ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< I>(Υπόθεση Αρ. 738/2002)

23 Απριλίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΗΜΕΡ. 28.2.2003

- - - - - -

Θ. Κορφιώτης, για τον Αιτητή.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Καθ ΄ης η αίτηση.

- - - - - -

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η καθ΄ ης η αίτηση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, εφεξής «η Επιτροπή» έχει εκ του νόμου* την ευθύνη της εποπτείας της Κεφαλαιαγοράς, της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας και μεθοδικής ανάπτυξής της καθώς επίσης και την εποπτεία της παρακολούθησης των συναλλαγών κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, εφεξής «το ΧΑΚ». Η Επιτροπή έχει επίσης την ευθύνη της λήψης μέτρων για πρόληψη ή καταστολή πράξεων που προσκρούουν στις διατάξεις του Ν. 64(2)/01 καθώς και στις διατάξεις των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου νόμων και κανονισμών.

Το Συμβούλιο της Επιτροπής αφού μελέτησε σημείωμα λειτουργού της ημερ. 28.2.02 αποφάσισε να καλέσει τον αιτητή σε απολογία για ενδεχόμενες παραβιάσεις εκ μέρους του της κειμένης χρηματιστηριακής νομοθεσίας. Σχετική είναι η επιστολή ημερ. 21.5.02 της Επιτροπής προς τον αιτητή.

Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 21.5.02 προς την Επιτροπή, αρνήθηκε ότι παραβίασε την κείμενη νομοθεσία και τους κανονισμούς και απέρριψε την ισχυρισμό ότι διενήργησε συναλλαγές τίτλων της εταιρείας A.L. Prochoice Financial Services Ltd μέσω της εταιρείας Krat Trading Ltd.

Το Συμβούλιο της Επιτροπής σε συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 3.6.02 επιλήφθηκε του θέματος και διαπίστωσε ότι ο αιτητής διά πράξεων και/ή παραλείψεων του κατά διάφορες ημερομηνίες, παραβίασε διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Και με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις αποφάσισε την επιβολή διοικητικού προστίμου στον αιτητή συνολικού ύψους ΛΚ15.000. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επιτροπής κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής ημερ. 6.6.2002.

Ο αιτητής με την προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 8.8.2002 επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής ενώ με την υπό κρίση αίτηση που καταχωρήθηκε στις 28.2.03 ζητά:

 

«Α. Την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, η εκτέλεση με οποιονδήποτε τρόπο και η εφαρμογή της πράξης και/ή απόφασης των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερομηνίας 3.6.2002, με την οποία ο Αιτητής βρέθηκε να έχει υποπέσει σε παράβαση των άρθρων 60(3), 67(α) και (β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993-2001 και των Κανονισμών 3 και 4 της Κ.Δ.Π. 128/2000 (Κώδικας Συμπεριφοράς Συμβούλων και Σχετιζομένων Προσώπων) και με την οποία επιβλήθηκε διοικητική κύρωση και/ή πρόστιμο στον Αιτητή ύψους £15.000,00.

Β. Την παροχή οποιασδήποτε άλλης και/ή περαιτέρω θεραπείας την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη και εύλογη υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.»

 

Η θέση του αιτητή είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφάση είναι έκδηλα παράνομη γεγονός το οποίο, καθιστά δικαιολογημένο το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετη επί του προκειμένου είναι η θέση της Επιτροπής η οποία ενίσταται στο αίτημα.

Η έκδηλη παρανομία που επικαλείται ο αιτητής συνίσταται από σειρά πράξεων και/ή παραλείψεων της Επιτροπής που αφορούν στη διεξαχθείσα έρευνα και στη συγκέντρωση των στοιχείων στη βάση των οποίων στοιχειοθετήθηκαν οι παραβιάσεις για τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε στον αιτητή το διοικητικό πρόστιμο. Προβλήθηκε επίσης ισχυρισμός κακής σύνθεσης του Συμβουλίου της Επιτροπής κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η έκδοση προσωρινού διατάγματος στον τομέα του διοικητικού δικαίου διέπεται από τον κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Το προσωρινό διάταγμα του διοικητικού δικαίου δεν ταυτίζεται με το απαγορευτικό διάταγμα του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 δεν τυγχάνει εφαρμογής. Το προσωρινό διάταγμα στον τομέα του διοικητικού δικαίου αποτελεί εξαιρετική θεραπεία επειδή η έκδοσή του γίνεται έξω από το πλαίσιο της δίκης ή της έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. Ο βασικός σκοπός του προσωρινού διατάγματος είναι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης που επικρατούσε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Πρόκειται για εξαιρετικά δραστική θεραπεία η οποία παρέχεται με φειδώ. Επειδή το προσωρινό διάταγμα θεωρείται ότι προσφέρει θεραπεία κατ΄ εξαίρεση για το λόγο που έχει ήδη εξηγηθεί, το Δικαστήριο πριν από την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης/απόφασης ή σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα. Σχετική είναι η υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργείου Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233.

Εκδηλη είναι η παρανομία η οποία διαπιστώνεται άμεσα και χωρίς έρευνα. Η παρανομία είναι έκδηλη όταν είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. Η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία. Βλ. Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3(Γ) ΑΑΔ 1857.

Στην προκείμενη περίπτωση δεν εγείρεται θέμα ανεπανόρθωτης ζημιάς. Εδώ, ο αιτητής επικαλείται έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης και παραθέτει σειρά πράξεων και/ή παραλείψεων της Επιτροπής που καθώς ισχυρίζεται, έχουν σχέση ή και συνδέονται με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και οι οποίες, βρίσκονται σε σύγκρουση με πρόνοιες του Νόμου και των κανονισμών και/ή συνιστούν παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και τις πρόνοιες του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Οι κατ΄ ισχυρισμό επιλήψιμες πράξεις και/ή παραλείψεις της Επιτροπής αναφέρονται σε παραβάσεις που έχουν σχέση με τη διεξαγωγή της έρευνας και τη συγκέντρωση των στοιχείων στη βάση των οποίων θεμελιώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφής προς τα πιο πάνω είναι ο ισχυρισμός για αποστέρηση της δυνατότητας νομικής συμβουλής κατά τη διάρκεια της έρευνας. Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση γίνεται επίσης λόγος για στοιχεία που αποκτήθηκαν παράνομα κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και τα οποία, χρησιμοποίησε η Επιτροπή για σκοπούς λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι η θέση του αιτητή ότι η εξουσία της Επιτροπής για είσοδο και έρευνα στο χώρο εργασίας στηρίζεται σε νομοθετικές διατάξεις οι οποίες αντίκεινται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 16 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Λέγει επίσης ότι η έρευνα χωρίς την έκδοση δικαστικού εντάλματος ήταν παράνομη και αντισυνταγματική. Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης του Συμβουλίου της Επιτροπής ότι λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα και διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων και ότι στερείται παντελώς αιτιολογίας. Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται πως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αγορεύσει για μετριασμό της ποινής προστίμου που του επέβαλε η Επιτροπή.

Εξέτασα ένα προς ένα τους ισχυρισμούς του αιτητή που καθώς ο ίδιος θεωρεί, αποκαλύπτουν το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας. Εχω τη γνώμη πως σε καμιά περίπτωση δεν είναι διακριτό αυτό το στοιχείο, όπως η νομολογία ορίζει, ώστε να καθίσταται δυνατή η έκδοση προσωρινού διατάγματος. Τα ζητήματα που εγείρονται είναι βέβαια συζητήσιμα και ενδεχομένως στα πλαίσια εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης να διαπιστωθεί ότι συνιστούν λόγο ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω παρανομίας. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να συζητηθεί θέμα αντισυνταγματικότητας νόμου οι διατάξεις του οποίου, επιτρέπουν τη διεξαγωγή έρευνας και την παραλαβή στοιχείων. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τους ισχυρισμούς περί παραβιάσεων των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης καθώς και του ισχυρισμού ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Πρόκειται για θέματα τα οποία ως εκ της φύσεως τους δεν οδηγούν στην άμεση διαπίστωση έκδηλης παρανομίας χωρίς περαιτέρω έρευνα. Καμιά από τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρθηκε ειδικά ο αιτητής συνιστά αυταπόδεικτη ή άμεσα αναγνωρίσιμη έκδηλη παρανομία. Βλ. Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο