ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1536/99)

 

30 Μαϊου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ' ου η αίτηση.

____________________

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Μιχαηλίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε προς τον αιτητή με επιστολή των ημερ. 20.9.99 που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 και με την οποία επιβλήθηκε προς τον αιτητή, φορολογία και/ή δικαιώματα και/ή τέλη αποκομιδής σκυβάλων ύψους £1.000.- είναι εξ΄ υπαρχής άκυρος και/ή παράνομος και εστερουμένη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής είναι συνιδιοκτήτης κατά 1/5 μερίδιο πολυκατοικίας που ευρίσκεται στην οδό Αδρίας αρ. 17 στη Λευκωσία. Η πολυκατοικία αποτελείται από 36 διαμερίσματα τα οποία διατίθενται προς ενοικίαση. Σε σχέση με τα έτη μέχρι και το έτος 1998 οι καθ΄ ων η αίτηση επέβαλλαν για τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας «δικαιώματα και/ή τέλη αποκομιδής σκυβάλων στους εκάστοτε ενοικιαστές, ενοίκους και κατόχους των διαμερισμάτων». Κατά τον Ιούνιο του έτους 1999 οι καθ΄ ων η αίτηση «επέβαλαν στον αιτητή δικαιώματα και/ή τέλη αποκομιδής σκυβάλων ύψους £1980». Με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 6.7.99 ο αιτητής υπέβαλε ένσταση. Παρέθεσε λεπτομερή κατάσταση με τα στοιχεία όλων των ενοικιαστών των διαμερισμάτων. Ζήτησε αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση και απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής τελών αποκομιδής σκυβάλων ως ιδιοκτήτης. Ως αποτέλεσμα της ένστασης το ποσό των τελών μειώθηκε από £1980.- σε £1100.- - Βλ. επιστολή του Δημοτικού Γραμματέα προς τον δικηγόρο του αιτητή ημερ. 20.9.1999.

Οι περιστάσεις λήψης της απόφασης για την πιο πάνω μείωση φαίνονται σε υπόμνημα Λειτουργού των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 10.9.99 προς το Δημοτικό Γραμματέα. Το μεταφέρω:

«ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΑΠΟ: Β. Χριστοδουλίδη

ΠΡΟΣ: Δημ. Γραμματέα μέσω Δημ. Ταμία Ημερομηνία: 10/9/99

Θέμα: Επιστολή δικηγόρου Ζήνωνα Κατσούρη

Είχα τηλεφωνική συνομιλία με τον δικηγόρο όσον αφορά την επιστολή του ημερ. 6.7.99 για το θέμα της πολυκατοικίας Γεώργιου Φωτιάδη. Η κατάληξη της συνομιλίας μας ήταν να έχω προσωπική συνάντηση στο γραφείο μου με τον ίδιο τον κ. Φωτιάδη στις 6.9.99.

Συζητήσαμε διεξοδικά το θέμα πλην όμως δεν καταλήξαμε σε συμφωνία και επέμενε στις δικές του απόψεις δηλαδή να φορολογούνται οι ενοικιαστές των διαμερισμάτων παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ομολόγησε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα στην είσπραξη των ενοικίων και δεν θα ήταν διατεθειμένος να πληρώνει και τα τέλη σκυβάλων τους. Η υπηρεσία έχει προχωρήσει στην επανεξέταση της φορολογίας και αφού έλαβε υπόψη ότι αρκετά διαμέρισματα παραμένουν κενά κατά τη διάρκεια του έτους εισηγείται τη μείωση του ποσού από £1980 σε £1100 (20 διαμερ. Χ £55).

Β. Χριστοδουλίδης.»

Επί του υπομνήματος υπάρχουν 3 μονογραφές.

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η απόφαση που στάληκε με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 20.9.99 δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα αρμόδιας συνεδρίασης του συλλογικού οργάνου του Δήμου που επέβαλε τα τέλη ή που είναι αρμόδιο να εξετάζει ενστάσεις και συνεπώς εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο.

Από την άλλη ο κ. Μιχαηλίδης, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται εις την προσφυγή. Δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι η πράξη έγινε από αναρμόδιο όργανο. Κατά συνέπεια - κατέληξε - δεν μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός στη γραπτή αγόρευση. Επί της ουσίας του σχετικού λόγου ακύρωσης ο κ. Μιχαηλίδης υπέβαλε ότι η σχετική νομοθεσία δεν προβλέπει τη δυνατότητα ένστασης εναντίον της επιβολής τέλους. Κατά συνέπεια αν «η απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο δεν υπάρχει νέα απόφαση εκτελεστή. Παραμένει η αρχική απόφαση που εκοινοποιήθη τον Ιούνιο του 1999 και προσβλήθηκε με προσφυγή. Επομένως σήμερα ο αιτητής οφείλει Λ.Κ.1980».

Ο κ. Αγγελίδης αντέταξε ότι η αναρμοδιότητα εξετάζεται «αυτεπάγγελτα ως λόγος ακύρωσης από το Δικαστήριο». Τόνισε ότι ο Δημοτικός Γραμματέας ουδεμία αρμοδιότητα έχει να επιβάλει τέλη «και/ή να τα αυξομειώσει κατά το δοκούν». Συμπλήρωσε - στην απαντητική του αγόρευση - ότι η «παρά του αναρμοδίου οργάνου εκδοθείσα απόφαση υπόκειται σε ακύρωση ώστε το διάβημα του πολίτη να εξεταστεί ως το άρθρο 29 του Συντάγματος προβλέπει από αρμόδιο όργανο». Παρέπεμψε στη Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433, 440, στην οποία κρίθηκε ότι απόφαση που εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο «όσο και αν δεν ήταν νόμιμη, δεν ήταν ανυπόστατη. Απόκτησε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο και ορθά ακυρώθηκε».

Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο κ. Μιχαηλίδης υπέβαλε ότι η απόφαση στη Μελέτη (πιο πάνω) εξετάστηκε στην Ρούσος ν. Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, Α.Ε. 2836/15.11.2001 και κρίθηκε ότι είναι λανθασμένη.

Έχει νομολογηθεί ότι η αναρμοδιότητα του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου συνιστά λόγο ακύρωσης που εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, HjiStephanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 289, Evlogimenos v. Republic (1973) 3 C.L.R. 184).

Κρίνω επομένως ότι ο σχετικός λόγος ακύρωσης μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα.

Στην Αναστάση ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085 η Χωριτική Αρχή Πύλας παραχώρησε άδεια στον αιτητή για εγκατάσταση ενός ταχύπλοου σκάφους σε παραλιακό χώρο για το έτος 1988. Στις 15.11.88, ο αιτητής ζήτησε ανανέωση και διεύρυνση της άδειας με την επέκταση των εγκαταστάσεων και σε άλλα μέσα για τη διεξαγωγή θαλάσσιων αθλημάτων καθώς και την τοποθέτηση 50 κρεβατιών παραλίας. Της αιτήσεως επελήφθη ο Έπαρχος Λάρνακος (ο Έπαρχος) ο οποίος απέρριψε την αίτηση. Ο Έπαρχος επίσης απέρριψε και την αίτηση για επανεξέταση του θέματος. Λόγος της απόρριψης και στις δυο περιπτώσεις ήταν ότι ο παραλιακός χώρος είναι περιορισμένος και πρέπει να αφεθεί ελεύθερος. Ο αιτητής άσκησε προσφυγή εναντίον της αρνητικής απόφασης του Επάρχου για επανεξέταση της προγενέστερης απόφασης του και ισχυρίστηκε ότι ο Έπαρχος ήταν αναρμόδιος να αποφασίσει το αίτημά του. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης αν η απόφαση του Επάρχου υπόκειται σε αναθεώρηση.

Ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - έθεσε το θέμα ως εξής (στις σελ. 3089-3090):

«Η νομολογία αναγνωρίζει την αναρμοδιότητα του οργάνου, το οποίο λαμβάνει την απόφαση, ως λόγο ακυρώσεως. Συνεπώς η αναρμοδιότητα του οργάνου δεν αποβάλλει από το διοικητικό χώρο την απόφαση εκτός στις περιπτώσεις εκείνες που η αναρμοδιότητα είναι πασιφανής και πέραν πάσης αμφισβητήσεως, δηλαδή σε περιπτώσεις έκδηλης κατάχρησης εξουσίας άλλου οργάνου (Hadjianastasiou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 672, Paraskeva and Another v. Municipal Committee of Limassol (1984) 3 C.L.R. 54, Antoniades and Others v. Municipal Council of Paphos (1985) 3 C.L.R. 1695, Ioannou v. C.T.Ο. (1986) 3 C.L.R. 2543 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σ. 266).

Η αρχή η οποία προκύπτει είναι ότι: Αποφάσεις της Διοίκησης που αποβλέπουν στη ρύθμιση των δικαιωμάτων του πολίτη υπόκεινται σε ανατροπή εκτός όπου η ιδιότητα του οργάνου τις καθιστά έκδηλα παράνομες σε βαθμό που αναντίλεκτα να μπορεί να αγνοηθούν από τον καθένα. Στην αγόρευση του ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι αναθεώρηση χωρεί όχι μόνο ακυρώσιμων αποφάσεων αλλά και αποφάσεων εκ προοιμίου άκυρων. Στη δεύτερη περίπτωση η απόφαση έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα, όπως επεξηγείται στο Σύγγραμμα Π. Δαγτόγλου - Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τόμος Γ1, σς. 252, 253. Δεν κρίνω αναγκαία την εξέταση του χαρακτήρα και του πλαισίου της αναγνωριστικής αίτησης, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη απόφαση χωρεί αναθεώρηση. Η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια των διοικητικών σχέσεων της αρμόδιας χωριτικής Αρχής και του Επάρχου, οργάνου της Κεντρικής Κυβέρνησης, υπεύθυνου για θέματα επαρχιακής διοίκησης. Προφανώς το επίδικο θέμα αναφέρθηκε σ΄ αυτόν και τελικά αποφασίστηκε από τον ίδιο στο πλαίσιο καθορισμού ενιαίας πολιτικής για τη διάθεση χώρου στην παραλία της περιοχής Λάρνακος-Δεκέλειας. Το ότι ο Έπαρχος ενήργησε πέραν των εξουσιών του καθιστά την απόφαση τρωτή, όχι όμως πασιφανώς άκυρη ως έκδηλο προϊόν κατάχρησης εξουσίας.

Συνεπώς υπόκειται σε αναθεώρηση η επίδικη απόφαση η οποία και ακυρώνεται λόγω αναρμοδιότητας του Επάρχου να αποφασίσει το θέμα. Ενόψει αυτής της κατάληξης, δε θα εξετάσω τους άλλους λόγους που έχουν προβληθεί για την ακύρωση της απόφασης.»

Στην Paraskeva (πιο πάνω) η αίτηση των αιτητών για χορήγηση άδειας οικοδομής απορρίφθηκε από το Δημοτικό Μηχανικό ενώ η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στη Δημοτική Επιτροπή. Κρίθηκε από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - ότι: «Μόνο όπου η έλλειψη αρμοδιότητας είναι πασιφανής και έκδηλη μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση δεν υπόκειται σε αναθεώρηση. Λόγω της ιδιότητας του Δημοτικού Μηχανικού στην Οργανωτική Δομή του Δήμου και των εξουσιών που έχει ο Δήμος για ανάθεση των αρμοδιοτήτων του η εισήγηση ότι η προσφυγή στερείται ουσίας δεν ευσταθεί».

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - και στην Antoniades (πιο πάνω) όπου η αίτηση για άδεια οικοδομής απορρίφθηκε από το Δημοτικό Μηχανικό. Λέχθηκε ότι μόνο σε δύο περιπτώσεις το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει μια απόφαση ως μη δημιουργούσα δικαιώματα. Αυτές είναι:

(α) Αποφάσεις που πηγάζουν από υφαρπαγή εξουσίας.

(β) Υποθέσεις απόλυτης αναρμοδιότητας. Αποφάσεις αυτής της κατηγορίας περιλαμβάνουν υποθέσεις ανάληψης δικαιοδοσίας πλήρως εκτός των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων ενός οργάνου.

Στην Hadjianastassiou (πιο πάνω) ο Τριανταφυλλίδης, Π. ακύρωσε απόφαση του Επάρχου Λεμεσού με την οποία ο τελευταίος είχε απορρίψει αίτηση για διαχωρισμό γης σε οικόπεδα για το λόγο ότι η σχετική αρμοδιότητα ανήκε στο Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίου Αθανασίου και όχι στον Πρόεδρο του, τον Έπαρχο.

Στην Μελέτη (πιο πάνω) η αρμοδιότητα για παραχώρηση τουρκοκυπριακής γης ανήκε στην Κεντρική Επιτροπή Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσίων. Η επίδικη απόφαση για μείωση του κλήρου του αιτητή λήφθηκε από την Επαρχιακή Επιτροπή. Η Ολομέλεια (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) έκρινε ότι: «η απόφαση της Επαρχιακής Επιτροπής όσο και αν δεν ήταν νόμιμη, δεν ήταν ανυπόστατη. Απόκτησε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο και ορθά ακυρώθηκε (βλ. Παντελής Αναστάση ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085)».

Η Μελέτη (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στις υποθέσεις Phivos Chr. Motors Agency Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 363, 376, Σάββα ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 2322/26.3.99 και Σιαμμασιάν ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2352/28.9.99.

Στην Σιαμμασιάν (πιο πάνω) η απόφαση σχετικά με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του αιτητή λήφθηκε από το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Στην απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε από τον Νικολάου, Δ. λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την εκτελεστότητα:

«Προχωρούμε στο ζήτημα της διοικητικής αρμοδιότητας. Το ποιός είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του αιτήματος του εφεσείοντος και να το αποφασίσει, δεν χρειάζεται να το διερευνήσουμε. Διότι, ακόμα και αν το πάρουμε ως δεδομένο πως ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν ήταν ο αρμόδιος, είναι εντούτοις προφανές ενόψει της σχέσης της θέσης που κατείχε με τα υπηρεσιακά προβλήματα υπαλλήλων και της φύσης γενικά του θέματος ότι η απόφαση του απέκτησε 'οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο': βλ. Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 (σελ. 440) και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Σάββα ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 2322, ημερ. 26 Μαρτίου 1999. Γι΄ αυτό η απόφαση του ήταν ούτως ή άλλως εκτελεστή. Παρεχόταν λοιπόν δικαιοδοτικά η δυνατότητα ελέγχου του ζητήματος της αρμοδιότητας όπως και οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Αλλά στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση του Διευθυντή δεν προσεβλήθη.»

Το επόμενο θέμα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η απόφαση στη Μελέτη (πιο πάνω) έχει ανατραπεί από την απόφαση στη Ρούσος (πιο πάνω) όπως ήταν η εισήγηση του κ. Μιχαηλίδη. Στην Ρούσος (πιο πάνω) ο αιτητής ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου του Κεντρικού Σφαγείου με την οποία διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Παραγωγής, θέση πρώτου διορισμού, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως ο καταλληλότερος υποψήφιος. Το Συμβούλιο προσέφερε διορισμό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ο οποίος και τον αποδέχθηκε και κατέλαβε την επίδικη θέση.

Μεταξύ των άλλων λόγων ακυρότητας που πρόβαλε ο αιτητής ήταν και η παράλειψη του Συμβουλίου να ζητήσει και να εξασφαλίσει την έγκριση του διορισμού από τον Υπουργό όπως ρητά απαιτεί ο Περί Σφαγείων Νόμος του 1981 (Ν 69/81) (Άρθρο 17(1)). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε με προσοχή το ερώτημα κατά πόσο η πράξη ήταν εκτελεστή, αναφέρθηκε στη νομολογία και κατέληξε, με βάση την απόφαση στη Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) και Άλλοι ν. Όμηρου Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39, ότι, αφού δεν είχε εξασφαλισθεί η έγκριση του Υπουργού, η πράξη δεν είχε τελειωθεί και ως εκ τούτου δεν ήταν εκτελεστή και κατά συνέπεια υποκείμενη στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεσμευόταν από την απόφαση Ρωσσίδη (ανωτέρω) και απέρριψε την προσφυγή του αιτητή.

Στην απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε από τον Αρτέμη, Δ., λέχθηκαν τα εξής:

«Στη Δημοκρατία ν. Μελέτης (1991) 3 Α.Α.Δ. 433, όπου η απόφαση είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο παρόλον ότι η πράξη δεν ήταν εκτελεστή, θεωρήθηκε ότι αυτή απέκτησε οντότητα και εξακολουθούσε να κατέχει έστω και λανθάνουσα θέση μέσα στο διοικητικό χώρο και επικυρώθηκε η ακύρωση της. Όπως όμως ορθά επεσήμανε ο πρωτόδικος Δικαστής, στην παρούσα υπόθεση τώρα η κατάληξη αυτή είναι αδύνατη εν όψει της απόφασης στη Ρωσσίδης. Με την πιο πάνω θέση συμφωνούμε απόλυτα και κρίνουμε ότι, αφ΄ ης στιγμής η πράξη δεν είχε τελειωθεί και δεν ήταν εκτελεστή, εν ουδεμία περιπτώσει θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Το γεγονός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ούτε καν ζήτησαν την έγκριση του Υπουργού δεν μεταβάλλει την κατάσταση.»

Με όλο το σεβασμό προς τη σχετική εισήγηση του κ. Μιχαηλίδη έχω την άποψη πως η απόφαση στην Μελέτη (πιο πάνω) δεν έχει ανατραπεί από την απόφαση στην υπόθεση Ρούσος (πιο πάνω). Στην Ρούσος υιοθετήθηκε ο λόγος της Ρωσσίδη (πιο πάνω), ο οποίος έχει ως εξής: «Απόφαση υποκείμενη σε έγκριση και μη τελειοποιηθείσα με την παροχή της έγκρισης στερείται εκτελεστότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης». Τόσο στη Ρούσος όσο και στη Ρωσσίδης η απόφαση εκδόθηκε από το ίδιο διοικητικό όργανο - το Συμβούλιο του Κεντρικού Σφαγείου - και δυνάμει του περί Σφαγείων Νόμου του 1981 (Ν 69/81) η πρόσληψη υπαλλήλων υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών (βλ. άρθρο 17(1) επιφύλαξη). Κρίθηκε και στις δύο υποθέσεις ότι η απόφαση στερείται εκτελεστότητας λόγω της έλλειψης της έγκρισης του Υπουργού.

Η αρχή η οποία διατυπώθηκε στη Μελέτη (πιο πάνω) και η οποία έχει σαν νομολογιακό βάθρο τα νομολογηθέντα στην Αναστάση, Hadjianastassiou, Paraskeva και Antoniades (πιο πάνω) δεν είχε να κάμει οτιδήποτε με έλλειψη εκτελεστότητας λόγω έλλειψης έγκρισης από άλλο - ιεραρχικά ανώτερο - όργανο. Αντίθετα στις υποθέσεις εκείνες απλώς κρίθηκε πότε απόφαση που λαμβάνεται από αναρμόδιο όργανο μπορεί να τύχει αναθεώρησης. Έχω, επομένως, την άποψη πως τα νομολογηθέντα σε εκείνες τις υποθέσεις δεν έχουν ανατραπεί από την απόφαση στη Ρούσος (πιο πάνω). Η απόφαση στη Ρούσος (πιο πάνω) δεν έχει τέτοια εμβέλεια. Η εμβέλεια της περιορίζεται στην εκτελεστότητα των αποφάσεων που πρέπει σύμφωνα με τον Νόμο να τύχουν εγκρίσεως από άλλο όργανο και όχι στην εκτελεστότητα απόφασης που λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το Δημοτικό Γραμματέα. Έχοντας υπόψη τη θέση και την ιδιότητα (status) του Δημοτικού Γραμματέα στην όλη δομή του καθ΄ ου η αίτηση Δήμου κρίνω ότι η ιδιότητα του Δημοτικού Γραμματέα δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση έκδηλα παράνομη σε βαθμό που αναντίλεκτα να μπορεί να αγνοηθεί (βλ. Αναστάση, πιο πάνω). Η έλλειψη αρμοδιότητας δεν είναι τόσο πασιφανής, έντονη και έκδηλη και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πηγάζει από υφαρπαγή εξουσίας ή έλλειψη απόλυτης αρμοδιότητας (βλ. Paraskeva και Antoniades, πιο πάνω). Κρίνω επομένως ότι υπόκειται σε αναθεώρηση. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η σχετική αρμοδιότητα ανήκε στον καθ΄ ου η αίτηση Δήμο. Σύμφωνα με την Νομολογία «η αναρμοδιότης του εκδόσαντος την πράξιν οργάνου επάγεται ακυρότητα» (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 266). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο