ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 671/2000 και 902/2000)
7 Μαρτίου, 2003
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση αρ. 671/2000)
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ης η Αίτηση
(Υπόθεση αρ. 970/2000)
κωστασ κυριακου
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ης η Αίτηση
Ο Αιτητής στην 671/00 παρουσιάζεται προσωπικά.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 902/00.
Ρ. Παπαέτη (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Ε. Αραλιού (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις δύο προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 21.4.2000 με την οποία προήγαγε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ) Ανδρέα Φιλιππίδη στη μόνιμη θέση Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αναδρομικά από τις 15.7.1998.
Με τη συναίνεση των διαδίκων οι δύο προσφυγές συνεκδικάστηκαν αφού προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη και έχουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.
Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης από την ΕΔΥ μετά από ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές αρ. 980/98 και αρ. 736/98 ημερ. 24.9.99 και 16.12.99 αντίστοιχα.
Ο λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η προηγούμενη διοικητική απόφαση, όπως φαίνεται καθαρά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 736/98, ημερ. 16.12.1999, ήταν η ανεπαρκής και μη δέουσα έρευνα της ΕΔΥ ως προς την κατοχή του προσόντος της προηγούμενης πενταετούς πείρας από τον αιτητή Βραχίμη Χατζηχάννα (Προσφυγή 671/2000). Όπως αναφέρει ο Γαβριηλίδης, Δ. στην πιο πάνω απόφαση η ΕΔΥ «όφειλε να προχωρήσει και ενεργήσει η ίδια την απαιτούμενη έρευνα, μέσα στα πλαίσια που διέγραψε στην επιστολή της ημερομηνίας 9.6.1998 προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Όφειλε, συγκεκριμένα, να απευθυνθεί στον Έπαρχο Λευκωσίας και να ζητήσει τις ίδιες διευκρινήσεις που είχαν ζητηθεί από τον Έπαρχο Λεμεσού αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος και, επίσης, προς το Υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, ως αρχή που προΐστατο διοικητικά του αιτητή και, παράλληλα, συμμετείχε με εκπρόσωπο της στην Επαρχιακή Επιτροπή Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Λευκωσίας.»
Περαιτέρω ο λόγος ακύρωσης στην απόφαση στην προσφυγή 780/98 (αιτητής Κώστας Κυριάκου) ήταν ότι κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση χρησιμοποιήθηκε από την ΕΔΥ πίνακας, πράγμα απαράδεκτο από τη νομολογία.
Η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 12.1.2000 απεφάσισε, προτού προχωρήσει σε επανεξέταση να προβεί σε έρευνα σχετικά με την κατοχή της πενταετούς πείρας στη διαχείριση περιουσιών από τον αιτητή Βραχίμη Χατζηχάννα ζητώντας πληροφορίες από τον Έπαρχο Λευκωσίας και το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, αναφορικά με τη χρονική διάρκεια και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που ασκούσε.
Η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 10.3.2000 προέβη σε επανεξέταση. Ερεύνησε το θέμα της κατοχής της πενταετούς πείρας στη διαχείριση Τουρκοκυπριακών Περιουσιών από τον αιτητή Χατζηχάννα, υπό το φως των εκθέσεων του Επάρχου Λευκωσίας και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και περαιτέρω για συγκεκριμένη περίοδο (1971-1974) κατά την οποία ο αιτητής ήταν υπεύθυνος του Κυβερνητικού Φυτωρίου Κερύνειας, κατέληξε δε ότι αυτός δεν κατείχε πενταετή πείρα και τον απέκλεισε από υποψήφιο.
Ακολούθως η ΕΔΥ προχώρησε σε σύγκριση των τεσσάρων πλέον υποψηφίων, περιλαμβανομένου του αιτητή στην προσφυγή 902/2000, Κώστα Κυριάκου και του Ε/Μ και κατέληξε στο διορισμό του τελευταίου.
Κοινός λόγος και στις δύο προσφυγές είναι ο ισχυρισμός ότι η ΕΔΥ παραβίασε το δεδικασμένο που προέκυψε από τις ακυρωτικές αποφάσεις όπως έχουν αναφερθεί πιο πάνω.
Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις των αιτητών και στις δύο προσφυγές. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ προκύπτει αβίαστα ότι συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο. Όσον αφορά τον αιτητή Βραχίμη Χατζηχάννα διεξήγαγε την αναγκαία έρευνα σχετικά με την κατοχή από αυτόν του προσόντος της πενταετούς πείρας στη διαχείριση Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και όσον αφορά τον αιτητή Κώστα Κυριάκου προέβη σε πλήρη αιτιολόγηση, χωρίς τη χρησιμοποίηση πινάκων εκτός των πλαισίων του άρθρου 34(1), λόγο για τον οποίο είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφαση.
Έπεται ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 671/00
Ο αιτητής Βραχίμης Χατζηχάννας ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και παράνομη.
Κατ΄ αρχήν θέλω να παρατηρήσω ότι το θέμα αυτό δεν κρίθηκε μεν στην ακυρωτική απόφαση στην 736/98 αλλά αποτελούσε μέρος της. Κατά συνέπεια δεν μπορεί ο αιτητής να προβάλλει στην παρούσα προσφυγή τέτοιους λόγους. Εν πάση περιπτώσει έχω διεξέλθει το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής και δεν έχω διαπιστώσει ότι αυτή είναι πεπλανημένη, αναιτιολόγητη, ή παράνομη. Δίδονται σ΄ αυτήν τα στοιχεία με βάση τα οποία η Συμβουλευτική κατέληξε, αιτιολογώντας ικανοποιητικά τη θέση της. Ούτε η ΕΔΥ, με βάση τη νομολογία, ήταν υποχρεωμένη, ως ισχυρίζεται ο αιτητής, να παραπέμψει εκ νέου το θέμα στη Συμβουλευτική.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κ. Χατζηχάννας ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ ως προς την κατοχή του προσόντος πενταετούς πείρας είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Η ΕΔΥ, συμμορφούμενη με το δεδικασμένο διεξήγαγε νέα έρευνα. Στην απόφαση της αφού αναφέρεται εκτενώς στο περιεχόμενο των εκθέσεων του Επάρχου Λευκωσίας και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, κατέληξε ως ακολούθως:-
«Η Επιτροπή μελέτησε επισταμένα τα στοιχεία που οι Έπαρχος, Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, και Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας έθεσαν υπόψη της, από την μελέτη των οποίων, σε σχέση και αντιπαραβολή με τα στοιχεία των Φακέλων που είναι ενώπιόν της, προκύπτει ότι η πείρα του Χατζηχάννα σε θέματα σχετικά με την προστασία και διαχείριση Τ/Κ περιουσιών αναφέρεται στο ρόλο που διαδραμάτισε με τη συμμετοχή του και την εμπλοκή του στις δραστηριότητες της αρμόδιας Επιτροπής ή και Υπεπιτροπής, ρόλος και εμπλοκή που είχαν βοηθητικό και συμβουλευτικό χαρακτήρα, ο δε χρόνος απασχόλησής του στις εν λόγω δραστηριότητες ήταν περιορισμένος σε σχέση με τα συνήθη καθήκοντα που αυτός εκτελούσε στο Τμήμα Γεωργίας. Εν πάση όμως περιπτώσει, η Επιτροπή σημείωσε ότι η πείρα του αυτή είναι ούτως ή άλλως βραχύτερη σε διάρκεια των πέντε ετών.
Η Επιτροπή εξέτασε επίσης την εν γένει πείρα του ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ Βραχίμη καθ΄ όλη την επαγγελματική σταδιοδρομία του, αλλά έκρινε ότι αυτή δεν είναι στη διαχείριση περιουσιών και, ως εκ τούτου, αυτός δεν κατέχει το εν λόγω προσόν.»
Η πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ, εν όψει της έρευνας της και των εκθέσεων που ήσαν ενώπιον της, ήταν εύλογη και επαρκώς αιτιολογημένη.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη άλλα πιστοποιητικά που ο ίδιος παρουσίασε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, σχετικά με την πείρα του δεν μπορεί να ευσταθεί. Όλα τα σχετικά με το θέμα ευρίσκοντο ενώπιον της ΕΔΥ και τεκμαίρεται ότι τα έλαβε υπόψη.
Περαιτέρω ο κ. Χατζηχάννας ισχυρίζεται, ως λόγο ακύρωσης, προκατάληψη/έχθρα εκ μέρους της ΕΔΥ προς το πρόσωπο του. Ο ισχυρισμός αυτός όμως περιέχεται στην αγόρευση του. Με βάση τη νομολογία τέτοιος ισχυρισμός πρέπει να αποδεικνύεται και να τεκμηριώνεται με σχετική μαρτυρία, πράγμα που δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση. Οι ισχυρισμοί παραμένουν μετέωροι χωρίς το υπόβαθρο σχετικής μαρτυρίας.
Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή αρ. 671/00 του κ. Χατζηχάννα δεν ευσταθεί και υπόκειται σε απόρριψη.
ΠΡΟΣΦΥΓΉ 902/2000
Ο αιτητής Κώστας Κυριακού ισχυρίζεται ότι το Ε/Μ δεν κατείχε το προσόν της πενταετούς πείρας και ότι η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Δεν είχε όμως τέτοια υποχρέωση η ΕΔΥ, σύμφωνα με τη νομολογία, αφού από την ακυρωτική απόφαση δεν προέκυψε θέμα δεδικασμένου γι΄ αυτό.
Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η απόφαση της ΕΔΥ, σχετικά με το θέμα του προσόντος της πενταετούς πείρας, είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.
Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφέρει ότι το Ε/Μ κατέχει τη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Εσωτερικών και ότι από το φάκελο του εξάγεται ότι έχει δεκαετή διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πέντε χρόνια στη διαχείριση περιουσιών.
Η ΕΔΥ, πέραν της πιο πάνω διαπίστωσης της Συμβουλευτικής προέβη στη δική της έρευνα καταλήγοντας ότι το Ε/Μ ήταν κάτοχος του προσόντος. Αναφέρει στην επίδικη απόφαση της η ΕΔΥ:-
«Κατά την εξέταση του θέματος, υπόψη της Επιτροπής τέθηκε και πάλι επιστολή ημερομηνίας 23.6.98 που είχε τότε αποστείλει ο δικηγόρος κ. Α. Σ. Αγγελίδης, στην οποία ισχυριζόταν ότι οι Φιλιππίδης Ανδρέας, Στυλιανίδης Ανδρέας και Οικονομίδης Ελευθέριος, οι οποίοι συστήθηκαν, όπως και ο πελάτης του Κυριάκου Κώστας, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δεν είναι προσοντούχοι για την εν λόγω θέση, επειδή δεν κατέχουν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης πενταετή πείρα στη διαχείριση περιουσιών.
Η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση των στοιχείων που βρίσκονται στους Υπηρεσιακούς Φακέλους και στις αιτήσεις των τριών πιο πάνω υποψηφίων, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, και, ύστερα από μελέτη όλων των σχετικών στοιχείων, έκρινε ότι οι Οικονομίδης, Στυλιανίδης και Φιλιππίδης κατέχουν όλα τα απαιτούμενα για την υπό πλήρωση θέση προσόντα, περιλαμβανομένης και της πενταετούς πείρας στη διαχείριση περιουσιών.»
Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή. Ενώπιον της ΕΔΥ ήταν η έκθεση της Συμβουλευτικής και οι προσωπικοί φάκελοι των αιτητών. Η ΕΔΥ προέβη και στη δική της έρευνα για να καταλήξει ότι το Ε/Μ ήταν κάτοχος του εν λόγω προσόντος.
Περαιτέρω ανεδαφικός κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η ΕΔΥ έπρεπε να ζητήσει νέα σύσταση από τον προϊστάμενο. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Δεν κρίθηκε από την ακυρωτική απόφαση ότι έπασχε η σύσταση του προϊσταμένου. Αντίθετα από την ακυρωτική απόφαση προέκυψε αντινομική η βαθμολόγηση ή κρίση της ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της διότι χρησιμοποίησε πίνακες που κρίθηκε ότι ήταν ενέργεια εκτός του άρθρου 34(1). Πράγμα που, συμμορφούμενη, η ΕΔΥ διόρθωσε κατά την επανεξέταση.
Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ ήταν αναιτιολόγητη γιατί παραγνώρισε την υπεροχή σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα του έναντι του Ε/Μ.
Η ΕΔΥ στη μακρά αιτιολογία της επίδικης απόφασης σαφώς αναφέρεται στα πιο πάνω κριτήρια του νόμου. Όσον αφορά τις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων παρατηρεί ότι αυτές είναι ισοπεδωμένες. Τόσο ο αιτητής όσο και το Ε/Μ βαθμολογούνται σε όλα τα χρόνια και σε όλα τα στοιχεία ως εξαίρετοι. Παρατηρεί δε ότι έχουν τόσο ο αιτητής όσο και το Ε/Μ ισοδύναμα προσόντα. Παραδέχεται όμως ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα. Έκρινε όμως ότι η υπεροχή του σε αρχαιότητα δεν ήταν ικανή από μόνη της να υπερισχύσει της υπεροχής του Φιλιππίδη, η οποία διαπιστώθηκε στη γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και από την ίδια την ΕΔΥ η οποία αξιολόγησε πολύ ψηλότερα το Ε/Μ κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. ΄Εκρινε επίσης ότι η σύσταση του προϊσταμένου υπέρ του Ε/Μ προσέδιδε περαιτέρω υπεροχή σε αξία στο Ε/Μ.
Στην υπόθεση ΕΔΥ ν. Φιλίππου Μιχαηλίδη κ.ά., Α.Ε. 2536 και 2542, ημερ. 26.11.1999 έχουν αναφερθεί τα εξής:-
«Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του εφεσίβλητου ότι υπερτερεί σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους. Εξέταση των προσωπικών τους φακέλων δείχνει ότι η βαθμολογία τους είναι περίπου η ίδια για τα χρόνια 1980-1992. Υπ΄ όψιν λαμβάνεται η γενική αξιολόγηση και όχι η επί μέρους βαθμολογία. Περαιτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του προϊσταμένου και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι γνωστό το βάρος που η νομολογία δίδει στη σύσταση του προϊσταμένου, ενώ όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, μεγάλη σημασία δίδεται επίσης και στην προφορική εξέταση. Συνεπώς το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αξία.»
Η σημασία του κριτηρίου της αρχαιότητας, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι περιορισμένη ειδικά όταν πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και ειδικότερα θέσεις διευθυντικές και ψηλά στην ιεραρχία. (Βλέπε: Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2847, ημερ. 30.4.2001, Φίλιππου Μιχαηλίδη (πιο πάνω)).
Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει όσον αφορά την εκ των υστέρων αιτιολόγηση της κρίσης επί των συνεντεύξεων που έγιναν ενώπιον της με τη χρησιμοποίηση των προσωπικών σημειώσεων των μελών. Το θέμα αυτό έχει επιλυθεί από τη νομολογία. Οι σημειώσεις των μελών κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρακτικού των εργασιών που προβλέπεται να τηρούνται βάσει του άρθρου 11(3)(4) και (5) του Νόμου. Η νοητική λειτουργία των μελών δεν ελέγχεται. Ελέγχεται η απόφαση και η αιτιολογία. (Βλέπε: Κολοκοτρώνη ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2508, ημερ. 15.6.98
).Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε/Μ. Από τη νομολογία προκύπτει ότι το βάρος της απόδειξης της ισχυριζόμενης έκδηλης υπεροχής φέρει ο αιτητής που την επικαλείται. Σύμφωνα με τη νομολογία η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη. (Βλέπε: Χ"Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 ΑΑΔ 1041, Lewis Rolis v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1253
).Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε/Μ.
Έπεται, για τους πιο πάνω λόγους, ότι και η προσφυγή 902/2000 υπόκειται σε απόρριψη.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ