ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 921/2000)
27 Mαρτίου, 2003
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αιτητής
ν.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
Καθ΄ης η Αίτηση
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Μ. Ηλιάδης, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή αυτή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών ημερομηνίας 19.4.2000, με την οποία διορίστηκε στη μόνιμη θέση Διευθυντή της καθ΄ης η αίτηση από 2.5.2000 το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Σιακάς αντί του αιτητή.
Η επίδικη θέση η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.2.2000. Σ΄ αυτήν, περιλαμβανομένου του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, ανταποκρίθηκαν συνολικά εννέα υποψήφιοι οι οποίοι αφού πρώτα διαπιστώθηκε ότι κατείχαν όλα τα προσόντα και πληρούσαν όλες τις απαιτήσεις των σχεδίων υπηρεσίας της υπό εξέταση θέσης κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής της καθ΄ης η αίτηση στις 12.4.2000.
Η Επιτροπή έχοντας υπόψη όχι μόνο τα αποτελέσματα της εν λόγω προφορικής συνέντευξης αλλά κι΄ αυτά της συνολικής αξιολόγησης των εννέα προαναφερθέντων υποψηφίων αποφάσισε να καλέσει σε δεύτερη προφορική συνέντευξη τους τέσσερις εξ΄ αυτών που χαρακτηρίστηκαν ως «σχεδόν εξαίρετοι» ή «εξαίρετοι», προκειμένου να διαμορφώσει πληρέστερη γνώμη για τις διοικητικές και οργανωτικές ικανότητές τους, την προσωπικότητα, ευθυκρισία και υπευθυνότητά τους, όπως αυτές καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Ανάμεσα σ΄ αυτούς συγκαταλέγονταν τόσο ο αιτητής ο οποίος είχε χαρακτηριστεί ως «σχεδόν εξαίρετος» όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος που χαρακτηρίστηκε ως «εξαίρετος».
Η δεύτερη προσωπική συνέντευξη διεξήχθη στις 19.4.2000, τα αποτελέσματα δε αυτής για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ακριβώς τα ίδια όπως και στην πρώτη προφορική συνέντευξη. Χαρακτηρίστηκε δηλαδή ο μεν πρώτος ως «σχεδόν εξαίρετος» και ο δεύτερος ως «εξαίρετος».
Ειδικότερα για τον καθένα από αυτούς λέχθηκαν τα εξής:-
«
Παντελής Παπαντωνίου: Σχεδόν εξαίρετος:Είναι πάρα πολύ καλά καταρτισμένος στο γνωστικό αντικείμενο. Διακρίνεται για ευστροφία πνεύματος και υψηλού επιπέδου κριτική ικανότητα. Τον διακρίνει ευθυκρισία, αποφασιστικότητα και δυναμισμός.»
«
Ανδρέας Σιακάς: Εξαίρετος:Είναι άριστα καταρτισμένος στο γνωστικό αντικείμενο. Αναλύει τα θέματα με επιστημονικότητα και εκθέτει τις απόψεις του με ευχέρεια, σαφήνεια και πειστικότητα. Διακρίνεται για ευθυκρισία και οξυδέρκεια. Είναι θετικός, ώριμος και συνετός.»
Ακολούθως η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων και αφού μελέτησε τον προσωπικό φάκελο και τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις του υποψηφίου που υπηρετεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών, αποφάσισε ομόφωνα να προσφέρει τη θέση Διευθυντή της καθ΄ης η αίτηση από 2.5.2000 στο ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Σιακά, κρίνοντάς τον ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για τη θέση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή. Στο σημείο αυτό είναι πιστεύω αναγκαίο να επισημανθούν και τα εξής:
Με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι υποψήφιοι κατά την πρώτη προσωπική συνέντευξη η Επιτροπή της καθ΄ης η αίτηση έκρινε ότι το πλεονέκτημα της γνώσης της συνεργατικής θεωρίας και πρακτικής καθώς και της Συνεργατικής και άλλης συναφούς Νομοθεσίας που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης κατέχουν ο αιτητής, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ακόμη ένας υποψήφιος. Όσον αφορά δε την κατοχή Πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος το οποίο επίσης προβλέπετο από το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά ως επιπρόσθετο προσόν, κατόπιν εξέτασης από την Επιτροπή, κρίθηκε ότι το κατέχουν το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλοι τέσσερις υποψήφιοι, όχι όμως ο αιτητής.
Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους ήγειρε στη γραπτή του αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να προβάλει στη γραπτή του αγόρευση τους λόγους ακύρωσης που επικαλείται, γιατί τέτοιοι συγκεκριμένοι λόγοι όχι μόνο δεν εξειδικεύονται στο κείμενο της παρούσας προσφυγής του αλλά ούτε αιτιολογούνται πλήρως, όπως απαιτεί ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (όπως έχει τροποποιηθεί).
Ειδικότερα υποστηρίζει ότι τα νομικά σημεία που θίγονται στο σώμα της αίτησης είναι διατυπωμένα πολύ επιγραμματικά και λακωνικά χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση με αποτέλεσμα να μην παρέχονται στο Δικαστήριο εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία είναι απαραίτητα ούτως ώστε να δύναται να καταστεί εφικτή η εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. Καταλήγοντας δε τονίζει πως η επίκληση στα εν λόγω νομικά σημεία γενικών και αόριστων αρχών χωρίς να εκτίθενται με σαφήνεια τα επίδικα θέματα που επιθυμεί να θίξει ο αιτητής δεν είναι αρκετή, έχει δε ως αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα θέματα που εγείρονται να μην μπορούν να συζητηθούν.
Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού:-
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Σύμφωνα δε μη την ερμηνευτική διάταξη του Καν. 2 ο όρος «έγγραφος πρότασις» σημαίνει και την αίτηση.
Είναι ορθό επομένως ότι ο υπό αναφορά Καν. 7 επιτάσσει όχι μόνο την έκθεση των νομικών σημείων της προσφυγής αλλά και την πλήρη αιτιολόγησή τους. Άλλωστε στις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 2831, 2832 και 2840 Latomia Estate κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.7.2001 λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι:-
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Ας έρθουμε όμως στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης. Μια προσεκτική μελέτη όχι μόνο των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται η υπό εξέταση προσφυγή αλλά και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκύπτοντος ζητήματος, η οποία έχει ήδη παρατεθεί, δείχνει ξεκάθαρα πως τα εν λόγω σημεία κάθε άλλο παρά αναιτιολόγητα είναι. Μπορεί να είναι επιγραμματικά διατυπωμένα, αυτό όμως δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι είναι και αναιτιολόγητα. Άλλωστε στη γραπτή αγόρευση του αιτητή εγείρονται και αναπτύσσονται με λεπτομέρεια οι ίδιοι ακριβώς λόγοι ακύρωσης και αναπτύσσονται με λεπτομέρεια οι ίδιοι ακριβώς λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται στα συγκεκριμένα νομικά σημεία και όχι άλλοι ή κάποιοι από αυτούς. Η παρατεθείσα νομολογία δεν επιβάλλει την αναλυτική ανάπτυξη των νομικών σημείων στο σώμα της προσφυγής. Όπως δε έχει λεχθεί στην Α.Ε. 1916, Ανδρέας Καμένος ν. ΕΔΥ, ημερομηνίας 14.1.1998, σελ. 7:-
«τα νομικά ζητήματα καθώς και όλα τα επίδικα θέματα σε μια προσφυγή εξετάζονται και αποφασίζονται με βάση μόνο το πραγματικό βάθρο που τα μέρη θέτουν στο δικόγραφό τους και στα οποία στηρίζουν την υπόθεσή τους - στην κρινόμενη περίπτωση στην ένσταση και στα διάφορα έγγραφα που τη συνοδεύουν. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση είναι ανεπίτρεπτη γιατί έρχεται σε αντίθεση με τους δικονομικούς θεσμούς.»
Η προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή προβάλλει και αναπτύσσει τους εξής τέσσερις λόγους οι οποίοι κατά την εισήγησή του οδηγούν στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Είναι εισήγηση του αιτητή, ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης η καθ΄ης η αίτηση παρέλειψε να λάβει υπόψη της όχι μόνο την υπεροχή αυτού στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), αλλά και την υπεροχή του σε εμπειρία στα καθήκοντα που εκτελεί, ενός βασικού παράγοντα προσδιορισμού της αξίας των υποψηφίων. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε αντίθεση με τον αιτητή δεν κατείχε τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντα, ότι η προαγωγή του βρίσκεται σε γενική αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων αντί να είναι συνυφασμένη με αυτά και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις δύο διεξαχθείσες προφορικές συνεντεύξεις, ιδιαίτερα δε στη δεύτερη εξ΄ αυτών.
Δεν θα συμφωνούσα με τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή. Μια προσεκτική μελέτη όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου υπαρχόντων στοιχείων των αφορώντων τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν δεικνύει καμιά υπεροχή έστω και απλή του αιτητή Παντελή Παπαντωνίου έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Ανδρέα Σιακά.
Όπως δε έχει αναλυθεί σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν υπάρχει ισχυρισμός για υπεροχή, αυτή πρέπει να είναι έκδηλη, το βάρος δε απόδειξής της φέρει αποκλειστικά ο αιτητής. (Βλ. Alexandridou v. G.T.O. 1980 3 C.L.R. 360, σελ. 367 και Vourkos and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1442, σελ. 1449).
Ας εξετάσουμε όμως μία προς μία τις προαναφερόμενες αιτιάσεις του δικηγόρου του αιτητή κατά της επίδικης απόφασης.
Προσόντα
Όσον αφορά τα απαιτούμενα προσόντα το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:-
«3. Απαιτούμενα προσόντα:
Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχος του εν λόγω προσόντος. Αν ανατρέξει κανείς στον προσωπικό του φάκελο ο οποίος έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 2, υπάρχει η αίτησή του για την επίδικη θέση στην οποία έχει επισυναφθεί το σχετικό πιστοποιητικό. Συνεπώς η καθ΄ης η αίτηση δεν απαιτείτο να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα για διαπίστωση αυτού του δεδομένου, αφού όλα τα σχετικά στοιχεία ευρίσκοντο στην κατοχή της. Εκτός όμως από το συγκεκριμένο προσόν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο όπως έχει ήδη προαναφερθεί κρίθηκε κατόπιν εξέτασης από την Επιτροπή της καθ΄ης η αίτηση ότι κατείχε και το επιπρόσθετο προσόν που προβλέπετο από το Σχέδιο Υπηρεσίας (Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν κατά προτίμηση σε συναφές θέμα). Αντιθέτως ο αιτητής δεν κρίθηκε ότι το κατείχε. Υπερείχε δηλαδή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έναντι του αιτητή στον τομέα των προσόντων.
Σύμφωνα δε με τη νομολογία η κατοχή πρόσθετου προσόντος που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας και είναι σημαντικό στοιχείο για την επιτυχή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της επίδικης θέσης.
Στην υπόθεση Ιωάννη Ν. Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 81/89, ημερομηνίας 14/2/90
ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) τονίζει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:-«Η κατοχή του πρόσθετου προσόντος που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας είναι παράγοντας ουσιώδους σημασίας για τον καθορισμό των διεκδικήσεων των υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή σε δημόσια θέση. Κρίνεται αντικειμενικά ως σημαντικό στοιχείο για την επιτυχή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της θέσης που θα πληρωθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, κατοχή του πρόσθετου προσόντος επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης.»
Είναι λοιπόν πασιφανές ότι βάσει όλων όσων έχουν προαναφερθεί ο ισχυρισμός σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ευσταθεί.
Ούτε όμως η εισήγηση ότι η προαγωγή του κ. Ανδρέα Σιακά βρίσκεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η επίκληση αυτού του ισχυρισμού γίνεται γενικά και αόριστα χωρίς να εξηγείται πως βρίσκεται σε αντίθεση με αυτά. Ο τομέας των προσόντων έχει ήδη αναλυθεί. Χρήζει όμως εξέτασης και το πρώτο από τα τρία καθιερωμένα κριτήρια, αυτό της αξίας, όπως επίσης και το τρίτο, αυτό της αρχαιότητας.
Αξία
Ενόψει των πραγματικών γεγονότων της υπό εξέταση προσφυγής όπως έχουν ήδη παρατεθεί, θα θεωρούσα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία έναντι του αιτητή λόγω καλύτερης απόδοσης στη δεύτερη προφορική συνέντευξη που διενήργησε η Επιτροπή της καθ΄ης η αίτηση. Ο αιτητής Παντελής Παπαντωνίου χαρακτηρίστηκε ως «σχεδόν εξαίρετος» ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ανδρέας Σιακάς ως «εξαίρετος». Βέβαια ο αιτητής προβάλλει και τον ισχυρισμό ότι δόθηκε από την καθ΄ης η αίτηση υπέμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την εν λόγω συνέντευξη. Δεν θα συμφωνούσα. Σε περιπτώσεις πλήρωσης διευθυντικών ή πολύ ψηλών θέσεων «Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής» όπως η παρούσα, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία, ιδιαίτερα όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.
Άλλωστε στο ίδιο το πρακτικό της καθ΄ης η αίτηση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο λόγος διεξαγωγής της δεύτερης προφορικής συνέντευξης ήταν η διαμόρφωση πληρέστερης γνώμης για τις διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες των υποψηφίων, την προσωπικότητα, ευθυκρισία και υπευθυνότητά τους όπως αυτές καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Σχετικές είναι οι αποφάσεις στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1018, ημερ. 17/1/91, σελ. 7, 8 καθώς και στην Αναθεωρητική Έφεση 680, The Public Service Commission v. Potoudes and Others, ημερ. 20.7.1987.Ο αιτητής αμφισβητεί επίσης και την αξιολόγηση των υποψηφίων από την καθ΄ης η αίτηση κατά την εν λόγω προφορική συνέντευξη. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία η υποκειμενική κρίση του διορίζοντος οργάνου ως προς την απόδοση σε προφορική συνέντευξη είναι ανεξέλεγκτη. (Βλ. Υπόθεση Εύη Δρουσιώτη ν. Δήμου Λατσιών, Α.Ε. 1390, ημερ. 17/9/1992
).Αρχαιότητα
Η αρχαιότητα είναι το τρίτο κατά σειρά κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη μετά την αξία και τα προσόντα. Στην παρούσα υπό εξέταση περίπτωση δεν τίθεται κατά τη γνώμη μου θέμα αρχαιότητας αφού το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν τοποθετημένο σε άλλη υπηρεσία (Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας) και διεκδικούσε την επίδικη θέση με πρώτο διορισμό. Κι΄ αν όμως ετίθετο τέτοιο θέμα δεν θα ήταν αποφασιστικής σημασίας αλλά περιορισμένης αξίας. Η σημασία της αρχαιότητας σύμφωνα με τη νομολογία περιορίζεται ακόμα περισσότερο λόγω της φύσης της επίδικης θέσης που είναι ψηλά στην ιεραρχία και πρώτου διορισμού και προαγωγής (Βλ.: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, σελ. 54)
Ένας άλλος ισχυρισμός του αιτητή που δεν ευσταθεί είναι οι αιτιάσεις του περί υπεροχής του σε πείρα. Όπως φαίνεται από τις αιτήσεις των δύο διαδίκων η πείρα τους άρχισε περίπου την ίδια εποχή (1978).
Ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλει ο αιτητής κατά του κύρους της επίδικης απόφασης είναι ότι αυτή εκδόθηκε κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Δεν θα συμφωνούσα ούτε με αυτό τον ισχυρισμό.
Είναι κατά την άποψή μου εμφανές από τα πρακτικά των Συνεδριάσεων της καθ΄ης η αίτηση επιτροπής τόσο στις 12.4.2000 όσο καις τις 19.4.2000 ότι η επιτροπή αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, τα προσόντα των υποψηφίων, το σχέδιο υπηρεσίας και τα καθήκοντα της θέσης προέβη στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Η απόδοση των υποψηφίων συνεκτιμήθηκε με τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα, αρχαιότητα). Κατά την εξέτασή τους οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν όπως είναι νομολογιακά επιτρεπτό σε θέματα αναφορικά με τις γνώσεις, την προσωπικότητα και τις ιδιαίτερες ικανότητες που απαιτούσε η ανώτατη αυτή θέση της διοικητικής ιεραρχίας.
Επομένως ουδεμία πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο υπήρξε.
Άλλωστε σύμφωνα με τη νομολογία «η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου το οποίο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή τους. Δικαστική ευχέρεια για παρέμβαση παρέχεται μόνο όταν το σώμα που διορίζει υπερβαίνει τα ακραία όρια που καθορίζει το σχέδιο και ερμηνεύει τις πρόνοιες του σχεδίου με τρόπο αντινομικό προς την ορολογία του.» (Βλ.: Συνεκδικαζόμενες προσφυγές 830/96, 847/96, 964/96, Ανδρέας Νεοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 11.11.98, σελ. 9
).Στην προκειμένη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
3.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.Ο τρίτος ισχυρισμός του αιτητή κατά της επίδικης απόφασης είναι ότι αυτή λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας της καθ΄ης η αίτηση.
Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται από τον αιτητή ότι η καθ΄ης η αίτηση είχε υποχρέωση να αγνοήσει τον αριθμό των πτυχίων που κατείχε το Ενδιαφερόμενο μέρος για το λόγο ότι δεν ήταν αυτά που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, να λάβει υπόψη της μετά από έρευνα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερέχει του αιτητή, να εκτιμήσει την έκδηλη υπεροχή του αιτητή και να επιλέξει τελικά τον αιτητή.
Είναι καθαρά νομολογημένο πως τα υπέρτερα προσόντα δεν θεμελιώνουν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή εφόσον είναι προσόντα πρόσθετα προς αυτά που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Λαμβάνονται μεν υπόψη αλλά συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας.
Στην παρούσα περίπτωση τα επιπλέον προσόντα τα κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και όχι ο αιτητής. Πέραν αυτού δε, δεν επρόκειτο για προσόντα πρόσθετα προς αυτά που προβλέποντο στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά περί προσόντων που θεωρούντο πλεονέκτημα με βάση αυτό. Αν η αρμόδια αρχή, στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή η καθ΄ης η αίτηση τα αγνοούσε, τότε σημαίνει ότι δεν θα έπραττε ορθά το έργο της. Σε τέτοια δε περίπτωση θα έπρεπε να δώσει ειδική αιτιολογία για την επιλογή του αιτητή που δεν τα κατείχε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους που τα κατείχε.
4.
Έλλειψη δέουσας και επαρκούς έρευνας.Ως τελευταίος λόγος ακύρωσης από μέρους του αιτητή προβάλλεται η έλλειψη δέουσας και επαρκούς έρευνας καθώς και αιτιολογίας της τελικής απόφασης της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής.
Ούτε με αυτό τον ισχυρισμό του συνήγορου του αιτητή θα συμφωνούσα. Είναι εισήγησή μου ότι από τα σχετικά πρακτικά ημερομηνίας 12.4.2000 και 19.4.2000 φαίνεται καθαρά ότι η καθ΄ης η αίτηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποποιήθηκε των εξουσιών της να διεξάγει έρευνα αλλά αντίθετα ερμήνευσε και εφάρμοσε το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας αφού έλεγξε τα προσόντα των υποψηφίων (κατοχή ή όχι πρόσθετων προσόντων και πλεονεκτημάτων) και αφού έλαβε υπόψη την πείρα των δύο υποψηφίων, τον προσωπικό φάκελο και τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις του υποψηφίου που υπηρετεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών, την απόδοσή τους στις δύο προφορικές συνεντεύξεις και γενικότερα αφού στάθμισε τα τρία καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα).
Ενόψει των πιο πάνω, θα θεωρούσα ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, παρά τη λακωνικότητα της διατύπωσής της, παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία προς διακρίβωση της νομιμότητάς της. Συμπληρώνεται δε από τα στοιχεία του φακέλου.
Η καθ΄ης η αίτηση ενήργησε νόμιμα και δίκαια υπό τις περιστάσεις και δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας.
Εξάλλου όπως έχει ήδη αναφερθεί ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους όπως απαιτεί η νομολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ