ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ. 662/2001)
7 Απριλίου, 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΟΝΙΚΑ ΚΡΥΦΤΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α. Κουντουρή,
για την Αιτήτρια.Ρ. Παπαέτη, για την Καθ ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της καθ' ης η αίτηση που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 18.7.01 και σύμφωνα με την οποία ετίθετο σε διαθεσιμότητα από 19.7.01 μέχρι την ολοκλήρωση της πειθαρχικής έρευνας εναντίον της.
Η αιτήτρια είναι στενογράφος και υπηρετεί ως διοικητικός ακόλουθος της πρεσβείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Κάιρο. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή του ημερ. 12.7.01, πληροφόρησε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής Επιτροπή) ότι διόρισε ερευνώσα λειτουργό για να προβεί σε πειθαρχική έρευνα εναντίον της αιτήτριας που αφορά αλλοίωση αποδείξεων και είσπραξη χρημάτων χωρίς έγκριση, ετοιμασία και υπογραφή εγγράφου (ρηματική ανακοίνωση) χωρίς εξουσιοδότηση, ψευδή δήλωση ότι δεν είχε επιπλωμένο σπίτι με στόχο την απόσπαση ψηλότερου επιδόματος ενοικίου, εξασφάλιση διπλωματικού διαβατηρίου για την κόρη της κατά παράβαση σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, πιθανή διαρροή υλικού από την Πρεσβεία καθώς και για τη διάπραξη παραπτωμάτων τα οποία αναφέρονται στο Μέρος Ι - Πρώτος Πίνακας (άρθρο 82) των περί Δημόσια Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2001.
Ο Γενικός Διευθυντής εισηγήθηκε την διαθεσιμότητα της αιτήτριας για αρχική περίοδο μέχρι τρεις μήνες. Επικαλέστηκε τους πιο κάτω λόγους:
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 18.7.01 αφού έλαβε υπόψη της όλα τα ενώπιον της στοιχεία και το ότι ο αριθμός των μαρτύρων δεν αναμένετο να είναι μεγάλος αλλά θα χρειαζόταν η μετάβαση της ερευνώσας λειτουργού στο Κάιρο, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε να τεθεί η αιτήτρια σε διαθεσιμότητα. Η Επιτροπή κοινοποίησε τη απόφασης της στην αιτήτρια με την επιστολή ημερ. 18.7.01, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτω αυτούσιο:
«Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην πειθαρχική έρευνα που διεξάγεται εναντίον σας αναφορικά με την πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων και να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να τεθείτε σε διαθεσιμότητα.
2. Γι΄ αυτό, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 85(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001, σας θέτει σε διαθεσιμότητα από 19.7.2001 μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας. Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητάς σας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες μπορεί όμως να παραταθεί αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες..
3. Η Επιτροπή αποφάσισε περαιτέρω να σας επιτραπεί να λαμβάνετε το ½ των απολαβών σας κατά τη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητάς σας.»
Η αιτήτρια με επιστολή μέσω των δικηγόρων της διαμαρτυρήθηκε στην Επιτροπή ότι δεν ενημερώθηκε προηγουμένως για τη πειθαρχική δίωξη εναντίον της και ότι στερήθηκε του δικαιώματος της να ακουσθεί βάσει του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Η απάντηση της Επιτροπής έχει ως εξής:
«1. Την υποχρέωση για πληροφόρηση του γεγονότος ότι διεξάγεται έρευνα εναντίον δημοσίου υπαλλήλου την έχει η Αρμόδια Αρχή και ο Ερευνών Λειτουργός ο οποίος και θα αποφασίσει ανάλογα, αφού πάρει γραπτές καταθέσεις και ακούσει οποιοδήποτε μάρτυρα θεωρεί απαραίτητο.
2. Η Επιτροπή, αποφασίζοντας να θέσει την πελάτιδά σας σε διαθεσιμότητα, ενήργησε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 85 του Νόμου 1/90 και συμμορφούμενη πλήρως με τις πρόνοιες αυτού. Η ειδοποίηση ότι απεφασίσθη να τεθεί η κ. Κρύφτη, σε διαθεσιμότητα δόθηκε αυθημερόν μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών.
3. Οσον αφορά τον ισχυρισμό σας ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου, επισημαίνεται ότι το μέτρο της διαθεσιμότητας εναντίον Δημοσίου Υπαλλήλου δεν αποτελεί πειθαρχικό αλλά διοικητικό μέτρο [βλ. Payiatas V Republic (1984) 3 CLR 1239]. Εν πάσει περιπτώσει η πελάτιδα σας θα κληθεί να προβεί σε παραστάσεις όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του Κανονισμού 22 Γενικών Τροποποιητικών Κανονισμών του 1994, εάν τυχόν χρειαστεί να εξεταστεί θέμα παράτασης της διαθεσιμότητας. Κατά τη λήψη της αρχικής απόφασης για διαθεσιμότητα δεν υπάρχει υποχρέωση βάσει των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001 όπως ακουστεί ο υπάλληλος.»
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συμμορφώθηκε ως όφειλε, με την επιτακτική πρόνοια του Κανονισμού 22(3) της ΚΔΠ 98/91 όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 80/94. Ο Κανονισμός 22(3) προνοεί τα ακόλουθα:
«(3) Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβαίνει σε σαφή δήλωση ότι σε ημερομηνία που θα καθορίζεται για το σκοπό αυτό ο επηρεαζόμενος υπάλληλος θα δικαιούται να προβεί σε παραστάσεις ως προς την αναγκαιότητα της συνέχισης της διαθεσιμότητάς του τις οποίες η Επιτροπή εξετάζει αποφασίζοντας ανάλογα.»
Είναι πρόδηλο ότι αναφέρεται στο δικαίωμα του υπαλλήλου να προβεί σε παραστάσεις αναφορικά με την αναγκαιότητα συνέχισης της διαθεσιμότητας του και δεν συνεπάγεται οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα στο στάδιο πριν από τη λήψη της αρχικής απόφασης για να τεθεί σε διαθεσιμότητα. Η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 85(1) του Νόμου να θέτει υπάλληλο
, ο οποίος διώκεται πειθαρχικά, σε διαθεσιμότητα ασκείται χωρίς προηγούμενη ακρόαση του. Συνεπώς δεν υπήρξε καμία παραβίαση του εν λόγω κανονισμού από την Επιτροπή.Η αιτήτρια περαιτέρω εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) προκειμένου να καταδείξει ότι η διαθεσιμότητα εμπίπτει σε αυτές διότι αποτελεί δυσμενή απόφαση για τον διοικούμενο.
Η κρατούσα άποψη στην υφιστάμενη νομολογία είναι ότι η διαθεσιμότητα συνιστά διοικητικό και όχι τιμωρητικό ή πειθαρχικό μέτρο και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν παρέχεται ευχέρεια στο διοικούμενο να ακουστεί προτού ληφθεί η απόφαση που τον θέτει σε διαθεσιμότητα.(Βλ. Payiatas v. The Republic (1984)3 C.L.R. 1239, Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579 και Φώτος Χ''Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2209, ημερ. 23.6.99
).Παραπέμπω στην Φώτος Χ''Δημητρίου (πιο πάνω) σελ. 2-5, όπου γίνεται μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της τάσης της Ελληνικής Νομολογίας και θεωρίας επί του θέματος, την οποία και υιοθετώ. Με βάση τις αρχές που έχουν διαμορφωθεί από την ελληνική νομολογία, η αρχή της προηγούμενης ακρόασης δεν τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής και κάμπτεται όταν συντρέχουν, όπως είναι εδώ η περίπτωση, λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Επιπρόσθετα, η σχετική αρχή στη κυπριακή νομολογία που αποκλείει το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως στην περίπτωση που ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα, έχει διαμορφωθεί δυνάμει της ερμηνευτικής προσέγγισης της υφιστάμενης σχετικής νομοθεσίας για την διαθεσιμότητα που την καθιστά δυνατή μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η σοβαρότητα των πειθαρχικών παραπτωμάτων, σε συνάρτηση προς την αποτελεσματικότητα της έρευνας και τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την ομαλή διερεύνηση των παραπτωμάτων, αποτέλεσαν τα κριτήρια στη βάση των οποίων τέθηκε σε διαθεσιμότητα η αιτήτρια. Από το σκεπτικό τη προσβαλλόμενης απόφασης και τα κριτήρια που έλαβε υπόψη η Επιτροπή συνάγεται ότι η απόφαση για τη διαθεσιμότητα της αιτήτριας, λήφθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Και καθώς είναι γνωστό, όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, το ατομικό συμφέρον υποχωρεί. Τούτου δοθέντος, κάμπτεται το δικαίωμα της αιτήτριας για να ακουσθεί πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια σχετίζεται με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα στο ότι δεν εξειδικεύεται το δημόσιο συμφέρον με επίκληση του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Υποστηρίζει συναφώς ότι παραβιάστηκε το άρθρο 85(1) του Νόμου καθώς και ο Κανονισμός 22 της Κ.Δ.Π 98/91 (όπως έχει τροποποιηθεί).
Ο Καν. 22 (2) αναφέρει τα ακόλουθα:
«(2) Προκειμένου η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να ασκεί σε κάθε περίπτωση τη διακριτική εξουσία που της παρέχει το άρθρο 85(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1991, σχετικά με τη διαθεσιμότητα δημόσιων υπαλλήλων και να αποφασίζει κατά πόσο το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να τεθεί ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα και ποια θα είναι η ακριβής διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας, θα πρέπει τα στοιχεία που τίθενται ενώπιόν της από την αρμόδια αρχή να καλύπτουν σε συντομία-
(α) Την ακριβή φύση των παραπτωμάτων για τα οποία διεξάγεται η έρευνα και οποιαδήποτε διαφωτιστικά στοιχεία και πληροφορίες για τη διάρκεια της έρευνας, λαμβανομένου υπόψη και του αριθμού των μαρτύρων που υπάρχει πρόθεση να κληθούν να καταθέσουν στα πλαίσια της έρευνας.
(β) κατά πόσο η παρουσία του υπαλλήλου στα καθήκοντά του κατά τη διάρκεια της έρευνας είναι δυνατό να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας
(γ) κατά πόσο η διαθεσιμότητα του υπαλλήλου είναι δυνατό να επηρεάσει αρνητικά την ομαλή λειτουργία της Υπηρεσίας ή του Τμήματος όπου αυτός υπηρετεί.»
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η Επιτροπή είχε ενώπιον της την επιστολή της αρμόδιας αρχής που αποκάλυπτε την ακριβή φύση των
παραπτωμάτων καθώς και το ότι η παρουσία της αιτήτριας στα καθήκοντα της δυνατόν να επηρεάσει την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας. Σχετικά δε με τον αριθμό των μαρτύρων, η αρμόδια αρχή αναφέρει ότι «δεν είναι γνωστός ο αριθμός των μαρτύρων, αλλά δεν αναμένεται να είναι μεγάλος, όμως θα χρειαστεί μετάβαση της ερευνώσας λειτουργού στο Κάϊρο».Σύμφωνα με το άρθρο 28(3) του Ν.158(1)/99, πράξη που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον είναι αναιτιολόγητη. Κάθε διοικητική απόφαση ή πράξη που στηρίζεται στο δημόσιο συμφέρον, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιεί το συμφέρον με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Μάλιστα, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος από το περιεχόμενο του
φακέλου.(Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας Υπόθ. Αρ. 263/92, ημερ. 5.3.93, Χαρ. Καψού ν. ΕΔΥ Υπόθεση αρ. 315/00, ημερ. 28.01.02, Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ.61/93 ημερ. 17.11.93, Ηλίας Κυριακίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (απόφαση πλήρους ολομέλειας), Υπόθ. Αρ. 298/96 κ.α., ημερ. 26.11.97.Από το κείμενο της επίδικης απόφασης,
φαίνεται ότι η Επιτροπή υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια αρχή εισηγήθηκε την διαθεσιμότητα της αιτήτριας. Ο πρώτος λόγος αφορούσε στην σοβαρότητα των παραπτωμάτων και υποστηρίζεται πλήρως από την ανάλυση των κατηγοριών και των στοιχείων που τις συνθέτουν.Ο δεύτερος λόγος είναι ο επηρεασμός της ομαλής διεξαγωγής της πειθαρχικής έρευνας από την παρουσία της αιτήτριας στα καθήκοντα της. Με δεδομένα την μετάβαση της ερευνώσας λειτουργού στο Κάϊρο που υπηρετούσε η αιτήτρια και όπου θα διεξάγονταν η έρευνα καθώς και τη φύση των καθηκόντων της αιτήτριας, ήταν ενδεχόμενος ο επηρεασμός μαρτύρων ή η αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς η παραμονή της αιτήτριας στην θέση της υπό τις περιστάσεις βάσιμα υποτέθηκε ότι θα αποτελούσε τροχοπέδη στην ομαλή διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η Επιτροπή εύλογα έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε όπως η αιτήτρια τεθεί σε διαθεσιμότητα ως προληπτικό διοικητικό μέτρο για περίοδο τριών μηνών. Εξάλλου το δημόσιο συμφέρον σε κάθε περίπτωση συναρτάται με την προαγωγή των σκοπών για τους οποίους ο νόμος παρέχει την εξουσία να θέσει σε διαθεσιμότητα δημόσιο λειτουργό. (Βλ. Κυριακίδης ανωτέρω).
Επίσης το σύνολο των παραγόντων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή και που συμπληρώνουν την αιτιολογία του δημοσίου συμφέροντος επαρκούν για τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν όψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι η απόφαση έχει ληφθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Περαιτέρω η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 5 του Ν.158(1)/99 που επιβάλλει στη διοίκηση να αναγράφει στην κοινοποίηση της πράξης προς τον ενδιαφερόμενο τη θεραπεία που έχει για να την προσβάλει.
Η συγκεκριμένη πρόνοια εφαρμόζεται και είναι επιτακτική όταν πρόκειται να κοινοποιηθούν πράξεις ή αποφάσεις που αφορούν σε απόρριψη αιτήματος (π.χ. για έκδοση αδειών) όπου ακολουθεί ιεραρχική προσφυγή. Η παράλειψη αναφοράς στα μέσα θεραπείας σε άλλες περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράλειψη ουσιώδους τύπου στην κοινοποίηση της πράξης που θα μπορούσε να επιφέρει ακυρότητα. Εξάλλου η κατάθεση της παρούσας προσφυγή εκ μέρους της αιτήτριας ανατρέπει τον ισχυρισμό ότι η ισχυριζόμενη παράλειψη έπληξε καθοιονδήποτε τρόπο το συμφέρον της ή της προκάλεσε βλάβη. Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.