ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση αρ. 909/01)

31 Μαρτίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

      1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ,
      2. ΜΑΡΟΥΛΑ Α. ΤΗΛΛΥΡΟΥ,
      3. ΑΝΔΡΟΥΛΑ Α. ΜΑΛΛΙΑΡΑΚΗ,

(Αιτητές),

ν.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟΥ

(Καθού η αίτηση).

 

----------------------------

Λ. Κληρίδης, για τους αιτητές.

Κρ. Παπαλοίζου, για το καθού η αίτηση.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Το καθού η αίτηση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου (στο εξής το Συμβούλιο ή το καθού) είναι μεταξύ των αρχών που είναι εξοπλισμένες με αρμοδιότητα να κηρύσσουν για τις ανάγκες του έργου τους και για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας αναγκαστική απαλλοτρίωση. Στις 21/9/01, με διάταγμα απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της ιδίας ημερομηνίας, το Συμβούλιο απαλλοτρίωσε γη στο Παλιομέτοχο, ιδιοκτησία των αιτητών. Πρόκειται για τα τεμάχια 1196, 1197 και 491 του τμήματος ΧΧΧ του Φ/Σχ. 29/16. Προηγήθηκε, στις 22/9/00, δημοσίευση της γνωστοποίησης για την απαλλοτρίωση της για σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή, τη δημιουργία νέου κοιμητηρίου της κοινότητας. Κι αυτό γιατί το υφιστάμενο, όπως αναφέρει η γνωστοποίηση, «είναι υπερπλήρες». Οι αιτητές δεν αντέδρασαν μέσα στο χρονικό όριο των 30 ημερών που έτασσε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. Ωστόσο η ένσταση τους ημερ. 8/11/00 εξετάστηκε από το Συμβούλιο προτού απορριφθεί στις 23/4/01.

Είναι βασική αρχή του δικαίου ότι η διακριτική εξουσία που νόμος παρέχει σε διοικητικό όργανο, όπως εδώ το Συμβούλιο, ασκείται από αυτό με τoν ολιγότερο επαχθή τρόπο για την υλοποίηση του σκοπού στον οποίο αποβλέπει η διοικητική ενέργεια. Η υποχρέωση αυτή της διοίκησης παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση απαλλοτρίωσης γης για δημόσια ωφέλεια: βλ. Chrysochou Bros v. The Cyprus Telecommunication Authority and Another (1966) 3 C.L.R. 482, Agrotis v. Electricity Authority (1981) 3 C.L.R. 503 και προσφ. αρ. 919/93 Αλίκη Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.α. ημερ. 4.2.2000. Είναι στην αρχή αυτή που βασίζεται ο πρώτος και βασικός λόγος ακυρότητας, που προώθησε ο δικηγόρος των αιτητών. Αυτός αφορά την κατηγορία κατά του Συμβουλίου εδώ: ότι επέλεξε το δυσμενέστερο για τους αιτητές τρόπο για πραγμάτωση του σκοπού του.

Ο ισχυρισμός έχει ως βάση επιστολή ημερ. 2/12/01 της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού Παναγίας της Οδηγήτριας Παλαιομετόχου προς τον Έπαρχο Λευκωσίας. Σ' αυτήν η Εκκλησιαστική Επιτροπή πρότεινε να παραχωρήσει, για επέκταση του υφιστάμενου νεκροταφείου, κτήμα της που γειτνιάζει με αυτό. Εισήγηση της ήταν να το παραχωρήσει στο Συμβούλιο, αλλά να καρπούται τα έσοδα και, διαζευκτικά, να πωλήσει το κτήμα στο Συμβούλιο, που θα είχε και την εκμετάλλευση. Την πρόταση υπέβαλαν προφορικά και στο Συμβούλιο, αλλά αυτό «για δικούς του λόγους» προέβη στην απαλλοτρίωση.

Οι αιτητές περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση για απαλλοτρίωση της γης τους είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, αφού εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των παρακείμενων στο νεκροταφείο περιουσιών. Επιστρατεύεται και ένα άλλο, αντιφατικό προς το τελευταίο, επιχείρημα ότι η γη κοντά στο νεκροταφείο είναι φτηνή, ενώ η δική τους είναι εκμεταλλεύσιμη ως γεωργική γη.

Αντιτάχθηκε από το Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, ότι η κρίση του να δημιουργηθεί κοιμητήριο έξω από την οικιστική περιοχή ήταν εύλογη. Δεν υπήρχε πλάνη (όντως δεν υποδείχθηκε από την άλλη πλευρά τι ακριβώς συνιστούσε την πλάνη). Το κύριο όμως ήταν ότι η λύση που προτιμήθηκε αποτελεί τεχνικής φύσεως ζήτημα, το οποίο δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο συνήγορος του Συμβουλίου παρέπεμψε σε σχετική νομολογία όπου αποφασίστηκε ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή τεχνικών ζητημάτων δεν ελέγχεται δικαστικά νοουμένου ότι δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα ή το δίκαιο, ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας του διοικητικού οργάνου.

Παρατηρώ ότι η παραπάνω επιστολή της Εκκλησιαστικής Επιτροπής προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Συμβουλίου. Στις 8/1/01 το τελευταίο έγραψε απευθείας στην Εκκλησιαστική Επιτροπή σχετικά με το όλο ζήτημα. Ανέφερε ότι ουδέποτε προτάθηκαν στο Συμβούλιο όσα αναφέρουν στην επιστολή της 2/12/00. Και ότι, ουσιαστικά, οι προσπάθειες του Συμβουλίου να αποκτήσει το κτήμα για την επέκταση του κοιμητηρίου, παρά τις εναντιώσεις των περιοίκων (υπάρχει στο φάκελο και έγγραφη διαμαρτυρία τους από τα τέλη Οκτωβρίου 1998) προσέκρουαν στην αρνητική στάση της Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Το Συμβούλιο αναφέρει επίσης στην επιστολή του ότι η απόφαση για το νέο χώρο λήφθηκε:

«.....όταν στάθηκε αδύνατο να εξασφαλιστεί με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο το κτήμα που ανήκει στην εκκλησία Παλιομετόχου. Τότε και μόνο τότε έγινε η επιλογή με τη βοήθεια των αρμοδίων τμημάτων της κυβέρνησης, άλλου χώρου για κατασκευή νέου κοιμητηρίου.»

Είναι παραδεκτό στην ίδια επιστολή ότι μέσα του Νοεμβρίου 2000 προτάθηκε προφορικά η πώληση του κτήματος. Παρατηρεί ωστόσο το Συμβούλιο, ότι αυτό συνέβη μετά την τροχιοδρόμηση της απαλλοτρίωσης και τη συμπλήρωση όλων των προπαρασκευαστικών ενεργειών, καθώς και την υποβολή ένστασης από τους αιτητές και όταν η δημιουργία κοιμητηρίου κατέστη κατεπείγουσα ανάγκη. Γεγονός είναι ότι υπάρχουν επιστολές στο φάκελο το 1998 και το 1999 με τις οποίες η Εκκλησιαστική Επιτροπή ενημέρωνε τον Πρόεδρο της τότε Χωριτικής Αρχής για το πρόβλημα και ζητούσε την άμεση λήψη μέτρων για τη θεραπεία του. Όμως σε καμιά δεν αναφέρεται ότι η εκκλησία παραχωρεί με οποιοδήποτε τρόπο το κτήμα της.

Δεν πρόκειται να εξετάσω τη γνησιότητα των προθέσεων της Εκκλησιαστικής Επιτροπής αναφορικά με τη διάθεση της περιουσίας της για τον παραπάνω σκοπό. Φαίνεται ωστόσο, απ' ότι προεκτέθηκε, ότι παρά το ενεργό ενδιαφέρον της στο ζήτημα, αυτή δεν υπέβαλε πρόταση (πριν από τα μέσα Νοεμβρίου 2000) άνκαι επεσήμανε κατ' επανάληψη στην τότε Χωριτική Αρχή την κρισιμότητα του θέματος. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο - και είναι βαρυσήμαντο - είναι ότι η προσφορά της Εκκλησιαστικής Επιτροπής έγινε υπό την αίρεση της έγκρισης της Αρχιεπισκοπής, όπως αναφέρει το Συμβούλιο στην επιστολή του 8/1/2001, που δε φαίνεται να είχε ποτέ δοθεί. Ούτε μετά την τελευταία αυτή επιστολή. Χωρίς δε την παραπάνω συγκατάθεση δε θα ήταν δυνατή νομικά η αναγκαστική απαλλοτρίωση ενόψει των προνοιών του Άρθρου 23 του Συντάγματος και ιδιαίτερα της παραγρ. 9. Έτσι δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός των αιτητών ότι δεν εξετάστηκε η επιλογή της επέκτασης. Η πρόταση έγινε μετά τη δρομολόγηση των διαδικασιών, η οποία εν πάση περιπτώσει, ήταν πρόταση υπό αίρεση. Σε περίπτωση δε που δε θα κατέληγαν σε συμφωνία, η απαλλοτρίωση του εκκλησιαστικού κτήματος θα ήταν εκτός συζήτησης.

Η αιτιολογία της απαλλοτρίωσης βρίσκεται στην ίδια τη γνωστοποίηση της 22/9/00, δηλαδή, «η δημιουργία νέου κοιμητηρίου ........ επειδή το υφιστάμενο είναι υπερπλήρες» και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου στα οποία αναφέρθηκα. Κυρίως όμως από το πρακτικό της απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 23/4/01 από το οποίο προκύπτει ότι η αιτιολογία, ως προς την ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας, είναι νόμιμη και επαρκής, δεν προκύπτει δε κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας του Συμβουλίου ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της ως προς την αποφασισθείσα απαλλοτρίωση:

«Το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου αφού μελέτησε σε βάθος τις υποβληθείσες ενστάσεις εναντίον της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης με αρ. 675 της 22/9/2000 για δημιουργία κοιμητηρίου αποφάσισε να τις απορρίψει για τους πιο κάτω λόγους:

  1. Τα κτήματα που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση, δηλαδή τα τεμάχια 491, 1196 και 1197, Φ/Σχ. ΧΧΙΧ/16 στο Παλιομέτοχο βρίσκονται σε γεωργική ζώνη και η αξιοποίηση τους για οποιοδήποτε λόγο πλην της γεωργικής δεν είναι δυνατή.
  2. Από έρευνα που έγινε από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης και τον Πρώτο Ιατρικό Λειτουργό, το έδαφος του θεωρείται κατάλληλο για ταφή.
  3. Υπάρχει εύκολη πρόσβαση σ' αυτό και βρίσκεται μακράν της κατοικημένης περιοχής του χωριού ώστε να αποφεύγεται πιθανή οχληρία από τη λειτουργία του Κοιμητηρίου.
  4. Πρόσθετα η όλη κοινωνικοοικονομική κατάσταση των ιδιοκτητών, δεδομένου ότι θα τους καταβληθεί αποζημίωση για την αξία των κτημάτων τους, δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα ώστε να δικαιολογεί την ακύρωση της απαλλοτρίωσης.
  5. Η πιθανότητα επέκτασης του υφιστάμενου κοιμητηρίου έχει μελετηθεί αλλά απορρίφθηκε γιατί τούτο βρίσκεται εντός της οικιστικής περιοχής του χωριού και τυχόν επέκταση του θα δημιουργήσει σοβαρή οχληρία στους περιοίκους.»

Ο λόγος ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, υπό την έννοια ότι με αυτή δεν εξυπηρετείται η δημόσια ωφέλεια, αλλά οι παρακείμενοι ιδιοκτήτες είναι, όπως διατυπώθηκε απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και επίσης ως αντινομικός με τον τρόπο που υπέδειξα. Είναι επιπλέον και απαράδεκτος διότι θίγει την ανέλεγκτη ακυρωτικά ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. Με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο