρθρα του Συντάγματος (Άρθρα 20 και 28) με τον ισχυρισμό ότι παραβιάζονται με την επίδικη απόφαση. Δεν εξειδικεύει όμως ούτε και αναλύει αυτόν τον ισχυρισμό. Είναι η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι θέματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εξειδικεύονται και να αποδεικνύονται αναμφίβολα. Τέτοια ειδίκευση και απόδειξη δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση. Το βάρος δε της απόδειξης, σύμφωνα με τη νομολογία, εναποτίθεται στους ώμους της αιτήτριας.
Για τους λόγους που ανέπτυξα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ